Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Ασκώνεις τα μάτια κι η εσπέρα, γιομάτη την αγκαλιά της πορτοκάλια, σκορπάει χρώματα, λίγο πριν ξεθαρρέψουνε τ’ αστέρια. Η άσπρη γραμμή στον ουρανό, π’ αφήνει πίσω του τ’ αεροπλάνο καθώς απομακρύνεται, όλο και ξεθωριάζει και σβιέται κι εσύ, ‘πως το χούι σου άκοπα, μηρυκάζεις τις απορίες σου, από γεννησιμιού σου ίσαμε σήμερα.
Πόσες Ολυμπιάδες, πόσα χρόνια, πόσους πόλεμους, πόσους όρκους, πόσες φλόγες, πόσα ψέματα, πόσα φραγκόσυκα και πόσα αγκάθια θα μετρήσουμε, κάτω απ’ τ’ αυγουστιάτικα φεγγάρια ιστορώντας; Ουκ έσται τέλος, ‘πως θα έλεγε κι ο Παπατρέχας του Κοραή.
Σώνεται η μέρα κι είναι στιγμές σα να χάνεις τον κόσμο κι είναι στιγμές που πλανιέσαι σα νάσαι αιώνιος. Πάνω σε ερείπια π’ αντιστέκονται, νυσταγμένα αγριολούλουδα διψάνε αποζητώντας να πιούν σταγόνες ιδρώτα από πανάρχαιους κόπους κι αναδίνουνε λέξεις ανθισμένες και λέξεις χλωμές, που σκαρώνουν αράδες μ’ εικόνες και φυσιογνωμίες, ανάμεσα στις σιωπές και τους θορύβους του κόσμου· αστόμωτες συγκίνησες ανεμίζονται στις πνοές του μαΐστρου. Πίσω απ’ το δειλό σου χαμόγελο, ανάμνησες σαν προσδοκίες κάποτε που πέτυχαν το στόχο τους, σαν αστοχίες αλησμόνητες γιομάτες μέλι ή πικραμύγδαλο.
Ένα βουβό αναφιλητό, ένα φωτεινό ξαλάφρωμα ο αναστεναγμός κι ύστερα πάλι οι λέξεις στέρεες. Ξανά πορεία, έχεις θαρρείς πολύ δρόμο ακόμα. Σε κάποια στροφή θα βρεις κάποιον τσακισμένο, που θέλει το χέρι σου να σηκωθεί απ’ το χώμα κι εσύ θα δώσεις το χέρι σου, θα ποτίσεις το εντός σου με νάματα, που ξεστράτησες απ’ το στόχο σου ότι σε κέρδισε η στιγμή, αυτή η στιγμή· αυτή η στιγμή σαν όλη η οικουμένη, ότι ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση*!
Ίσως, στις επόμενες στροφές, έβρεις κι άλλους συντρόφους, ίσως μείνεις μόνος… Ότι κι αν γίνει, λες γνωστικά του εαυτού σου, θα παραμένεις στο βάθος για πάντα ένας αχάλαστος λεύτερος χωριάτης και θα παίρνεις μικρές κρυφές χαρές στο χαβά του πόθου του!
Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές για σε, εξόν απ’ τις ανάμνησες σαν προσδοκίες κάποτε που πέτυχαν το στόχο τους, σαν αστοχίες αλησμόνητες γιομάτες μέλι ή πικραμύγδαλο, σαν κάποιον τσακισμένο, που θα ζητήσει το χέρι σου να σηκωθεί απ’ το χώμα ή ίσως μια μαχαιριά που θα λάβεις απ’ αυτόν που έχεις σώσει μ’ αυταπάρνηση. Αν σωθείς, συνεχίζεις τα ίδια (λάθη) με πιο σοφό τρόπο ή με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο.
Δεν είναι σύκο ο νους για να γουρμάζει πάσα Αύγουστο, ο νους είναι το πιστό, τ’ αδύναμο κι αχώριστο ταίρι της καρδιάς κι έτσι πορεύεσαι. Δεν υπάρχουν επιλογές ξένες απ’ την καρδιά σου… Έμαθες πια, αφού έχεις τα κότσια να μιλάς θαρρετά για τις απελπισίες σου, να φιλιώνεις με την καρδιά σου, χωρίς στιγμή να την κοροϊδέψεις.
