Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Συχνά – πυκνά σαν ήτανε μικρούλα έμπαινε κρυφά στο σαλόνι, καθόταν στην άκρη του καναπέ κι αγκάλιαζε σφιχτά την κούκλα της. Και τότε, με ένα μαγικό τρόπο, το σαλόνι άλλαζε και γινόταν μακρόστενο βαγόνι τρένου που την ταξίδευε. Ήτανε λέει ολομόναχη με το μωρό της στην αγκαλιά κι έκανε κρύο, πολύ κρύο. Κι όλο το σκέπαζε και το κουκούλωνε. «Σώπα καλό μου! Εγώ, μόνο εγώ θα σε φροντίζω!», το νανούριζε γλυκά. Και το νανούρισμά της σκέπαζε τις άγριες φωνές του πατέρα της και τις υστερικές τσιρίδες της μάνας της. «Τσαφ-τσουφ!». Το τρένο έτρεχε κι άφηνε πίσω του χιονισμένες στέπες, παγωμένα ποτάμια, σύννεφα από ομίχλες. Μα σιγά-σιγά η αγκαλιά της ζεσταινόταν και το μωρό χαμογελούσε κι οι πάγοι άρχιζαν και λιώνανε. Πρασίνιζε κι άνθιζε η γη και σκόρπιζε η ομίχλη. Και το τρένο την πήγαινε μακριά από το νησί της κι από όλους, σε μια παραδεισένια χώρα που δεν γνώρισε παγωνιά.