Του Παντελή Γουλάρα
Στο τέλος της ποδοσφαιρικής αλάνας, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν κάγκελα για να αποτρέπουν την προσέγγιση. Για να φτάσεις στην είσοδο της εκκλησίας χρειάζεται να κατέβεις μερικά σκαλάκια.
Στο τέλος της ποδοσφαιρικής αλάνας, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν κάγκελα για να αποτρέπουν την προσέγγιση. Για να φτάσεις στην είσοδο της εκκλησίας χρειάζεται να κατέβεις μερικά σκαλάκια.
Αυτά τα
σκαλάκια, ο δρόμος μπροστά απ' αυτά και
το ίσιωμα μπροστά στην είσοδο, ήταν ο
χώρος του καθιστικού παιχνιδιού.
Σκαρώναμε στα γρήγορα, τραβώντας γραμμές
με κομμάτια από κεραμίδες, που υπήρχαν
άφθονα στους δρόμους, τριάρες (τρίλιζες)
ή φιδάκια για παιχνίδι με μπίλιες
(βώλους) και καθόμασταν συναγωνιζόμενοι
επί ώρες, μέχρι να ακουστεί η φωνή κάποιας
μητέρας (συνήθως της δικής μου) που θα
μας καλούσαν, είτε γιατί ήρθε η ώρα του
φαγητού, είτε για να μας στείλουν για
θελήματα (εγώ είχα επί πλέον και τις
δουλειές του μαγαζιού). Ο κήπος που
φαίνεται αριστερά στη φωτογραφία είναι
η αυλή του σπιτιού της Θειάτσα-Τίγκας.
Έχει και αυτός την ιστορία του θα την
πούμε παρακάτω.
Η πίσω
πλευρά της εκκλησίας της Κυριώτισσας.
Στα χρόνια εκείνα η πλευρά αυτή ήταν
κρυμμένη από τα σπίτια που υπήρχαν σ'
αυτό το σημείο. Σήμερα δεν έμεινε, παρά
ένας δρόμος και μία εγκαταλειμμένη
παιδική χαρά. Ήταν καλοκαίρι του 1966.
Μεσημεράκι ή νωρίς το απόγευμα (αν
θυμάμαι καλά) όταν ακούσαμε το βιαστικό
χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας που
λειτουργούσε σαν συναγερμός στη γειτονιά.
Όλοι βγήκαν στα παράθυρα και τα μπαλκόνια.
Αμέσως φάνηκαν φλόγες και πυκνός καπνός
να κατευθύνεται στον ουρανό, μέσα από
την καρδιά της γειτονιάς. Όλοι οι γείτονες
έτρεξαν να βοηθήσουν. Με λάστιχα από τα
γειτονικά σπίτια, με κουβάδες και
τενεκέδες γεμάτους νερό, σ' έναν αγώνα
άνισο με τη φωτιά που κατέτρωγε τα
φτιαγμένα από πέτρα και ξύλο σπίτια.
Πυροσβεστική ήταν αδύνατο να μπει στους
στενούς δρόμους της γειτονιάς. Δεν
υπήρχε άλλωστε οργανωμένο πυροσβεστικό
σώμα, τότε στην πόλη, παρά μόνο ένα
πυροσβεστικό αυτοκίνητο του Δήμου, που
συνήθως κατάβρεχε τους δρόμους της
πόλης, τις πολύ ζεστές καλοκαιρινές
μέρες. Δυστυχώς μέχρι το βράδυ, η φωτιά
είχε καταφέρει να καταστρέψει και τα
δυο σπίτια που βρίσκονταν μπροστά από
την εκκλησία. Δεν είχαν μείνει παρά μόνο
χαλάσματα που κάπνιζαν εδώ κι εκεί. Και
4 οικογένειες ξεσπιτωμένες. Ήταν “θαύμα”
που η φωτιά δεν μεταδόθηκε ούτε στην
εκκλησία ούτε στα γειτονικά σπίτια που
βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Ο
μεγάλος κίνδυνος να καεί ολόκληρη η
γειτονιά είχε αποφευχθεί.
Στο βάθος
της φωτογραφίας, αριστερά και δεξιά από
το καμπαναριό φαίνονται δυο ψηλά
κυπαρίσσια. Αυτά τα κυπαρίσσια κι άλλο
ένα στο προαύλιο της εκκλησίας της
Γοργής, συνδέονται με την οικογένειά
μου.
Τα δυο
κυπαρίσσια της Κυριώτισσας. Ο παππούς μου
(πατέρας της μητέρας μου) Φώτης
Γιαννακόπουλος, είχε την καταγωγή από
το Άνω Κεράσοβο της Αιτωλοακαρνανίας.
Στη Βέροια βρέθηκε για πρώτη φορά
πολεμώντας για την απελευθέρωση της
Μακεδονίας στον πόλεμο του '12. Λίγα
χρόνια μετά επανήλθε, μόνιμα πια,
υπηρετώντας στο τοπικό τμήμα χωροφυλακής.
Από την χωροφυλακή όμως παραιτήθηκε
γρήγορα, προκειμένου να παντρευτεί την
γιαγιά μου Αφροδίτη Πλιάκου (με καταγωγή
απ' το Σούλι). Έτσι ο μέχρι πριν χωροφύλακας
μετατράπηκε σε αγρότη, αμπελουργό και
κρασοπαραγωγό. Ήταν άνθρωπος ευσεβής
και μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα
είχε υπηρετήσει και ως νεωκόρος στον
ναό του πολιούχου Αγίου Αντωνίου. Ως
ένδειξη αυτής του της ευσέβειας, πριν
πολλά χρόνια, φύτεψε αυτά τα δυο κυπαρίσσια
στην αυλή της Κυριώτισσας και άλλο ένα
στο προαύλιο της Γοργής.
Το
κυπαρίσι της Γοργής.
Λίγο πιο
κάτω από την εκκλησία στης Κυριώτισσας,
στη οδό Ρήγα Φεραίου βρίσκεται η πίσω
πλευρά της αυλής του σπιτιού της
Θειάτσα-Τίγκας (Τίγκα στη Βεροιώτικη
ντοπιολαλιά είναι η Κατερίνα). Σ' αυτή
την πλευρά του κήπου, που δεν είχε οπτική
επαφή με το σπίτι, βρίσκονταν μια μεγάλη
αχλαδιά που κάθε καλοκαίρι, έβγαζε κάτι
μικρά αλλά πολύ νόστιμα αχλάδια. Πού
μας έχανες, πού μας έβρισκες λοιπόν, ήμασταν κάθε λίγο και λιγάκι, πάνω στην
αχλαδιά και τρώγαμε τα νόστιμα αχλάδια
της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού πια
χορταίναμε και κοντεύαμε να σκάσουμε,
κατεβαίναμε από το δέντρο, καθόμασταν
καβάλα στο φράχτη
(στη φωτογραφία είναι το κάθετο προς
τον εξωτερικό φράχτη τοιχάκι) και
φωνάζαμε όλοι μαζί με ρυθμό:
- Θειάτσα-Τίγκαααα, παν τ' αχλάδιαααα, τα 'φαγαν τα γουμάριαααα...
Τα
γουμάρια (γαϊδούρια) βέβαια ήμασταν
εμείς, αλλά λίγο μας ένοιαζε.
Η καημένη
η Θειάτσα-Τίγκα έτρεχε ασθμαίνουσα να
γλυτώσει ό,τι προλάβαινε, αλλά το μόνο
που κατόρθωνε ήταν να βλέπει τους
πιτσιρικάδες να πηδούν τον τοίχο. Έκανε
τα παράπονά της στις μανάδες μας που
μας μάλωναν μετά, αλλά εμείς... από το ένα
αυτί έμπαινε από το άλλο έβγαινε.
Συνεχίζοντας
επί της οδού Ρήγα Φεραίου, φτάνουμε στη
μεγάλη κατηφόρα με τα σκαλάκια που μας
έβγαζε στα “ποτάμια”. Τα “ποτάμια”
ήταν ένα μικρό σχετικά ποταμάκι που
βρίσκονταν στο τέλος αυτής της κατηφόρας
κι αμέσως μετά το δρόμο που φαίνεται
στο βάθος στη φωτογραφία. Απλώς σ' εκείνο
το σημείο διακλαδώνονταν σε πολλά
μικρότερα ποταμάκια, που το καθένα απ'
αυτά κατευθύνονταν στους μύλους της
περιοχής και κινούσαν μέσω της φτερωτής
της μηχανές τους. Υπήρχαν αλευρόμυλοι,
λαδόμυλοι και μπατάνια (υδροτριβεία)
που όλα λειτουργούσαν με τη δύναμη του
νερού. Ο μεγαλύτερος από τους μύλους
ήταν του Μάρκου, που σήμερα έχει μετατραπεί
σε βυζαντινό μουσείο.
Εμείς
βέβαια ούτε που είχαμε το παραμικρό
ενδιαφέρον για τους μύλους. Για μας όλα
ήταν παιχνίδι. Πρώτα παραβγαίναμε ποιος
θα κατεβεί πιο γρήγορα τα σκαλάκια κι
αφού φτάναμε κάτω, αρχίζαμε να πηδάμε
από την μια όχθη των ποταμιών στην άλλη,
προσπαθώντας σε κάθε άλμα να πάμε
μακρύτερα από τους άλλους. Σε δυο
περιπτώσεις είχα ατυχήματα. Μια φορά
τρέχοντας στα σκαλάκια, παραπάτησα κι
έπεσα. Σύρθηκα κάμποσα μέτρα και γδάρθηκα
(ακόμα υπάρχει το σημάδι στο αριστερό
μου χέρι). Τη δεύτερη φορά, πηδώντας το
ποτάμι, δεν υπολόγισα καλά τη φόρα μου
και βρέθηκα μέσα στο νερό. Και τις δυο
φορές επέστρεψα σαν βρεγμένη γάτα στο
σπίτι (υπάρχει και κάποια κυριολεξία
για τη δεύτερη φορά) κι αντί ν' ακούσω
λόγια παρηγοριάς, τις έφαγα κι από πάνω.
Σήμερα
το ποτάμι έχει καλυφθεί από τον φαρδύτερο
δρόμο που στο μεταξύ κατασκευάστηκε
εκεί.
Εγκαταλειμμένο
εργοστάσιο που λειτουργούσε με την
δύναμη του νερού. Αν θυμάμαι καλά πρέπει
να ήταν υδροτριβείο φλοκάτης.
Ένα άλλο
σημείο, όπου το ποτάμι περνούσε κάτω
από γέφυρα. Τα κάγκελα της γέφυρας
υπάρχουν ακόμα, το ποτάμι όμως αφού
καλύφθηκε με τσιμέντο και χώμα, στη
συνέχεια φύτρωσαν από πάνω του χόρτα.
Άλλο ένα
εγκαταλειμμένο εργοστάσιο της περιοχής.
Ήταν βυρσοδεψείο.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment