Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Μακρύγιαλος, καλοκαίρι του ’63. Ενοικιαζόμενα δωμάτια σε ένα υψωματάκι κοντά στην αμμουδιά. Δωμάτια σχεδόν γυμνά με πλάκα από πάνω και κουζίνα κοινή. Στο ισόγειο το εστιατόριο-καφενείο και η τουαλέτα έξω. Στείλαμε με φορτηγό στρωσίδια, ρούχα, μπανιερά, βιβλία, κατσαρολικά, μέχρι και σίδερο για το σιδέρωμα. Ολόκληρη περιπέτεια. Η μαμά, η αδελφή μου η Φιφή κι εγώ με το λεωφορείο. Μαζί μας κι άλλες κυρίες συναδέλφων του μπαμπά με τα παιδιά τους. Η κυρία Ηώ με τη Μαριάννα και τον Άκη στο διπλανό δωμάτιο. Σε άλλο σπίτι πιο πέρα, η κυρία Βούλα με τη Ρούλα και το Γιαννάκη.
Οι μπαμπάδες πίσω στη Βέροια να δουλεύουν και να ψήνονται. Μόνη παρηγοριά τους τα μεσημέρια του Σαββάτου που έπαιρναν το λεωφορείο για να μας συναντήσουν. Ακόμη θυμάμαι τη χαρά μου σαν έβλεπα το μπαμπά να κατηφορίζει ανάμεσα στα δέντρα παρέα με τους συναδέλφους του. Ο σύζυγος της κυρίας Βούλας παραπονιόταν πως μόλις έφτανε άκουγε από το τζουκ-μποξ να του τραγουδάνε «Φύγεεε! Φύγεεε! Φύγε! Φύύύύγε!» ο Στράτος Διονυσίου με τη Γιώτα Λύδια. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως τα παραλέει, γιατί ήταν και πολύ πλακατζής.
Τα μεσημέρια ξάπλωνα στο μαλακό μου στρώμα και ξεφύλλιζα περιοδικά. Τέρμα το υποχρεωτικό διάβασμα για το σχολείο. Αν κι η μαμά δε μ’ άφηνε στην ησυχία μου. Πρώτον, επέμενε ότι πρέπει να κοιμάμαι τα μεσημέρια, ντε και σώνει. Εγώ πάλι δεν συμφωνούσα. Μερικές φορές έκανα ότι κοιμάμαι, αλλά η μαμά ήταν πολύ έξυπνη και με καταλάβαινε και με κατσάδιαζε. Δεύτερον, ήθελε κάθε τόσο να γράφω μια έκθεση. Δεν ξέρω πώς της είχε κολλήσει στο μυαλό. Γιατί, για παράδειγμα, δεν ήθελε να κάνω αριθμητική; «Νομίζω ότι αυτές τις εκθέσεις θα τις σιχαθώ για όλη την υπόλοιπη ζωή μου», έλεγα μέσα μου.
Κάθε μέρα σχεδόν η μαμά έφερνε φρέσκα αυγά από τη νοικοκυρά της κυρίας Βούλας για τις κοκόνες της. Μαγείρευε μαζί με την κυρία Ηώ στο κουζινάκι και τα έβρισκαν μια χαρά μεταξύ τους. Κατεβαίναμε και στο εστιατόριο για φαγητό. Μερικές φορές μάλιστα φέρναμε δικά μας μαγειρεμένα φαγητά ή ντομάτες κι αγγουράκια και συμπληρώναμε το γεύμα με ότι άλλο είχε το κατάστημα. Και κανείς δεν μας έκανε παρατήρηση. Τέτοιες ώρες στο τζουκ-μποξ μια ζεστή φωνή τραγουδούσε με σπαραγμό «Με κόκκινα τριαντάφυλλα τους δρόμους θα στολίσω» κι ο Καζαντζίδης μετρούσε «Βράχο-Βράχο» τον καημό του, που τα παιδιά το παράφραζαν σε «Βράχο-Βράχο ή Γράφω-Γράφω».
Η παραλία μια απέραντη αμμουδιά στολισμένη με όμορφα κογχύλια. Στα ρηχά, βραχάκια πράσινα γεμάτα μύδια μαύρα και γυαλιστερά. Εμείς τα μικρά έπρεπε να προσέχουμε να μη χτυπήσουμε. Η Φιφή με τη Ρούλα, σαν πιο μεγάλες, μάζευαν μύδια κι η μαμά τα καθάριζε και τα ’ριχνε στο τηγάνι. Μμμμ, νόστιμα που τα έκανε! Πλατσουρίζαμε σε πεντακάθαρα νερά. Γινόμασταν αραπάκια από τον ήλιο, ξεφλουδιζόμασταν κι η μαμά μας έβαζε Nivea και στα δύσκολα γιαούρτι για να δροσιστούμε. Το πρωί έχασκαν διάσπαρτες λακκούβες πάνω στην άμμο. «Μακριά! Μη πλησιάζετε!». Μετά το μπάνιο γιαγιάδες με κομπινεζόν ξάπλωναν στους ανοιγμένους τάφους τους κι οι κόρες ή τα εγγόνια τους τις σκέπαζαν με άμμο ζεστή, να καίει και να τσουρουφλίζει. Αλλά οι θαμμένες, με το κεφάλι να ξεπροβάλει από τον αμμουδερό σωρό, κάτω από μια μαύρη ομπρέλα, υπομένανε καρτερικά. Γιατί ο γιατρός έλεγε πως τα “αμμόλουτρα” γιάτρευαν τους ρευματισμούς τους.
Τα σαββατοκύριακα το εστιατόριο μετατρεπόταν σε κέντρο διασκέδασης για νέους κι οι δίσκοι έπαιζαν ελληνικές και ξένες ποπ επιτυχίες. Ένα βράδυ 3-4 όμορφα, δροσερά κορίτσια κατέλαβαν την πίστα και με ένα τεράστιο στεφάνι άρχισαν να λικνίζονται στους ρυθμούς του χουλα–χουπ. Μέσα σε φωνές και γέλια σήκωσαν ένα ταλαίπωρο παλικάρι ντόπιο που είχε εκστασιαστεί στη θέα τους για να του μάθουν τον καινούργιο χορό. Ύστερα τον έβαλαν να καθίσει στο κέντρο της πίστας ενώ η πιο τολμηρή, με το δάκτυλο ακουμπισμένο στο κεφάλι του εκστασιασμένου νεαρού, χόρευε γύρω του τσα-τσα-τσα Εμείς οι υπόλοιποι χαζεύαμε σαν να βλέπαμε ταινία στον κινηματογράφο. Όμορφα και ξένοιαστα πού ήταν!
Πιο πέρα σε ένα σπίτι χαμηλό, κτισμένο πάνω στην άμμο, παραθέριζε μια οικογένεια. Ο γιος τους σχεδόν συνομήλικος μου φορούσε στα πόδια σίδερα και περπατούσε με δυσκολία και κάπως κωμικά. Έλεγαν πως έπαθε πολιομυελίτιδα. Στη θέα του φόβος ανάμεικτος με λύπηση με κυρίευε - ο μπαμπούλας με τα σιδερένια πόδια!
Εκτός από τα παιδιά των παραθεριστών τριγύριζαν ολούθε και τα παιδιά του χωριού. Πολύ ζωηρά κι ανεξάρτητα, έτρεχαν όλη μέρα και κολυμπούσανε. Παιγνίδια τους το νερό, οι πέτρες, τα ξύλα. Μια μέρα ποιος ξέρει πώς, άρπαξαν τη βάση του σίδερου που η μαμά άφησε έξω για να κρυώσει. Ήταν ένα οβάλ σιδερένιο κουτί σαν μεγάλο ανοικτό κονσερβοκούτι. Μέχρι να καταλάβει η μαμά την απώλεια και να της υποδείξουν τους ενόχους, αυτά πρόλαβαν να κάνουν μια τρύπα στο πλάι, έδεσαν ένα σχοινί κι άρχισαν να τρέχουν σέρνοντας το νέο τους όχημα στην άμμο. Φανταστείτε τώρα θέαμα: η μαμά να τρέχει με δυσκολία ξωπίσω τους και να ακολουθούμε εγώ με τη Φιφή και δυο - τρεις φίλοι για συμπαράσταση. Κι αυτά τα άτιμα να τρέχουν ακόμη πιο πολύ και να αλαλάζουν. Ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί τους, αλλά ντρεπόμουν φοβερά που μ’ έβλεπε όλος ο κόσμος να τρέχω έτσι σα χαζό. Τελικά, προς μεγάλη ανακούφιση της μαμάς, τα παιδιά αναγκάστηκαν να παραδώσουν το λάφυρο με μισή καρδιά. Έμεινε μόνο εκείνη η τρύπα να μας θυμίζει για χρόνια την τρελή καταδίωξη.
Ένα βράδυ τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα. Χάθηκε ο Λάζαρος. Ένα αγοράκι που είχε πάει με τη μητέρα του στο σπίτι μιας θείας του κάπου πιο έξω κι επέστρεψε μόνος του. Η ώρα περνούσε κι ο Λάζαρος δεν φαινόταν. Νύχτωνε και τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα. Μικρές και μεγάλες παρέες μαζεμένες στα τραπέζια του εστιατορίου συζητούσαν το γεγονός, έκαναν υποθέσεις, έφερναν νέα. Ξαφνικά, μέσα στην απελπισία και το βαρύ κλίμα η Ρούλα, ένα ζουμερό 16χρονο Γυμνασιοκόριτσο γεμάτο χιούμορ, άρχισε να ψιθυρίζει με ύφος μυστηριώδες κι υποβλητικό: «Λάζαρε! Λάζαρεεε! Δεύρο έξω! Πάρε τον κάλαθον και φώναζε: Κουλούρια έχωωω!». Στην πραγματικότητα αυτό ήταν ένα σλόγκαν που είχε σκαρώσει κάποιος συμμαθητής της στο Γυμνάσιο, όταν σε μια ταινία με την Ανάσταση του Λαζάρου είδε ένα καλάθι έξω από το σπήλαιο όπου ήταν θαμμένος. Αυτό ήταν. Το σύνθημα πέρασε στο Γιαννάκη τον αδελφό της, στη μαμά της την κυρία Βούλα που δεν έχανε ευκαιρία να γελάσει, ύστερα στην αδελφή μου κι εξαπλώθηκε σε όλη την παρέα. Κοιταζόμασταν γύρω από το τραπέζι μαμάδες και παιδιά και ζητούσαμε υπομειδιώντας χαμηλοφώνως από το Λάζαρο να φανερωθεί. Τελικά ο Λάζαρος εφανερώθη το πρωί. Είχε λέει χάσει το δρόμο του και αποκοιμήθηκε στα χωράφια. Έτσι το θέμα έληξε αισίως.
Μια Κυριακή μεσημέρι μπαμπάδες, μαμάδες και παιδιά απολαμβάναμε το φαγητό μας στο εστιατόριο. Στο διπλανό τραπέζι μια ελκυστική γυναίκα με ξανθά μαλλιά κρεπαρισμένα, μακριά νύχια και προκλητικό ντύσιμο έτρωγε με τη μικρή της κόρη κι ένα νέο άντρα. Είχαν παραγγείλει ακριβά ψάρια κι η γυναίκα έτρωγε με προσοχή και μιλούσε επιτηδευμένα. Σε μια στιγμή που ο άντρας μπήκε στο εστιατόριο, η μικρή ρώτησε: «Μαμά, θα έλθει μαζί μας;». Η μαμά κάτι μουρμούρισε και συνέχισε το φαγητό της. Μια νέα γυναίκα με ένα παιδί, πιθανότατα “ζωντοχήρα”, που δεν κλείνεται στο σπίτι να κλαίει τη μοίρα της, αλλά συνεχίζει τη ζωή της. Ω! Τι σκάνδαλο για τα ήθη της εποχής μας! Το περιστατικό με τα σχόλια που το συνόδεψαν έμειναν για χρόνια χαραγμένα στο μυαλό μου, μαζί με αισθήματα τρυφερά για το κοριτσάκι.
Κάποια άλλη χρονιά παραθερίσαμε στην Παραλία της Κατερίνης, που την προτιμούσαν οι Κατερινιώτες, ενώ οι Βεροιώτες τον Μακρύγιαλο γιατί ήταν πιο κοντά. Αυτή τη φορά μείναμε σε κανονικό ξενοδοχείο κι οι διακοπές μας κράτησαν λιγότερο γιατί ο μπαμπάς είχε περιορισμένη άδεια. Εδώ η αμμουδιά ήταν πάλι απέραντη κι η θάλασσα πεντακάθαρη, αλλά χωρίς βραχάκια και μύδια. Τα πρωινά μόλις έπαιρνε ο ήλιος να σκάσει, έρχονταν καΐκια με βαρκούλες γεμάτα φρέσκα ψάρια και καβούρια. Η Παραλία στην πραγματικότητα ήταν ένα ψαροχώρι. Και θυμάμαι πως ήταν χαρά Θεού σαν βράδιαζε να βλέπεις αναμμένα μικρά φωτάκια μπροστά στις καλύβες, με τους ψαράδες να καθαρίζουν τα δίκτυα και τις γυναίκες τους να τα πλέκουν.
