Wednesday 9 September 2020

Το μακρύ ζεστό καλοκαίρι του '67

 Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο




Ένα τμήμα από τη μεγάλη μας παρέα εκείνου του καλοκαιριού. Όλοι λίγο-πολύ συγγενείς μεταξύ μας πλην του Γρηγόρη. Από αριστερά όρθιοι, Γιώργος, Παντελής ΘΓ, Γρηγόρης, Αφρούλα, Ζωή. Καθισμένοι, Μαίρη, Παντελής Σ., Παντελής ΑΓ (εγώ) και Μιχάλης.

    Πλαταμώνας. Γενέθλιος τόπος. Τόπος ονείρου.

    Εκεί που ο Κάτω Όλυμπος βρέχει τα πόδια του στο σβήσιμο του Θερμαϊκού, βρίσκεται ξαπλωμένος ο Πλαταμώνας. Λίγο μετά το Κάστρο με το ίδιο όνομα, και λίγο πριν τη λιμνοθάλασσα που σηματοδοτούσε το φυσικό όριο της Μακεδονίας με τη Θεσσαλία, βρίσκεται το χωριό του Πλαταμώνα, τελευταίο τότε χωριό της Πιερίας προς το Νότο. Από πάνω του μέσα από φιδογυριστά μονοπάτια ή από τον μοναδικό χωματόδρομο και μέσα από τις κατάφυτες πλαγιές του Ολύμπου μπορούσε κανείς να ανέβει στον Παντελήμονα (τον ένα και μοναδικό τότε) το χωριό γεννήτορα και ιδρυτή του Πλαταμώνα.

    Κάτω απ' το Κάστρο, μέσα από τη Γαλαρία, περνούσε το τρένο, που στάθμευε στον Πλαταμώνα, κατεβάζοντας στρατιές παραθεριστών, από τα βορειότερα μέρη της Πιερίας αλλά και από τη Θεσσαλονίκη, την Ημαθία και την Πέλλα. Κι όταν είχε διαφορετική κατεύθυνση, από το νότο προς το βορρά, έφερνε τους Λαρισαίους για τους οποίους ο Πλαταμώνας ήταν προνομιακός τουριστικός προορισμός. Πολλοί δε εξ αυτών, είχαν μόνιμες παραθεριστικές-εξοχικές κατοικίες στον Πλαταμώνα. Χαμένο το κτίριο του Σταθμού ανάμεσα σε χιλιόχρονα πλατάνια, δέντρα που κάλυπταν και όλη σχεδόν την επιφάνεια του χωριού, εξ ου και το όνομα. Δίπλα στο σταθμό, ο θεόρατος πύργος του υδραγωγείου, που έδινε νερό, όχι μόνο στο χωριό αλλά, με ειδική εγκατάσταση, γέμιζε και τα καζάνια των ατμομηχανών της εποχής. Η γραμμή του τραίνου έκοβε το χωριό στη μέση. Κάτω από τη γραμμή βρίσκονταν όλα τα ψαράδικα σπίτια αλλά και τα κάθε είδους μαγαζιά του χωριού. Μπακάλικα, μανάβικα, ψαράδικα, καφενεία και ταβέρνες. Υπήρχαν και καναδυό περίπτερα. Από την επάνω πλευρά, κατοικίες. Κυρίως αγροτών, επαγγελματιών και κάποιων κτηνοτρόφων. Και βέβαια των εργαζομένων στον ΟΣΕ.


Στη νότια πλευρά του κάστρου απλώνεται ο Πλαταμώνας

    Εκεί στην πλαγιά, πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό, στο μικρό, βιαστικά χτισμένο, πατρικό σπίτι, στο έβγα του Χειμώνα του 1955, είδα το φως της ημέρας κι εγώ. Τρίτος και μικρότερος ανάμεσα στα παιδιά της οικογένειας. Πρωτού προλάβω όμως ακόμα, να συνειδητοποιήσω την ύπαρξή μου, το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ήρθε η μετακόμιση στη Βέροια, στο σπίτι του εκ μητρός παππού, που, μετά από τρεις γάμους και τρεις χηρείες, είχε μείνει γέρος και έρημος, με μόνη τη συντροφιά μιας ανάπηρης θείας. Έτσι ο Πλαταμώνας, από τόπος κατοικίας μετέπεσε σε κατάσταση τόπου παραθερισμού.

    Από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου, όλα τα καλοκαίρια μου ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος των καλοκαιριών, με την εξαίρεση ενός τριημέρου που κάποτε φιλοξενήθηκα από συγγενείς στο Μακρύγιαλο, τα περνούσα στον Πλαταμώνα ή στον ορεινό Παντελεήμονα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που τελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο. Στην Πέμπτη και στην Έκτη (σημερινές Β΄ και Γ΄ Λυκείου) οι μέρες παραθερισμού περιορίστηκαν αισθητά, γιατί εν τω μεταξύ άρχισα τα καλοκαίρια να δουλεύω, για το μεροκάματο, στο μάζεμα των φρούτων (κυρίως ροδακίνων αλλά όχι μόνο). Η μετάβαση και παραμονή στον Πλαταμώνα, γινόταν συνήθως με την επίβλεψη και τη συνοδεία της μητέρας, σπανιότερα του πατέρα και ακόμη πιο σπάνια και των δύο. Η διαμονή ήταν εξασφαλισμένη στο σπίτι κάποιου από τα αδέλφια του πατέρα μου, γιατί στο μεταξύ το δικό μας σπίτι είχε πουληθεί.


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλα τα καλοκαίρια τα περνούσα στον Πλαταμώνα. Εδώ 3 χρονών, με την μητέρα μου και τον 5 χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου Φώτη

    Η παραμονή στο χωριό συνέπιπτε, σχεδόν πάντα, με τα πανηγύρια των δύο χωριών. Στις 27 Ιουλίου, του Αγίου Παντελήμονος, γιόρταζε το απάνω χωριό όπως το λέγαμε, δηλαδή ο ένας και μοναδικός, όπως γράφω παραπάνω, Παντελεήμονας. Πάντα ανεβαίναμε εκεί για να γιορτάσουμε μαζί με όλους τους χωριανούς, συγγενείς και μη. Έχω ανεβεί στον Παντελεήμονα, με όλους τους δυνατούς τρόπους, εκτός του λεωφορείου. Με τα πόδια ή πάνω σε μουλάρι ή με ταξί ή με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Φιλοξενούμασταν συνήθως σε κάποια από τις αδερφές του πατέρα μου, πριν αυτές μετακομίσουν οριστικά στον Πλαταμώνα. Συνήθως στη θεια-Ολυμπία του Σιώκα.

    Το πανηγύρι του Πλαταμώνα, ήταν λίγες μέρες μετά, στις 6 Αυγούστου, με τη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Δεν θυμάμαι ιδιαίτερες διασκεδάσεις αυτήν την ημέρα, μέσα στο χωριό. Θυμάμαι μόνο ότι ανεβαίναμε σε μια πανέμορφη, καταπράσινη, ορεινή τοποθεσία, με γάργαρα και πολύ κρύα νερά, από τις πηγές που υπήρχαν εκεί. Την τοποθεσία Κατή, που βρίσκονταν ψηλότερα από τον Παντελήμονα, στο δρόμο για τον Νιζερό (ή Καλλιπεύκη).


Στις 27 Ιουλίου του Αγίου Παντελεήμονος ανεβαίναμε στον μοναδικό τότε Παντελεήμονα για το πανηγύρι

    Το ταξίδι από τη Βέροια στον Πλαταμώνα ήταν ολόκληρη εκστρατεία, μιας και δεν υπήρχε ιδιόκτητο μεταφορικό μέσο. Είτε επιλέγαμε να ταξιδέψουμε με το τρένο, είτε με το λεωφορείο, η ταλαιπωρία ήταν ίδια. Υπήρχαν τρεις διαφορετικοί τύποι τρένων και αντίστοιχα δρομολογίων. Ήταν η “πόστα” που ήταν η πιο αργή, γιατί σταματούσε σε κάθε σταθμό, ακόμα και στις πιο μικρές στάσεις. Ήταν η “ταχεία”, που ήταν πραγματικά πιο γρήγορη, αλλά όχι με τα σημερινά δεδομένα. Σε πολλές περιπτώσεις όμως υπήρχε ο κίνδυνος να μην κάνει στάση στον Πλαταμώνα. Τέλος, υπήρχε το “ωτομοτρίς” που ήταν το πιο αξιοπρεπές και σχετικά γρήγορο. Για να κάνουμε το ταξίδι με το τρένο, έπρεπε να ταξιδέψουμε πρώτα μέχρι το Πλατύ και από κει να περιμένουμε την ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, για Λάρισα ή Αθήνα και στη συνέχεια μετά από κάποιες ώρες να φτάσουμε στον Πλαταμώνα. Όπως περίπου και σήμερα αλλά το ταξίδι ήταν πολύ πιο αργό. Μην ξεχνάμε ότι τα πρώτα χρόνια χρησιμοποιούνταν ακόμα οι ατμομηχανές.

    Από την άλλη το ταξίδι με το λεωφορείο είχε κι αυτό δυσκολίες. Απευθείας σύνδεση με τον Πλαταμώνα δεν υπήρχε. Δεν θυμάμαι αν υπήρχε το δρομολόγιο για την Αθήνα, αλλά ακόμα κι όταν υπήρχε σε άφηνε σε σημείο αρκετά έξω από το χωριό, πράγμα απαγορευτικό για την περίπτωση που είχε κανείς αποσκευές. Έτσι χρησιμοποιούσαμε τη λύση των δύο αλλαγών λεωφορείου. Πηγαίναμε μέχρι την Αλεξάνδρεια από την παλιά Εθνική οδό (τότε μόνο αυτή υπήρχε). Στη συνέχεια παίρναμε το λεωφορείο που ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη για την Κατερίνη. Εκεί, αν προλαβαίναμε το τοπικό για τον Πλαταμώνα είχε καλώς. Αν όχι, σε συνεννόηση με άλλους χωριανούς που συνήθως συναντούσαμε στο πρακτορείο των ΚΤΕΛ της Κατερίνης, μισθώναμε ταξί και το πληρώναμε ρεφενέ.


Το ταξίδι από τη Βέροια στον Πλαταμώνα ήταν ολόκληρη εκστρατεία

    Όλη αυτή η ταλαιπωρία μεγάλωνε με το κουβάλημα των αποσκευών. Τότε η παραθέριση ήταν ολόκληρη εκστρατεία. Όχι μόνο δυο καλοκαιρινά ρούχα σε μια βαλίτσα και πάμε. Βαλίτσες με ρούχα για κάθε ενδεχόμενο. Για τις ζεστές μέρες αλλά και για τις βροχερές. Για τη θάλασσα αλλά και το βουνό όπου η ατμόσφαιρα ήταν πιο κρύα. Εκεί όπου το θρυλικό “ζακέτα να πάρεις” της κάθε μάνας, ήταν απτή πραγματικότητα. Κι όλα αυτά συνοδεύονταν με ένα σωρό κιβώτια με τρόφιμα, γιατί “δεν μπορούμε να επιβαρύνουμε τους συγγενείς με το φαγητό μας” αλλά και γιατί “μήπως δεν βρίσκαμε κάτι στην τοπική αγορά”. Μόνο ψάρια δεν παίρναμε γιατί αυτά υπήρχαν άφθονα στον Πλαταμώνα. Υπήρχαν κι άλλα κουτιά. Γεμάτα με σκεύη και πιατικά. Γιατί καθώς ο πληθυσμός του σπιτιού που θα φιλοξενούμασταν, θα αυξάνονταν αυτόματα, έπρεπε να φτάσουν για όλους και γιατί “αν σπάσουμε τίποτα, τουλάχιστον να είναι το δικό μας”.

    Ήταν διαφορετικό το καλοκάιρι του 1967; Στην πραγματικότητα ήταν ένα ζεστο καλοκαίρι σαν όλα τ' άλλα ελληνικά καλοκαίρια. Για τους ανθρώπους όμως ήταν κάπως διαφορετικό. Την άνοιξη που προηγήθηκε, επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία. Τα ταξίδια ήταν ελεγχόμενα. Οπουδήποτε πήγαινε κάποιος με την πρόθεση να διανυκτερεύσει, έπρεπε να το δηλώσει στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα ή σταθμό χωροφυλακής. Οποιοσδήποτε φιλοξενούσε κάποιον έπρεπε να το δηλώσει επίσης. Οι γονείς ήταν διαρκώς ανήσυχοι, σαν να περίμεναν κάτι. Κι εμείς αισθανόμασταν ενστικτωδώς την ένταση στον αέρα. Ίσως γι' αυτό προτιμήθηκε να φύγουμε, εγώ κι η μητέρα μου, σχεδόν αμέσως μετά το κλείσιμο των σχολείων για τις διακοπές και να μείνουμε το μεγαλύτερο διάστημα του καλοκαιριού στο χωριό.


Εκεί στην πλαγιά πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό... είδα το φως της ημέρας

    Ο πατέρας μας συνόδεψε σ' αυτό το ταξίδι. Με το τραίνο φτάσαμε με τον γνωστό τρόπο, αργά το απόγευμα στον Πλαταμώνα. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του θείου Θωμά, αδερφού του πατέρα μου, όπου θα μέναμε καθ΄όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί. Προς το βραδάκι, πατέρας, θείος κι εγώ βγήκαμε βόλτα στο χωριό, όπου συμπτωματικά συναντήσαμε τον διοικητή του Σταθμού Χωροφυλακής. Ο θείος τον ενημέρωσε για την παρουσία μας και συμφωνήθηκε την επομένη να πήγαινε στο Σταθμό να μας δηλώσει. Όλα τούτα μου έκαναν εντύπωση κι έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.

    Η μέρα μας ξεκινούσε κάθε πρωί με δουλειά. Ναι με δουλειά. Τότε στον Πλαταμώνα, το εισόδημα των κατοίκων, δεν προέρχονταν μόνο από τον τουρισμό. Πολλοί ήταν οι ψαράδες. Αλλα και πάρα πολλοί ασχολούνταν με αγροτικές δραστηριότητες. Κύρια καλλιέργεια ο καπνός. Όλα τα χωράφια γύρω από το χωριό, αμέσως μετά το τέλος της κατοικημένης περιοχής, ήταν γεμάτα καπνό. Ακόμα και τα άχτιστα οικόπεδα είχαν μετατραπεί σε καπνοχώραφα. Αξημέρωτα σηκώνονταν οι αγρότες, για να πάνε στα χωράφια τους, να σπάσουν τα φύλλα των φυτών που θα ήταν ώριμα για επεξεργασία. Και μετά, ξημερώματα πήγαιναν οι εργάτες, που συνήθως ήταν γυναίκες ή παιδιά στην ηλικία μου (μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό) για να βελονιάσουν. Να περάσουν δηλαδή τα φύλλα του καπνού στις βελόνες κι από κει στα ράμματα, για να κρεμαστούν τελικά στο τελάρο για να στεγνώσουν. Τα ξαδέρφια μου πήγαιναν κάθε πρωί στο χωράφι κάποιου συγγενούς. Τους ακολούθησα κι εγώ. Μαζευόμασταν κάτω από ένα ξύλινο και σκεπασμένο με φύλλα τσαρδάκι κι αρχίζαμε τη δουλειά. Αμοιβή; Μιάμιση δραχμή το ράμμα. Όσο ένα παγωτό ξυλάκι. Και μη νομίσει κανείς ότι ήταν εύκολη δουλειά. Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω τα δυο ράμματα (3,5 μέτρων το ένα αν θυμάμαι καλά) την ημέρα. Αυτά βέβαια όχι σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά όσο κρατούσε η σοδειά.


Υπήρχαν ακόμα κι ατμομηχανές

    Κατά τις 10.30 με 11.00 όταν πια έκαιγε ο ήλιος, σταματούσαμε το βελόνιασμα και ετοιμαζόμασταν για τη θάλασσα. Μέσα στην κάψα πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα, μπας και δροσιστούμε λιγάκι. Το μέρη που συνήθως πηγαίναμε για κολύμπι ήταν δύο. Η παραλία μπροστά στα σπίτια του χωριού και ο Φλοίσβος. Η επέκταση του παραλιακού δρόμου που έγινε πίσω από τα σπίτια που βρίσκονται κάτω από το σταθμό, δεν υπήρχε τότε. Η πίσω πλευρά των σπιτιών έβγαζε κατ' ευθείαν στην αμμουδιά, όπου συνήθως, κοντά σε κάθε σπίτι ήταν αραγμένη και η ψαρόβαρκα του ιδιοκτήτη. Υπήρχαν και μερικά στενά δρομάκια που οδηγούσαν από τον κεντρικό δρόμο στην παραλία. Σ' αυτήν την παραλία πηγαίναμε κι εμείς για μπάνιο.


Η πίσω πλευρά των σπιτιών έβγαζε κατ' ευθείαν στην αμμουδιά, όπου συνήθως, κοντά σε κάθε σπίτι ήταν αραγμένη και η ψαρόβαρκα του ιδιοκτήτη (φωτογραφία από τη σελίδα Πλαταμώνας Τότε και Τώρα).

    Η άλλη λύση ήταν ο Φλοίσβος. Ήταν ένα πανέμορφο ταβερνάκι πάνω στο κύμα, λίγο πιο πέρα από το Σταθμό και κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή. Ιδιοκτήτες ήταν η θεία Δημητρία, αδερφή του πατέρα μου και ο άντρας της ο θείος Νίκος. Μας άρεσε σαν λύση, μόνο που ήταν λιγάκι μακριά για μας κι έπρεπε να περπατήσουμε. Σ' αυτές τις παραλίες αφηνόμασταν ώρες ολόκληρες να πλατσουρίζουμε μέσα στο νερό ή να ασχολούμαστε με διάφορα παιχνίδια της παραλίας.


Η άλλη λύση ήταν ο Φλοίσβος, ένα ταβερνάκι πάνω στο κύμα (φωτογραφία από τη σελίδα Πλαταμώνας Τότε και Τώρα)

    Είχαμε μαζευτεί μια πολύ μεγάλη παρέα, σχεδόν όλοι με κάποια συγγένεια μεταξύ τους. Κοντά στα είκοσι άτομα. Τα ξαδέλφια απ' τον Πλαταμώνα και τα γειτονόπουλά τους, ξαδέρφια από τη Θεσσαλονίκη, ξαδέρφια από τη Βέροια (εγώ). Μέχρι κι από την Αθήνα. Όλα στην δική μου την ηλικία ή μικρότερα. Ένας μόνο δεν είχε καμιά συγγένεια με κανέναν και βρίσκονταν εκεί σαν ξεχωριστός παραθεριστής, νοικιάζοντας στο σπίτι κάποιου συγγενούς, με την οικογένειά του. Και ήταν και ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα. Ειχε τελειώσει την πρώτη Γυμνασίου. Ήταν ο Γρηγόρης, με καταγωγή από το Κεφαλοχώρι της Ημαθίας.

    Φυσικά δεν βρισκόμασταν πάντα όλοι μαζί, ήταν αδύνατο. Πάντα όμως μετά την επιστροφή, από τη θάλασσα, το μεσημεριανό φαγητό και την απογευματινή σιέστα, βρίσκαμε τον τρόπο να συγκεντρωθούμε.

    Υπήρχε μόνο ένα οικοπεδοχώραφο χέρσο, χωρίς καπνόφυτα μέσα, απέναντι από το σπίτι της θείας Ολυμπίας του Σιώκα, αδερφής του πατέρα μου. Στο κέντρο του ένα δέντρο μεγάλο, πανύψηλο για τα μάτια μας. Εκεί μαζευόμασταν, κάτω από αυτό το δέντρο, κάθε δειλινό. Κι εκεί συνεχίζαμε με παιχνίδια, συζητήσεις, ιστορίες, μέχρι αργά τη νύχτα, όταν έφτανε η ώρα για ύπνο. Κάθε μέρα ίδια κι απαράλλαχτα και κάθε μέρα ανυπομονούσαμε να βρεθούμε για να συνεχίσουμε.


Απέναντι από το κάστρο χτίστηκε ο Νέος Παντελεήμονας

    Με τούτα και μ' εκείνα, πώς έφτασε κάποια στιγμή, εγώ κι ο Γρηγόρης να ανταγωνιζόμαστε για την καρδιά και τα μάτια μιας μικρής Αθηναίας, ούτε που το κατάλαβα. Μικρής... Εντάξει, όλοι μικροί ήμασταν άσχετα που κοκορευόμασταν που τελειώσαμε το Δημοτικό. Τούτη όμως ήταν σαφώς μικρότερη και από τους δυο μας.

    Για την καρδιά και τα μάτια λοιπόν... Και τί μάτια! Όμορφα, γαλάζια... Ή μάλλον γκριζογαλαζοπράσινα, ανάλογα με την γωνία που τα συναντούσε το λαμπερό φως του καλοκαιρινού ήλιου. Άλλοτε βαθειά γαλάζια, σαν τη θάλασσα δίπλα μας κι άλλοτε, πιο ανοιχτόχρωμα, σαν τον ουρανό. Άλλοτε γκρίζα σαν την άμμο που πάνω της ξαπλώναμε, αποσταμένοι από τα παιχνίδια στο νερό κι άλλοτε πράσινα, σαν την πίσω πλευρά των πλατανόφυλλων, σαν αυτά των μεγάλων δέντρων, που σκιάζανε τον ουρανό του σταθμού. Κι άλλοτε πάλι όλα αυτά τα χρώματα μαζί.

    Κι εκείνη; Εκείνη, σαν μεγάλη σταρ, με πρωτευουσιάνικο αέρα (έτσι φαίνονταν σε μας τα επαρχιωτόπουλα) έλεγε μας αγαπούσε και τους δυο. Ότι της αρέσαμε κι οι δύο. Ότι δυσκολεύονταν να διαλέξει. Κάποια στιγμή όμως, έλεγε, θα αποφάσιζε, κρίνοντας και από τη συμπεριφορά μας. Έτσι κι εμείς κάναμε τα πάντα για να έχουμε την προσοχή της. Ένα παγωτό, ένα περιοδικό, μια ζακετούλα για να μην κρυώσει αν φυσούσε κανένα ξαφνικό αεράκι το βράδυ... όλα είχαν τη σημασία τους. Η αλήθεια είναι, ότι όταν βρισκόμασταν με το Γρηγόρη μόνοι μας, χωρίς την παρουσία της, κάναμε τους αδιάφορους. “Έλα μωρέ, σιγά το νιάνιαρο, που προσπαθεί να μας κάνει ό,τι θέλει”. Αλλά όταν ήταν παρούσα, τρέχαμε να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας και να ικανοποιήσουμε κάθε επιθυμία της. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε...


Βόρεια του κάστρου απλώνεται η Παραλία του Παντελεήμονα

    Ώσπου έφτασε η μέρα της τελικής επιλογής. Με ενθουσιασμό άκουσα ότι ήμουν ο νικητής και ο κατακτητής της καρδιάς της. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Ήταν παραμονές της αναχώρησής μου. Οι διακοπές τελείωναν κι έπρεπε να γυρίσουμε στη Βέροια. Δεν θυμάμαι αν ίσχυε το ίδιο και για το Γρηγόρη, αλλά πάνω-κάτω τις ίδιες μέρες θα έφευγε κι αυτός.

    Έπρεπε όμως να βρεθούμε μόνοι μας με τη μικρή, πράγμα που δεν ήταν και τόσο εύκολο. Αυτό έγινε το βράδυ της παραμονής της αναχώρησης. Κι εκεί, έχοντας τελικά συνείδηση της ηλικίας, ως απόλυτο μέγεθος αλλά και ως διαφορά, καταλήξαμε σ' ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, εντελώς πατρικού στυλ.

    Οι διακοπές τέλειωσαν, το καλοκαίρι τέλειωσε, πίσω στη Βέροια, σχολείο, Γυμνάσιο πια, διάβασμα, εξετάσεις, η μια τάξη μετά την άλλη, καινούργιοι έρωτες προέκυψαν. Πέρασαν τα χρόνια, ο Πλαταμώνας μεγάλωσε, η παλιά παραλία μπαζώθηκε κι έγινε παραλιακός δρόμος. Ο τουρισμός έγινε η κύρια, σχεδόν η μοναδική πηγή εισοδήματος των κατοίκων. Απέναντι από το κάστρο χτίστηκε ο Νέος Παντελεήμονας και στα βόρεια του κάστρου αναπτύχθηκε η παραλία του Παντελεήμονα. Ο Παντελεήμονας του βουνού έγινε Παλιός, το ίδιο και το κοντινότερο χωριό του Ολύμπου, οι Πόροι, έγιναν Παλιοί κι αυτοί, μιας και δίπλα στη λιμνοθάλασσα χτίστηκαν οι Νέοι Πόροι. Το τρένο δεν σταματάει πια στο σταθμό του Πλαταμώνα και δεν περνάει καν μέσα από το χωριό. Το καλοκαίρι του 67 έγινε μια μακρινή ανάμνηση. Έμειναν μόνο κάποιες φωτογραφίες με κάποια μέλη της παρέας. Σε μία μόνο απ' αυτές βρισκόμασταν ταυτόχρονα κι εγώ κι ο Γρηγόρης.


Η παλιά παραλία μπαζώθηκε για να κατασκευαστεί ο παραλιακός δρόμος

    Όλα αυτά τα χρόνια είχα επαφές τακτικές ή και πιο αραιές με τα περισσότερα άτομα από εκείνη την παρέα. Άλλωστε οι περισσότεροι ήταν συγγενείς. Τα ξαδέρφια μου Παντελής Σ. και Γιώργος μας άφησαν νωρίς. Με τους υπόλοιπους κάπου-κάπου βρισκόμαστε ακόμα και τώρα. Οι μόνοι που είχα χάσει κάθε επαφή, ήταν οι εξ Αθηνών και ο Γρηγόρης.

    Με το Γρηγόρη βρεθήκαμε ξανά πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια. Ήρθε μια μέρα από το γραφείο μου κρατώντας την κοινή φωτογραφία μας. Αυτήν που όλοι μας είχαμε από μία. Αγκαλιαστήκαμε με συγκίνηση. “Θυμάσαι τότε που...”. “Αν θυμάμαι λέει...”. Κι αρχίσαμε να αραδιάζουμε τα κατορθώματά μας, αναπολώντας τα υπέροχα χρόνια της παιδικής αθωότητας.

    Συνεχίσαμε να συναντιόμαστε και να τα λέμε ταχτικά μέχρι τη συνταξιοδότησή μου. Από τη μικρή όμως δεν είχαμε κανένα νέο. Ώσπου, πρόσφατα, σερφάροντας στα κοινωνικά δίκτυα, έπεσα φάτσα μ' αυτά τα μάτια. Εκείνα τα μάτια ακριβώς όπως τα ήξερα, σαν άλλη μια επιβεβαίωση του τραγουδιού που λέει “χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια”. Διάβασα το όνομα. Ναι, ήταν το ίδιο. Και σαν μέσα από έναν κατακλυσμό αναμνήσεων, τα χρόνια της παιδικής αθωότητας ξαναζωντάνεψαν και πάλι, στήνοντας μια τεράστια γέφυρα από το καλοκαίρι του 1967 στο καλοκαίρι του 2020.


4 comments:

  1. πολύ ωραίο, όπως τα χρόνια της αθωότητας, κι εκείνοι οι πρώτοι έρωτες!!!

    ReplyDelete
  2. Ενα απο τα πιο ζωοφυρα διηγηματα και ομορφα διηγήματα που εχω διαβασει.Δεν θελεις να σταματησεις την απολαυση των γραμμων του διηγηματος.

    ReplyDelete