Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Εκειά τα χρόνια, φόντε οι διάτες των προεστών ήτανε νόμος, οι νέοι κι οι κοπέλες παντρεύονταν κατά τα πεναίματα του προξενητή και κατά τη σιάξη των πατεράδων τους, που δέχονταν να συμπεθερέψουν.
Έτσι και παντρεύονταν οι κοπέλες, εξόν που άλλαζαν αφεντικό – απ’ τον πατέρα και τους αδερφούς, στον πεθερό, στον άντρα και στα κουνιάδια -, άλλαζαν κι επώνυμο κατά νόμο κι έπαιρναν το επώνυμο τ’ αντρός τους, άλλαζαν κι όνομα κατά χούϊ· άμα κάποια έπαιρνε Κίτσο την έλεγαν Κίτσαινα, άμα έπαιρνε Μπάκια την έλεγαν Μπάκαινα, Γιάννη Γιάνναινα, Φώτη Φώταινα, Θωμά Θωμέσια, Περικλή Περικλέσια, Σταύρο Σταύραινα κ.ο.κ.
Αυτά μας έλεε ένας προεστός για τα χρόνια τα προπολεμικά, πα να πει απ’ το ’50 και πίσω. Δηλαδή κάποιες θειάδες εκεί στη γειτονιά και κάποιες βάβες κι ‘μεις, μικροί τότες, δεν τις ξέραμε με τόνομά τους το βαφτιστικό και τους κρέναμε με τ’ αντρός τους, θεια Βασίλαινα, βάβω Χρήσταινα, βάβω Λίαινα, βάβω Κώτσινα, βάβω Γούλαινα.
Έκαμα να ρωτήσω τον προεστό, λίγο να τονε κεντήσω, να ιδώ πως θα κάμει,
- Καλά και πότε γιόρταζαν οι γυναίκες;
- Είσι μι τα καλά σ’ ουρέ, γιουρτάζ’νι οι γ’ναίκις! Μη ματαπείς τέτοιου πράμα κι σ’ βάλ’νι του χιούχα, ξαφνιάστηκε και συνάμα μ’ ορμήνεψε, για να ξέρω στο εξής, μη λέω κοτσάνες.
Διάβηκαν τα χρόνια, απόσωσα και το Πανεπιστήμιο, απολύθηκα κι απ’ το στρατό. Μια Λαμπροδευτέρα, ανήμερα τ’ Αϊ-Γιωργιού, ηύρα τον προεστό, σιμά στα στερνά του, στη δημοσιά του χωριού και με πολυχρόνισε και μούπε,
- Πουλύχρουνους Γιώργου μ’, αλλά δε γλέπου συρτό κουντά σ’.
- Φχαριστώ, είπα, αλλά τι συρτό να ιδείς, απόρησα.
- Δε γλέπου τ’ Γιώργηνα ακόμα κι αυτό δε μ’ αρέσ’, να αυτό είνι του συρτό.
Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 29/4/19 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment