Monday 21 March 2022

Φύλλο Πορείας

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο





    Πέραμα Ιωαννίνων, Στρατόπεδο Κατσιμήτρου, 8η Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων (ΕΜΑ) Γενάρης 1987.

    Είχαν περάσει οι γιορτές Φώτα κι Άϊ Γιαννιού κι είχαν γυρίσει όλοι οι φαντάροι απ’ τις τελευταίες εορταστικές τους άδειες. Η ζωή στο στρατόπεδο είχε μπει ξανά στη γνώριμη σ’ όλους ρουτίνα.

    Είχε νυχτώσει κι οι φαντάροι είχανε επιστρέψει στους θαλάμους μετά το βραδινό φαγητό. Κρύο βόηθα Παναγία κι ο παγωμένος αέρας απ’ το χιονισμένο Μιτσικέλι κατέβαινε δολοφονικός ως το στρατόπεδο κι ούτε ως το ΚΨΜ δεν τολμούσαμε να ξεμυτίσουμε.

    Στους θαλάμους και στο επιλοχάδικο οι σόμπες έκαιγαν ασταμάτητα, μα όποιος βρίσκονταν κοντά στη σόμπα δεν άντεχε το πύρωμα κι όποιος απομακρύνονταν λίγο πάγωνε.

    Είχα τυλιχτεί με την κουβέρτα καθισμένος στο κρεβάτι μ’ ένα βιβλίο του Μπορίς Βιάν στα χέρια, μα δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Έμενε μια βδομάδα περίπου ν’ απολυθώ κι αντί να χαίρομαι που τέλειωναν τα βάσανά μου, είχα βουτηχτεί στη μελαγχολία. Στο μυαλό μου όλα τα παιδιά της σειράς μου, που θα έμεναν πίσω γιατί είχαν να υπηρετήσουν ποινές πολυήμερης φυλάκισης - άδικες οι περισσότερες. Ένιωθα ενοχές που ήμουν ο μόνος απ’ τη σειρά μας που δεν είχα να υπηρετήσω ούτε μία μέρα ποινή φυλάκισης.

    Γύρισε πίσω ο νους μου απ’ αρχής της θητείας, τότε που παρουσιάστηκα, κι άρχισα να χτενίζω στιγμές, μέρες, βδομάδες, μήνες, σχεδόν δυο χρόνια.

    Απ’ τη στιγμή που αποβιβάστηκα απ’ το τραίνο στο σταθμό Άγιος Θωμάς και πρωτοπέρασα την πύλη του στρατοπέδου Μελίδη στο ΚΕΤΘ (Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων) στην Αυλώνα, όπου δίνοντας τα σχετικά διαπιστευτήρια στον Αλφαμίτη στις 16 Απρίλη του 1985 και πήρα στα χέρια μου το περίφημο έντυπο υποδοχής «καλώς όρισες νέε μαυροσκούφη», ίσαμε τούτη την παγωμένη βραδιά στα Γιάννενα, στις 8 Γενάρη του 1987, ο νους μου ταξίδευε με φοβερή ταχύτητα· κάπου σταματούσε, σε κάποιο πρόσωπο, σε κάποια στιγμή.

    Πάσχιζα να ταιριάξω τη θητεία με τον έξω κόσμο, να μαζέψω σημάδια απ’ τις άδειες που είχα πάρει, να τα ταιριάξω μεταξύ τους, να λογαριάσω πως θάναι άραγε η ζωή έξω στο εξής, η ζωή μου ως πολίτης. Στιγμές ξεκόλλαε ο νους μου απ’ τον καιρό της θητείας και έπαιρνε τα χρόνια με τη σειρά απ’ τα μικράτα μου, όταν μούλεγαν στο σόϊ «θ’ αξήν’ς κι θα πας στρατιώτ’ς κι θα γέν’ς άντρας» κι έφτανε ως εκείνο το δειλινό, που η τοτινή παρέα, στα γραφεία της Ολυμπιακής με κατευόδωνε για πάντα (;) απ’ τη Θεσσαλονίκη, για να με στείλει να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία.



    Εκείνη η διαδρομή απ’ το κέντρο της Θεσσαλονίκης ως τ’ αεροδρόμιο της Μίκρας ξανάρθε στη μνήμη μου ζωντανή - συχνά έρχονταν και στον ύπνο μου. Το λεωφορείο της Ολυμπιακής έτρεχε στην παραλία και κομμάτια απ’ την καρδιά του έπεφταν απ’ τα παράθυρα και τα μάτια μου γύριζαν δεξιά να δουν τον Όλυμπο κι αριστερά να σώσουν ως την κορφή του Χορτιάτη. Ήξερα πως η Θεσσαλονίκη θάναι στο εξής ένας ξένος τόπος για μένα, ένας τόπος μακρινός.

    Τα χρόνια τα φοιτητικά στράγγιξαν κι εγώ διαβατάρικο πουλί πέταγα πάνω από θάλασσες κι από στεριές για την Αθήνα. Ένας σταθμός του ταξιδιού ήταν η Θεσσαλονίκη και στους σταθμούς σπάνια οι έρωτες φτουράνε. Πλιότεροι οι μισεμοί παρά οι αιώνιες αντάμωσες σημαδεύουν τους σταθμούς.

    Θυμήθηκα πως είχα διαλέξει να φύγω απ’ τη Θεσσαλονίκη μ’ αεροπλάνο, μη κι αν έφευγα με τραίνο ή λεωφορείο δεν άντεχα το φευγιό απ’ την πόλη και σε κάποια στάση, στην Κατερίνη ή στα Τέμπη ή στη Λάρισα κατέβαινα και γύριζα πίσω και με κήρυτταν ανυπότακτο στο στρατό. Και στις δυο άδειες που είχα πάρει στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, μια φορά να δώσω το τελευταίο μου μάθημα και μια φορά να ορκιστώ ως πτυχιούχος, μ’ αεροπλάνο ανεβοκατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, ότι ο νόστος μέλι και μαχαίρι κι ένιωθα πως αν παίξω μαζί του θα χάσω, ότι ο νόστος ανίκητος.



    Η Θεσσαλονίκη είχε χαθεί πίσω απ’ το σύγνεφο τ’ αεροπλάνου, η Αθήνα, το χωριό μου η Μαχαλά και το Αγρίνιο σπάνια φαίνονταν πίσω απ’ τις χακί κουρτίνες της θητείας. Μια περίοδος για ν’ ασκηθώ στο πως κάποιος μπορεί να ζει χωρίς καρδιά, χωρίς συναισθήματα· χωρίς λογική η θητεία. Είχε δίκιο εκείνος που είχε πει ότι, εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει ο στρατός. Ευτυχώς που υπήρχαν κάποιοι φαντάροι με χιούμορ κι ευαισθησίες κι έσωζαν στις δύσκολες στιγμές! Το χιούμορ το πιο σίγουρο ανοσοποιητικό στο στρατό.

    Όμως τώρα η θητεία τελειώνει, έλεγα μέσα μου · άρα θα ξαναρχίσει να ρολάρει ξανά η λογική και να βρίσκει κοινό βήμα με την καρδιά ή η χαοτική στρατιωτική «τάξη» επέφερε την ανήκεστη βλάβη της;

    Ο Θανάσος, σειρά απ’ την Πυρσόγιαννη, που είχε να υπηρετήσει ακόμα πενήντα μέρες φυλακή, ζύγωσε και μου μίλησε

    - Σειρά είσι τυχιρός, φεύγεις, ιμείς θα μείνουμι πίσου να φ’λάμι τ’ αγρίμια στου Μιτσικέλ’, μου είπε με παράπονο.

    Δε είχα πρόχειρο λόγο να παρηγορήσω το Θανάσο, μα ξαφνικά η σκέψη μου πήρε μπρος,

    - Πάμε στη «Φωλιά» για κάνα κρασί; τον ρώτησα.

    Η Φωλιά ήταν μια ταβέρνα κοντά στην πύλη του στρατόπεδου, που συχνά πηγαίναμε σκαστοί όσοι είχαμε υπηρεσία, πηδώντας απ’ τη μάντρα, φαντάροι και δόκιμοι.

    - Πού να πάμι ρε σειρά, αφού είμι θαλαμουφύλακας 10-12, μ’ απάντησε ο Θανάσος.

    - Θα φυλάξει άλλος, πάμε, θα κανονίσω εγώ. Εμένα δε μου λένε τίποτε, σε εφτά και μία απολύομαι, τον καθησύχασα

    - Αυτό να μ’ πεις, αφού είσι καραπρόιδρους*, ποιος τουλμάει να σου μιλήσ’; Είπε ξεθαρρεμένος ο Θανάσος. Όμους να πάρου και κάτ’ μιζέδις, που ίφερα απ’ του χουριό, να μας τους ψήσ’ η ταβιρνιάρ’σσα.

    Ο Θανάσος με τον πατέρα του και τον αδερφό του ήταν δεινοί κυνηγοί και τις μέρες των γιορτών είχανε δυνατό κυνήγι αγριογούρουνο και ζαρκάδι.

    Σε λίγο με το Θανάσο κι άλλους δυο απ’ τη σειρά μας - 85 Β ΕΣΣΟ (Εκπαιδευτική Σειρά Στρατεύσιμων Οπλιτών) βρισκόμασταν στη «Φωλιά», όπου υπήρχαν κι άλλοι φαντάροι της ΕΜΑ, αλλά και του υπόλοιπου Συντάγματος, του ΛΕΜ και του Πεζικού. Σ’ ένα τραπέζι και κάποιες κυρίες που συχνά-πυκνά επισκέπτονταν την ταβέρνα για να ψαρέψουν μπάνικους φαντάρους μακριά από τα μάτια της πόλης.

    Ο Θανάσος μπήκε στην κουζίνα της ταβέρνας με μια τσάντα νάιλον κι αμέσως επέστρεψε.

    - Έδουσα λίγου αγριουγούρουνου και λίγου ζαρκάδ’, απού κυνήγ’, να μας ψήσουν, να νουστιμέψουμι, να πιούμε τουν κράσου κι να γιορτάσουμι π’ αμπουλύιτι η σειρά, είπε ο Θανάσος κι μ’ έδειξε.

    Τ’ αγριογούρουνο και το ζαρκάδι πεντανόστιμα, χαρούμενη κι η παρέα και μ’ έσπρωξε σιγά να πάρω ένα τραγούδι. Η ταβερνιάρισσα η Βάσω έκλεισε το μαγνητόφωνο κι όλοι σιγομουρμούριζαν.

    Της θάλασσας βαστώ κακιά, αμάν, αμάν του παποριού αμάχη που πήρε την αγάπη μου, αμάν, αμάν και τηνε χαίρονται άλλοι

    Και γιατί δεν μας το λες, και γιατί δεν μας το λες και γιατί δεν μας το λες, τον πόνο πούχεις κι όλο κλαις

    Και γιατί δε μ’ άνοιξες, και γιατί δε μ’ άνοιξες και γιατί δε μ’ άνοιξες, παρά το τζάμι σφάλισες

    Πανάθεμα την τη στιγμή, κορίτσι μου πανάθεμά την ώρα όπου σε πρωτογνώρισα, μικρούλα μου σε τούτη δω την χώρα

    Και γιατί δεν μας το λες, και γιατί δεν μας το λες και γιατί δεν μας το λες, τον πόνο πούχεις κι όλο κλαις

    Και γιατί δε μ’ άνοιξες, και γιατί δε μ’ άνοιξες και γιατί δε μ’ άνοιξες, παρά την πόρτα σφάλισες

    Τα παιδιά-οι σειρές μου δάκρυσαν κι ύστερα σήκωσαν τα ποτήρια:

    - Γεια σου ρε σειρά, καλός πολίτης, φώναξαν όλοι μαζί.

    Η ταβερνιάρισσα έφερε κρασί:

    - Είναι κερασμένα από μένα απόψε. Αφού σε λίγες μέρες απολύεται ο Γιώργος, χαλάλι σας.

    Ένας- ένας απ’ τη σειρά αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι απ’ τις μέρες της Αυλώνας, τις μέρες που χωρίσαμε για τις διάφορες μονάδες στον Έβρο, στην Ξάνθη, στο Λιτόχωρο, στη Λήμνο, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Σάμο, στην Κω, στη Ρόδο και φτάσαμε ως τις μέρες που ξανασμίξαμε στα Γιάννενα.

    Κάθε τόσο ξεσπούσαμε σε γέλια σαν θυμόμασταν κάποιον της σειράς μας ή κάποιον αξιωματικό με κάποιο περίεργο χαρακτηριστικό ή περίεργη συμπεριφορά. Κάποιες στιγμές σωπαίναμε ότι ζωντάνευαν οι μοναξιές κι οι απελπισίες, για λίγο όμως.

    Το στρατόπεδο στο Πέραμα είχε φαντάρους κυρίως από Άρτα, Πρέβεζα, Θεσπρωτία και Γιάννενα, πολλούς Αιτωλοακαρνάνες και αρκετούς Κερκυραίους. Υπήρχαν και κάποιοι από Τρίκαλα, Καστοριά κι ελάχιστοι από μακρινότερα μέρη, Πάτρα, Ζάκυνθο, Άργος και δυο τρεις απ’ τη Θράκη - μεμέτια.

    - Πως είνι τώρα π’ απουλύισι ρε σειρά, με ρώτησε ο Θανάσος;

    - Ούτε που φανταζόμουνα ότι θάρθει ετούτη η μέρα, ούτε που τόλπιζα, τότε με τις μαυρίλες στην Αυλώνα και με τα βάσανα στη μονάδα στη Χίο. Όμως ο απέραστος καιρός πέρασε. Κανονίστε έχουμε ακόμα εφτά μέρες. Εγώ αύριο φεύγω και θα γυρίσω στις 15 Γενάρη να τα πούμε όλοι μαζί, ν’ αλλάξουμε τηλέφωνα και διευθύνσεις, να μη χαθούμε ρε σειρές!

    Σηκώθηκα και κέρασα τσιγάρα όλους τους θαμώνες της ταβέρνας, όπως το εθιμικό για τους απολυόμενους κι ύστερα όλοι μαζί, απ’ το συνηθισμένο σημείο της μάντρας που μπαινόβγαιναν οι κοπανατζήδες επιστρέψαμε στην Ίλη για ύπνο.

    Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο Γ’ γραφείο για να κατατοπίσω το νέο γραφέα που είχε τοποθετηθεί στη θέση μου και να μαζέψω τα πράγματά μου.

    Το μεσημέρι πήρα την τελευταία μου άδεια κι έφυγα για τη Μαχαλά (Φυτείες) Ξηρομέρου, να δω το χωριό μου που τα χρόνια των σπουδών και της θητείας τόχα στερηθεί. Ήθελα ξέγνοιαστος να ιδώ τα μάτια των ανθρώπων, να πιάσω κουβέντα με τα κλαριά και τα λιθάρια, με τα μονοπάτια και τις μυρωδιές του τόπου μου. Ήθελα να ξανασυνηθίσω τη γυναικεία θωριά, να μυρίσω τα φρέσκα πολιτικά μαντάτα, να μάθω τα νέα τραγούδια, να πληροφορηθώ για τις νέες ταινίες, για τα νέα του Ακαρνανικού και του Παναιτωλικού, να μπω στον παλμό της νέας ζωής.

    Πριν πάω στο ΚΤΕΛ έκανα ένα γύρο στα Γιάννενα, να ιδώ το χτήριο της Μεραρχίας, το Δημαρχείο, τα Δικαστήρια, τη Νομαρχία, το κάστρο, το μόλο, τη λίμνη, το νησί. Εικόνες ζωντανές που σε λίγο θα στόλιζαν ανάμνησες, σκεφτόμουν καθώς βιαστικά κατευθυνόμουνα για το λεωφορείο του ΚΤΕΛ.

    Κοιτούσα στη διαδρομή το Ηπειρώτικο τοπίο που μου ήταν πια οικείο, μα που κι αυτό σε λίγες μέρες θα περνούσε στα περασμένα. Το Μπιζάνι, το μουσείο του Βρέλλη, το Αβγό, τη Βουλιάστα, το χάνι στο Τέροβο, τις πηγές του Λούρου, το δρόμο πλάι στην ποταμιά με τις πέστροφες, την τρύπα τ’ Άι Γιώργη στο βράχο, τη Φιλιππιάδα, τους Χαλκιάδες, την Άρτα.

    Ρουφούσα την Ηπειρώτικη λαλιά μεσ’ στο λεωφορείο, ότι κι αυτή ήταν έτοιμη να αλαργέψει. Δούλιψαμαν, φάγαμαν, έπγαμαν, χουρέψαμαν, κ’μοίθ’καμαν κι όλες οι χαρακτηριστικές λέξεις κι εκφράσεις της ντοπιολαλιάς χόρευαν μεσ’ στη σιωπή μου. Κλαρίνο αργόσυρτο Ηπειρώτικο κι ένα μεράκι Πωγωνίσιο στ’ αφτιά μου, «αλησμονώ και χαίρουμαι, θυμούμαι και λυπούμαι». Χρώματα από κούμαρα στα θολωμένα μάτια μου κι αναθυμιές από κράνου γεύση.

    Οι στιγμές των συγκρούσεων στο στρατό, που δεν ήταν και λίγες, είτε με τους αξιωματικούς για αυταρχικές συμπεριφορές τους ή για κάποιες μιλιταριστικές τους απόψεις ή και για τις συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης, είτε με τους φαντάρους για τα καψώνια προς τους νέους, είχαν μπει στις ανάμνησες κι αυτές και συγκινημένος πάσχιζα να συνειδητοποιήσω λεύτερος τη μετάβαση στη χαρά αλλά και στην αβεβαιότητα της νέας εποχής που ξάνοιγε.

    Οι μέρες της άδειας στο χωριό πέρασαν στα καφενεία με καφέδες και μόνιμη κουβέντα για το ΦΠΑ που από 1/1/1987 είχε μπει και στη ζωή των Ελλήνων στη θέση του Φόρου Κύκλου Εργασιών(ΦΚΕ). Βέβαια τα βράδια με ουζοκατανύξεις, χωρατά και ξεγνοιασιά. Πολλοί με ρώταγαν, πως τα περνάτε στη «φωλιά του Γούκου»**, ότι το θέμα της περίφημης τοκογλυφίας για τα Γιάννενα αλλά και το Πανελλήνιο ήταν ακόμα φρέσκο και το ενδιαφέρον ζωηρό.

    Δίχως να το καταλάβω έφτασε η 15 Γενάρη, να πάω να για τελευταία φορά στη μονάδα στο Πέραμα, να κοιμηθώ για τελευταία φορά στην ποδιά του Μιτσικελιού.



    Αύριο απολύομαι, σκεφτόμουν καθώς ταξίδευα απ’ το χωριό μου για τη μονάδα, με το λεωφορείο της γραμμής του ΚΤΕΛ Αγρίνιο-Ιωάννινα· πέρασε ο καιρός, μεγάλο πράμα η υπομονή. Αναβαρούσαν στο μυαλό μου μορφές φαντάρων παλιότερων σειρών που γνώρισα κι είχαμε χαθεί. Παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα, κάθε καρυδιάς καρύδι, μα κάποιοι είχανε μείνει στην καρδιά μου.

    Περνούσαν κινηματογραφικά απ’ τη μνήμη μου εικόνες απ’ τα κάτεργα των φυλακών Αυλώνας, απ’ τις ατέλειωτες ώρες εκπαίδευσης και αγγαρείας, απ’ τις επίπονες αποστολές πυρασφάλειας σε πυρκαγιές στα Γεράνεια, στην Εύβοια, τη φύλαξη στο φυλάκιο στα Πυρομαχικά όπου κι η περιβόητη «στοιχειωμένη» σκοπιά της γριάς***.

    Θυμήθηκα με συγκίνηση τα σκηνάκια στη Χίο τον υπέροχο Απρίλη του 1986 και τη φοβερή παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά και τους επίστρατους. Θυμήθηκα μια αυγή που ξύπνησα κι είδα πάνω στ’ άρματα καθισμένες πέρδικες.

    Θυμήθηκα τη Χώρα, το Πυργί, τους Ολύμπους, τα Μεστά, τ’ Αρμόλια, τη μονάδα πάνω απ’ το Χαλκειός – 96 ΕΑΡΜΕΘ, τα χωριά τριγύρω, το Δαφνώνα, τα Θυμιανά, τον Άι Γιώργη το Συκούση, θυμήθηκα αντίκρα τον Τσεσμέ π’ αγνάντευα απ’ του Στρατηγείου το παραθύρι.

    Θυμήθηκα μια μέρα στη μονάδα στη Χίο, που κάποιος απολύονταν και δεν το πίστευε, επειδή είχε τόσο πολλή φυλακή που νόμιζε ότι δε θ’ απολυθεί ποτέ.

