Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Έβρεχε κι έπρεπε να πάνε αργά το βράδυ, απ’ το Κουκάκι χαμηλά στην Καλλιθέα. Θα πάρουμε ταξί; τον ρώτησε· όχι, θα περπατήσουμε στη βροχή, της απάντησε κι εκείνη ξαφνιασμένη, σχεδόν ενθουσιασμένη, τούδωσε ένα φιλί. Φτάσανε στην Καλλιθέα μουσκίδι, μα έπλεαν στη νιότη τους και στέγνωναν στη φλόγα τους.
Το πρωί που ξυπνήσανε, τον ρώτησε, πώς του ήρθε ψες η ιδέα να περπατήσουνε νυχτιάτικα μες στη βροχή κι εκείνος άρχισε ξομολογητικά να της φανερώνεται θαρρείς ουράνιο τόξο.
«Είχα ταυτίσει, μικρός στο χωριό, τη χαρά με τη λιακάδα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί μια μέρα χαρμόσυνη να μη λούζεται απ’ τον ήλιο. Κι όταν είχα πάει πια στο σχολείο, αντίς με τη γνώση να διορθώσω την πρώτη μου εντύπωση, τόσο φώλιαζε βαθιά μου αυτή μου η γνώμη και γινόταν σιγουριά με τον καιρό. Πλιότερο είχα ταυτίσει τη λιακάδα με τις Κυριακάδες απ’ την πεθυμιά μου, ότι ανάγκη μου να ξεδίνω στο παιχνίδι και στο σουλάτσο.
Σαν έβλεπα λιακάδα να λούζει τον τόπο μετά από βροχή, άνοιγε η καρδιά μου κι έλεγα μέσα μου, νίκησα εγώ τώρα, ότι είχα με το μέρος μου τον ήλιο.
Με τα χρόνια νόησα ότι ο καιρός έχει τα δικά του χούια και δεν ξετάζει τα δικά μου γούστα και τις πεθυμιές μου. Ήρθανε γιορτάδες και Κυριακάδες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές και Λαμπρές με σύγνεφα και με βροχές κι αέρηδες και κακοκαιριές μεγάλες. Ποτέ δε φχαριστήθηκα όσο το λαχταρούσε η καρδιά μου αυτές τις μέρες με κόντρα τον καιρό κι όποτε, Κυριακή ή Χρονιάρα μέρα, δεν έβγαινε αψηλά ο ήλιος, του κράταγα κάκια του Θεού.
Δε συμπιβάστηκα ποτέ με τις κακοκαιριές, μέρες γιορτινές και Κυριακάδες, παρά κάπως σαν έριξα λίγο μπόϊ κι είχε αρχίσει να φυτρώνει και το μουστάκι μου και μ’ άφηναν να μπαίνω στα καφενεία, να φουμέρνω και κάνα τσιγάρο κρυφά. Δεν είχα πια την ανάγκη της αλάνας και των παιχνιδιών του δρόμου που ήθελαν καλό καιρό. Όμως και πάλι η βροχή μ’ εμπόδιζε να ιδώ τα κορίτσια στην απόλυση της εκκλησίας και τους ταξιδευτές που περίμεναν στο σταθμό των λεωφορείων. Κι ακόμα η βροχή δε μας άφηνε ν’ απολαύσουμε το ποδόσφαιρο - το χωριό είχε ομάδα ανίκητη τότε, τον Ακαρνανικό.
Μια μέρα άκουσα στο ράδιο το τραγούδι του Τσιτσάνη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και έπεσε ένα πλάκωμα στ’ αστήθι μου, μα συνάμα μούρθε και μια φχαρίστηση ότι σα και το δικό μου νιώσιμο, με την κακοκαιριά τις Κυριακάδες, είχε κι αυτός πόφκιασε αυτό το τραγούδι. Είδα σιγά-σιγά πως και σ’ άλλους δεν άρεζε η κακοκαιριά χρονιάρες μέρες και Κυριακάδες, μα άρεζε το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή». Κι άρχισα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι τραγουδάνε τον πόνο τους πλιότερο απ’ τη χαρά τους.
Βάλθηκα μεγαλώνοντας να μάθω όλα τα τραγούδια για τις κακοκαιριές, «Φουρτούνιασε στη Μπαρμπαριά, μας έπιασε κακοκαιριά», «Στον Πειραιά συννέφιασε και στην Αθήνα βρέχει», «Κι αν με χτύπησε τ’ αγιάζι», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Βρέχει ο Θεός και θα βραχώ», «Το σύννεφο έφερε βροχή», «Σούρουπο με συννεφιά», «Η άμαξα μεσ’ τη βροχή», «Τ’ αγριολούλουδο» και δεκάδες άλλα, για να διασκεδάζω τις αναποδιές του καιρού, μα και να ξεφεύγω απ’ τις συγνεφιές της καρδιάς και τα σιγομουρμούριζα.
Κύλισαν τα χρόνια κι οι ανάμνησες απ’ τις κακοκαιριές και τις λιακάδες των γιορτάδων και των Κυριακάδων καταχωνιάστηκαν στην αχλή εκείνων των καιρών. Άλλες παράστασες, άλλες παρέες, άλλες αγωνίες με κέρδισαν· είχε κινήσει κι η καρδιά για τα δικά της μεγάλα ψαξίματα κι όλο δοκίμαζε να φτερουγήσει. Συνάμα είχαμε αποφασίσει αμετάθετα ν’ αλλάξουμε το κόσμο. Είτε με γαλανό ουρανό, είτε με μαύρα σύγνεφα, το μυαλό ήταν ένα με τις αίσθησες και την καρδιά, σε μια πλεξούδα από τραγούδια, από συνθήματα κι από έρωτα.
Ύστερα ήρθαν οι ποιητές και μας προσγείωσαν· να στύψουμε το σύγνεφο να ξεδιψάσουμε, είπε κάποιος. Άλλοι ποιητές ξομολογήθηκαν τι νιώθουν και μας ξεγύμνωσαν, μαντεύοντας τι νιώθουμε κι εμείς· κάποιοι μας είπαν τι βλέπουν κι οι απορίες μας περίσσεψαν. Τα χρόνια περπάταγαν, περπάταγαν και τα σύγνεφα στον ουρανό κι ο ήλιος με το μαγκάνι στο χέρι του, πότε τα γιόμωνε και πότε τ’ άδειαζε.
Κάποτε φοιτητής, μια βροχερή Κυριακή στη Σαλονίκη, κόντευε μεσημέρι, άκουσα ξανά απ’ το ράδιο το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή», να το τραγουδάνε σπαραχτικά η Μαρίκα Νίνου με το Γιάννη Κυριαζή και το Βασίλη Τσιτσάνη. Τότε είχα ένα φαρμακερό αγκάθι στην καρδιά κι ένιωσα ακούγοντας το τραγούδι να μου μπήγεται τ’ αγκάθι ακόμα βαθύτερα και ν’ αγριεύει ο πόνος, να με σφάζει. Κι εκεί που δε μπορούσα να κάνω κάτι ν’ απαλύνω την πληγή, άξαφνα μου ήρθαν στη σκέψη τα μικράτα μου, φόντε ήμουνα ασυμπίβαστος με τις βροχερές Κυριακάδες κι ένα παιδικό χαμόγελο έφτασε πέρα απ’ τα χρόνια σαν αεράκι μαγικό και γλύκανε το πρόσωπό μου και τράβηξε λες κι έβγαλε απαλά με μιας τ’ αγκάθι απ’ την καρδιά μου.
Βγήκα αμέσως μες στη βροχή κι έκαμα τη βόλτα όλης της παραλίας, απ’ την οδό Μπότσαρη ως το Λιμάνι και πάλι πίσω, δίχως ομπρέλα· τι χρεία είχα από προφύλαξη; ουράνιο τόξο στ’ αστήθι μου, όλη η λιακάδα εντός μου.»
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 20/9/19 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment