Thursday, 7 March 2019

Ιστορίες της νιότης. Το δασάκι της Νέας Ελβετίας. Γράμμα από την Κύπρο.


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη




Η Νέα Ελβετία πριν τη βροχή

     Η περιοχή της Νέας Ελβετίας, ήταν προσφιλής σε όλους μας και πολύ περισσότερο σε μένα, λόγω του φίλου μου. Τον επισκεπτόμουν τα απογεύματα, μετά το λύκειο και κάνουμε ατέρμονους περιπάτους, στο δασάκι της Νέας Ελβετίας, δυο δρόμους πιο πάνω. Η οδός Ηρακλέους, χωματόδρομος εκείνη την περίοδο, ήταν σκληρή σαν πέτρα, κάτω από τον καυτερό ήλιο του καλοκαιριού και αυλακωμένη από τα νερά της βαρυχειμωνιάς. Η μητέρα του φίλου μου, η κυρά Ελένη, πάντα μας πρόσεχε, όπως ο πελαργός τους νεοσσούς του. Έτρεχε ξοπίσω μας σε κάθε μας βήμα, άλλοτε για να διαβάσουμε και άλλοτε, γιατί είχαμε αδιαθετήσει, με τα τερτίπια του καιρού. Τα τσάγια με το μέλι και τα σπιτικά κουλουράκια, έκαναν το θαύμα τους και ανέβαζαν την απόδοση και τις επιδόσεις μας.



Η κυρία Ελένη κι εγώ τον παλιό καλό καιρό της νιότης και της ξεγνοιασιάς

     Μια από αυτές τις μέρες και καθώς κάναμε τον περίπατο μας στο δασάκι, ξέσπασε απρόσμενα η μπόρα. Οι σταγόνες της βροχής, έπεφταν πάνω μας πλατιές σαν «τάλιρο» και πριν προλάβουμε να «πούμε ζήτω», μας έκαναν μούσκεμα. Κατηφορίσαμε τρέχοντας, προς το κοντινότερο υπόστεγο, για να προστατευθούμε. Ήταν εκεί, που ήρθαμε φάτσα με φάτσα, με την Άρτεμη. Το αραχνούφαντο καλοκαιρινό φόρεμα, μούσκεμα από την βροχή και κολλημένο πάνω στο καλλίγραμμο κορμί της, σου θύμιζε τη συνονόματη θεά. Ο μπούστος της, ανεβοκατέβαινε από την έντονη αναπνευστική προσπάθεια, όπως τα κύματα της μανιασμένης θάλασσας. Το ημιδιάφανο βρεγμένο ρούχο, τόνιζε τη θηλυκότητα και καθήλωνε το βλέμμα. Δεν ανταλλάξαμε ούτε μια λέξη, αλλά το βλέμμα μας που συναντήθηκε και η γλώσσα του σώματος, έδωσαν τις απαραίτητες συστάσεις. Πετάχτηκε σαν το πουλί που σκιάχτηκε, μέσα από τα κλαδιά του δέντρου και χάθηκε σε ένα από τα επόμενα σπίτια του δρόμου. Τα μάτια μας, ακολούθησαν την πορεία, που χάραξε το πέταγμά του και η όσφρηση, συνέλαβε το άρωμα, που σκόρπισε στο διάβα του. Θεέ μου, τι ξωτικό!… Νεράιδα ή θεά; Αυτή ήταν η ερώτηση που ψέλλισαν τα χείλη μας, όταν καταφέραμε να συνέλθουμε από την έκπληξη.


Καλοκαιρινή καταιγίδα


Σαν την Άρτεμη μετά την καταιγίδα. Η ομορφιά του σε σκλαβώνει

     Η μπόρα κόπασε εξίσου ξαφνικά, όπως άρχισε και μαζί με το φίλο μου, επιστρέψαμε στο σπίτι του. Η οδός Ηρακλέους άλλαξε όνομα και έγινε οδός «Πλάτωνος» και το νούμερο όπου χάθηκε η μορφή του ξωτικού, έγινε ο αριθμός του «έρωτα»! «Πλατωνικός έρωτας»… Θεέ μου, αγνοούσα τη γεύση και το άρωμα του!… «Κεραυνοβόλος έρωτας»… Θεέ μου σε απογειώνει στα σύννεφα! Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και οι επισκέψεις μου στη γειτονιά, αυξήθηκαν σε συχνότητα. Προσπερνούσα το σπίτι του φίλου μου και γυρόφερνα το τετράγωνο, για να αδράξω την ευκαιρία, μιας τυχαίας συνάντησης. Το βράδυ στα όνειρα μου, εμφανιζόταν η μορφή της, όπως την πρωτοαντίκρισα, με το μπάτη να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να ανεμίζει το αιθέριο ρούχο. Σαν άσπρα άλογα, καλπάζαμε κατά μήκος της αμμώδους ακτής και ή ηχώ του καλπασμού, απλωνόταν πάνω από το πέλαγος. Τα κεφάλια μας, προσέγγιζαν με αβρότητα και χάρη, για να ανταλλάξουν το χάδι της καρδιάς. Ο έρωτας σε όλο του το μεγαλείο, άπλωνε τα λευκά του φτερά και η πτήση έμεινε βαθιά χαραγμένη μες την καρδιά.

No comments:

Post a Comment