    - Πήγαινε πες του Καλαμάτα να σηκωθεί, να πάει να πάρει τ’ απολυτήριό του, εμένα δε με πιστεύει, με βρίζει, μου είχε πει ο θαλαμοφύλακας.

    - Ξύπνα ρε σειρά, έγινε το θάμα, ήρθε η μέρα ν’ απολυθείς, έσκυψα κι είπα του Καλαμάτα κι ο Καλαμάτας, έτσι ήτανε το επίθετό του αν και Τριπολιτσιώτης, άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε και μ’ αγκάλιασε.

    Ήταν αγρίμι ο Καλαμάτας με πολλούς μήνες φυλακή, μα είχε καρδιά μικρού παιδιού· τρόπο ήθελε, δεν ανέχονταν τα ζοριλίκια.

    Θυμήθηκα τη μετάθεσή μου απ’ τη Χίο στα Γιάννενα, στη μέση του μουντιάλ του Μεξικού τον Ιούνιο του ’86, όπου δυο φίλοι φαντάροι με συνόδεψαν ως το Αεροδρόμιο και την προσπάθειά μου να πάρω όσες περσσότερες τελευταίες ανάσες στην Μυροβόλο Χίο, που δε θα ξανάβλεπα και, που αν και στην αρχή μου είχε φανεί αφιλόξενη, την είχα πια αγαπήσει. Το Ομήρειο, η Απλωταριά, το λιμάνι. Το γιομάτο άρωμα δάκρυ του σχοίνου, «το δέντρο που πληγώναμε», τα περβόλια, τ’ αμπέλια και τις ελιές στον Κάμπο με τ’ αρχοντικά τα μαντρωμένα, το στρατόπεδο χωμένο στη ρεματιά κάτω απ’ το λόφο τ’ Άι Γιώργη.

    Θυμήθηκα που φτερούγισα απ’ τη Χίο και βλέποντας, απ’ τον αέρα, το νησί να κολυμπάει στο Αιγαίο, άρχισα να ψελλίζω.

    Τα περιβόλια και τ’ αμπέλια και οι ελιές δίπλα στο λόφο κόβουν το δειλινό στα δύο σα μαζευόμαστε στο λόχο.

    Γύρω απ’ το τάβλι η παρέα στο τσίπουρο ανάβει ο πόθος και όλο βρίζει ένας φαντάρος μας κλέβει τη ζωή ο λόχος.

    Η Χίος έχει πανηγύρι κι εμείς κανόνια και μιζέρια χαϊδεύει το νησί ο ήλιος μα ο λόχος τρώει τα καλοκαίρια.

    Και η Ελλάδα είναι γυναίκα μα δε χαϊδεύει τα μαλλιά μου άραγε τι είναι η πατρίδα; Ο λόχος ή η πεθυμιά μου;

    Ήρθε στο νου μου, το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα στη μονάδα στο Πέραμα, κείνη η πεθυμιά που έκαιγε μέσα μου να γυρίσω ξανά πίσω στη Χίο, μα σιγά-σιγά συνήθισα στο Γιαννιώτικο τοπίο και φίλιωσα και δέθηκα.

    Θυμήθηκα κι ένα μουρλό Ζακυνθινό στην ΕΜΑ στο Πέραμα, που αναστάτωσε ολόκληρη τη μονάδα κάποτε.

    - Σειρά θέλω να με καλύψεις για καμιά ώρα, μου είπε ο Ζακυνθινός κάποια φορά που ήμουν βοηθός αξιωματικού υπηρεσίας.

    - Εντάξει σειρά, αλλά να γυρίσεις, μη σε ψάχνω, του είχα πει.

    Στη βραδινή αναφορά έδωσα το Ζακυνθινό παρόντα, αλλά το επόμενο πρωί ο Διοικητής έλαβε τηλεφώνημα από την τροχαία Ζακύνθου, ότι ο αθεόφοβος ο Ζακυνθινός, όχι μόνο μ’ εξαπάτησε και δε γύρισε σε μια ώρα στη μονάδα, αλλά όλη νύχτα είχε φτάσει απ’ τα Γιάννενα στη Ζάκυνθο και στις 6 το πρωί είχε εμπλακεί και σε τροχαίο με κλεμμένο μηχανάκι.

    Θυμήθηκα το δόκιμο που μέθυσε, όταν η ΕΜΑ είχε πάει για άσκηση στο Μεσόβουνο****, που δε μπορούσα να τον συνεφέρω και ξύπνησε ο διοικητής με το άγαρμπο τραγούδισμά του.

    Ήρθαν στο νου μου οι αλησμόνητες μέρες των δημοτικών εκλογών του 1986 στα Ανατολικά Ζαγόρια, όπου οι φαντάροι της 8ης ΕΜΑ ήταν εντεταλμένοι για την ασφάλεια των εκλογικών τμημάτων, στα χωριά Ασπράγγελοι, Δίλοφο, Κήποι, Φραγκάδες, Λεπτοκαρυά. Εκεί όπου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και ν’ απολαύσω εκτός απ’ το απερίγραπτο φυσικό κάλος με τα ελάτια, τις καστανιές και τα πλατάνια και την εκπληκτική αρχιτεκτονική και τη μοναδική φιλοξενία των κατοίκων, αλλά και την ιστορία του τόπου στους αιώνες.

    Όμως το λεωφορείο του ΚΤΕΛ είχε φτάσει στα Γιάννενα. Κάμποσοι φαντάροι σκόρπισαν απ’ το ΚΤΕΛ, άλλοι για τις μονάδες τους κι άλλοι για καφέ στο κέντρο της πόλης. Ένιωθα σα σε περασμένα Σαββατιάτικα δειλινά όπου οι Γιαννιώτες φαντάροι κουβέντιαζαν γιομάτοι προσμονή το Κυριακάτικο παιγνίδι του ΠΑΣ. Περίμενα κι εγώ με λαχτάρα την επόμενη μέρα.

    Αγόρασα την «Ελευθεροτυπία» κι έκατσα στου «Τσοκάνη»***** να πιω τον τελευταίο μου Γιαννιώτικο καφέ. Το κόσκινο του μυαλού μου είχε πάψει για λίγο να διαλέγει στιγμές απ’ τη θητεία.

    Το βραδάκι ήμουν πίσω στη μονάδα, δε χρειάστηκε ν’ αλλάξω, έμεινα με τα πολιτικά. Κοίταξα ποιοι ήταν εξοδούχοι απ’ τη σειρά μου και τους ειδοποίησα όλους ότι είχα κανονίσει να πάμε σε ένα λαϊκορεμπετάδικο της εποχής στην πλατεία Πάργης. Ζήτησα και δυο ώρες παράταση απ’ τον αξιωματικό υπηρεσίας για τα παιδιά της παρέας μου και περάσαμε τη βραδιά ως τις 2 το πρωί με ζωντανό τραγούδι.

    Η μέρα ξημέρωσε κι ήταν Παρασκευή 16 Γενάρη 1987, η στρατιωτική μου θητεία μετά από 21 μήνες είχε τελειώσει. Πήγα στις 7 το πρωί στο Διοικητήριο και πήρα τ’ απολυτήριο κι άρχισα να χαιρετάω αξιωματικούς και γραφιάδες μοιράζοντας τσιγάρα. Ένας γλυκός πόνος με κυρίευε κάθε που κάποιος μ’ αγκάλιαζε και μούλεγε «να μη χαθούμε».

    - Καλός πολίτης, μου εύχονταν κι εγώ απαντούσα,

    - Καλό υπόλοιπο, στους έφεδρους, καλή εξέλιξη, στους αξιωματικούς.

    Πήγα κρυφά κάτω απ’ τη μάντρα στην αναφορά της Ίλης μου, όπου ο Λοχίας υπηρεσίας ανάφερνε για τη δύναμη της ύλης, τους παρόντες, αυτούς που βρίσκονταν σε υπηρεσία, τους αδειούχους· άκουσα και τ’ όνομά μου στους απολυόμενους κι ένα δάκρυ κατέβηκε στο μάγουλό μου.

    Η αναφορά τέλειωσε κι εμφανίστηκα και γίναμε ένα μπουκέτο με τους φαντάρους της Ίλης και τον ίλαρχο και για ώρα πολύ δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε.

    - Το βλέπω ότι σήμερα με την απόλυση του Γιώργου δε θα μπορέσουμε να δουλέψουμε, είπε ο Ίλαρχος, ακουμπώντας την παλάμη του στον ώμο μου.