Αναζητάς, σ’ ένα μικρό συγνεφάκι, ένα παιδικό παιχνίδι, να γλυκάνεις μια παλιά λύπη, π’ ολοένα σε θυμάται - χελιδόνι π’ αποδημεί κι επιστρέφει στη φωλιά του. Ναι, λες να παίξεις κρυφτό, τοιμάζεσαι να τα φυλάξεις και βάνεις το χέρι στο μέτωπό σου κι τ’ ακουμπάς στην μάντρα του σύγνεφου κι αρχίζεις να μετράς σταθερά, ένα, δύο, τρία…· ακούς θορύβους, σιγουρεύεσαι πως ανοίγουν τα παραθύρια τους κάποιοι που ενοχλούνται και σου φωνάζουν, «τράβα στο ρημάδι σου να κοιμηθείς, τι περιμένεις; Νύχτωσε!». Κάτι άλλοι, που μυρίζουν άστεγοι ποιητές, απλοί άνθρωποι πες καλύτερα, σιγοντάρουν το μέτρημά σου στη σιγαλιά… και συνεχίζεις να μετράς, δεκαεφτά, δεκαοχτώ, δεκαεννιά… και χωρίς να χάνεις το μέτρημα, θυμάσαι αγκαλιές, τα πρώτα φιλιά των κοριτσιών που σ’ ανέβασαν στον ουρανό, τους πόνους που σε ξέβρασαν στα βράχια, τα τραγούδια που ντύθηκες για να σωθείς … και συνεχίζεις να μετράς, πενηνταεφτά, πενηνταοχτώ, πενηνταεννιά, φτου και βγαίνω!
Ήταν αναμενόμενο, όλοι έχουν κρυφτεί, έπρεπε να μετρήσεις τάχα ως τα πενηνταεννιά σου για να το καταλάβεις; Λες αυστηρά στον αφελή πενηνταεννιάχρονο εαυτό σου. Θα ξαναπαίξω κρυφτό και του χρόνου, θα μετρήσω ως το εξήντα και θα τους έβρω ολουνούς, λες αμίλητος και θυμάσαι τη σκάφη της μάνας σου!
Ήτανε Τετάρτη 17 Αυγούστου, στα 1960, απομεσήμερο κι η μάνα σου έβαλε να πλύνει, ότι μόλις είχαν απομάσει τα καπνά κι ήταν ανάγκη η πάστρα και το πλυσταριό - ζύγωνε η μέρα κι οι ώρες να σε γεννήσει, σχεδόν η αυλή μύριζε φρέσκο κλάμα.
Στην άκρα της αυλής, πλάϊ στη σκαμνιά, απάνω σε δυο παλιά καβαλέτα η σκάφη με το πράσινο σαπούνι - στη μάντρα το σακουλάκι με το κλιν, δίπλα το κοφίνι με τ’ άπλυτα, παραδίπλα το καζάνι στην πυροστιά με το βραστό νερό, πιο ‘κει ο ντενεκές με το κρύο νερό, παρέκει η λεκάνη για τα ξεβγαλμένα. Εκεί, έκανε η μάνα σου ν’ ασκώσει τη λεκάνη, να την πάει στην απλωταριά κι έσπασαν τα νερά της… Σε λίγο λευτερώθηκε κι από τότε υπάρχεις.
Εσένα έκαμε η μάνα σου, αυτό μπόρεσε να κάμει, για κείνη τη φτωχιά αυτό ήτανε το θαύμα της, εσύ μην το πετάς, μην πεις ποτέ, «μάνα μ’ τι μ’ έκαμες;».
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε η φρεσκολεχώνα και μάζεψε τα ρούχα απ’ την απλωταριά, πούχαν απλώσει οι γειτόνισσες εχτές. Οι άνθρωποι ποτέ δε θα πάψουν να υπάρχουν, το ξέρεις απ’ τις φασκιές σου αυτό.
