Του Γιώργου Παληγεώργου
Να βγάλω το χώμα στο φως, το φρέσκο της γης να μυρίσω
«Και
να, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ
την κάμαρά μου αγριομέντα,
και
να μαζί σου κιόλας αρχινώ,
χρυσή,
κουβέντα».[1]
Είναι
παράδοση, άλλοι έθιμο λένε, τα πεθαμένα
όνειρα, να πενθιούνται σα νέοι ανθρώποι
δικοί, άξιοι, απαντοχή γιομάτοι. Κι όπως
οι μανάδες, που χάνουν το παιδί τους,
σπαράζουνε και τραβάνε τα μαλιά τους,
πόσβησε τ’ αστέρι τους, έτσι κι όσους
χάνουν τ’ όνειρό τους, τους παίρνει η
κατεβασιά του πόνου κι αβάσταχτα
χλίβονται. Και το πένθος κρατάει πολύ,
κάποτε μια ζωή!
Πάνω
απ’ τις σκεπές τα νυχτοπούλια κι οι
κουκουβάιες το λένε και μας προφταίνουν
τα χειρότερα, που όλο και φτάνουν. Οι
λυπητερές καμπάνες, ακολουθάνε.
Ανατριχίλα, σίδερο! Σε λίγο θα πεθάνουν
κι αυτοί π’ ονειρεύτηκαν, δίχως να
κάμουν ντόρο. Οι στερνοί ονειροπόλοι
αποθαμένοι, θα δεχτούν τον τελευταίο
ασπασμό των φονιάδων τους. «Οι πραμάτειες
μας πουλήθηκαν στην αξία του ονείρου
σας κι έτσι καζαντίσαμε», θα σκέφτονται
οι φονιάδες, μπροστά στους άψυχους
αχθοφόρους τ’ ονείρου!
Στ’
ατέλειωτο διάβα τ’ ανθρώπου, ολοένα, ο
πόνος ήτανε περίσσιος. Μα τελευταία,
πολλοί είχανε πιστέψει, ότι ο καιρός
των αχαμνών αγελάδων, δε θα γυρίσει πίσω
ποτέ. Και λαμπάδιασαν λιβάδια και
λαμπάδιασαν κορμιά ολοζώντανα και
καρβουνιάστηκε τ’ όνειρο, μα ήτανε και
τα σπίρτα δανεικά. Και πιάστηκε η
ανευθυνότητα στα ξόβεργα της αλήθειας.
Και μείνανε τ’ αμπάρια αδειανά…!
Στιγμές,
κάποιος ονειροπόλος που σώθηκε απ’ το
μεγάλο μακελειό, μοναχός του σα ξόανο
απ’ τον παράφορο καημό, μαζώνει τα
κομμάτια του και θέλει να γλεντήσει. Μα
πώς να γλεντήσει; Ο πόνος που του φέρνουν
οι θύμισες, των πεθαμένων ονειροπόλων
και πλιότερο του χαμένου όνειρου, του
βάνουν μαράζι. Δεν έχει και πιόμα, μα
και δίχως πιόμα ο άνθρωπος, άμα έχει
φτερά η καρδιά του, γλεντάει. Και δίχως
παρέα ο άνθρωπος γλεντάει, όπως ο
τσοπανάκος μονάχος τραγουδάει στο
τσουγγρί. Χωρίς όνειρο όμως ο άνθρωπος
δε γλεντάει, μαραίνεται! Αυτό είναι
βέβαιο, τόπε κι ένας λεύτερος Σπανιόλος
ποιητής.
Μα
δε μπορεί τούτη η φοβέρα να κρατήσει
για πάντα, κάπου θα σκαλώσει κι αυτή,
κάπου θα σκιστεί! Όσο κι αν θέλησαν κι
όσο κι αν θέλουν οι δολοφόνοι τ’ ονείρου,
να ξεπαστρέψουν τον άνθρωπο που
ονειρεύεται, δεν τόχουν μπορετό. Η σκέψη
που θα ταιριάξει την ανάγκη με τη χαρά
τ’ ανθρώπου, θ’ ακουστεί πάλι πιο
καθαρή, πιο σίγουρη. Ο τυφλός, θα σύρει
τα δάχτυλά του πάνω στη χαραγμένη γραφή
τ’ αρχαίου μάρμαρου και θα φωνάξει:
«βλέπω!». Θα φωτιστεί ολόγυρα η ζωή. Θα
στέρξει το λογικό και θα κατέβει να
σηκώσει την ευθύνη. Οι φαύλοι φονιάδες
τ’ ονείρου, όσοι δεν πρόλαβαν νωρίς να
λιποταχτήσουν, κιοτήδες, θα παραδοθούνε
στο ζόφο και στην τιμωρία της παρακμής
τους.
Μέσα
στη νύχτα τη μακριά, τη μεγάλη, κάποιες
αγκαλιές φκιάνουν παιδιά και όνειρα.
Και χαράζει και μερώνει η μέρα. Και
βλασταίνουν άντρες νιοι και κοπέλες
και γιομίζουν φιλιά τον αέρα και δίνουν
όρκους πως το όνειρό τους δε θα πεθάνει
ποτέ. Ότι οι φλόγες των ερώτων θα κάψουν
τα τσεκούρια των φονιάδων τ’ ονείρου,
’πως προφητικά μίλησε ο ποιητής. Κι ο
νέος ονειροπόλος ορθός κι «η γυναίκα
στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου θα
βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα
και θα την πλαγιάσει πάνω στα χόρτα
καθώς του ετάχθη. Και θα λάβουνε τα
όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές
στους αιώνες των αιώνων!»[2]
Ο
παλιός ονειροπόλος τσαλακωμένος μα μ’
ανάκαρα π’ ακόμα κρατάνε, ότι πέρασε
απ’ τ’ αμόνι και πήρε την αντοχή,
νόστιμος σαν το παλιό κρασί, κι οι νέοι
του ονείρου οι πολλοί, θα σμίξουν στις
πλατείες ή στ’ αμφιθέατρα, στ’ αλώνια
ή στα λιμάνια, θα σμίξουν και θα συμφωνήσουν
ότι πρέπει ο κόσμος ξανά να κινήσει, να
οδοιπορήσει, να πάει μακριά. Ο αψηλός
μαέστρος θα σηκώσει τα χέρια, θα διώξει
τις νεφέλες από τον ουρανό των ονείρων
κι η συναυλία θ’ αρχίσει. «Λίγο ακόμα
θα δούμε τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει. Λίγο ακόμα
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα!»[3]
Η
παλάντζα μπροστά απ’ τ’ αλέτρι θα
δείχνει το μέτρο. Κι εγώ ολόκαρδα, σαν
το βόϊδι στον κλοιό της λαιμαριάς, να
τραβάω γραμμή το καματίκι τ’ ονείρου,
’πως η ανάγκη κάποτε και τώρα. Να βγάλω
το χώμα στο φως, το φρέσκο της γης να
μυρίσω. Να κατεβαίνουν τα πουλιά στη
σπορά και να τσιμπολογούν το μερίδιο
τους. Κι απέ σαν άνθρωπος να ρουφάω το
θάμα. Να κάθομαι, να βγάνω από μέσα μου
τον κόπο και να τονε κάνω θαραπαή κι
αναπαμό. Να κάθομαι να τρώω το ψωμί.
Σημείωση:
Ότι βαρεί την πόρτα ο Σποριάς, ο Τρυητής
να διάβει...
[1]
Γιάννης Σκαρίμπας Ουλαλούμ
[2]
Ο.Ελύτης, Άξιον Εστί
[3]
Μυθιστόρημα Γ.Σεφέρης - Μ. Θεοδωράκης
Σημείωση
ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία,
δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, την Κυριακή
30 Σεπτεμβρίου 2018, στο προφίλ του συγγραφέα
στο Facebook.
No comments:
Post a Comment