    - Φεύγω κύριε Ίλαρχε, είπα ένοχα κι ο ίλαρχος μου έσφιξε το χέρι.

    Πέρασα κι απ’ την άλλη Ίλη (διοικήσεως) πέρασα απ’ τον όρχο, απ’ τον Ουλαμό συντηρήσεως, απ’ τα μαγειρεία. Η ώρα είχε πάει 11 κι ακόμα χαιρετούσα. Όλες οι δύσκολες στιγμές είχαν σκορπίσει, φαντάροι κι αξιωματικοί όλοι τους ζεστοί. Ακόμα και το Μιτσικέλι, μόλο που ήτανε χιονισμένο έδειχνε συγκίνηση. Οι πανύψηλες γυμνές λεύκες του στρατόπεδου χαμήλωναν κι αυτές ν’ αποχαιρετιστούμε.

    Ο Αλφαμίτης τηλεφώνησε στο Διοκητήριο, στο Επιλοχάδικο και στο Γ’ γραφείο, να με ειδοποιήσει, να βιαστώ, ότι με περίμενε ταξί στην πύλη· κίνησα για τον έξω κόσμο.

    Ένα ανεμούριο στο Γιαννιώτη αέρα το απολυτήριο.

    Αντίο Πέραμα και Μιτσικέλι, αντίο Γιάννενα και φαιοπράσινη ζωή!



    Σημειώσεις:

    * Πρόεδρος (εθιμικά μεταξύ των φαντάρων): αυτός που είναι σειρά απολύσεως (καραπρόεδρος = αυτός που το υπόλοιπο της θητείας του το έχει σε άδεια.)

    ** «Στη φωλιά του Γούκου»: έτσι είχε ονομάσει τα Γιάννενα, τότε, ένας ευφάνταστος ρεπόρτερ που είχε ασχοληθεί επισταμένα με το θέμα του περιβόητου τοκογλύφου Γιώργου Γούκου και την αυτοχειρία του επιχειρηματία Γιώργου Υφαντή, αλλάζοντας κατά μία λέξη τον τίτλο της ταινίας του Τζακ Νίκολσον «Στη φωλιά του κούκου» (Σκηνοθεσία Μίλος Φόρμαν).

    *** Σκοπιά της Γριάς: Στα ''Πυρομαχικά''στο στρατόπεδο της Αυλώνας υπήρχε (υπάρχει;) μια σκοπιά που (τάχα) συνδέεται με μια περίεργη - μακάβρια ιστορία. Δύο αδέλφια υπηρετούσαν ταυτόχρονα τη στρατιωτική τους θητεία στο ΚΕΤΘ. Ο ένας από τους δύο φύλαγε κάποια στιγμή στη συγκεκριμένη σκοπιά. Ο αδερφός του θέλοντας να αστειευτεί πλησίασε στη σκοπιά και προσπάθησε να τον τρομάξει. Δυστυχώς όμως ο σκοπός αδερφός πυροβόλησε τον αδελφό του γιατί νόμισε ότι κινδύνευε και τον σκότωσε. Όταν ο σκοπός κατάλαβε ποιον είχε σκοτώσει αυτοπυροβολήθηκε. Η μάνα τους τρελαμένη από τον χαμό των δυο παιδιών της μοιρολογάει και βογκάει περνώντας από τη σκοπιά κι εξαφανίζεται στο ρέμα. Έτσι έλεγαν τότε οι μονιμάδες αρχιφύλακες στο φυλάκιο. Ένας θρύλος ανεξερεύνητος.

    **** Μεσόβουνο: Χωριό του Νομού Κοζάνης, μεταξύ Πτολεμαΐδας και Αμύνταιου, όπου υπήρχε πεδίο βολής αρμάτων (τανκς).

    ***** «Τσοκάνη»: Περίφημο παραδοσιακό καφενείο (που δεν υπάρχει πια) στο κέντρο των Ιωαννίνων (Δωδώνης και Μιχαήλ Άγγελου) όπου σύχναζαν άνθρωποι της αμφισβήτησης, της “άλλης” Αριστεράς, οι εναλλακτικοί ας πούμε, αλλά και πολλοί άλλοι. «Ραντιβού στ’ Τσουκάν’» έλεγαν οι Γιαννιώτες, με το χαρακτηριστικό χρωματισμό τους!

    Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 15/1/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

No comments:

Post a Comment