Monday, 16 December 2024

 Χορογραφία... για πέντε Ενότητα 3η (Κεφάλαια XI έως XV)


Γράμμα των Παντελή Γουλάρα από τη Βέροια, Λένας Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη, Άρτεμης Καλογήρου από το Λιτόχωρο Πιερίας, Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας και Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη



Ήταν την νύχτα που έπεσε το τείχος


Κεφάλαιο ΧΙ

Η πρόσκληση που ήρθε με το email ήταν ξερή, στεγνή, απρόσωπη. Δυο γραμμούλες όλες κι όλες. “Καλείται ο Διοικητής...” Ο Διοικητής; Ούτε καν με το όνομα;

    Συνέχισε το διάβασμα “όπως προσέλθει στο Γραφείου του Υπουργού την Παρασκευή...” Άντε πάλι. Παρασκευή είναι αύριο. Πότε να ετοιμαστεί, πότε να ταξιδέψει; Αύριο λοιπόν έπρεπε βρίσκεται στο Υπουργείο. Τι ώρα γράφει; Στη 1.30μμ. “Εντάξει, νομίζω ότι προλαβαίνω” σκέφτηκε.

    Ξανακοίταξε την πρόσκληση. Επάνω-επάνω με κεφαλαία γράμματα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ. Μετά η διεύθυνση, Λεωφόρος Κατεχάκη. Στη συνέχεια η ημερομηνία. Στο κάτω μέρος δεξιά σφραγίδα και υπογραφή. Γαβριήλ Ασημακόπουλος, Υπουργός.

    Ο φίλος του ο Βίλης, ο παλιός συμφοιτητής, ο συγκάτοικος, ο κολλητός στις φοιτητικές τρέλες. Που μπήκαν στο Πανεπιστήμιο μαζί και τελείωσαν την Νομική μαζί. Ακόμα και στον στρατό θα πήγαιναν μαζί αν αυτός δεν επέλεγε να καταταχθεί στην Αστυνομία. Και τώρα; Αντί να πάρει ένα τηλέφωνο ή έστω να στείλει ένα προσωπικό email, σαν φίλος προς φίλο, τον καλεί στο Υπουργείο, μ' αυτήν την τόσο τυπική πρόσκληση.

Υποψιάζεται το λόγο, αλλά και πάλι δεν δικαιολογείται η τόση “απόσταση”.

Η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν επωφελήθηκε απ' αυτήν τη φιλία μ' έναν πολιτικό. Η μετάθεση στο Προξενείο της Πόλης, όσο κι αν είχε τα προσόντα, ίσως να μη γίνονταν ποτέ, αν δεν έβαζε κι ο Ασημακόπουλος το χεράκι του. Αλλά και το πέρασμα “αβροχοις ποσί” από τη δύσκολη θέση σ' αυτόν οφείλεται. Μια ανάκληση στην Αθήνα, δήθεν για ανακρίσεις, μια μεταθεσούλα σε μια παρακατιανή πρεσβεία, μέχρι να ξεχαστεί το θέμα και μετά ολόκληρος Διευθυντής, έστω και σ' αυτήν την επαρχιακή θέση. Χωρίς ελπίδες βέβαια για κάτι παραπάνω. Δεν τον ένοιαζε. Είχε σώσει το τομάρι του.

    Αυθόρμητα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό στο καντράν. Η φωνή της Ευδοκίας απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής.

    “Τι θά έλεγες για ένα τριήμερο στην Αθήνα;” ρώτησε. “Να αλλάξεις τον αέρα σου, να κάνεις και ψώνια και να έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για την υπόθεση που μας απασχολεί”.

    “Γιατί όχι” ήταν η απάντησή της από την άλλη μεριά.

    “Ωραία. Θα περάσω να σε πάρω κατά τις 6 το πρωί”.

    “Άλλωστε τα σπίτια μας δεν είναι μακριά” σκέφτηκε... αλλά δεν το είπε για να μην ξύνει πληγές.

    Κατέβασε το ακουστικό. Παραξενεύτηκε κι ο ίδιος μ' αυτή του την κίνηση. Μήπως αποκτάει μεγάλη οικειότητα μαζί της; Μπα! Στη δουλειά τους δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί. Όλα γίνονται για το αποτέλεσμα. Δεν απέφυγε να παραδεχτεί μέσα του βέβαια, ότι του άρεσε η Ευδοκία. Αλλά μέχρις εκεί.


--//--


    Ξημερώματα βρέθηκε έξω από το σπίτι της, οδηγώντας την παλιά του Toyota Corolla και χτύπησε το κουδούνι. Αυτή κατέβηκε αμέσως. Τζιν παντελόνι, άσπρο μπλουζάκι, ένα μικρό βαλιτσάκι στο ένα χέρι, ένα νεσεσέρ στο άλλο και τη γνωστή τσάντα περασμένη στον ώμο. Άφησε τα πράγματα στο πίσω κάθισμα και κάθισε μπροστά, δίπλα του.

    “Καλημέρα. Με ξάφνιασες ευχάριστα με την πρόσκλησή σου. Είχα ανάγκη να ξεσκάσω λίγο”.

    Έβαλε μπρος και ξεκίνησαν σιγά-σιγά. Μέχρι την έξοδο από την πόλη συζήτησαν λίγο “περί ανέμων και υδάτων”. Στη συνέχεια χάθηκαν ο καθένας στις σκέψεις τους.

(Αστυνόμος: “Είναι όμορφη! Πώς να της το πω, χωρίς να νομίσει ότι της την πέφτω. Θα ήταν άσχημο να συμβεί κάτι τέτοιο. Δυο φορές το ίδιο λάθος δεν πρόκειται να κάνω στη ζωή μου”).

    (Ευδοκία: “Γιατί με κάλεσε; Μήπως του περνάει απ' το μυαλό ότι είμαι εύκολη; Ας τολμήσει να δούμε ¨πόσα απίδια πέρνει ο σάκος¨”).

    (Αστυνόμος: “Ελπίζω να μην κατάλαβε, ούτε αυτή ούτε κανένας άλλος ότι γνώριζα τον Οσμάνογλου. Άλλωστε δεν νομίζω να αντέδρασα όταν είδα το όνομα στον πίνακα της ΜΚΟ. Ώρα είναι ν' αρχίσουν να σκαλίζουν το παρελθόν μου”).

    (Ευδοκία: “Μα γιατί τρέχει τόσο πολύ; Για ποιο λόγο πάει στην Αθήνα. Δεν πάμε για ένα χαλαρό τριήμερο; Πάει για δουλειά;”).

    (Αστυνόμος: “Κούκλα είναι μ' αυτό το ντύσιμο... Συγκρατήσου Γιώργο... Μην ξεχνάς τη θέση σου”).

    (Ευδοκία: “Τόσον καιρό που πηγαινοερχόμουνα στο Γιώργο, πώς δεν έτυχε να τον πετύχω στην πολυκατοικία; Έστω στις σκάλες. Μυστήριο πράγμα. Γλυκούλης είναι, παρά την ηλικία του”).

    Μελαγχόλησε με τη σκέψη του Γιώργου της. Το πρόσεξε ο Διευθυντής.

    “Σου πάει αυτό το ντύσιμο” είπε, έτσι απλώς για να σπάσει τη σιωπή.

    “Ευχαριστώ. Ποιος ο σκοπός του ταξιδιού μας; Μη μου πεις ότι πάμε ταξιδάκι αναψυχής;”.

“Με κάλεσε ο Υπουργός για συνάντηση στο Υπουργείο. Υποθέτω ότι είναι για την υπόθεση που μας απασχολεί. Θα πρέπει να βρίσκομαι εκεί στη 1.30. Μετά θα είμαστε ελεύθεροι. Επιστρέφουμε την Κυριακή το βράδυ. Πώς σου φαίνεται;”

    “Δεν θα μπορούσε καλύτερα. Στο μεταξύ εγώ θα βρω το χρόνο για καμιά βόλτα στην αγορά. Θα προλάβεις;”.

    “Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα είμαστε στην ώρα μας” απάντησε.


--//--


    Έφτασαν στην Αθήνα μια ώρα πριν το ραντεβού. Βρήκαν δυο διπλανά δωμάτια σε κεντρικό ξενοδοχείο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, συνεννοήθηκαν να βρεθούν για το δείπνο στις 8 το βράδυ, άφησαν το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Η Ευδοκία στο δωμάτιο για να φρεσκαριστεί και στη συνέχεια στην αγορά για ψώνια. Ο Ασυνόμος πήρε ταξί για το Υπουργείο.

    Έφτασε στην Κατεχάκη αρκετά νωρίτερα. Δήλωσε την ιδιότητά του και πέρασε μέσα στο κτίριο. Ανέβηκε στον προθάλαμο του γραφείου του Υπουργού, όπου μια σειρά υπαλλήλων με πολιτικά δούλευαν ή έκαναν πως δούλευαν. Έδωσε το όνομα και την ιδιότητά του στην διευθύντρια ή μάλλον σ' αυτήν που νόμισε ότι ήταν η διευθύντρια του γραφείου και την ενημέρωσε για το ραντεβού. Αυτή έγνεψε καταφατικά σαν να ήξερε και πάτησε ένα κουμπί στο σύστημα ενδοεπικοινωνίας χωρίς να μιλήσει. Ένας ήχος ακούστηκε σαν απάντηση από την άλλη μεριά. “Περάστε κύριε Παπαδόπουλε” είπε, “ο Κύριος Υπουργός σας περιμένει”.

 Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Μ' ένα πλατύ χαμόγελο έκανε να πλησιάσει τον Υπουργό και να τον χαιρετήσει δια χειραψίας. Στο κάτω κάτω τι παλιοί φίλοι ήταν; Με μια κίνηση του δεξιού χεριού ο Ασημακόπουλος, τον έκανε να σταματήσει. “Κάτσε κύριε Παπαδόπουλε” είπε και το έδειξε μια καρέκλα. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του. Τέτοια αντιμετώπιση δεν την περίμενε. “Κακώς” σκέφτηκε. “Το email έπρεπε να με είχε προετοιμάσει”. Πήρε την καρέκλα και κάθισε.

“Είμαι απογοητευμένος από σένα Παπαδόπουλε”, είπε ο Ασημακόπουλος, παραλείποντας και το “κύριε”. “Έχεις μια εύκολη υπόθεση δολοφονίας κι ακόμα να την λύσεις. Η κυβέρνηση θέλει αποτέλεσμα. Την ύποπτη την έχεις. Γιατί δεν την μπουζουριάζεις;”

    “Μα χωρίς στοιχεία κύριε Υπουργέ; Χωρίς αποδείξεις;”

    “Στοιχεία έχεις αρκετά. Κι αρκετές ενδείξεις. Κι αν δεν μπορείς να βρεις άλλα στοιχεία, φύτεψε μερικά. Έχει ενδιαφερθεί ακόμα κι ο Πρωθυπουργός. Άσε που κοντεύεις να δημιουργήσεις και διπλωματικό επεισόδιο”

    Δεν πίστευε στ' αυτιά του. Να φυτέψει στοιχεία;

    “Δεν κατάλαβα” κατάφερε να ψελλίσει.

    “Το πράγμα είναι απλό. Η στέλνεις στον Εισαγγελέα την Παπαδοπούλου ή σας στέλνω εγώ και τους δυο. Μήπως δεν ξέρεις ότι είναι μπλεγμένος κι ο παλιός σου φίλος ο Οσμάνογλου; Αμφιβάλλω. Μετά το επεισόδιο στη ΜΚΟ του Καρατζόγλου, το γνωρίζεις πολύ καλά. Λοιπόν καθάρισε τη μπουγάδα ή αλλιώς θα βρεθείς κι εσύ μέσα”.

    Θυμήθηκε ότι όταν έψαχνε από κάπου να πιαστεί για να επιβιώσει, μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, είχε μιλήσει στον Ασημακόπουλο. Ήταν μια σανίδα σωτηρίας, που την έπιασε κι επέπλευσε τότε. Τώρα του γύρισε μπούμερανγκ. Πριν προλάβει να πει κάτι, ο Υπουργός πάτησε το κουμπί ενδοεπικοινωνίας. Η πόρτα άνοιξε και δύο τύπου μπήκαν μέσα.

Κοίταξε τους νεοφερμένους και προσπάθησε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν. Του θύμισαν καρικατούρες μυστικών αστυνομικών, ασφαλιτών κάποιας μακρινής εποχής, κάτι σαν τους Ντιπόν και Ντυπόν από τα κόμικς του Τεν Τεν.

    “Οι κύριοι είναι αστυνομικοί της Τουρκικής Αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη” είπε ο Ασημακόπουλος. “Ερευνούν τη δολοφονία του Οσμάνογλου. Ο Οσμάνογλου πριν δολοφονηθεί ήρθε σε επαφή με την Παπαδοπούλου. Πιθανότατα την χρησιμοποίησε σαν βαποράκι για λαθρεμπόριο. Ναρκωτικών μάλλον. Σου θυμίζει τίποτα;” πέταξε το καρφί του. “Υπάρχει πιθανότητα η Παπαδοπούλου να εμπλέκεται και στο φόνο του, όπως και στου μπασκετμπολίστα. Γι' αυτό πρέπει να δράσεις χωρίς καθυστέρηση”.

    “Γνωρίζουμε ότι η Παπαδοπούλου και ο Οσμάνογλου, είχαν μια σύντομη συνάντηση στη Λεωφόρο Ιστικλάλ στην Ιστανμπούλ” είπε ο ένας από τους Τούρκους Αστυνομικούς σε άπταιστα ελληνικά. “Της έδωσε κάτι αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τι. Την ψάξαμε αλλά διαπιστώσαμε ότι δεν μετέφερε τίποτα. Πιθανότατα πρόλαβε και το έδωσε σ' άλλον. Θέλουμε να βρούμε αν υπάρχουν συνεργάτες και ποιοι μπορεί να είναι αυτοί”.

    Χωρίς άλλη κουβέντα έφυγαν αθόρυβα όπως ακριβώς ήρθαν. Από το άνοιγμα της πόρτας μπήκε ένας Καρατζόγλου βγάζοντας αφρούς από το στόμα.

“Άκου να σου πω χαρτογιακά” φώναξε προς τον Αστυνόμο. “Σε ξέρω κι εσένα κι αυτήν τι κουμάσια είστε. Στήσατε το επεισόδιο στην εκδήλωσή μου και κάνετε πως δεν ξέρετε τίποτα”. Γύρισε προς τον Υπουργό και συνέχισε: “Απαιτώ να τον διώξεις αμέσως από την ασυνομία. Αλλιώς θα αναλάβω δράση εγώ και δεν θα τη βγάλεις ούτε εσύ καθαρή”. Και με τα λόγια αυτά, βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα με πάταγο.

    Ο Ασημακόπουλος έτριψε το μέτωπό του με την παλάμη του. “Βλέπεις τι αντιμετωπίζω” είπε. “Γι' αυτό κάνε αυτό που πρέπει”. Και με μια κίνηση του χεριού του έδειξε ότι η συζήτηση τελείωσε. Είπε ένα ξερό “γεια” και βγήκε από το γραφείο. Έτρεξε προς την έξοδο. Ο αέρας του Υπουργείου τον έπνιγε. Ήθελε να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Βγήκε έξω και πήρε ταξί για το ξενοδοχείο. Ρώτησε στη ρεσεψιόν αν η κυρία Παπαδοπούλου είναι στο δωμάτιό της. Του είπαν ότι δεν γύρισε ακόμα. Βγήκε και κατηφόρησε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας προς την Πλατεία Βικτωρίας. Κατέβηκε τα σκαλάκια στο σταθμό “Βικτώρια” και πήρε τον Ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Μπας κι αναπνεύσει τον αέρα της θάλασσας σκέφτηκε.


--//--


    Κατέβηκε στο τέρμα. Βγήκε στην Ακτή Τζελέπη και συνέχισε να περπατάει

άσκοπα. Προσπέρασε το τεράστιο πολυόροφο κουφάρι του λεγόμενου πύργου του Πειραιά, πέρασε μπροστά από την Αγία Τριάδα κι ανηφόρισε προς το Δημοτικό Θέατρο. Συνέχισε προς το Πασαλιμάνι. Όταν έφτασε, βρήκε ένα κάθισμα σε μια καφετέρια, με θέα τη Μαρίνα, κάθισε και παρήγγειλε καφέ. Κοίταξε τα χέρια του. Ακόμα έτρεμαν. Έπρεπε να ηρεμήσει. Να ηρεμήσει και να σκεφτεί ποιες θα είναι οι κινήσεις του από δω και πέρα. Η εύκολη λύση θα ήταν να παραιτηθεί. Στο κάτω κάτω είχε κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Θα μπορούσε να βγει στη σύνταξη. Νωρίς, αλλά γιατί όχι;

    Του φάνηκε σαν λύση Πόντιου Πιλάτου. Αυτός νίβει τα χέρια του και αφήνει την Ευδοκία “ως πρόβατον επί σφαγήν”. Στη ζωή του έκανε πολλά, αλλά τέτοια ατιμία ποτέ. Κοίταξε δεξιά του έναν τύπο που διάβαζε εφημερίδα. Ή μάλλον έκανε πως διάβαζε γιατί κοιτούσε προς το μέρος του Αστυνόμου. Μόλις οι ματιές τους συναντήθηκαν, έστρεψε το βλέμμα προς την εφημερίδα και προσποιήθηκε πως συνεχίζει το διάβασμα.

    “Τι διάολο, με παρακολουθούν;” αναρωτήθηκε. Έδιωξε τη σκέψη απ' το μυαλό του. Δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο.

    Τέλειωσε τον καφέ του, πλήρωσε και σηκώθηκε να φύγει. Ακολούθησε την ίδια διαδρομή απ' την ανάποδη. Κατηφορίζοντας δίπλα από το Δημοτικό Θέατρο προς την Αγία Τριάδα, γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ο ίδιος τύπος με την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη τώρα, περπατούσε καμιά πενηνταριά βήματα ξωπίσω του.

    Μάλλον βεβαιώθηκε ότι τον παρακολουθούσαν. Ποιος όμως και γιατί; Το μυαλό του πήγε στον Υπουργό αλλά και στον Καρατζόγλου. Ο πρώτος είχε όλο το μηχανισμό για να το κάνει. Από τον δεύτερο όλα να τα περιμένει κανείς...

Ξανάρθε στο μυαλό του η σκέψη που είχε κάνει λίγες μέρες πριν. Μήπως ήταν αυτός ο στόχος του δολοφόνου ή των δολοφόνων κι όχι ο άλλος Γιώργος; Δεδομένου ότι ο ίδιος από επαγγελματική διαστροφή, δεν έγραφε το όνομά του ούτε στο θυροτηλέφωνο ούτε στην πόρτα του διαμερίσματος, ήταν πολύ πιθανόν ο δολοφόνος να ξεστράτησε και να διάλεξε το λάθος θύμα. Ποιές όμως ήταν οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο; Κι ακόμα-ακόμα δεν θα έπρεπε ο δολοφόνος να τον γνωρίζει προσωπικά, αλλά να ήταν απεσταλμένος από κάποιον άλλον, αλλιώς δεν θα έκανε ένα τέτοιο λάθος. Αν όμως συνέβη πράγματι αυτό, τότε αυτός εξακολουθούσε να είναι ο στόχος. Από την άλλη να ήθελε κάποιος να τον βγάλει από τη μέση τώρα, για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια της άλλης δολοφονίας, το καταλάβαινε. Αλλά πριν; Ποιος θα ήθελε να τον βγάλει απ' την κυκλοφορία και γιατί;

    Μ' αυτές τις σκέψεις σ' όλη τη διαδρομή από τον Πειραιά προς Αθήνα, έφτασε στη Βικτώρια. Λίγο έλειψε να ξεχαστεί με τις σκέψεις του και να προσπεράσει το σταθμό. Ευτυχώς τελευταία στιγμή κατέβηκε. Δεν παρατήρησε κάτι ύποπτο μέσα στο τραίνο, αν και δεν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή. Ανεβαίνοντας προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν παρατήρησε τίποτα ύποπτο.

 Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν έφτασε στο ξενοδοχείο. Ρώτησε στη ρεσεψιόν αν γύρισε η κυρία Παπαδοπούλου. Πήρε θετική απάντηση και γύρισε να φύγει προς το ασανσέρ. Τον σταμάτησε ο ρεσέψιονιστ.

    “Κύριε Παπαδόπουλε, κάποιος άφησε ένα μήνυμα για σας” είπε και πρότεινε το χέρι του κρατώντας έναν φάκελο αλληλογραφίας. Άπλωσε το χέρι του τον πήρε και τον άνοιξε. Μέσα υπήρχε μιά ταχυδρομική κάρτα, απ' αυτές που συνηθίζουμε να αγοράζουμε από τις πόλεις που επισκεπτόμαστε, με τοπία και αξιοθέατα. Την κοίταξε προσεκτικά. Μια μεγάλη γκρίζα πολυκατοικία με δεκάδες απόλυτα ομοιόμορφα μπαλκόνια και παράθυρα. Κάπου-κάπου αυτή η ομοιομορφία διακόπτονταν από μερικά δορυφορικά πιάτα. Τίποτα άλλο. Μόνο πάνω αριστερά ήταν γραμμένο το όνομα της πόλης. West Berlin. Δυτικό Βερολίνο. Μια πόλη που είχε πάψει να υπάρχει μ' αυτό το όνομα περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν. Γύρισε την πίσω πλευρά της κάρτας, για να διαβάσει το μήνυμα. Ήταν γραμμένο με τα απρόσωπα γράμματα της γραφομηχανής ή μάλλον ενός εκτυπωτή. Απόρησε μ' αυτό που διάβασε. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι μπορούσαν να σημαίνουν αυτές οι πέντε λέξεις; Μόνος του μέσα στο ασανσέρ το ξαναδιάβασε φωναχτά. “Χρειάζονται δύο για το ταγκό”. Ούτε υπογραφή ούτε τίποτα άλλο.

    Ανεβαίνοντας επάνω χτύπησε την πόρτα του δωματίου της Ευδοκίας.

 “Ναι” ακούστηκε η φωνή της.

    “Είσαι έτοιμη;” ρώτησε.

    “Σε λίγο”.

    “Εντάξει, ετοιμάζομαι κι εγώ και φεύγουμε”.

    Πήγε στο δωμάτιό του. Έκανε ένα ντους, άλλαξε ρούχα και βγήκε στο διάδρομο. Την ίδια ώρα άνοιξε κι αυτή την πόρτα της και βγήκε. Σαν να τον περίμενε. Με δυσκολία συγκράτησε ένα θαυμαστικό. Ντυμένη απλά αλλά όμορφα. Ένα φόρεμα εμπριμέ καλοκαιρινό που εφάρμοζε τέλεια επάνω της, με τιραντάκια στους ώμους, που τους κάλυπτε με μια λευκή εσάρπα, για το ενδεχόμενο μιας βραδυνής ψυχρούλας. Της έδωσε το μπράτσο του και κατευθύνθηκαν στο ασανσέρ.


--//--


    Έδωσε στον ταξιτζή το όνομα του εστιατορίου “Πειρατής” κάπου στη Δροσιά. Είχε κλείσει τραπέζι νωρίτερα τηλεφωνικά. Ήταν ένα εστιατόριο στο οποίο πήγαινε τακτικά όποτε κατέβαινε στην Αθήνα. Και πάντα προτιμούσε να πηγαίνει με ταξί, για την περίπτωση που θα έπινε κάτι παραπάνω και θα ήταν επικίνδυνο να οδηγήσει. Πόσο μάλλον τώρα που δεν ήταν μόνος.

Ο σεβιτόρος τους οδήγησε στο τραπέζι που ήταν ρεζερβέ γι' αυτούς, δίπλα στο παράθυρο. Τους άφησε το μενού και έφυγε για να ξαναγυρίσει αργότερα για την παραγγελία. Ο Γιώργος ιπποτικά τράβηξε την καρέκλα της Ευδοκίας για να της κάνει χώρο να καθίσει. Καθώς αυτή κάθισε, η εσάρπα γλύστρισε λίγο και αποκαλύφθηκαν οι ώμοι της. Κοίταξε στον αριστερό της ώμο και κοκάλωσε... Ένα στρόγγυλο σημάδι λίγο πιο άσπρο από το χρώμα του δέρματός της φάνηκε κάτω από την εσάρπα. Ένας τέλειος άσπρος κύκλος. Σαν ένα ολόγιομο ασημένιο φεγγάρι. Έμεινε στήλη άλατος... δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

    Μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Το μυαλό του δούλευε με τρελούς ρυθμούς. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Πήγε στη βρύση κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και σκιάχτηκε. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, απόκοσμη.

    “Δεν είναι δυνατόν” σκέφτηκε. “Το ίδιο σημάδι σε δύο διαφορετικά άτομα που δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους;”. Δεν υπάρχει περίπτωση να ήταν η ίδια, παρά μόνο αν έκανε συμφωνία με το διάβολο, όπως ο Φάουστ. Και τέτοιες συμφωνίες μόνο στη λογοτεχνία συμβαίνουν, όχι στην πραγματική ζωή. “Αλλά τότε;” Τι μπορεί να συμβαινει;

Έριξε πάλι το βλέμμα του στον καθρέφτη. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν ένα μασκοφορεμένο κεφάλι κι ένα μπράτσο που τυλίχτηκε γύρω απ' το λαιμό του και τον έσφιξε. Έχασε τις αισθήσεις του.


--//--


    Ήταν Νοέμβρης του 1989. Πριν μερικές βδομάδες είχε μετατεθεί στην Ελληνική Πρεσβεία του Ανατολικού Βερολίνου. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν ήταν απαγορευτικά για την παραπέρα παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη οι πρεσβείες και τα προξενεία της Ανατολικής Ευρώπης θεωρούνταν παρακατιανά για τους αστυνομικούς που υπηρετούσαν εκεί. Το παιχνίδι σ' αυτές τις πρωτεύουσες το έκαναν οι μυστικές υπηρεσίες των μεγάλων δυνάμεων. Τους αστυνομικούς της Ελλαδίτσας δεν τους υπολόγιζε κανείς.

    Εκείνο το βράδυ η πόλη έδειχνε να γιορτάζει. Κόσμος πολύς, μαζεμένος κι απ' τις δυο μεριές του τείχους φώναζε και τραγουδούσε. Οι πιο πολλοί με κασμάδες στα χέρια άνοιγαν τρύπες στο τείχος, γκρέμιζαν ολόκληρα τμήματα, άνθρωποι του ανατολικού τομέα περνούσαν στον δυτικό και αντίστροφα. Το Βερολίνο γιόρταζε το γκρέμισμα του τείχους, γιόρταζε την επανένωσή του. Αυτός περπατούσε κατά μήκος του τείχους και χάζευε το κέφι των Γερμανών. Ένας ψυχρός λαός, όπως πίστευε ότι ήταν, σήμερα δεν φαίνονταν καθόλου ψυχρός, αντίθετα.

Κοιτούσε τα χαρούμενα πρόσωπα, έβλεπε την έξαψη που υπήρχε έντονη γύρω του. Από τα μεγάλα πια ανοίγματα στο τείχος, κοιτούσε και τις εκφράσεις των Δυτικοβερολινέζων. Άραγε πώς θα είναι η ζωή τους από δω και πέρα; Δυτικών και Ανατολικών;

    Φευγαλέα μέσα από ένα άνοιγμα του τείχους, είδε ένα πρόσωπο που του φάνηκε γνωστό. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και πιο κοντά στο άνοιγμα για να διακρίνει καλύτερα. Και τότε τον είδε. Η φαλάκρα του είχε μεγαλώσει λίγο αλλά το μουστάκι του παρέμενε το ίδιο. Δεν μπορεί να κάνει λάθος. Αυτός είναι. Κρατούσε κι αυτός έναν κασμά και χτυπούσε με μανία στο τείχος.

    Χωρίς να διστάσει δρασκέλησε το τείχος από το άνοιγμα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του...

    “Μεσούτ” φώναξε.

    Ο άλλος γύρισε προς το μέρος του και τον είδε. Χωρίς να βγάλει λέξη, παράτησε τον κασμά κι άρχισε να τρέχει. Χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό τον ακολούθησε.

    “Μεσούτ, σταμάτα” είπε δυνατά λαχανιάζοντας. “Θέλω να μιλήσουμε”.

    Ο άλλος συνέχισε το τρέξιμο. Τον πρόλαβε στην είσοδο μιας γκρίζας πολυκατοικίας και τον άρπαξε από το χέρι.

    “Τι θέλετε κύριε;” ρώτησε ο άλλος στα γερμανικά. “Δεν νομίζω να γνωριζόμαστε”

Τον άρπαξε από τα πέτα. “Τι παιχνίδι παίζεις;” ρώτησε. Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και τράβηξε ένα γερμανικό διαβατήριο. Διάβασε το όνομα. Mesut Aksu. Μπερδεύτηκε, ετοιμάστηκε να ζητήση συγγνώμη και να δώσει το διαβατήριο πίσω, αλλά αμέσως ήρθε στη μνήμη του μια γυναικεία φωνή να συστήνεται. “Με λένε Dolunay Aksu”. Τον έσφιξε πιο δυνατά. Ο άλλος αναστέναξε και παραδόθηκε.

    “Εντάξει, έχεις δίκιο, εγώ είμαι” είπε στα τουρκικά αυτή τη φορά. Το Osmanoglu ήταν το όνομα που έγραψε κατά λάθος ο ληξίαρχος από το όνομα του πατέρα μου που ήταν Osman. Το άλλαξα εδώ στη Γερμανία.

    “Δεν μ' ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες Μεσούτ. Το μόνο που μ' ενδιαφέρει είναι τι απέγινε η Dolunay. Πού βρίσκεται; Είναι ακόμα στην Πόλη ή εδώ μαζί σου στη Γερμανία;”

    “Δεν έχω ιδέα. Τελευταία φορά την είδα λίγο μετά της γέννα. Μετά έφυγα από την Ιστανμπούλ”.

    “Τη γέννα; Ποια γέννα;”

    Δαγκώθηκε ο Μεσούτ. “Συγγνώμη νόμισα ότι το ήξερες. Λίγο μετά την ανάκλησή σου στην Αθήνα, η Dolunay ανακάλυψε ότι είναι έγκυος. Στο δικό σου παιδί. Είχαμε χάσει τα ίχνη σου. Δεν μπορούσαμε να σε ειδοποιήσουμε. Το παιδί το πήραν μετά τη γέννα και το εξαφάνισαν. Δεν ξέρουμε που βρίσκεται, ούτε αν ζει ή αν πέθανε. Ούτε καν το φύλο του δεν μας είπαν. Ξέρεις πολύ καλά ότι στην Τουρκία είναι μεγάλη ντροπή να γεννήσει παιδί μια ανύπαντρη γυναίκα. Όλα έγιναν στο σπίτι χωρίς να μάθει κανείς τίποτα”.

Ζαλίστηκε. Η Dolunay γέννησε το δικό του παιδί. Κι αυτός απών. Να μη μπορεί να δώσει άλλη τροπή στα πράγματα. Κι αυτή σίγουρα να πιστεύει ότι σκόπιμα εξαφανίστηκε. Άφησε τα πέτα του Μεσούτ και άπλωσε ζαλισμένος το χέρι του να κρατηθεί στον τοίχο. Την ώρα που αυτός έπεφτε σε μια τεράστια δίνη, ο Μεσούτ άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας και χάθηκε στους διαδρόμους.


--//--


    Μια μεγάλη αίθουσα χορού, βρίσκονταν στην άλλη άκρη της δίνης που τον παρέσυρε. Μια τεράστια αίθουσα που χόρευαν μόνο τέσσερα άτομα έναν ευρωπαϊκό χορό. Πόλκα ή μαζούρκα ή κάτι άλλο. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα από χορούς. Πρόσθεσε και τον εαυτό του, πέμπτος κι αταίριαστος. Ένας-ένας, οι υπόλοιποι έρχονταν προς το μέρος του, άπλωναν το χέρι τους κι έπιαναν το δικό του. Έκαναν μια στροφή κι απομακρύνονταν.

    Η Dolunay τον πλησίασε πρώτη. Ασπροντυμένη οπτασία, χόρευε ξυπόλυτη. Ίσα που το χέρι της ακούμπησε στο χέρι του. Δεν πρόλαβε να φωνάξει το όνομά της “Dolunay” κι η οπτασία χάθηκε σαν αερικό από μπροστά του.

    Ο Μεσούτ πέρασε στριφογυρίζοντας από δίπλα του. Έφερε το χέρι του στο στόμα και του έκανε νόημα. “Σσσσσς”. Κι αυτός άφωνος κοιτούσε, μια τον Μεσούτ και μια τον αέρινη οπτασία της Dolunay που χάνονταν στο βάθος του χωροχρόνου.

Έπιασε το χέρι της Ευδοκίας που ακολουθούσε. Πήγε να τη ρωτήσει πώς βρέθηκε εδώ αλλά δεν πρόλαβε. Έτρεξε κι αυτή μακριά του.

    Γύρισε να δει τον τελευταίο τον χορευτών. Με μάτια διάπλατα αναγνώρισε τον Καρατζόγλου, να έρχεται καταπάνω του, άκαμπτος σαν μεσαιωνικός σιδερόφρακτος μονομάχος ιππότης, κουνώντας κυκλικά τη δολοφονική σφύρα πάνω από το κεφάλι του κατευθύνοντάς την πάνω στο δικό του κεφάλι.


--//--


    Ξύπνησε σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, γεμάτος καλώδια που κατέληγαν σ' ένα μόνιτορ και με την Ευδοκία δίπλα του γεμάτη δάκρυα, που γρήγορα μετατράπηκαν σ' ένα πλατύ χαμόγελο, μόλις κατάλαβε ότι ξαναβρήκε τις αισθήσεις του. Χαμογέλασε κι αυτός. Τουλάχιστον ήταν ζωντανός.

Δίπλα του στο κομοδίνο βρίσκονταν μια εφημερίδα. Άπλωσε το χέρι του με δυσκολία και την έπιασε. Ήταν “Το Βήμα της Κυριακής”. Κυριακής; Ώστε πέρασαν δυο ολόκληρες μέρες χωρίς να έχει τις αισθήσεις του; Διάβασε τον τίτλο στη σελίδα που ήταν ανοιγμένη. “Στο σκοτάδι οι έρευνες για τη διπλή απόπειρα δολοφονίας κατά αξιωματικού της αστυνομίας”. Διπλή; Πότε έγινε η δεύτερη; Συνέχισε το διάβασμα. “Στο σκοτάδι βρίσκονται οι έρευνες για την απόπειρα δολοφονίας κατά αξιωματικού της αστυνομίας που έγινε σε γνωστό εστιατόριο των Βορείων Προαστίων. Η τυχαία είσοδος του μέτρ του εστιατορίου, στις τουαλέτες του καταστήματος, την ώρα της απόπειρας, έσωσε τη ζωή του αστυνομικού. Η σύγχιση όμως που δημιουργήθηκε, έδωσε την ευκαιρία στο δράστη να εξαφανιστεί. Παράλληλα συνεχίζονται οι έρευνες για την ωρολογιακή βόμβα που βρέθηκε κάτω από το αυτοκίνητο του ίδιου αστυνομικού, στο πάρκινγκ κεντρικού ξενοδοχείου, χωρίς ευτυχώς να εκραγεί. Μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει κάποιο καινούργιο στοιχείο”.

    Ένιωσε εξαιρετικά αδύναμος. Άφησε την εφημερίδα να πέσει από τα χέρια του και βυθίστηκε σ' έναν λυτρωτικό ύπνο, δίχως όνειρα.


Κεφάλαιο ΧΙΙ


 Όταν έφτασε η πληροφορία για τον τραυματισμό του Αστυνόμου, το Τμήμα της πόλης αναστατώθηκε. Μια δεύτερη πληροφορία, αυτή τη φορά εμπιστευτική, έφτασε απ’ ευθείας στον βοηθό του. Ο Αστυνόμος είχε ταξιδέψει μαζί με την κύρια ύποπτη για την δολοφονία του μπασκετμπολίστα. Ο Άλκης ένιωσε να τον τρυπάει ηλεκτρικό ρεύμα. Φώναξε τη Φρόσω στο γραφείο του, έκλεισε στην πόρτα και της εμπιστεύτηκε όσα είχε μάθει. Κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλοί.

    «Θέλω να με βοηθήσεις. Κάτι πρέπει να κάνουμε», είπε ο Άλκης. «Αυτή η Ευδοκία… δεν ξέρω βρε παιδί μου. Κάτι δε μου κολλάει».

    «Ναι, κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι».

    «Ας αρχίσουμε από αυτό», πρότεινε ο Άλκης. «Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει στο παρελθόν της. Κάτι που μας εμποδίζει να δούμε την πραγματικότητα».

    «Συμφωνώ. Θα κάνω φύλλο και φτερό τα αρχεία, και όχι μόνο», του υποσχέθηκε.

--//--



    Η Φρόσω άφησε όλες τις άλλες υποθέσεις. Κάθισε στο κομπιούτερ της κι άρχισε το ψάξιμο. Ερευνούσε και αρχειοθετούσε.

Μετά αποφάσισε να δράσει κι εκτός διαδικτύου… και γραφείου. «Ο συνδυασμός μπορεί να κάνει θαύματα», έλεγε και ξανάλεγε. Και τώρα μάλιστα που ο Άλκης την έχρισε βοηθό του, είχε ελευθερία κινήσεων. Άρχισε από την παλιά γειτονιά της Ευδοκίας. Μακριά από το κέντρο της πόλης, διατηρούσε κάτι από την παλιά της ομορφιά. Πολλά σπίτια διώροφα με τις αυλές τους και τα περίτεχνα κάγκελα αντιστεκόταν ακόμη στην αντιπαροχή. Μπήκε στο γειτονικό φούρνο. Σαν σε πρωινό ραντεβού, τέσσερεις-πέντε πελάτισσες είχαν πιάσει ψιλοκουβέντα με την ιδιοκτήτρια που τις φώναζε με τα μικρά τους ονόματα.

    «Αυτό θα πει γειτονιά», είπε δυνατά η Φρόσω.

    Γύρισαν τα κεφάλια. Ένα φρέσκο κορίτσι με έξυπνο βλέμμα τις χαμογελούσε. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει μια παλιά γειτόνισσα που ήξερε πολύ καλά την οικογένεια. Όταν της είπε την ιδιότητά της, άστραψαν τα μάτια της κυρίας Καλλιόπης. Την προσκάλεσε στο σπίτι της.

    «Εδώ, απέναντι. Να τα πούμε με την ησυχία μας. Θα κάνω και καφέ».

    Λαλίστατη αποδείχτηκε η κυρία Καλλιόπη.

«Μυστήρια οικογένεια. Εκείνος μεγάλο μούτρο. Έλεγαν πως την παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ζήτησαν μετάθεση στην επαρχία για να κάνουν οικογένεια. Όλο έλειπε. Και στις αργίες και στις άδειές του όλο ταξίδευε και την άφηνε μόνη. Εκείνη όλο μέσα στο σπίτι. Μία και μοναδική φορά έφυγε από την πόλη κι έλειψε για μήνες. Είπαν πως έμεινε έγκυος και πήγε να περάσει την εγκυμοσύνη στους γονείς του. Ήρθε με το μωρό στην αγκαλιά και ξανακλείστηκε μέσα μέχρι να σαραντίσει. Το θυμάμαι πολύ καλά γιατί οι γυναίκες της γειτονιάς την νοιάστηκαν και όλο και κάποιο πεσκέσι της πήγαιναν. Βγήκε για πρώτη φορά μετά το Δεκαπενταύγουστο για να πάρει σαραντισμό. Αυτό δεν το ξεχνώ γιατί εκείνη τη μέρα καθαρίζαμε το σπίτι από τις επισκέψεις της προηγούμενης και την είδαμε από το παράθυρο με το μωρό. Τι να σου πω παιδί μου. Ο Θεός ας με συγχωρήσει, μα το μωρό έμοιαζε μεγαλύτερο από λεχούδι. Κι όσο άρχιζε να μεγαλώνει η μικρή, σε τίποτε δεν έμοιαζε με τους γονείς της. Άσπρη μέρα δε γνώρισε η ταλαίπωρη μ’ εκείνο το παλιοτόμαρο. Όταν τον έδιωξαν από το Σώμα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Πιοτό και ξύλο. Μια μέρα επιτέλους πήρε το παιδί κι εξαφανίστηκε από τη γειτονιά. Μάθαμε πως πήγε στου Καρατζόγλου. Ευτυχώς εκείνος έφυγε κι η γειτονιά ησύχασε. Ύστερα της κλέψανε το παιδί κι αυτοκτόνησε απ’ τον καημό της η μαύρη! Αχ! Πού να ’ξερε!».

    Η Φρόσω επέστρεψε στο γραφείο κι άρχισε να ερευνά παλιά αρχεία. Μετά πήγε στο γραφείο του Άλκη.

«Η Ευδοκία φαίνεται πως είναι υιοθετημένη. Στην παλιά της γειτονιά τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Υποτίθεται πως η Ελένη γέννησε στη Θεσσαλονίκη και σαράντισε μετά το Δεκαπενταύγουστο. Ωστόσο σε καμία κλινική δεν αναφέρεται γέννηση παιδιού των Παπαδόπουλων. Στο ληξιαρχείο Θεσσαλονίκης δηλώνεται στις 7.6.1983. Δεν βγαίνουν οι ημερομηνίες».

    Ο Άλκης της χαμογέλασε.

    «Να μια καλή αρχή Φρόσω! Έχει ενδιαφέρον. Θα δω μήπως μπορώ να το διασταυρώσω».

    «Θα ζητήσω και άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της κυρίας Τόσκα, της γιαγιάς της. Ίσως μάθουμε κάτι παραπάνω», δήλωσε η Φρόσω γεμάτη ικανοποίηση για την επιτυχία της.

--//--



    Από τη μεριά του ο Άλκης ξεχύθηκε στην πόλη, μίλησε με ανθρώπους, πήγε σε μπαράκια, σε καφέ, σε μαγαζιά, στην εβραϊκή συνοικία.

    Ύστερα ζήτησε από τον Ντετέκτιβ Ίκαρο Αντωνίου, να τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του, που είχε ερευνήσει την υπόθεση της αυτοκτονίας της Ελένης Παπαδοπούλου. Ο ηλικιωμένος Αντωνίου τον δέχτηκε στο σαλόνι του σπιτιού του. Έλαμψαν τα μάτια του σαν του είπε ο Άλκης το λόγο της επίσκεψής του.

«Ήταν κοινό μυστικό στην υπηρεσία πως ο Παπαδόπουλος, ο άντρας της, παλιά είχε νταραβέρια με τη νύχτα. Μετά άνοιξε παρτίδες με τη μαφία της Πόλης. Ο Καρατζόγλου ήταν ο εγκέφαλος και ο Παπαδόπουλος εκτελεστικό όργανο ή αν θες το δεξί του χέρι. Τα σπάσανε τότε που ο αστυνομικός αποκαλύφτηκε και τέθηκε σε αργία. Ο δικηγόρος έβγαλε την ουρά του απ’ έξω. Με τόσες γνωριμίες και δοσοληψίες με υψηλά πρόσωπα, καταλαβαίνεις. Την έβγαλε καθαρή. Και τόσα χρόνια όχι μόνο έμεινε στο απυρόβλητο, αλλά έγινε και φιλάνθρωπος το κάθαρμα. Τέλος πάντων. Η κόντρα μεταξύ τους έφτασε στο αμήν όταν ο δικηγόρος περιμάζεψε τη γυναίκα και το παιδί του.

    »Μάθαμε από μια εργαζόμενη στην ΜΚΟ πως πήγε να τον βρει στο γραφείο του. Πρέπει να τα είχε πιει. Μπήκε μέσα σαν λυσσασμένο θηρίο. Οι φωνές του ακουγόταν μέχρι έξω. Απειλούσε πως θα τα ξεράσει όλα. Θα τον πάρει μαζί του στην κατρακύλα, έλεγε, τον «μεγάλο αρχηγό». Έτσι τον αποκάλεσε. Κάπου ανάμεσα στις φωνές ξεχώρισε και το όνομα Οσμάνογλου. Δεν άκουσε περισσότερα γιατί ήρθε η Ανδρονίκη κι απομάκρυνε όλους τους εργαζόμενους από το χώρο. Όταν της ζητήσαμε να καταθέσει επίσημα, αρνήθηκε. Βλέπεις τον έτρεμαν όλοι τον Καρατζόγλου. Τώρα τί έγινε εκεί μέσα και μετά από λίγο ο Παπαδόπουλος βγήκε έξω σαν βρεμένη γάτα, κανείς δεν ξέρει.

»Ε! Μετά είδε κι αποείδε και διέφυγε στο εξωτερικό να γλιτώσει το τομάρι του. Να, κάτι τέτοια έκαναν τον κόσμο να μην εμπιστεύεται το Σώμα μας. Αυτά λέω στον γιο μου. Τα μάτια σου δεκατέσσερα να μην μπλεχτείς, κράτα τα χέρια σου καθαρά.

    »Σαν βρέθηκε το παιδί, ήρθε διαταγή από πάνω να κλείσουμε την υπόθεση της αυτοκτονίας. Ούτε καν μας άφησαν να το ρωτήσουμε αν μπορούσε να μας πει κάτι. Τι; Αν συνέχισα την έρευνα; Όχι βέβαια. Δεν με έπαιρνε να κάνω τον ήρωα. Βλέπεις είχα οικογένεια και μαζεύτηκα. Θυμάμαι μόνο πως με είχε πλησιάσει ο Σαράφης. Ήταν τότε το καρφί της αστυνομίας. Μου μήνυσε πως έχει να μου πει πράγματα. Μα δεν έδωσα συνέχεια. Ίσως μάθεις κάτι παραπάνω από αυτόν. Θα τον βρεις στο τσαγκαράδικό του κάτω από την αγορά. Το κρατάει ακόμη. Πες πως έρχεσαι από μένα.»

--//--



    Ο Άλκης κατηφόρισε το καλντερίμι. Εδώ κάτω η φασαρία από την αγορά σαν να καταλάγιαζε. Παλιά ξύλινα σπίτια με τα σαχνισιά τους έστεκαν δίπλα στα σύγχρονα να παλεύουν με το χρόνο, που όμως δεν μπορούσε να μειώσει την αρχοντιά τους. Μια τρύπα, το μαγαζάκι του Σαράφη, είχε εγκαταλείψει από καιρό την προσπάθεια να δώσει ζωή στο ερείπιο που το φιλοξενούσε. Στην ταμπέλα διέκρινες με κόπο κάτι σαν «Τσαγκάρης». Ο Άλκης έσκυψε και μπήκε μέσα. Μπροστά σε ένα σαρακοφαγωμένο πάγκο με ξεραμένες κόλες, ο Σαράφης πάλευε κάτι παλιοπάπουτσα. Σαν άκουσε το λόγο της επίσκεψης του Άλκη, σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ανάμεσα από κόκκους σκόνης που αιωρούνταν στο λιγοστό φως. Κι ήταν το βλέμμα του το μόνο ζωντανό πράγμα εκεί μέσα.

«Από την αρχή δεν μου άρεσε το μούτρο του Παπαδόπουλου. Όταν έμαθα πως ο ίδιος ζήτησε τη μετάθεση, κάτι ψυλλιάστηκα. Ακούς να αφήσει τη Θεσσαλονίκη και να έρθει στην επαρχία; Κι η γυναίκα του; Σεμνή-σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, αλλά εγώ την κατάλαβα. Έπαιζε το μάτι της. Τότε αποφάσισα να το ψάξω. Λουλούδι η κυρία. Από τα μπορντέλα της Μπάρας στο Βαρδάρη την περιμάζεψε. Συχνός πελάτης ο Παπαδόπουλος, την είδε και τη δάγκωσε γερά τη λαμαρίνα. Την πήρε σηκωτή που λένε. Ο νταβατζής της δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση. Ο αστυνομικός ήταν και λέρα βλέπεις. Γι’ αυτό την έφερε εδώ μη μάθει κανείς τίποτε και δεν την άφηνε να πολυβγαίνει από το σπίτι. Απ’ την αρχή, σου είπα, το μυρίστηκα το λαβράκι. Είχα και τις ανάγκες μου, δεν έβγαινα με το τσαγκαράδικο. Και τα παιδιά στο Τμήμα βοηθούσαν, δεν έχω παράπονο. Τον έβαλα που λες στο μάτι. Κάτι καλόπαιδα στην πιάτσα μου σφύριξαν πως τους προμήθευε την άσπρη. Μετά έμαθα πως τις εντολές τις έδινε ο Καρατζόγλου. Εμπόρευμα διεθνές, από την Πόλη. Μάλιστα.».

    «Για κάποιον Οσμάνογλου γνωρίζεις τίποτε;».

«Σαν να το έχω ακούσει. Ναι, κάπως έτσι λεγόταν ο συνεργάτης του Παπαδόπουλου στην Πόλη. Που λες, δεν το κράτησα το στόμα μου κλειστό, Την πούλησα ακριβά την πληροφορία. Τον πιάσανε και τον βάλανε σε αργία. Μετά πήρε την κάτω βόλτα. Δεν το μετάνιωσα. Μα σαν πέθανε η γυναίκα του, τι να σου πω. Ένιωσα άσχημα. Εκείνο το παραμύθι με το μωρό δεν το έχαψα. Την είχε πάλι λερωμένη τη φωλιά του ο κύριος. Από την Πόλη το έφερε, τι νόμιζες; Και το πασάρισε για δικό του και της συμβίας του. Αυτή βάζω το χέρι μου στη φωτιά, τα ήξερε όλα για τις δουλειές του. Μα κρατούσε το στόμα κλειστό μη διαλύσει την οικογένεια. Αλλά η παλιά πουτάνα, δεν κρατήθηκε και το ’φαγε το κεφάλι της. Δεν της έφτανε που γλύτωσε το ξύλο και την περιμάζεψε ο Καρατζόγλου. Σου λέει μια ζωή δούλα θα είμαι; Κι έκανε το λάθος να τον εκβιάσει. Έτσι χάθηκε το παιδί. Τι νόμιζες; Αλλά μάλλον η κυρία το έπαιζε σκληρό καρύδι και δεν μάσησε. Έτσι πήγε στα θυμαράκια. Προσπάθησα να τα πω στον Αντωνίου αλλά έφαγα πόρτα. Βλέπεις έκλεισαν την υπόθεση άρον-άρον μόλις “βρέθηκε” το παιδί και την έβγαλε πάλι καθαρή το μεγάλο αφεντικό».

--//--



    Η άρση απορρήτου που είχε ζητήσει η Φρόσω, έδειξε πως η κυρία Στεργιάνα είχε συχνές συνομιλίες με την Δόξα Παπαδοπούλου, τόσο πριν όσο και μετά την απαγωγή και την αναδοχή της Ευδοκίας. Όταν ο Άλκης πήγε να τη βρει και της είπε το λόγο της επίσκεψης, η ηλικιωμένη γυναίκα έχασε το χρώμα της. Φεύγοντας από το σπίτι της Στεργιάνας, τηλεφώνησε στη Φρόσω.

    «Θα είναι μια δύσκολη συνάντηση. Καλύτερα να έρθεις μαζί μου».

Η Δόξα Παπαδοπούλου έμενε στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πολυκατοικία παλιά πριν το ’60 όπως οι περισσότερες που κατοικούνται κυρίως από φοιτητές. Οι ελάχιστοι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες που έχουν απομείνει αργά ή γρήγορα θα αδειάσουν το χώρο και το νοικοκυριό τους θα καταλήξει στα πεζοδρόμια, δίπλα στα μπάζα της ανακαίνισης. Τους άνοιξε μια μικρόσωμη, ηλικιωμένη κυρία. Η Στεργιάνα την είχε ειδοποιήσει για την επίσκεψη. Τους πέρασε στο σαλόνι. Από εκείνα που παλιά άνοιγαν μόνο στις γιορτές, γεμάτο σεμεδάκια και σκούρα βαριά έπιπλα.

    «Λοιπόν, σας ακούω. Τί θέλετε να μάθετε;».

    «Κυρία Παπαδοπούλου, έχουμε ακούσει για την τραγική ιστορία της οικογένειας σας. Θα θέλαμε να ρωτήσουμε…», ξεκίνησε η Φρόσω.

    Ο Άλκης έμεινε παράμερα σιωπηλός. Η Δόξα την κοίταξε με μάτια υγρά και βλέμμα σβησμένο. Εδώ και καιρό ήταν έτοιμη να μιλήσει κι αυτό το κορίτσι με το ζεστό βλέμμα φάνταξε στα μάτια της σαν ιδανικός εξομολογητής.

    «Στρατόπεδα συγκέντρωσης τα λένε, μα ήταν στρατόπεδα αργού και βασανιστικού θανάτου. Δεν το χωράει το μυαλό τ’ ανθρώπου. Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά. Μόνο για το μετά θα σου πω. Ξέρεις τι θα πει παιδί μου να γυρίζεις από την κόλαση; Να περιμένεις να σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκαλιές; Και αντί γι’ αυτό να συναντάς αδιαφορία ή κι εχθρότητα; Να βρίσκεις ερείπια και να περιπλανιέσαι μέχρι να απαγκιάσεις κάπου; Δεν νιώσαμε τη γλύκα της επιστροφής.

»Ήμουν τότε 13 ετών κοπελίτσα, μα δεν μ’ έκανες ούτε για 10. Πετσί και κόκκαλο. Και πεντάρφανη. Ούτε σκέψη να γυρίσω στην πόλη μου. «Θα μείνεις μαζί μου, στη Θεσσαλονίκη», μου έλεγε σε όλη τη διαδρομή η Σάρα. Αυτή ήταν τότε ίσαμε 20 χρονών. Αφέθηκα στα χέρια της. Πήγαμε μαζί στην Παναγία Χαλκέων να βρούμε το σπίτι της. Κτυπήσαμε την πόρτα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μας για το τί θα συναντούσαμε. Μας άνοιξαν κάτι ξένοι από την επαρχία. Ούτε να μπούμε δεν μας άφησαν. Έλεγαν πως τώρα πια το σπίτι ήταν δικό τους. Μας έδιωξαν. Η καημένη η Σάρα ζήτησε μόνο τη ραπτομηχανή να της δώσουν. Τίποτε. Μείναμε στο δρόμο εξαθλιωμένες, να γυρίζουμε από πόρτα σε πόρτα για να βρούμε δουλειά και στέγη. Απελπιστήκαμε και πήραμε την απόφαση να φύγουμε για την Παλαιστίνη. Τότε ήταν που με ειδοποίησαν από την Κοινότητα πως με αναζητά η οικογένεια Τόσκα. Με αγκάλιασαν οι άνθρωποι σαν παιδί τους. Γνώρισα και τον αδερφό μου. Έτσι έμεινα κοντά τους μέχρι να παντρευτώ. Με προξενιό».

    Η Δόξα πήρε μια ανάσα.

«Εδώ αρχίζουν άλλα βάσανα παιδί μου. Στην αρχή ήταν όλα καλά. Ο άντρας μου ήταν τότε στην Αστυνομία. Κοντά του ένοιωθα ασφάλεια, για χάρη του άλλαξα και την πίστη μου. Κάναμε το γιό μας, τον είπαμε Άρη. Ήταν το πιο κοντινό όνομα που θύμιζε την οικογένεια μου. Αρών, μας έλεγαν. Ήμασταν καλά. Μέχρι που ο άντρας μου μπλέχτηκε σε κάτι δουλειές της νύχτας και γλυκάθηκε. «Για το γιό μας Δόξα», μου έλεγε, «να βρει κάτι καλύτερο». Έκανα τα στραβά μάτια, να μεγαλώσει το παιδί να γίνει άντρας σωστός. Όταν κατάλαβα πως ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και λέρωσε κι εκείνος τη στολή που φορούσε, έχασα τον κόσμο. Φώναξα, έκλαψα, παρακάλεσα. Τίποτε. Τότε ήρθαν τα χειρότερα. Ο Άρης άρχισε να κάνει δουλειές μόνος του κι είχαμε καυγάδες κάθε μέρα στο σπιτικό μας. Ώσπου ένα βράδυ πατέρας και γιός πιαστήκανε στα χέρια. Ο μικρός τον σακάτεψε, πήρε όσες οικονομίες είχαμε, μαζί και το υπηρεσιακό όπλο του πατέρα του, κι έφυγε από το σπίτι. Ο άντρας μου έπεσε να πεθάνει. Τότε κατάλαβε το κακό που είχε κάνει. Στο Τμήμα δήλωσε πως του επιτέθηκαν άγνωστοι μέσα στο σπίτι και του έκλεψαν το περίστροφο. Έγιναν ανακρίσεις αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Έπαθαν τα νεύρα του. Δεν μπόρεσε να συνέλθει από τότε. Έμεινα κοντά του, να τον βλέπω να βασανίζεται απ’ τις τύψεις. Άλλωστε πού να πήγαινα; Πάει τώρα, συγχωρέθηκε. Το γιο μου δεν τον ξανάδα. Έμαθα πως παντρεύτηκε. Μακάρι η γυναίκα του να τον φέρει στον ίσιο δρόμο, κι ας μ’ έχει ξεγράψει εμένα. Απόμεινα πια έρημη. Κάποτε πήγαινα στην επαρχία να δω τη Στεργιάνα. Είναι η μόνη που μου απόμεινε, σαν αδελφή μου την έχω. Μα σαν έμαθα πως πήγε να μείνει εκεί ο κανακάρης μου, δεν ξαναπάτησα. Μόνο απ’ το τηλέφωνο τα λέμε. Βλέπεις κι αυτή γέρασε πια, δεν είναι για ταξίδια».

    «Κυρία Δόξα, θα ήθελα να σας ρωτήσω για την εγγονή σας», τόλμησε να ρωτήσει η Φρόσω.

«Για την εγγονή μου;», την κοίταξε αλαφιασμένη η ηλικιωμένη, κι ήταν το βλέμμα της σαν αυτό των τρελλών που δεν ξέρουν πού πάνε και πού βρίσκονται.

    «Ποια εγγονή μου; Τί είναι αυτό που πέταξες; Δεν έχω εγγονή. Ξέρω πως δεν έχω».

    Σηκώθηκε, την άρπαξε από το μπράτσο, κι άρχισε να την ταρακουνάει με μια δύναμη ανέλπιστη για τον σωματότυπο και την ηλικία της.

    «Πες μου, να χαρείς πες μου, είναι αλήθεια;». Έτρεμε σύγκορμη, τα μπλάβα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, την εκλιπαρούσε και συγχρόνως την απειλούσε, κι ήταν εκείνη τη στιγμή σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.

    Ο Άλκης έκανε μια κίνηση προς τα μπρος σαν να ήθελε να προστατέψει και τις δύο.

    «Ησυχάστε κυρία Δόξα», της είπε. Πήρε στοργικά το χέρι της από το μπράτσο της Φρόσως, που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα από τη συγκίνηση.

    Σαν να τον πρόσεξε για πρώτη φορά, το πρόσωπό της ηλικιωμένης πήρε να γαληνεύει.

    «Εσύ αγόρι μου! Εσύ πες μου!» τον παρακάλεσε με τη λαχτάρα στο βλέμμα, όπως προσμένουμε από το σωτήρα μας να μας λυτρώσει.

    Άρχισε ο Άλκης και συνέχισε η Φρόσω. Της είπαν τα λιγότερα που μπορούσαν. Η Ευδοκία, η όμορφη εγγονή, που ζει πίσω στην πόλη, πως η μητέρα της πέθανε νέα και ο πατέρας της έχει φύγει μακριά - κανένας δεν ξέρει πού, κι η Στεργιάνα τη φροντίζει και την αγαπάει.

«Τα ίδια, όπως τότε. Μεγάλη καρδιά η Στεργιάνα. Αλλά γιατί δεν μου είπε τίποτε;».

    Κούνησε το κεφάλι, γιατί μάντευε την απάντηση. Ύστερα, σαν να ξύπνησε από το λήθαργο, ρώτησε ανυπόμονα:

    «Πότε θα τη δω;».

    «Μόλις επιστρέψει. Αυτό τον καιρό λείπει σε ταξίδι. Σας δίνω το λόγο μου κυρία Δόξα», την αγκάλιασε η Φρόσω για να την καθησυχάσει.

    «Λέτε να την έβγαλαν επίτηδες έτσι; Τί Ευδοξία, τί Ευδοκία. Ναι, αυτό είναι! Ο γιός μου δεν με ξέχασε», παρηγορήθηκε.

    «Γιατί δεν μου είπε τίποτε η Στεργιάνα;», ψιθύριζε καθώς τους αποχαιρετούσε, κι ας ήξερε την απάντηση.

--//--



    Μέχρι να αναρρώσει ο Αστυνόμος, το δίδυμο Άλκης-Φρόσω είχε προχωρήσει την έρευνα για την Ευδοκία σε βάθος. Ύστερα τα έβαλαν όλα κάτω, έκαναν σχεδιαγράμματα, προσπάθησαν να συνδέσουν τα ασύνδετα. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα από την οθόνη και το ξενύχτι. Ένας αχνιστός, δυνατός καφές τους συνέφερε και τους δύο, τουλάχιστον παροδικά.

    «Λοιπόν», άρχισε ο Άλκης. «Αυτή η Ευδοκία μόνο απλή περίπτωση δεν είναι. Απορώ πώς ο Αστυνόμος δεν ασχολήθηκε με το παρελθόν της. Τί του έκανε και την μεταχειρίστηκε από την αρχή με ιδιαίτερο τρόπο; Δεν μπορώ να το χωνέψω. Στη Σχολή μας έλεγαν να προσέχουμε τις γυναίκες που είναι ύποπτες, γιατί ασκούν μια περίεργη γοητεία στους άντρες αστυνομικούς».

«Ανοησίες», τον αποπήρε η Φρόσω. «Φαλλοκρατικά κατάλοιπα. Το παρακάμπτω γιατί δεν είναι η ώρα. Αλλά σε προειδοποιώ αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί… κάποτε! Ας συγκεντρωθούμε τώρα στο θέμα μας».

    «Λοιπόν, έχουμε», ξανάπιασε τα λόγια του ο Άλκης. «Η Ευδοκία είναι κόρη του Άρη Παπαδόπουλου και της Ελένης. Που σημαίνει κόρη ενός διεφθαρμένου συναδέλφου και μιας πρώην πόρνης. Ωραία άρχισε τη ζωή της.»

    Η Φρόσω του έριξε μια λοξή ματιά.

    «Καλά, συνεχίζουμε. Η Ελένη με το που παντρεύεται φεύγει από την πόλη μας και πηγαίνει στην Θεσσαλονίκη για κάποιους μήνες. Μετά εμφανίζεται με ένα μωρό. Που σημαίνει…».

    «…Που σημαίνει το γνωστό κόλπο εκείνης της εποχής. Μη μάθει ο κόσμος πως το υιοθετήσαμε και μας κράξουνε. Α! Και προς Θεού μη το μάθει το ίδιο το παιδί. Μάλιστα και έτσι καταλήξαμε σε δράματα αργότερα».

    Τώρα ήταν η σειρά του Άλκη να την στραβοκοιτάξει πριν συνεχίσει.

    «Η Ευδοκία μάλλον γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και υιοθετήθηκε παράνομα. Όταν χάθηκε κανένας δεν έδωσε σημασία στις φήμες περί υιοθεσίας. Όλες οι έρευνες επικεντρώθηκαν στις βρομοδουλειές του Παπαδόπουλου κι η απαγωγή θεωρήθηκε πως αφορούσε αυτές και μόνο αυτές.

    »Ο Παπαδόπουλος ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του. Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά. Μόνο που αυτός έχει εξελίξει την παρανομία σε λαθρεμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών. Συνεργάζεται με τον Καρατζόγλου κι αποκτά διασυνδέσεις με την Πόλη. Ο Οσμάνογλου πρέπει να ήταν στενός τους συνεργάτης.

»Η Ελένη, αντίθετα, φαίνεται να άφησε πίσω της το παρελθόν και να αφοσιώθηκε στο παιδί. Ο Καρατζόγλου τους παίρνει υπό την προστασία του. Άλλο παράδοξο. Κι εκεί που λες ότι ηρέμησαν μητέρα και παιδί, να σου η απαγωγή και μετά κι η αυτοκτονία της Ελένης. Τώρα αν ήταν αυτοκτονία ή κάποιος την καθάρισε κανείς δεν ξέρει».

    Όταν τελείωσε ο Άλκης, η Φρόσω τοποθέτησε όλα τα στοιχεία σε ένα φάκελο στο κομπιούτερ της με το όνομα «Ευδοκία». Ύστερα άρχισε να διαβάζει τα συγκεντρωτικά συμπεράσματα. Ο Άλκης έφερε την καρέκλα του κοντά της και άκουγε με προσοχή.

    «Λοιπόν συνοψίζουμε:

    Γνωρίζουμε ποιος έκλεψε το όπλο του φόνου. Ο Άρης Παπαδόπουλος, πατέρας της Ευδοκίας.

    Η μητέρα του με ρίζες από την εβραϊκή συνοικία, υιοθετείται από την οικογένεια Τόσκα.

    Οι γονείς του αγνοούν την ύπαρξη της Ευδοκίας. Το ίδιο μάλλον κι ίδια.

    Η δράση του πατέρα του περιορίζεται σε μικροαπάτες και σταματά μετά το περιστατικό της κλοπής.

    Αντίθετα ο υιός Παπαδόπουλος μπλέκει με εμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών. Δεξί χέρι του Καρατζόγλου, συνεργάτη του Οσμάνογλου στην Κωνσταντινούπολη.

    Διαφεύγει στο εξωτερικό, ίσως με τη βοήθεια του Καρατζόγλου για να μη μιλήσει.

 Η μητέρα, Ελένη Παπαδοπούλου, πρώην εκδιδόμενη. Εκβιάζει τον Καρατζόγλου και δεν υποχωρεί ακόμη και μετά την απαγωγή της κόρης της. Πού στηριζόταν; Δεν είναι σίγουρο πως άφησε τις διασυνδέσεις της με τους ανθρώπους της νύχτας.

    Ο Καρατζόγλου πιθανότατα την βγάζει από τη μέση κι αφήνει να φανεί σαν αυτοκτονία.

    Αμέσως μετά, ως δια μαγείας, το παιδί βρίσκεται να περιπλανιέται στα καλντερίμια της εβραϊκής συνοικίας. Το αναλαμβάνει πάλι ο Καρατζόγλου. Δίνεται στην οικογένεια της Στεργιάνας. Γι’ αυτό την φωνάζει «γιαγιά». Δεύτερη υιοθεσία.

    Μητέρα, πατέρας και κόρη: κινούνται με κεντρικό άξονα τον Καρατζόγλου.

    Η Πόλη συνδέει: Άρη Παπαδόπουλο, Καρατζόγλου, Οσμάνογλου, Ευδοκία».

    Έκλεισε το αρχείο και κοίταξε προβληματισμένη τον Άλκη .

    «Άραγε πόσα από αυτά τα στοιχεία γνωρίζει ο Αστυνόμος; »

--//--



    Ο Αστυνόμος δεν έπεσε από τα σύννεφα σαν είδε τον Οσμάνογλου να

δρασκελίζει το τείχος του Βερολίνου. Μετά από όσα τράβηξε εξ’ αιτίας του, τώρα πια τον είχε ικανό για όλα. Ποιος ξέρει; Ίσως ήθελε με τον τρόπο του να αναμιχθεί στο νέο κόσμο που θα προέκυπτε, μέσα στην κοσμοχαλασιά και τα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Βαθιά μέσα του ευχόταν να τον συναντήσει μια μέρα και να του χώσει μια γροθιά στη μούρη. Έτσι, για να μείνει μετά και να απολαύσει το θέαμα. Αλλά τώρα αυτό που άκουσε, αυτό δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Ξέχασε τη γροθιά, ξέχασε και τα αισθήματα απέχθειας γι’ αυτό τον άνθρωπο. Η είδηση που βγήκε από τα χείλη του κατά λάθος ήταν σωστός σεισμός. Και σαν να ήρθαν τα πράγματα και μπήκαν σε μια σειρά. Σαν να του χαμογέλασε κάτι βαθιά μέσα του. Για μια στιγμή. Ύστερα ο Οσμάνογλου του είπε πως δεν ήξερε τίποτε για την τύχη του παιδιού. Κι απόμεινε μετέωρος, ανάμεσα στο πλήθος που έτρεχε με αλαλαγμούς και φωνές θριάμβου, κρατώντας κασμάδες και κομμάτια από τις πέτρες του τείχους.

    Δεν συγχωρούσε τον εαυτό του που τον άφησε να ξεφύγει μέσα από τα χέρια του. Μα όταν συνήλθε, ο Οσμάνογλου είχε εξαφανιστεί. Μετά άρχισε να τον ψάχνει. Ξεσήκωσε όλες του τις γνωριμίες στις διάφορες πρεσβείες. Σε όλους ήταν άγνωστος. Έτσι ισχυρίστηκαν τουλάχιστον, αν και σε κάποιες περιπτώσεις, η άρνησή τους του φάνηκε περισσότερο ως απειλή στο πρόσωπό του.

    Για ένα διάστημα του αρκούσε να ξέρει πως κάπου εκεί έξω μεγαλώνει ο καρπός του έρωτά του με την Dolunay. Μετά αυτή η αβεβαιότητα άρχισε να γίνεται καημός μεγάλος. Ασήκωτος. Τύψεις ανάμεικτες με την ερημιά ενός χαμένου έρωτα, με οργή και θυμό για πράγματα που έγιναν χωρίς εκείνον. Παρηγορούσε τον εαυτό του με παραμύθια. Έλεγε πως το παιδί σίγουρα είναι καλά, πως μεγαλώνει σε μια υπέροχη οικογένεια κι απολαμβάνει την αγάπη και ζεστασιά. Πως ζει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, έχει μια καλή δουλειά και ποιος ξέρει; Μπορεί να έχει την δική του οικογένεια. «Για φαντάσου να είμαι και παππούς», έλεγε στον εαυτό του και βιαζόταν να κρύψει ένα χαμόγελο πριν αυτό γίνει πικρό.


Κεφάλαιο ΧΙΙΙ


Η Ανδρονίκη κοντεύει να τρελαθεί. Περιμένει εδώ και ώρες να της τηλεφωνήσει ο Καρατζόγλου. Η αγωνία της είναι αβάσταχτη. Τι μπορεί να έχει συμβεί αναρωτιέται; Όχι μόνο δεν της τηλεφώνησε, αλλά δεν απαντάει και στις επίμονες τηλεφωνικές κλίσεις της.

    Της είναι αδύνατο να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Αποφασίζει να τον αναζητήσει στην «Έπαυλη», ίσως έχει επιστρέψει, σκέφτεται, σε μία περίπου ώρα ξημερώνει.

    Με το αυτοκίνητό της οδηγεί μέχρι εκεί. Το κτήριο είναι σκοτεινό, τα φώτα ασφαλείας δεν φέγγουν και το σκυλί είναι άφαντο. Υπάρχει μόνο ένα φως στο υπερώο, στο γραφείο του Καρατζόγλου. Με το κλειδί της ανοίγει την πόρτα της κεντρικής εισόδου. Ανάβει τα φώτα. Ο ήχος από τα τακούνια της αντηχεί στο πλακόστρωτο. Προσπερνάει την πόρτα της Γραμματείας στα δεξιά της και ανοίγει την πόρτα που οδηγεί στο ξύλινο κλιμακοστάσιο. Ανεβαίνει γρήγορα, σκοντάφτει από την βιασύνη της στα λοξά σκαλοπάτια και με κομμένη την ανάσα της φτάνει στο γραφείο του Καρατζόγλου, όπου η πόρτα είναι μισάνοιχτη. Κοντεύει να λιποθυμήσει. Ο Καρατζόγλου βρίσκεται καθισμένος και πεσμένος πάνω στο γραφείο του. Δίπλα του μια κηλίδα από αίμα και σταγόνες στο πλακόστρωτο. Είναι νεκρός. Πιο δίπλα βρίσκεται το όπλο του. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει αυτό που βλέπει. Επάνω στο ημερολόγιο του υπάρχει ένας φάκελος. Τον ανοίγει και διαβάζει.

«Αγαπημένη μου οικογένεια, αγαπητοί συνεργάτες. Μου είναι δυσβάσταχτο να δέχομαι όλο αυτό τον διασυρμό. Ακόμη κι εσείς που με γνωρίζετε τόσο καλά, διατηρείτε τις αμφιβολίες σας για όσα μου καταλογίζουν. Δεν αντέχω άλλο και σας παρακαλώ πολύ να με συγχωρέσετε.

    Θεοφάνης Καρατζόγλου.»

Οι πρώτες ηλιαχτίδες της ανατολής γίνονται ορατές από το παράθυρο ανατολικά. Ο κατακκόκινος πρωινός ήλιος δισταχτικά κάνει την παρουσία του.

    Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει όλο αυτό. Προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη. Ο Καρατζόγλου δεν είχε καμιά πρόθεση να αυτοκτονήσει. Τελευταία κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να καθαρίσει το όνομά του. Ήθελε με κάθε τρόπο να ανακαλύψει ποιοι κρύβονταν πίσω από την καταστροφή της τελετής βράβευσης του. Ήθελε να πάρει εκδίκηση για τα γεγονότα που του καταλόγιζαν. Άραγε ποιοί είναι αυτοί που τόλμησαν να τα βάλουν με τον Καρατζόγλου; Αυτό είναι προδοσία. Ο Καρατζόγλου δεν αυτοκτόνησε, τον δολοφόνησαν, η Ανδρονίκη είναι σίγουρη. Εξάλλου και το σημείωμα που άφησε δεν είναι γραμμένο από τον ίδιο. Ο γραφικός του χαρακτήρας είναι διαφορετικός. Τόσα χρόνια συνεργάζεται μαζί του, ξέρει καλά τον γραφικό του χαρακτήρα.

    Βγάζει από την τσάντα της το κινητό της τηλέφωνο και καλεί την Αλίκη.

- Αλίκη συγνώμη που σε ξυπνάω, αλλά είμαι σε σοκ, έλα γρήγορα στο γραφείο του Καρατζόγλου. Τώρα!

    Η Αλίκη κατάλαβε ότι κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει και χωρίς καθυστέρηση ντύθηκε, μπήκε στο αυτοκίνητό της και σε 15 λεπτά έφτασε στον προορισμό της. Ανεβαίνει στο γραφείο και βγάζει μια κραυγή.

- Αλίκη είχα ένα κακό προαίσθημα μέσα στην νύχτα, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά και ήλθα εδώ ξημερώματα και αντίκρισα αυτό που βλέπεις. Διάβασε αυτό το σημείωμα που υποτίθεται ότι έγραψε ο Καρατζόγλου. Ο γραφικός του χαρακτήρας είναι πολύ διαφορετικός. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Η Αλίκη προσπάθησε να βάλει μια τάξη στην σκέψη της.

-Ανδρονίκη νομίζω πως πρέπει να καλέσουμε την αστυνομία και το ΕΚΑΒ.

Σε λιγότερο από μισή ώρα έρχονται ο Άλκης η Φρόσω και πολλοί ακόμη αστυνομικοί. Η Αλίκη συγκρατώντας την ψυχραιμία της και χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, βάζει στην τσάντα της κάτι που είχε κρύψει στην βιβλιοθήκη απέναντι από το έπιπλο του γραφείου του Καρατζόγλου.


--//--


Πριν τρία εικοσιτετράωρα από την υποτιθέμενη αυτοκτονία του Καρατζόγλου, είχε γίνει γνωστή η απόπειρα δολοφονίας του αστυνόμου Γιώργου Παπαδόπουλου στην Αθήνα.


Ο νεαρός δημοσιογράφος Δημοσθένης Μπέλλας δεν μπορεί να μένει αδιάφορος στην είδηση αυτή. Πρέπει να αναλάβει δράση. Τηλεφωνεί στην Αλίκη και το Σωτήρη, τον τεχνικό υπολογιστών, να συναντηθούν άμεσα στην υπαίθρια διαμόρφωση, μπροστά από την Συναγωγή της Εβραϊκής συνοικίας.

Όλοι τους είναι σοκαρισμένοι με τα τελευταία γεγονότα στην Αθήνα. Με έκπληξη διαπιστώνουν πως η Ανδρονίκη είχε επικοινωνήσει με τον καθένα ξεχωριστά για να τους παρακαλέσει να της αναφέρουν ό,τι τυχόν έπεσε στην αντίληψη τους, έστω κάποια ανούσια παρατήρηση, μια μικρή λεπτομέρεια από την βραδιά βράβευσης του Καρατζόγλου.Τελικά καταλήγουν ότι πρέπει συντονισμένα να διερευνήσουν τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του αστυνόμου στην Αθήνα. Ο Δημοσθένης απευθύνεται στην Αλίκη.

- Αλίκη ο Καρατζόγλου διατηρεί γραφείο στην ΜΚΟ;

- Ναι Δημοσθένη, στο υπερώο του κτηρίου.

- Έχεις πρόσβαση στον χώρο;

- Ναι έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη στο γραφείο του. Δανείζομαι πολύ συχνά βιβλία. Μου ανοίγει με τα κλειδιά της η Ανδρονίκη και παρουσία της αφήνω στην θέση τους τα βιβλία που διάβασα και διαλέγω αυτά που θέλω να διαβάσω.

- Σωτήρη μπορείς να προμηθεύσεις ένα κοριό στην Αλίκη για να τον τοποθετήσει πάνω στα βιβλία να ακούσουμε αν τυχόν ετοιμάζει κάτι ο Καρατζόγλου;

- Βεβαίως, είναι μικρού μεγέθους. Θα το τοποθετήσει η Αλίκη επάνω σε ένα βιβλίο και εμείς θα μπορέσουμε να ακούσουμε ό,τι ειπωθεί.

- Αλίκη πρέπει να δράσουμε άμεσα.

- Ο Καρατζόγλου βρίσκεται στην Αθήνα. Νομίζω πως εύκολα μπορώ να το κάνω αύριο το πρωί, πριν επιστρέψει.


--//--


Ο Δημοσθένης είχε ήδη προσεγγίσει τον Άλκη. Με δυσκολία μπόρεσε να του αποσπάσει κάποιες πολύ σημαντικές πληροφορίες. Ο αστυνόμος στην Αθήνα βρίσκεται μαζί με την Ευδοκία. Η καταγωγή της Ευδοκίας φημολογείται ότι είναι από την Κωνσταντινούπολη και η Ελένη και ο Άρης Παπαδόπουλος δεν είναι βιολογικοί της γονείς. Την είχαν υιοθετήσει πριν την Στεργιάνα που τελικά την μεγάλωσε.


Ο Δημοσθένης σκέφτηκε πως σε μια συνάντηση με την Πάμελα όλο και κάτι θα μπορούσε να μάθει και φρόντισε να συναντηθούν.

- Πάμελα πήρα τηλεφωνο την Ευδοκία και δεν μου απάντησε. Πέρασα και από το σπίτι της αλλά δεν μου άνοιξε. Ξέρεις που μπορώ να την βρω;

- Βρίσκεται στην Αθήνα. Δεν ξέρω να σου πω για ποιο λόγο πήγε, ούτε πόσο θα μείνει εκεί. Όταν με το καλό επιστρέψει θα της διαβιβάσω την επιθυμία σου να συναντηθείτε.

- Πάμελα μήπως πήγε με τον Καρατζόγλου στην Αθήνα; Έχω πληροφορίες ότι κι αυτός βρίσκεται στην Αθήνα.

- Αν θέλεις την γνώμη μου, αποκλείεται η Ευδοκία να βρίσκεται μαζί του, τον αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι.

- Δεν έχουν καλή σχέση μεταξύ τους;

- Κάθε άλλο, τον ευγνωμονεί που την έχει βοηθήσει και με το παραπάνω, αλλά ως εκεί.

- Πάμελα είδα μια οικογενειακή της φωτογραφία με γονείς της. Δεν έχει καμία ομοιότητα μαζί τους. Σε ποιους μοιάζει;

- Γιατί ρωτάς; Έχεις κάποια σχετική πληροφορία;

- Άκουσα πως σκηνοθέτησαν την γέννησή της και την παρουσίασαν για δικό τους παιδί, όμως δεν πιστεύω ότι είναι έτσι τα πράγματα. Είναι;

    Η Πάμελα χλόμιασε, αισθάνθηκε την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της.

    - Ένα έχω να σου πω. Μη το ψάχνεις θα βρεις τον μπελά σου.

    - Έλα τώρα Πάμελα, μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη, μη φοβάσαι.

    - Όχι καλέ μου, δεν θέλω να βρεθώ αύριο σκοτωμένη σε κάποιο χαντάκι. Και για το καλό σου, να ξέρεις ότι έχεις άγνοια του κινδύνου για το πού βρίσκεσαι. Καλά θα κάνεις να ξεχάσεις ότι έμαθες.


--//--


Η ομάδα του Δημοσθένη, της Αλίκης και του Σωτήρη συναντιέται ξανά.Η Αλίκη ανακοινώνει ότι η τοποθέτηση του κοριού ήταν επιτυχής και ο Σωτήρης έχει ακουστική επαφή με τον χώρο του γραφείου του Καρατζόγλου.

- Αλίκη, μου είπες ότι γνώριζες τον αστυνόμο από τότε που βρισκόσουν για τις μεταπτυχιακές σου σπουδές στην Κωνσταντινούπολη.

- Ναι Δημοσθένη. Είχα συνεργαστεί μαζί του για την έρευνα που έκανα. στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την εργασία μου και με βοήθησε στην έρευνά μου.

- Είχες ξανοιχτεί καθόλου μαζί του, για να σου κάνει κάποιες αποκαλύψεις για την ιδιωτική του ζωή;

- Πίστεψέ με είχα μεγάλη περιέργεια για να μάθω κάτι, αλλά δεν αποκάλυψε το παραμικρό. Άφησε να εννοηθεί ότι έχει μια σοβαρή σχέση. Μολονότι με είχε συνοδέψει για λόγους ασφαλείας σε δύο ιδρύματα των Τουρκικών αρχών για εύρεση αρχειακού υλικού και μας δόθηκε η ευκαιρία να πιούμε δύο καφεδάκια εκτός υπηρεσίας. Δεν μου είπε το παραμικρό. Όταν τον ρώτησα πώς είναι να υπηρετείς στην Κωνσταντινούπολη, μου απάντησε ότι ήταν ιδιαίτερα τυχερός διότι η προϋπηρεσία αυτή δημιουργούσε προοπτική για την μελλοντική του επαγγελματική εξέλιξη.


--//--


Ο Δημοσθένης ανυπομονεί να μάθει για τις κινήσεις του Καρατζόγλου. Το επόμενο πρωινό ο Σωτήρης του στέλνει κωδικοποιημένο μήνυμα ότι έχει νεώτερα. ΟΣωτήρης είναι λαλίστατος.

- Η Ανδρονίκη είναι συνεργός του Καρατζόγλου. Την νύχτα που έφτασε από την Αθήνα, φρόντισε να φωτογραφίσει κρυφά τα αρχεία της αστυνομίας για την υπόθεση της δολοφονίας του μπασκετμπολίστα. Έδειξε τις φωτογραφίες στην Ανδρονίκη και της διάβασε τα μηνύματα της οικογένειας Αρών για ένα κρυμμένο θησαυρό για τον οποίο φαίνεται πως καιρό τώρα ψάχνει στην Γερμανία να βρει στοιχεία και πληροφορίες. Ο Οσμάνογλου πρόλαβε να δώσει στην Ευδοκία μια κασέτα με πληροφορίες. Σίγουρα της αποκαλύπτει όλα όσα την αφορούν, τόσο για τον θησαυρό όσο και για την καταγωγή της και ποιος ξέρει τι ακόμη. Ο αστυνόμος που νοσηλεύεται στην Αθήνα σίγουρα ξέρει πολλά περισσότερα και γι αυτό κάποιοι τον θέλουν πεθαμένο. Κατά τον Καρατζόγλου ο αστυνόμος είναι πολύτιμος και χρήσιμος ζωντανός. Πιθανώς η κασέτα βρίσκεται στα χέρια του αστυνόμου και δεν την εμφανίζει διότι θα έχει και αποκαλύψεις για τον ίδιο από την ζωή του όταν υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη ο Καρατζόγλου ερμηνεύοντας την τοποθεσία για το που βρίσκεται ο θησαυρός, είναι σίγουρος ότι βρίσκεται μέσα στην Συναγωγή κάτω από την κεραμική διακόσμηση στο δάπεδο της Συναγωγής. Επομένως πρέπει άμεσα να ψάξει εκεί πριν αναρρώσει ο αστυνόμος και επιστρέψει. Όμως η Στεργιάνα είναι άγρυπνη φρουρός μπροστά στην είσοδο στην Συναγωγή και για τον λόγο αυτό θα φροντίσει να έχει ένα μικρό ατύχημα για να βρεθεί για λίγο στο Νοσοκομείο.

- Σωτήρη πώς θα μάθουμε πότε θα εισβάλει ο Καρατζόγλου στην Συναγωγή;

-Είναι απλό. Θα τοποθετήσω άμεσα ένα κρουστικό Συναγερμό στην πόρτα της Συναγωγής, χωρίς να με αντιληφθεί κανείς. Ο συναγερμός θα μας ειδοποιήσει στο τηλέφωνο μας χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.

Ο Δημοσθένης αμέσως πήρε τηλέφωνο την Αλίκη και της εξήγησε γιατί

πρέπει να κρύψει την Στεργιάνα.

Η Αλίκη τηλεφώνησε στην Στεργιάνα για να συναντηθούν στην Πλατεία.

- Κυρία Στεργιάνα έχουμε μια πληροφορία ότι υπάρχει κίνδυνος να σας προκαλέσει ένα ατύχημα ο Καρτζόγλου για να κάνει ανενόχλητος μια έρευνα στην περιοχή. Θα πρέπει να σας κρύψουμε για λίγο.

- Αχ κορίτσι μου, πότε επιτέλους θα ησυχάσω από τον Καρατζόγλου; Μην στενοχωριέσαι θα τηλεφωνήσω στην γειτόνισσα ότι πήγα στην Κέρκυρα στην μεγάλη μου την κόρη που είναι δασκάλα εκεί για να χαρώ τον εγγονό μου. Αυτή θα φροντίσει να το μάθει ο Καρατζόγλου. Πάμε να κρυφτούμε.


--//--


Η Αλίκη πήρε την Στεργιάνα στο σπίτι της. Η ομάδα των τριών είναι σε ετοιμότητα από νωρίς το βράδυ. Στις 1.00 το βράδυ ο κρουστικός συναγερμός έδωσε σήμα. Ο Δημοσθένης, ο Σωτήρης και η Αλίκη δεν ρισκάρουν να κινδυνέψουν, γι αυτό και ο Δημοσθένης ειδοποίησε τον Άλκη, να αναλάβει δράση.

- Άλκη ο συναγερμός μας ειδοποίησε ότι μόλις έγινε εισβολή στην Συναγωγή.

- Δημοσθένη τρέχω στην Συναγωγή.


--//--


Ο Άλκης με δύο συναδέλφους του βρέθηκαν μετά από αρκετή ώρα στην Συναγωγή. Εκεί υπήρχε απόλυτη σιωπή. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και στο δάπεδο υπήρχαν εργαλεία προφανώς για την αφαίρεση της κεραμικής διακόσμησης. Δύο πλακάκια είχαν αφαιρεθεί με προσοχή. Ο Άλκης με τους συναδέλφους του αναζήτησαν τον Καρατζόγλου στο ποτάμι πίσω από την Συναγωγή. Κατέβηκαν μέχρι την κοίτη του ποταμού, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν βρήκαν τίποτε. Αποφάσισαν να καλέσουν δυνάμεις για να ερευνήσουν την περιοχή. Άρχισε να ξημερώνει χωρίς κανένα αποτέλεσμα, ώσπου τους κάλεσαν στην ΜΚΟ. Ο Άλκης διέταξε τους υφισταμένους του να οργώσουν την περιοχή και αυτός πήγε στην ΜΚΟ.

Ο Άλκης με την Φρόσω και άλλους συναδέλφους φτάνουν στο γραφείο του Καρατζόγλου. Καλούν αμέσως τους συναδέλφους τους από το εγκληματολογικό και απομακρύνουν την Ανδρονίκη και την Αλίκη από τον χώρο. Στο ισόγειο ρωτούν για την φύλαξη του χώρου. Πού βρίσκεται ο πιστός φύλακας του Καρατζόγλου, ένας σκύλος Μαστίφ Ναπολιτάνο με καφέ σκούρο χρώμα; Τον αναζητούν και τον βρίσκουν μισοναρκωμένο κάτω από ένα δένδρο. Φωνάζουν ένα κτηνίατρο για να του παρέχει κάποια κτηνιατρική φροντίδα.

Τα φώτα ασφαλείας είναι εκτός λειτουργίας. Ο διακόπτης είναι κατεβασμένος από τον κεντρικό ηλεκτρολογικό πίνακα. Οι κλειδαριές δεν είναι πουθενά παραβιασμένες. Η Ανδρονίκη καταθέτει ότι βρέθηκαν με τον Καρατζόγλου τελευταία φορά το προηγούμενο απόγευμα, όταν έφυγαν από το κτήριο όλοι οι εργαζόμενοι. Είχε επιστρέψει από την Αθήνα και σχολίασαν τα γεγονότα για την απόπειρα δολοφονίας του αστυνόμου. Κατέθετε και τα επιχειρήματά του, ότι ο αστυνόμος είναι πολύτιμος ζωντανός για να ερευνήσει τα πάντα.

Στο μεταξύ οι έρευνες στο ποτάμι κάτω από την Συναγωγή φέρνουν αποτέλεσμα. Ίχνη από αίμα υπάρχουν σε μικρή απόσταση από την Συναγωγή. Η σήμανση συλλέγει υλικό.

Επομένως ο Καρατζόγλου δέχθηκε μια θανατηφόρο σφαίρα στο κεφάλι στην περιοχή του ποταμού. Κάποιοι τον μετέφεραν στο γραφείο του στην ΜΚΟ και διαθέτοντας τα κλειδιά του, άνοιξαν τις πόρτες αφού προηγουμένως νάρκωσαν τον σκύλο και σκηνοθέτησαν την δήθεν αυτοκτονία του. Το εγκληματολογικό έχει αρκετό υλικό να ερευνήσει. Σε κάθε περίπτωση το χειρόγραφο μήνυμα ερευνάται για ταυτοποίηση του γραφικού χαρακτήρα, που όπως κατέθεσε η Ανδρονίκη δεν είναι του Καρατζόγλου.

No comments:

Post a Comment