Του Γιώργου Παληγεώργου
Οι άντρες με τις τραγιάσκες δέσποζαν παντού
Τ’
άρεσε όσα βλέπει, να τα περνάει μέσα απ΄
του μυαλού του το φίλτρο και να τα
κρατάει, λαγαρές εικόνες, και να τα
διηγιέται. Και παράσταινε ολοζώντανες
περίστασες απ΄τα μικράτα του. Τ' άρεσε
να παρατηράει γυρωθέ του, τον τόπο και
τα ζωντανά. Να παρατηράει τους ανθρώπους
και με ό,τι αυτοί καταπιάνονταν. Κι
ήξερε, τόχε μάθει, κάθε ώρα της μέρας,
να την ταιριάζει με κάποια σταθερά,
τακτικά πες, γεγονότα, με τους ανθρώπους
που ήταν βαλμένοι μέσα στις επαναλαμβανόμενες
εικόνες και που επιβεβαίωναν σχεδόν
πάντα τις αναμονές του.
Πλιότερο
τ' άρεσε να χαζεύει τους άντρες τις
Κυριακάδες, να προσέχει τις φορεσιές
τους και να τηράει να χωρέσει μέσα στα
αστεία πόλεγε ο ένας στον άλλον, όταν
έσμιγαν οι παρέες. Τότε ακόμα πίστευε,
ότι όσοι έλεγαν αστεία κι έκαναν και
δέχονταν πειράγματα, ήταν άνθρωποι με
καλοσύνη.
Από
νωρίς τα Κυριακάτικα πρωϊνά, ξεκίναε
για την εκκλησία. Όχι πως κάτεχε το
ευαγγέλιο ή τα νοήματα της λειτουργίας,
μα η εκκλησία στο χωριό ήτανε το μόνο
μέρος που θα μπορούσε να ιδεί κόσμο
μαζεμένο. Βέβαια με τον καιρό ,είχε μάθει
λίγο-πολύ τη σειρά των βασικών, αλλά
πλιότερο το ενδιαφέρον του ήτανε να
παρατηράει τους ανθρώπους. Και παρακολούθαε
την κίνησή τους απ΄ τη στιγμή που έμπαιναν
στην εκκλησία μέχρι να πιάσουν τη θέση
τους. Κι ύστερα, πάλι τα μάτια του ένα
γύρο, να ιδεί αν γέμισε η εκκλησία. Έβλεπε
και τα μεγαλύτερα αγόρια να εστιάζουν
την προσοχή τους στη μεριά των κοριτσιών
κι έλεγε μέσα του, πως δεν είναι και τόσο
αμαρτία να προσέχει κι αυτός τη συμμαθήτριά
του, που του φαίνονταν, τότε, απ΄ όλες η
ομορφότερη. Και κράταε την ματιά του,
ως τη στιγμή που σήκωνε κι κείνη το
βλέμμα της. Πρόσεχε βέβαια και το δάσκαλο,
γιατί πολλές φορές του είχε τεντώσει
τ΄ αφτιά κι είχε νοιώσει ντροπή.
Οι
άντρες, ζητούμενο πρότυπο, τραβούσανε
περσότερο την προσοχή του. Κυρίως οι
ώριμοι άντρες, οι πάνω από σαράντα χρονώ.
Είχανε όλοι τους την ίδια συμπεριφορά.
Έβγαναν την τραγιάσκα τους καθώς έμπαιναν
στην εκκλησία και την κράταγαν στο
αριστερό τους χέρι. Άφηναν τον οβολό
στο παγκάρι, σταυροκοπιούνταν και
προχώραγαν σιγά-σιγά για το στασίδι.
Εκεί κρέμαγαν την τραγιάσκα τους στο
κρεμαστράκι, που ήταν επί τούτου
στερεωμένο, στο κεφαλάρι του στασιδιού.
Όσοι δεν έβρισκαν θέση στο στασίδι,
κράταγαν την τραγιάσκα τους στην αριστερή
τους μασχάλη. Χρόνια αργότερα «είδε»
την ίδια εικόνα να περιγράφει ο ποιητής
και πήρε χαρά σαν τότε «…κάτου από τη
μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη,
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα
του μέσα στην εκκλησία». Κι έτσι παρατήραε
τις μορφές των ανδρών κι έβλεπε πόσο
διαφορετικές ήτανε χωρίς την τραγιάσκα
και του φαίνονταν απεριποίητες κι
αστόλιστες, ταπεινές και ταιριαστές με
τη στέρηση και τον ασκητισμό των αγίων.
Και κράταε η παρατήρησή του ως την
απόλυση κι ακόμα μετά. Οι άντρες μασώντας
τ’ αντίδωρο, ταχτοποίγαγαν με μια κίνηση
του χεριού τους τα μαλλιά τους, όσα είχαν
κι όσοι είχαν, και ξανάβαναν με μεράκι
την τραγιάσκα τους, ότι αυτή ήτανε το
στολίδι κι ο ίσκιος τους, για να
κατευθυνθούν οι περσότεροι στον καφενέ
που σύχναζαν.
Δεν
ήξερε τότε αν και τ΄ άλλα παιδιά έπλαθαν
τις ίδιες σκέψεις κι αν τρύαγαν τις
ίδιες εικόνες μ΄ αυτόν. Έβλεπε όμως ότι
οι περισσότεροι άντρες φόραγαν τραγιάσκα.
Κι εκτός από στολίδι η τραγιάσκα ήτανε
κι ανάγκη, αφού οι δουλειές ήταν όλες
κάτω απ΄τον ήλιο και μέσα στο κρύο. Κι
ακόμα ήταν άπρεπο ο άντρας, που έχει
σεβασμό, να κυκλοφοράει ασκεπής, ξ’κέφαλος
έλεγαν τότε. Καθώς η ανάγκη ήταν αντάμα
με τη δυσκολία κι η ομορφιά ένα με της
κοινωνίας την αποδοχή, την τοτινή ηθική
ας πούμε καλύτερα, όλοι σκεδόν φόραγαν
καπέλο, το πλείστο τραγιάσκα. Βέβαια
έβλεπε και κάποιους που δε φόραγαν
τραγιάσκα, ότι πίστευαν πως ήτανε
ξεχωριστοί απ΄ τους παρακατιανούς.
Αργότερα, σα νόησε, έμαθε πως η τραγιάσκα,
γίνηκε κάποτε ιδεολογικό έμβλημα από
κάποιους. Κι πως ήτανε, λέει, το σημάδι
της φτωχολογιάς και των προλετάριων.
Κι έτσι αυτοί που ήταν στην απάνω «σκάλα»,
ανεξάρτητα από λοιπά φρονήματα, έλεγαν
πως συμπαθούν και τους παρακατιανούς,
απέφευγαν όμως να φορούν τραγιάσκα,
γιατί έπρεπε να ξεχωρίζουν απ΄ αυτούς.
Ίσως, λέει τώρα, δεν είχαν καταλάβει,
μερικοί, ότι οι άνθρωποι δε σκέφτονται
με το καπέλο αλλά με το μυαλό. Όμως,
ξέρει, ότι τραγιάσκα φόρεσαν και πολλοί
που δεν πάθαιναν σε τέτοιου είδους
αγκύλωσες. Εμβληματικές μορφές όπως ο
Πικασσό, ο Λένιν, ο δικός μας ποιητής
Νάνος Βαλαωρίτης και τόσοι άλλοι, που
σημάδεψαν ολάκερες περίοδες, φόραγαν
τραγιάσκα.
Και
τα χρόνια πέρασαν κι έμειναν ανάμνησες
οι ασπρόμαυρες εικόνες, για την πορεία
μιας ολάκερης εποχής, ασπρόμαυρης κι
αυτηνής. Κι αυτός λογαριάζει την εποχή
αυτή σαν την εποχή της τραγιάσκας. Και
συναντάει την τραγιάσκα στο ρεμπέτικο
τραγούδι, “Μην είσαι ψεύτρα, δίγνωμη,
μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί έχω κι εγώ
καρδιά, τι κι αν φορώ τραγιάσκα”. Και
ψάχνει να πάρει γνώση απ’ τον Ηλία
Πετρόπουλο, που καταπιάστηκε με την
ιστορία του αντρικού καπέλου στην
Ελλάδα. Και διαβάζει στα λεξικά τι πα
να πει η λέξη τραγιάσκα. Και ευχαριστιέται
που υπάρχει υλικό κι έχει να μαθαίνει.
Και με το νου του τραβιέται εκεί στις
αρχές του 20ου αιώνα και βλέπει τους
Ρουμάνους φοιτητές, πούχανε κατεβεί
εκδρομή στην Αθήνα, να πετάνε στον αέρα
τα καπέλα τους και τους ακούει να φωνάζουν
«traiasca Grecia (ζήτω η Ελλάδα)». Κι ακόμα του
φαίνεται αστείο και συνάμα όμως όμορφο,
το πώς οι Έλληνες μπερδεύτηκαν και τη
λέξη “ζήτω” την εξέλαβαν για καπέλο,
ότι οι Ρουμάνοι πέταγαν τα καπέλα τους.
Κι έτσι, σκέφτεται, βαφτίσαμε κι εμείς
το συγκεκριμένο καπέλο τραγιάσκα, που
συντρόφεψε την ιστορία μιας μεγάλης
εποχής. Και μέσα απ΄ τα διαβάσματα και
τις παρατήρησές του, βλέπει ότι στη
διάρκεια του μεσοπόλεμου και ίσαμε τις
μέρες μας, όλο και αραιότερα, η τραγιάσκα
ήτανε το περσότερο διαδεδομένο είδος
καπέλου της λαϊκής και μεσαίας τάξης
των Ελλήνων. Οι παλιότεροι φόραγαν
σκούφια, απομεινάρι της φορεσιάς του
φουστανελά. Τα χρόνια πέρασαν...
Κι
ακόμα μελετάει τις σκιές και μαντεύει
κάθε φορά, αν η σκιά που ζυγώνει φορεί
ή όχι τραγιάσκα.
Δημοσιεύτηκε
για πρώτη φορά την Κυριακή 14 Οκτωβρίου
2018 στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook.
No comments:
Post a Comment