Κάθε πρωί, την ώρα του μπάνιου κατέφθανε ένας πλανόδιος πωλητής. «Σαμ σεκερίίίί! Φάτε τέκνα του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, της Σάρας και της Ρεβέκκας!», διαλαλούσε το εμπόρευμά του. Κοντός, με άσπρη ποδιά και καπέλο, έστηνε στην άμμο ένα μικρό τρίποδα κι ακουμπούσε ένα ταψί γεμάτο με κομμάτια σαμ σεκερί. Ήταν κάτι σαν χαλβάς με σιμιγδάλι κι ινδοκάρυδο κι ένα άσπρο αμύγδαλο στο κέντρο. Τρέχαμε τότε να αγοράσουμε τη λιχουδιά τυλιγμένη σε μικρά φύλλα λαδόκολλας.
Την τελευταία φορά που παραθερίσαμε στην Παραλία της Κατερίνης ήταν το καλοκαίρι του 1967. Τώρα πια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δεν ήμασταν πλέον παιδιά. Εγώ μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό. Η Μαριάννα κι η Έλλη ήταν ήδη μαθήτριες στο Γυμνάσιο για να μη μιλήσουμε για τον Άκη, τον αδελφό της Μαριάννας, που με το ζόρι μας ανεχόταν. Ευτυχώς είχα την Υακίνθη, την αδελφούλα της Έλλης που μου είχε κλέψει την καρδιά και μαζί της μπορούσα να νιώθω ακόμη μικρό παιδί.
Η Φιφή ετοιμαζόταν τότε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Έτσι έμεινε η μαμά μαζί της για συμπαράσταση και πήγαμε για διακοπές ο μπαμπάς κι εγώ. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, ενώ οι φίλοι μας εξακολουθούσαν να μένουν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ήταν η κυρία Δήμητρα κι η κυρία Ηώ με τα παιδιά τους. Οι σύζυγοι εμφανιζόταν σταθερά τα Σαββατοκύριακα, αλλά αυτή τη φορά μαζί με τη μαμά που έκανε ένα διάλειμμα για να μας δει.
Μεγάλη χαρά σαν ερχόταν η μαμά. Μου έλειπε η φροντίδα, η ζεστασιά της. Γιατί ο μπαμπάς ήταν μπαμπάς. Πώς να το κάνουμε. Η μαμά από την πλευρά της, είτε γιατί της έλειπα, είτε γιατί είχε τύψεις που με άφησε μόνη με τον μπαμπά, άρχισε να μου γράφει γράμματα. Έγραφε συμβουλές και για την καθημερινότητά της. Μια φορά όμως είχε τη φαεινή ιδέα να μου περιγράψει τα επεισόδια μιας αγαπημένης μου ραδιοφωνικής σειράς με πρωταγωνιστή το “Φανφαρόνο”, ένα πολυλογά ψωροπερήφανο που έμπλεκε σε κωμικές καταστάσεις. Το γράμμα αυτό ουδέποτε το έλαβα και όλοι μας υποψιαστήκαμε τη λογοκρισία, μιας κι ο Στέφανος Ληναίος, ο “Φανφαρόνος”, είχε τη φήμη κομμουνιστή. Από τότε η μαμά έκοψε με το μαχαίρι τις επιστολές.
Το καλοκαίρι του ’68 είχαμε ήδη αγοράσει αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς επέμενε να μάθει να οδηγεί κι η μαμά. «Για να με ξεκουράζεις», έλεγε για να την πείσει. Εκείνο το καλοκαίρι, το τελευταίο που περάσαμε στη Βέροια, κάναμε μικρές ημερήσιες εκδρομές στις παραλίες της Κατερίνης. Οι τρεις γυναίκες. Οδηγούσε η μαμά, δίπλα της η Φιφή κι εγώ στο πίσω κάθισμα. Θυμάμαι το δροσερό αεράκι να μπαίνει από το παράθυρο που επέμενε να κρατά ανοικτό η αδελφή μου σε όλη τη διαδρομή και τα μαλλιά μου να χορεύουν σαν τρελά.
Οι διακοπές στις παραλίες της Κατερίνης τελείωσαν μαζί με την παιδική μου ηλικία. Κι έμεινε ο απόηχος από την ξεγνοιασιά και την απλότητα εκείνης της εποχής, τη ζεστασιά των ανθρώπων, τις βουτιές και τα γέλια, τα τραγούδια και τα σλόγκαν παρέα με τις αγαπημένες παιδικές μου φίλες και τις οικογένειές τους.
Σημείωση:Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Το Καροτσάκι στον Αλιάκμονα», της Λένας Χ. Δημητριάδου, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, 2020.
No comments:
Post a Comment