Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη
Συμμαθητές - 5ο Αρρένων Θεσσαλονίκης 1975-77
Ποιος
μπορεί να διαγράψει από την μνήμη του,
τους πλατωνικούς έρωτες της νιότης του;
Έναν έρωτα, που γεννήθηκε στο νου και
δεν έλαβε ποτέ σάρκα και οστά; Ένας
έρωτας, που ξύπνησε τις αισθήσεις του
εφηβικού κορμιού και το άνδρωσε; «Εν
έτει» 1975, οι νέοι άκουγαν τις βραδινές
εκπομπές, του τρίτου ραδιοφωνικού
προγράμματος, με τα μουσικά νέα της
εποχής, τα ραδιοφωνικά θέατρα και
αναγνώσματα. Ένα από αυτά, ήταν και το
μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, «Αιολική
Γη».
Λίγο
πριν τα μεσάνυχτα, μέσα στη σιγαλιά της
καλοκαιρινής νύκτας, που τη διέκοπτε ο
μονότονος ήχος του τριζονιού. Η επιβλητική
φωνή του ραδιοφωνικού εκφωνητή, κατέκλυζε
τη σκέψη και κυρίευε τα αισθήματα, των
νέων της εποχής. «Η λυγερή κορμοστασιά
της νησιωτοπούλας, με τη στάμνα του
νερού στον ώμο, ζωντάνευε μέσα από τις
αχτίνες του δύοντος ηλίου και λικνιζόταν
στο φύσημα του μπάτη…». Τι μαγεία και
τι δύναμη περικλείονταν, στα λόγια της
αφήγησης του εκφωνητή! Τι όνειρα και
προσδοκίες, γεννούσαν αυτές οι εικόνες,
στο αθώο νεανικό μυαλό! Η ώρα περνούσε
και η προσήλωση στη αφήγηση ήταν
τελετουργική. Η μετάβαση στην «Αιολική
Γη», συντελούνταν θαυματουργικά και το
φάντασμα της λυγερής κορμοστασιάς,
προσπερνούσε διασχίζοντας και τον
τελευταίο κόκκο του αιθέριου σώματος
σου. Η μυρωδιά της, αναδυόταν στο
προσπέρασμα της και σου θύμιζε το μέγεθος
του ερωτικού πάθους, που γεννούσε η
παρουσία της.
Συμμαθητές - 5ο Αρρένων Θεσσαλονίκης 1975-77
Το
επόμενο πρωινό, ο απότομος και έντονος
κτύπος του αρχέγονου ξυπνητηριού,
προσπαθούσε να επαναφέρει σε τάξη, το
μυαλό και το σώμα. Πεταγόμουν από το
κρεββάτι σαν τη σφεντόνα και «εν ριπή
οφθαλμού», ετοιμαζόμουν για το λύκειο.
Στο άκουσμα του θυροτηλέφωνου, ξεχυνόμουν
στα σκαλιά της πολυκατοικίας και
κατρακυλούσα προς την εξώπορτα, όπου
συναντούσα το Σπύρο – το καρντάσι!
Κάθε
πρωί, επαναλαμβανόταν ιεροτελεστικά,
η ίδια οδύσσεια. Φορτωμένοι με τις
μαθητικές τσάντες, προχωρούσαμε για
τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα, ώσπου να
φτάσουμε στο πέμπτο Γυμνάσιο Αρρένων
Θεσσαλονίκης, δίπλα από την παραλία του
Θερμαϊκού. Παρόλο το μήκος της διαδρομής,
ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα, καθώς τα
θέματα που συζητούσαμε, ήταν άκρως
ενδιαφέροντα για την ηλικία μας και
ατελείωτα. Η βαθιά φιλία που με έδενε
με το Σπύρο, οι κοινοί προβληματισμοί,
στόχοι και επιδιώξεις, τον καθιστούσαν
ένα πραγματικό καρντάσι, από διαφορετική
μάνα! Στο γυρισμό, διασχίζαμε την οδό
Μακεδονίας, παράλληλη με την οδό Γαμβέτα
και χωρίζαμε μπροστά από τον θερινό
κινηματογράφο «Βικτώρια».
Το καρντάσι και ο φίλος και συμμαθητής μας στο 5ο Αρρένων Θεσσαλονίκης 1975-77
Ο
κινηματογράφος λειτουργούσε μόνο κατά
την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών
και όλο το άλλο χρονικό διάστημα, έμενε
εγκαταλελειμμένος, προσδοκώντας
καρτερικά τις καθημερινές επισκέψεις
μας. Σταματούσαμε με τις ώρες στο
χωματόδρομο, στο πίσω μέρος του
κινηματογράφου και προσπαθούσαμε να
βρούμε λύση, στους νεανικούς προβληματισμούς
μας. Στην πολύ ώρα, καταβρέχαμε τον
εξωτερικό τοίχο του κτιρίου, χωρίς να
διακόπτουμε την φιλοσοφική μας προσέγγιση,
για τα τεκταινόμενα και απολαμβάνοντας,
το άδειασμα της κύστης μας, που έφτανε
σε εκρηκτικές καταστάσεις.
Στην
απέναντι μεριά του χωματόδρομου,
βρισκόταν μια σειρά, από εγκαταλειμμένα
σπίτια. Μερικά από αυτά, θύμιζαν παλιά
αρχοντικά και ο κήπος τους, διατηρούσε
ακόμη τα απομεινάρια μιας περασμένης
δόξας. Χορταριασμένα σιντριβάνια και
σπασμένα γλυπτά, τραγικά κουφάρια μιας
άλλης εποχής, που οριοθετούσαν την
οικιστική περιοχή, μεταξύ της νέας
Θεσσαλονίκης και της προσφυγικής
περιοχής «Βούλγαρη». Στους χορταριασμένους
κήπους, ανακαλύπταμε δέντρα γεμάτα, με
ανθούς και φρούτα της εποχής. Εξερευνούσαμε
το εσωτερικό των ερειπωμένων σπιτιών,
περνώντας μέσα από τις σαραβαλιασμένες
πόρτες και τα ξεκρέμαστα παράθυρα. Τα
φαντάσματα από τις διηγήσεις των παιδιών
ζωντάνευαν και κυκλοφορούσαν, ίσως για
τελευταία φορά, στον εσωτερικό χώρο,
όπου έβριθε η εγκατάλειψη και η ερήμωση
από τον ιδιοκτήτη τους.
Περιοχή Βούλγαρη 1975-77
Η
οδός «Μακεδονίας», συνέχιζε προς την
περιοχή, όπου ήταν, το τέρμα των αστικών
λεωφορείων «Βούλγαρη». Ο δρόμος αυτός,
κατά την διάρκεια της άνοιξης, ήταν ένα
ποίημα. Δενδροφυτεμένος με ψευδακακίες,
που σκίαζαν την διαδρομή, προσφυγικά
σπίτια, με αυλές γεμάτες από λουλούδια
και ένα λεπτό υπέροχο άρωμα, να πλανάται
στον αιθέρα. Οι αισθήσεις αναδυόταν σε
έναν παράδεισο. Τα μάτια έμεναν έκθαμβα,
από το πλήθος των άσπρων ανθών, των
ψευδακακιών. Τα λευκά τσαμπιά, κρέμονταν
από τους κλώνους των δένδρων και
λικνίζονταν στο παραμικρό φύσημα του
ανέμου. Το υπέροχο άρωμα τους, απλωνόταν
στον αέρα και έραινε τον επισκέπτη, της
ειδυλλιακής αυτής περιοχής.
Στο
τέλος της διαδρομής, υπήρχε μια μεγάλη
έκταση από ακαλλιέργητα χωράφια, που
χρησιμοποιούσαν οι πιτσιρικάδες για
το παιχνίδι τους και οι μεγαλύτεροι για
ποδόσφαιρο. Στο βάθος αριστερά, διέκρινες
το λόφο με το δασάκι της «Νέας Ελβετίας»
και τις προσφυγικές μονοκατοικίες στους
πρόποδες του.
Χαιρετίζω την Αγαπημένη Κύπρο, -Κύπριους και Κύπριες- Δέκα Χρόνια τα καλύτερα της Ζωής μου, -τα πιο Νεανικά- Εκεί έχω αφημένα. Χρόνια Ευλογημένα.! Ευχαριστώ Κύπρο μου.!
ReplyDelete