Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Καθώς η μέρα έδειχνε να παραδίνεται στο τέλεμά της, το φεγγάρι κάτασπρο σα μισοφαγωμένο απίδι άγουρο, είχε ασκωθεί στην ανατολή (του), σαν άξαφνα να ξέφυγε απ’ την κορφή του Παναχαϊκού, νυχτοπούλι πούχε χορτάσει ύπνο στ’ απόσκια της Αρκαδίας ή στις δροσιές του Ευρώτα και κίνησε να κάμει τη βόλτα του κόσμου για τη θροφή του, όσο να ξημερώσει πάλε, να ματαφωλιάσει στη μονιά του.
Ένα καράβι ξεκόλλαε απ’ τη γωνιά του λιμανιού της Πάτρας να ταξιδέψει κι αυτό κατά τη δύση, σα να τραβάει μ’ αόρατο σκοινί ξοπίσω του αψηλά τ’ άσπρο σβηστό φεγγάρι, σαν ανεμούρι που σε λίγο θα γένει φανός για τη φέξη του τη νύχτα.
Άραγε ποιος τράβαε το φεγγάρι πριχού να γένουν τα καράβια και να κανονίζουν οι καπεταναίοι ναύλους κατά τη δύση; Μπα και δεν ύπαρχε φεγγάρι προτού τ’ αρχαία χρόνια και τόφκιασαν οι καραβοκυραίοι να τους φέγγει στις βραδινές τους ρότες;
Μούχε πει ένας φίλος παλιά ότι τούλεγε ο παππούλης του πως, το φεγγάρι τώρα πια τόχουνε δεμένο μ’ ένα παλαμάρι οι Αμερικάνοι και το σεργιανίζουν, ότι αυτοί κουμαντέρνουν τον κόσμο, πα να πει έχουνε εξουσία και δίνουνε τις διάτες τους σε θάλασσες κι ουρανό. Γελάγαμε με το φίλο μου τότε, ότι παίρναμε του γέροντα τη βεβαιότητα, σαν αθώα αφέλεια, ‘πως πάσα νέος που λέει, τι ξέρει ο γέροντας ή ο γέροντας τόχει χαμένο. Συνάμα όμως παίρναμε του γέροντα τη γνώμη για το φεγγάρι, εξόν από στολίδι της πάρλας του και σαν αλληγορία, ότι τότε, ανάμεσα στις πολλές μας σιγουριές, ξέραμε κι ότι οι Αμερικάνοι σαν οι κακοί του κόσμου, ιμπεριαλιστές μαθές, αφού δένουν χειροπόδαρα τους λαούς του κόσμου, μπορεί να δέσανε και το φεγγάρι.
Ήμουνα τότε φοιτητής και, μόλο αριστερός, είχα κάμποσες αντιπαραθέσεις με το ΚΚΕ, αλλά είχα κι ένα φίλο που ήταν στην Πανσπουδαστική και μου έλεγε, άμα του καμωνόμουνα πως έχω πιστέψει τα λόγια του γέροντα, ότι οι Αμερικάνοι τάχα έχουνε δέσει το φεγγάρι και τ’ αρμενίζουν, «μη σκιάζεσαι, αποκλείεται να το έχουν δέσει οι Αμερικάνοι το φεγγάρι, αυτό δεν θα το επέτρεπαν ποτέ οι σύντροφοι της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά και να το δέσουν το φεγγάρι οι Αμερικάνοι, οι σύντροφοι Σοβιετικοί αστροναύτες θα πάνε να το λύσουν κι οι Αμερικάνοι θα μείνουν με το σκοινί αμανάτι».
Η κουβέντα σοβάρευε, ότι έπρεπε να πούμε (με τα κουτσά-στραβά που κατέχαμε) κάτι και για τον ιμπεριαλισμό διαχρονικά κι αρχίζαμε και μπλέκαμε τους Πέρσες, την Αθηναϊκή συμμαχία, το Μέγα Αλέξανδρο, τους Ρωμαίους, του Βυζαντινούς, τον Καρλομάγνο, την Αγγλία, την Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση έλεγα εγώ – όχι τη Σοβιετική Ένωση έλεγε ο φίλος μου απ’ την Πανσπουδαστική. Είχαμε μια συζήτηση σε εξέλιξη, ότι συφωνάγαμε πως το φεγγάρι, από τότε που υπάρχει ιμπεριαλισμός, κάποιοι το δένουν πίσω απ’ τα καράβια τους. Πάντα, εξόν από τώρα που δεν το επιτρέπουν οι σοβιετικοί αστροναύτες, έλεγε ο φίλος μου απ’ την Πανσπουδαστική - τώρα δεν είμαι σίγουρος ποιος κορόϊδευε ποιόν ή αν κοροϊδεύαμε και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Τέλος πάντων ο καιρός πέρναε και το φεγγάρι πάσα βράδυ έβγαινε τη βόλτα του, χωρίς να ρωτάει εμάς που τάχα σκαμπάζαμε τα χούϊα και την ιστορία του ιμπεριαλισμού.
Η συζήτησε δεν έβγαλε σίγουρα συμπεράσματα, μα για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας, είπαμε τότε πως, παλιότερα, πριχού ανέβει στο φεγγάρι ο άνθρωπος, με κάποιο τρόπο μαγικό το κουμαντάριζαν (το φεγγάρι) οι ιμπεριαλιστές καπεταναίοι, ρίχνοντάς του λάσο απ’ τις πρύμνες τους και το τραβάγανε ξοπίσω τους. Τώρα που φιλονικάνε αναμετάξυ τους οι Αμερικάνοι κι οι Σοβιετικοί, κανένας τους δεν κοτάει να το δέσει και να το τραβήξει. Εκεί μείναμε.
Τότε ήτανε που, ένα βράδυ βγήκα βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, μ’ ένα πολλά έμμορφο κορίτσι - μια φρεγάδα που λένε στο χωριό μου - και πιάσαμε κουβέντα, κάτω απ’ το φεγγάρι, για το τι είναι ποίηση, μα ούτε εκείνη, ούτε εγώ είχαμε τρόπο ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα που γλυκά μας είχε φέρει πλάι-πλάι.
Κάποια στιγμή καθίσαμε σ’ ένα απ’ τα παγκάκια της παραλίας κι εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω απ’ τη μέση μου κι ακούμπησε το μάγουλό της στο στήθος μου. Το φεγγάρι μάρτυράς μου.
Τηρώντας το φεγγάρι, της είπα άξαφνα, «Βρήκα την απάντηση». Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε βαθιά, προσμένοντας ν’ ακούσει την απάντηση. «Να με κρατάς αγκαλιά και ν’ ακούς την καρδιά μου, πλάι στη θάλασσα, κάτω απ’ το φεγγάρι. Αυτό είναι ποίημα», της είπα. «Δεν ξέρω αν είναι ποίηση, μα το νιώθω, είναι ποίημα». Μ’ έσφιξε πιο πολύ κι έβαλε καλύτερα τ’ αφτί της πάνω στην καρδιά μου… και το φεγγάρι έμεινε, λες, ακίνητο πάνω μας.
Για πολύ καιρό θαρρούσα πως το φεγγάρι το σέρνω εγώ, για να φωτίζω το πρόσωπό της, την ώρα π’ ακούει την καρδιά μου.
Βγήκα ένα βράδυ αφέγγαρο στην παραλία μόνος, ότι εκείνη είχε χαθεί στου φεγγαριού τη χάση.
Για καιρό θαρρούσα πως το φεγγάρι το σέρνει εκείνη στη δική της χάση.
Τώρα το φεγγάρι πίσω απ’ το καράβι ταξιδεύει στο Ιόνιο κατά τη δύση κι όσο μακραίνει ασκώνεται πλιότερο και πλάι του συμπληρώνει τη φέξη του ταξιδιού και τ’ ουρανού την ομορφιά η πούλια.
Το «ποιος απόψε έκαμε του φεγγαριού τη δέση στου καραβιού την πρύμνη;», δεν είναι απορία θαρρώ, είν’ ένα ποίημα παλιό, στην ξαστεριά φρεσκάδα.
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 30/82020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
Σημείωση 2: Πρόσφατα εκδόθηκε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Παληγεώργου με τίτλο “Χωρίς Βαλίτσα”
No comments:
Post a Comment