‘Κείνη η απλωταριά μια δροσερή σκιά, μέσ’ στα λιοπύρια ίσαμε με σήμερα, η συνομήλική σου σκιά, η απλωταριά της μάνα σου η τοτινή, αυτήν κουβαλάς, αυτός είναι ο ίσκιος σου, αυτός είσαι…
Ο καθένας με τον ίσκιο του, τώρα το καταλαβαίνεις! Ψάχνουν και κάποιοι να βρουν έναν ίσκιο, ένα απέραντο φραντζάτο, για να χωράνε όλες οι γέννες του κόσμου. Ίσως δε θα τα καταφέρουν ποτέ, μα κάλιο όλοι να ψάχνουν για το μεγάλο ίσκιο, για τη μεγάλη απλωταριά, για τον Αύγουστο που ξέρει όλους να τους θρέφει, παρά να μένουν άψαχτοι.
Τώρα μετράς συλλαβιστά τα κεχριμπάρια, ένα, δύο, τρία,… πενηνταοχτώ, πενηνταεννιά· χρόνια κι αρμάθες σύκα, λες και φέρνεις μια στροφή το κομπολόι, να ξαμώσεις τον επόμενο ζάλο, να σώσεις να φας ακόμα ένα φραγκόσυκο στον ίσκιο του παλιού κάστρου πλάι στη θάλασσα· γλύκα κι αγκάθια η στράτα, μ’ αντάμωσες λυτρωτικές, με τάβλες, με χωρισμούς, με θάνατους και λίγη γνώση.
Πολεμάς ανειρήνευτα να ξορκίσεις τις λησμονιές, μυρίζοντας το πεύκο, τηρώντας το πέλαγο μακριά, τ’ αέρι που χαϊδεύει τη ράχη του νερού κι ανασταίνεις τις χαμένες μορφές πόχεις στ’ αστήθι σου, γιομώνουν τα μάτια σου· λαρώνεις αγάλια-αγάλια, ότι ξέρεις καλά, έχεις παλιό αχνάρι να πατήσεις, ξέρεις πως χρωστάς ν’ αφήκεις το δικό σου αχνάρι κι αυτό σε κάνει ν’ αντέχεις!
Ως εδώ, ότι έγινε έγινε, το καμωμένο δεν αλλάζει· πίσω δε μπορείς να γυρίσεις, όσο κι αν σε τραβάει του νόστου ο χαλινός· το μπροστά είναι το θέμα. Η ζωή σου δίνεται άπαξ, άλλο τέτοιο δώρο δε θα βρεις, τόπε κι ο Χρόνης ο Μίσσιος· «μην την εξευτελίζεις (τη ζωή) μες στην πολλή συνάφεια…», ακούγεται αχνά κάτω απ’ την Αλεξάνδρεια· καταλαβαίνεις! Κάτι πελέκησαν οι δάσκαλοι στο κούτσουρό σου, μην το ξεχνάς!
Κίνησες από ‘κείνη την απλωταριά της μάνας σου και μάκρυνες απάνω στην τσίλικη σβάρνα του ζευγολάτη πατέρα σου, μες τις ανάσες ‘κείνων των Απρίληδων, πίσω απ’ το ζευγάρι-καρφιά του γύφτου και πέταλα στις οπλές του. Κατέβηκες απ’ τη σβάρνα κι έμαθες την υπομονή - μια μπλάνα που τρίβεται αργά στα χρόνια.
Συνεχίζεις το ταξίδι - τα χρόνια κουνούν μαντήλια - μια ανάσα παίρνεις μόνο, να ξεδιψάσεις απ’ το πηγάδι του προπάππου σου, να δεις το πρόσωπό σου στο νερό, να βάλεις και στο ματαρά σου για το δρόμο!
Μια πεταλούδα περαστική σου φωνάζει πετώντας, εγώ δεν έχω γενέθλια, δεν προλαβαίνω, συνέχεια μεθώ, έλα να πιείς μεθύσι!
Ένα χέρι τρυφερό άξαφνα στον ώμο σου, ένα χνώτο που ψάχνει το δικό σου χνώτο…
Έγειρε η μέρα, νύχτωσε· το φως τ’ αεροπλάνου τρεμοπαίζει για λίγο μες στα αστέρια και χάνεται στο ταξίδι του...
*Αντρέ Μπρετόν: ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 16/8/2019 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment