Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Πλησίαζε
το Πάσχα. Το τελευταίο Πάσχα των εφηβικών
μου χρόνων. Ήξερα πολύ καλά, πως ήταν η
τελευταία μου ευκαιρία, να γνωρίσω τα
ήθη και τα έθιμα αυτής της γιορτής, στην
Κρήτη. Αποφάσισα. να μην πάω για τις
πασχαλινές διακοπές του σχολείου στη
Βέροια και να μείνω στην Κίσσαμο, όπου
είχα ήδη αρκετές προσκλήσεις, για
φιλοξενία από φίλους και συμμαθητές.
Λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, άρχισε
μια συζήτηση με τον Γιάννη και τον
Αντώνη, απ’ τα Μεσόγεια, για μια εκδρομή,
που θα μπορούσαμε να κάνουμε σε μια
απομακρυσμένη κι έρημη περιοχή. Εγώ,
δεν ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος μ’
αυτήν την προοπτική. Ο Γιάννης όμως
επέμενε τόσο πολύ κι αυτό με εντυπωσίασε,
γιατί δεν με είχε συνηθίσει να φέρεται
έτσι. Αναρωτιόμουν τους λόγους μια
τέτοιας επιμονής, όμως το μυαλό μου ήταν
κολλημένο αλλού και δεν έδινα ιδιαίτερη
σημασία σε τίποτα.
Ίσως
την απάθεια που έδειχνα, που
στην
ουσία ήταν πραγματική, να την πήραν για
συμφωνία οι φίλοι μου κι άρχισαν πυρετωδώς
να οργανώνουν, τις λεπτομέρειες της
εκδρομής. Εγώ δεν είχα τίποτα, εκτός απ’
την παρουσία μου, να προσφέρω στις
ετοιμασίες της εκδρομής, γιατί ζούσα
μόνος μου, σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο της
πόλης και γι αυτό δεν θα μπορούσα να
συνεισφέρω, σε τρόφιμα και προμήθειες.
Απ’ ό,τι κατάλαβα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα
γι αυτούς, καθώς φρόντιζαν για όλες τις
λεπτομέρειες, χωρίς τη δική μου συμβολή.
Τους άκουγα με απάθεια, να πληροφορούν
τους υπόλοιπους συμμαθητές μας, για την
εξόρμηση και τους πρότειναν να έλθουν
μαζί μας. Με έκπληξη αντιλήφτηκα, πως
αρκετοί ήθελαν να έρθουν μαζί μας και
το συζητούσαν σοβαρά. Τελικά μερικοί
λόγω των γιορτών, επειδή ίσως θεωρούσαν
το Πάσχα οικογενειακή γιορτή, απέφυγαν
τη πρόσκληση. Πάντως μαζευτήκαμε μια
ομάδα, που την αποτελούσαμε, εγώ, ο
Γιάννης Ρ., ο Αντώνης Σ., ο Λευτέρης Α., ο
Δημήτρης Κ., όλοι συμμαθητές, ο Δημήτρης
Ξ., ο οποίος είχε αποφοιτήσει απ’ το
γυμνάσιο, την προηγούμενη χρονιά και
τρεις εξωσχολικοί απ’ τον Πλάτανο που
δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματά τους.
(Μπάλος)
Ξεκινήσαμε
τη Μεγάλη Δευτέρα 24 Απριλίου, με τα πόδια
εγώ κι ο Γιάννης, για να συναντήσουμε
τους υπόλοιπους στην Καλυβιανή, ένα
μικρό χωριό προς τα δυτικά, λίγο μετά
την Κίσσαμο. Ο Γιάννης ήταν φορτωμένος,
μ’ ένα σωρό πράγματα. Τρόφιμα,
νταμιτζάνες με κρασί, μέχρι μπατανίες
για να κοιμηθούμε. Εγώ, με τα λίγα χρήματα
που είχα στη διάθεσή μου, είχα αγοράσει
από ένα παντοπωλείο λίγες κονσέρβες,
παξιμάδια, λουκάνικα και τυρί. Φορτωμένοι
με τις προμήθειές μας, διασχίσαμε την
πόλη μας και περνώντας στον παραλιακό
δρόμο, έχοντας τη θάλασσα στα δεξιά μας,
φθάσαμε τελικά στον τόπο συνάντησης,
όπως είχαμε συνεννοηθεί. Εκεί ήδη μας
περίμεναν οι υπόλοιποι, φορτωμένοι με
απίστευτα πολλές αποσκευές. Με μια ματιά
κατάλαβα, πως θα ήταν πολύ δύσκολο, αν
όχι αδύνατο, να τις μεταφέρουμε στον
τελικό προορισμό μας. Σε παρατήρηση που
έκανα, για το αδύνατο της μεταφοράς,
τόσων πολλών αποσκευών μου, απάντησε
κάποιο απ’ τα “Μεσογειανάκια”:
«Θα
μας αγαντάρει (βοηθήσει) η Αγιά Ειρήνη»
Εγώ,
δεν κατάλαβα τι ακριβώς μου είπε… κι
αναρωτιόμουν τι δουλειά θα μπορούσε να
έχει η Αγιά Ειρήνη. Όταν με είδαν απορημένο
οι υπόλοιποι, άρχισαν να γελάνε και να
με περιπαίζουν, ενώ κάποιος είπε
απευθυνόμενος στους υπολοίπους:
«Μωρέ
ίντα λωδά (τι λέτε) να τον στεφανώσουμε
τούτον στην Αγιά Ειρήνη;»
Με
το που τελείωσε τη φράση του, όλη η παρέα
άρχισε να γελάει, εκτός από μένα, που
τους κοίταζα με απορία, χωρίς να
καταλαβαίνω για ποιο λόγο γελούσαν. Το
γέλιο τους όμως, ήταν μεταδοτικό κι
άρχισα να γελάω κι εγώ. Αυτό τους έκανε
να γελάνε ακόμη πιο πολύ, πράγμα
που μ’ έκανε να υποψιαστώ τελικά, πως
βασικός στόχος του αστείου, ήμουν εγώ.
Όταν στράφηκα προς τον Γιάννη, να μου
εξηγήσει, αυτός γελώντας, μου είπε πως
θα καταλάβω σε λίγο. Οι εξωσχολικοί,
αφού μίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα μεταξύ
τους, πήραν κάτι σχοινιά που είχαν φέρει
μαζί τους κι απομακρύνθηκαν, ενώ εμείς
ξαπλώσαμε να ξεκουραστούμε.
(Μπάλος)
Δεν
πέρασε πολλή ώρα κι ακούσαμε φωνές και
ποδοβολητά. Σηκώθηκα γρήγορα ξαφνιασμένος
κι αντίκρισα τους καινούργιους φίλους
μου, να έρχονται προς το μέρος μας,
σέρνοντας τρία γαϊδουράκια. Με τα σχοινιά
που είχαν μαζί τους, τα είχαν δέσει
φτιάχνοντας μ’ επιδεξιότητα, πρόχειρα
καπίστρια και τα οδηγούσαν με μαεστρία,
προς το μέρος μας. Όπως μου εξήγησε ο
Αντώνης, οι χωριανοί του, σ’ αυτό το
μέρος, εγκατέλειπαν τα γέρικα και
πληγωμένα ζωντανά, που ήταν πλέον ανίκανα
για αγροτικές δουλειές. Αυτά με τον
καιρό, είχαν πολλαπλασιαστεί και ζούσαν
σε άγρια κατάσταση, κοντά στη μικρή
εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Τότε κατάλαβα
το λογοπαίγνιο τους, για την παντρειά.
Εννοούσαν ότι θα με πάντρευαν με
γαϊδάρα. Μου φάνηκε αρκετά πετυχημένο
σαν αστείο, έτσι δεν θύμωσα, αντίθετα
το διασκέδασα.
(Μπάλος)
Παρακολουθούσα
τους υπολοίπους, να φορτώνουν μ’ ευκολία
όλες τις αποσκευές μας πάνω στα υποζύγια,
χρησιμοποιώντας πολύπλοκα δεσίματα,
για να τα ασφαλίσουν. Ενοχλήθηκα λιγάκι,
όταν είδα πως, για να τα οδηγήσουν,
χρησιμοποιούσαν κάτι λεπτές βέργες,
που είχαν κόψει απ’ τους θάμνους της
περιοχής. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι
ήταν απαραίτητες, καθώς τα ζώα, δεν ήταν
πλέον συνηθισμένα, να εξυπηρετούν τους
ανθρώπους και δυστροπούσαν. Ξεκινήσαμε
την πορεία μας, περνώντας από διάφορα
μέρη με περίεργα τοπωνύμια, όπως το
«Μνήμα του Πεχλιβάνη», «Κακιά Σκάλα»
κλπ. Από κάθε περιοχή που περνούσαμε,
είτε ο Γιάννης είτε ο Αντώνης, όλο και
κάτι θα είχαν να μας διηγηθούν, σχετικά
με την ιστορία και τις λαϊκές παραδόσεις
του τόπου. Επειδή και οι δυο, είχαν το
χάρισμα του καλού αφηγητή, μας «μαγνήτιζαν»,
με τις διηγήσεις τους. Έτσι, μάθαμε απ’
τις αφηγήσεις τους, ιστορικά γεγονότα
που είχαν συμβεί εκεί, στο παρελθόν,
καθώς και διάφορες δοξασίες της περιοχής.
Εγώ, σαν καλός ακροατής που ήμουν,
ρουφούσα τα πάντα, αλλά μετά τόσα χρόνια,
η μνήμη μου αδυνατεί να τ’ αναπαράγει
όλα.
(Ο Γιάννης)
Διασχίζοντας
την Κακιά Σκάλα, ένα απίστευτα στενό,
πετρώδες μονοπάτι, στην άκρη του γκρεμού,
αναγκαζόμασταν να περπατάμε με προσοχή,
καθώς κάτω εκτεινόταν κυριολεκτικά το
χάος, με τη θάλασσα να γλύφει την πετρώδη
απότομη ακτή. Περνώντας απ' αυτό το
μονοπάτι, μου ήρθε στο μυαλό ο μύθος του
Σκίρωνα. Τα παιδιά, οδηγούσαν τα
γαϊδουράκια με προσοχή, ενώ συχνά πέτρες
ξεκολλούσαν απ’ την πλαγιά και κατέληγαν
στο νερό. Τότε ο Αντώνης, έκανε αναφορά
για μια μεγάλη σπηλιά, που υπήρχε εκεί.
Ο Γιάννης κι εγώ, δεν αντέξαμε στον
πειρασμό και την επισκεφτήκαμε, αφήνοντας
τους άλλους να συνεχίσουν τη διαδρομή
τους. Από ένα άνοιγμα μπήκαμε μέσα κι
αμέσως αισθανθήκαμε, μια απίστευτη
δροσιά, η οποία, όσο προχωρούσαμε προς
το εσωτερικό, μετατρεπόταν σε κρύο. Από
διάφορες τρύπες που υπήρχαν στην οροφή
και στα πλάγια, έμπαινε λιγοστό φως, που
φώτιζε αμυδρά την τεράστια πράγματι
σπηλιά. Οι φωτοσκιάσεις μέσα στη σπηλιά,
δημιουργούσαν έναν παράξενο διάκοσμο,
ζωντανεύοντας τον κάθε βράχο. Ίσως
συνέβαλλε κι η φαντασία μας σ’ αυτό ή
ακόμη κι ο φόβος, που νιώθαμε καθώς
ήμασταν αντιμέτωποι με το άγνωστο. Έτσι
βλέπαμε τους βράχους και τα τοιχώματα,
να παίρνουν τη μορφή άγριων και μυθικών
θηρίων, καθώς ο καθένας ξεχωριστά
εξηγούσε την κάθε φωτοσκίαση ανάλογα
με τη φαντασία του.
(Λευτέρης Α.)
Ένας
ξαφνικός θόρυβος μας τρόμαξε, σχεδόν
μας πανικόβαλλε και μείναμε ακίνητοι
προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουμε την πηγή
του θορύβου. Γρήγορα καταλάβαμε, πως
τον θόρυβο τον έκαναν πουλιά, αγριοπερίστερα
μάλλον, που φώλιαζαν εκεί και τα είχε
ενοχλήσει η παρουσία μας, αναγκάζοντάς
τα να πετάξουν απότομα. Αυτό ήταν αρκετό,
για να μας αναγκάσει να εγκαταλείψουμε,
κάθε επιθυμία μας για εξερεύνηση. Βγήκαμε
στο μονοπάτι και με απίστευτα γρήγορο
βηματισμό, προσπαθούσαμε να φτάσουμε
την προπορευόμενη συντροφιά μας. Τους
είδαμε απ’ το ύψωμα να διασχίζουν ένα
αδιόρατο ελικοειδές μονοπάτι το οποίο
προφανώς, είχε γίνει από ζώα. Η μορφολογία
του εδάφους ήταν καθαρά ορεινή, με
διάσπαρτους βράχους και πέτρες, να
εξέχουν απ’ το χώμα, που είχε το χρώμα
της σκουριάς. Η βλάστηση ήταν σχεδόν
ανύπαρκτη, αν εξαιρέσεις τους ελάχιστους
θάμνους και μερικά ασθενικά χόρτα που,
παρ’ όλο που ήταν προχωρημένη άνοιξη,
ήταν καφεκίτρινα απ’ τη φανερή έλλειψη
νερού. Αυξήσαμε την ταχύτητα του
βαδίσματός μας, πάνω στο κακοτράχαλο
μονοπάτι προσπαθώντας να τους φτάσουμε.
Τα παπούτσια μας, κατά πρώτο λόγο και
μετά τα πέλματά μας, υποφέρανε απ’ τις
κοφτερές πέτρες και τα χαλίκια που
εξείχαν, απ’ το μονοπάτι που ακολουθούσαμε.
Με θλίψη έβλεπα, τα καινούργια αθλητικά
παπούτσια, τελείως ακατάλληλα για
τέτοιου είδους πορείες, που φορούσα, να
σχίζονται στις άκρες, καθώς δεν μπορούσαν
ν’ ανταγωνιστούν, το πετρώδες και
ανώμαλο έδαφος.
(Ανδρέας)
Τελικά
τους προλάβαμε, επειδή σταμάτησαν σ’
ένα μικρό άσπρο εκκλησάκι, που στην αυλή
του, από μια σωλήνα, έτρεχε λιγοστό νερό.
Τα παιδιά, ήδη γέμιζαν κάθε διαθέσιμο
δοχείο, που είχαμε μαζί μας. Όταν τους
ρώτησα τον λόγο, μου απάντησαν πως εκεί
που θα πάμε, δεν υπάρχει καθόλου πόσιμο
νερό. Μόλις τελείωσαν, δοκίμασα το νερό.
Εξ άλλου, διψούσα πολύ απ’ την
πορεία. Το έφτυσα αμέσως. Ήταν γλυφό κι
είχε μια περίεργη μυρωδιά, που θύμιζε
χαλασμένο αυγό. Μου ήταν αδύνατο να πιω
τέτοιας ποιότητας νερό. Όταν το είπα
στους συντρόφους μου, γέλασαν και μου
είπαν περιπαιχτικά, πως είμαι καλομαθημένος.
Δεν
ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει, απ’ τη
στιγμή που ξεκινήσαμε, αλλά εγώ ήδη
αισθανόμουν κουρασμένος. Έτσι, όταν
πρότειναν να ξεκουραστούμε για λίγο,
εκεί κοντά στο νερό, το δέχτηκα με
ανακούφιση. Διαλέξαμε ο καθένας, το
μέρος που, κατά τη γνώμη του, θα ήταν πιο
βολικό και ξαπλώσαμε όλοι πάνω στο χώμα,
χωρίς να δίνουμε καμιά σημασία, για το
αν θα λερώσουμε ή όχι τα ρούχα μας. Φυσικά
ο Γιάννης, κατά την προσφιλή του συνήθεια,
άρχισε να μας εξιστορεί γεγονότα, που
είχαν συμβεί στην περιοχή και τα θεωρούσε
αξιοσημείωτα. Η αφήγησή του έφτανε,
μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας κι
εγώ απορούσα, πώς ήταν δυνατόν να έχει
τόσες γνώσεις, πάνω σ’ αυτό το θέμα. Σε
ανάλογη ερώτηση που του έκανα, μου είπε
πως τα έμαθε, από διηγήσεις μεγαλυτέρων
χωριανών του. Έτσι έκπληκτος, άκουγα
για πρώτη φορά, πως ο τόπος του προορισμού
μας, εκτός από κέντρο των επαναστατημένων
Κρητικών, υπήρξε και άντρο πειρατών που
έκαναν επιδρομές μέχρι τη Μάλτα. Είχαν
γίνει ο φόβος και ο τρόμος, κάθε εμπορικού
πλοίου, που διέσχιζε τα νερά. Μάλιστα,
ήταν τόσο μεγάλη η δραστηριότητα τους
που, όπως λέγεται, σε δυο μήνες είχαν
λεηλατήσει πάνω από ογδόντα πλοία. Τότε
άκουσα με έκπληξη και για την «Παναγία
την Κλεπταποδόχο». Αυτή, ήταν μια
εκκλησία, στην οποία οι πειρατές,
αφιέρωναν το δέκα τοις εκατό της λείας
τους. Πίστευαν, λέει, πως με τις αφιερώσεις
τους, η Παναγία θα τους βοηθούσε, να τα
έχουν καλά με τον Θεό. Απ’ τα παράδοξα,
για μένα, ήταν ότι ανάμεσα στους πειρατές,
υπήρχαν και ιερείς που θα μεσολαβούσαν
γι αυτό.
(Αντώνης Σ.)
Η
ξεκούραση διακόπηκε απότομα, μόλις τα
“Μεσογειανάκια” έδωσαν εντολή, να
ξεκινήσουμε, προς μεγάλη μου απογοήτευση,
καθώς η όλη διήγηση, με είχε συνεπάρει.
Ξεκινήσαμε με γρήγορο βηματισμό,
ακολουθώντας τα φορτωμένα γαϊδουράκια
που, όσο κι αν αυτά δυστροπούσαν, οι
οδηγοί κατάφερναν να τα ελέγχουν. Τώρα
πλέον η πορεία μας, γινόταν όλο και πιο
ανηφορική και το μονοπάτι, όλο και πιο
κακοτράχαλο, αυξάνοντας το βαθμό
δυσκολίας στη διέλευσή του. Σχεδόν
αγκομαχώντας, φτάσαμε στην κορυφογραμμή
του υψώματος κι εκεί… μου κόπηκε η
ανάσα.
Πρώτη
φορά στη ζωή μου, είδα τόσο όμορφο φυσικό
τοπίο. Μπροστά μου απλωνόταν η λιμνοθάλασσα
του Μπάλου, με απίθανα χρώματα, απ’ το
σμαραγδένιο πράσινο, έως το βαθύ μπλε.
Ένας ελαφρύς κυματισμός, έγλυφε αργόσυρτα
την παραλία, με τις γήινες αποχρώσεις
του μπεζ και του καφέ. Στο βάθος του
ορίζοντα, έβλεπα δυο νησάκια. Στην κορυφή
του ενός απ’ αυτά, δέσποζε ένα κάστρο.
Σε κάποια σημεία, η παραλία είχε ένα
περίεργο ροζ χρώμα και κατέληγε σ’ ένα
ακρωτήρι, που, όπως μου είπαν, το έλεγαν
«Τηγάνι». Απ’ το σχήμα που έβλεπα, το
όνομα του ταίριαζε απόλυτα. Είχε ακριβώς
το σχήμα τηγανιού. Το χρώμα που δέσποζε
σ’ αυτό ήταν οι αποχρώσεις του μπεζ, μ’
ελάχιστες σταχτοπράσινες πινελιές. Απ’
όλη την παρέα, ήμουν ο μόνος που έβλεπα
αυτή τη θέα για πρώτη φορά και μαγεμένος,
δεν χόρταινα να θαυμάζω τα πάντα. Μόλις
συνήλθα, παρατήρησα, πως όλοι ήταν το
ίδιο επηρεασμένοι με μένα, απ’ αυτό το
τοπίο που βλέπαμε ν’ απλώνεται μπροστά
μας. Τελικά κατάλαβα, αργότερα από άλλες
επισκέψεις μου στην περιοχή, πως δεν
έχει σημασία πόσες φορές θα δεις αυτή
τη μοναδική τοπογραφία. Πάντα θα σου
κόβεται, στην καλύτερη περίπτωση, η
αναπνοή στην πρώτη ματιά. Γύρω στις
πλαγιές, έβλεπα πάρα πολλά κατσίκια, να
βοσκούν τη λιγοστή βλάστηση κι όπως μου
εξήγησαν οι φίλοι μου, κτηνοτρόφοι απ’
τα γύρω χωριά τα άφηναν ελεύθερα και
μόνο δυο φορές το χρόνο ερχόντουσαν, να
τα εκμεταλλευτούν για το κρέας τους.
Πάντως, αυτά τα ζώα, είχαν περιέλθει σε
ημιάγρια κατάσταση, καθώς μας απέφευγαν
και ήταν δύσπιστα σε κάθε προσπάθεια,
που κάναμε να τα πλησιάσουμε. Το πιο
παράξενο για μένα ήταν, πως τα έβλεπα
να πίνουν, το αρμυρό νερό της θάλασσας.
(Γιάννης Ρ.)
Η
κατάβαση μας είχε πλέον αποκτήσει νέο
νόημα, καθώς τα μάτια μας, δεν χόρταιναν
την πανδαισία των χρωμάτων, σε αντίθεση
με το σχεδόν έρημο τοπίο, που βλέπαμε
κατά την ανάβασή μας. Πολύ γρήγορα
φτάσαμε στη παραλία. Εκεί με περίμενε
μια ακόμη έκπληξη. Ένα μεγάλο κομμάτι
της παραλίας, αντί να έχει άμμο ή χαλίκι,
ήταν στρωμένο με μικρά κογχύλια κι αυτό,
έδινε το απίστευτο ροζ χρώμα, που για
πρώτη φορά έβλεπα σε ακροθαλασσιά. Οι
σύντροφοι μου ξεφόρτωσαν τα υποζύγια
και τακτοποιούσαν τα πράγματα μας,
ανάμεσα σε συστάδες σκίνων, που θα
παρείχαν μια σχετική προστασία, απ’
τον νυχτερινό άνεμο. Εγώ, μαγεμένος απ’
την πρωτόγνωρη ομορφιά, την οποία
αντίκριζα, βάδιζα κατά μήκος της παραλίας,
απολαμβάνοντας το τοπίο. Κάποια στιγμή,
έφτασα στην άκρη της και παραξενεύτηκα,
όταν είδα σ’ ένα σχηματισμό από βράχια,
να συγκρούονται δυο σχεδόν αντίθετα
θαλάσσια ρεύματα. Το ένα απ’ τα δυτικά
και το άλλο απ’ τον βορά. Σ’ εκείνο το
σημείο, συγκεντρωνόταν διάφορα υλικά,
παρασυρμένα απ’ τα ρεύματα. Εντύπωση
μου έκαναν τα τεράστια μαδέρια που
υπήρχαν εκεί, καθώς και δοκάρια, κορμοί
δέντρων, σανίδες, βαρελόξυλα. Αυτό που
μ’ άφησε κυριολεκτικά άναυδο, ήταν το
τεράστιο νεκρό σώμα μιας αγελάδας, σε
τυμπανιαία κατάσταση. Απομακρύνθηκα
από κοντά της, γιατί η μυρωδιά ήταν
απίστευτα απαίσια και, κάνοντας αντίστροφη
πορεία, βάδιζα προς τον πρόχειρο
καταυλισμό μας. Όταν κάποια στιγμή
γύρισα την πλάτη μου στη θάλασσα, είδα
έκπληκτος μια τεράστια τρύπα στην
απότομη πλαγιά, που ορθωνόταν μπροστά
μου. Προφανώς ήταν το άνοιγμα μιας
σπηλιάς. Παρ’ όλη την παρόρμηση που
αισθάνθηκα να την επισκεφτώ, δεν το
έκανα κι αυτό με βασανίζει μέχρι σήμερα.
(Ανδρέας)
Όταν
έφτασα στον χώρο που θα κατασκηνώναμε,
υπήρχε οργασμός δραστηριοτήτων, καθώς
όλοι προσπαθούσαν, να στήσουν πρόχειρα
καταλύματα για το βράδυ, έχοντας διαλέξει
προσεκτικά τον χώρο, ανάμεσα σε μια
πυκνή συστάδα θάμνων. Το μέρος που είχαν
διαλέξει οι φίλοι μου, ήταν πραγματικά
πολύ καλό, με αμμώδες έδαφος, αρκετά
μαλακό για ύπνο. Οι πυκνοί θάμνοι, μας
προστάτευαν απ’ τον άνεμο και την
υγρασία της θάλασσας. Αμέσως έπιασα
δουλειά κι εγώ, επιστρατεύοντας τις
γνώσεις μου που είχα απ’τους προσκόπους.
Με τη δημιουργική φαντασία μου, αφού
έδεσα ένα σχοινί στον κορμό ενός μικρού
δέντρου, το τέντωσα και το έσφιξα, μ’
ένα προσκοπικό κόμπο, στ’ ανθεκτικά
κλαδιά ενός θάμνου, που βρισκόταν σε
απόσταση τριών μέτρων περίπου, απ’ το
αρχικό δέσιμο. Πάνω στο τεντωμένο σχοινί,
τοποθέτησα μια απ’ τις μπατανίες, που
είχε φέρει ο φίλος μου ο Γιάννης. Μοίρασα
το πλάτος της, ακριβώς στη μέση, άπλωσα
την κάθε πλευρά της και τη στερέωσα με
πέτρες στο έδαφος. Έτσι πολύ εύκολα, το
χειροποίητο υφαντό, έγινε ένα πρόχειρο
αντίσκηνο. Αφού πρόσθεσα στα τρίγωνα
ανοίγματα, δυο μικρές κουρελούδες, που
θα χρησίμευαν σαν πόρτες, το κατάλυμά
μας ήταν έτοιμο, να φιλοξενήσει με άνεση,
δυο τουλάχιστον άτομα. Οι υπόλοιποι
μπορεί να εντυπωσιάστηκαν με την
κατασκευή μου, αλλά δεν με μιμήθηκαν.
Αντιθέτως κατασκεύασαν, με πέτρες που
μαζέψανε, ένα είδος ξερολιθιάς, ύψους
ενός μέτρου, ακριβώς κάτω από δυο
φουντωτούς θάμνους, προστατεύοντας μ’
αυτόν τον τρόπο, το κατάλυμά τους, απ’
τον άνεμο που πιθανόν θα φύσαγε, απ’
την πλευρά της θάλασσας. Μάζεψαν
αγριόχορτα, που δεν θυμάμαι την ονομασία
τους και τα έστρωσαν στο δάπεδο, για να
μπορούν να κοιμηθούν στα μαλακά. Πάνω
στην τελευταία στρώση με τις πέτρες,
στερέωσαν οριζόντια προς τα τοιχώματα
μερικά κλαδιά, που βρήκανε κομμένα και
πάνω τους έστρωσαν μια κουβέρτα για
σκεπή. Έτσι είχαν έτοιμο το κατάλυμά
τους, μ’ ένα πολύ απλό τρόπο, που δεν θα
μπορούσα εγώ να τον σκεφτώ.
(Γιάννης Ρ. με τον Λευτέρη Α.)
Αφού
λύσαμε το πρόβλημα του ύπνου, αρχίσαμε
τις ετοιμασίες για το φαγητό. Αυτό το
άφησα στους άλλους, καθώς ούτε εγώ, μα
ούτε κι ο Γιάννης, γνωρίζαμε κάτι από
μαγειρική. Έκπληκτος, είδα τον φίλο μου,
να ξετυλίγει με προσοχή ένα μπόγο
αποσκευών και να βγάζει από μέσα ένα
αεροβόλο όπλο.
«Θα
κυνηγήσουμε πουλιά», μου είπε.
Εγώ,
τελείως δύσπιστος για αυτήν την προοπτική,
δέχτηκα να τον ακολουθήσω, μόνο και μόνο
για να απολαύσω την περιοχή, αλλά και
να γλυτώσω τα του μαγειρέματος, με τις
πιθανές αγγαρείες. Προχωρούσαμε
αμέριμνοι, με τον κυνηγό να σκοπεύει
ανεπιτυχώς κάθε τόσο και να βγάζει μια
κραυγή οργής, στην κάθε άστοχη βολή.
Τότε γίναμε μάρτυρες ενός φυσικού
φαινομένου, που, εγώ τουλάχιστον, για
πρώτη φορά στη ζωή μου είδα και με άφησε
άναυδο. Σταδιακά, τα νερά της θάλασσας,
άρχισαν να τραβιούνται. Κατάλαβα ότι
είχαμε το φαινόμενο της άμπωτης. Άφηναν
στη θέση τους τον βυθό, που ήταν επίπεδος,
κάτι σαν γήπεδο, σκληρός, σαν να ήταν
φτιαγμένος από τσιμέντο. Υποχωρούσαν
τα νερά κι άφηναν πίσω τους, σχηματισμούς
βράχων με νερό, που μέσα τους είχαν
παγιδευτεί πολλά ψάρια. Τα ψάρια αυτά,
ήταν εύκολη λεία για μας, αφού τα πιάναμε
με τα χέρια μας, καθώς ήταν πάρα πολλά,
στριμωγμένα σε λιγοστό νερό. Το δύσκολο
για μένα, ήταν ο καθαρισμός τους. Ευτυχώς
οι υπόλοιποι το είχαν ξανακάνει και με
σχετική ευκολία, τα απάλλαξαν απ’ τα
λέπια και τα εντόσθια. Σε μια ήπια θράκα
τα ψήσαμε και τα φάγαμε, αν και υπήρχαν
γκρίνιες, γιατί κάποιοι ήθελαν λεμόνια,
ρίγανη και λοιπά, που κανείς μας δεν
είχε προβλέψει να φέρει μαζί του. Εγώ,
αν και ποτέ δεν ήμουν φίλος της ψαροφαγίας,
δήλωσα πως ήταν τα πιο νόστιμα ψάρια,
που είχα φάει ποτέ. Αυτό όμως, υπήρξε
αφορμή για νέα πειράγματα, καθώς
αμφισβητούσαν την κρίση μου πάνω σ’
αυτό το θέμα, βασιζόμενοι στο ότι είχα
γεννηθεί κι είχα μεγαλώσει σε μια πόλη,
που απείχε εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα
απ’ τη θάλασσα. Δεχόμουν τα πειράγματα,
αναγνωρίζοντας πως, τουλάχιστον σ’
αυτό το θέμα, είχαν δίκιο.
Ήταν
αλήθεια πως στο θέμα των ψαριών, και
γενικά των θαλασσινών, οι γνώσεις μου
ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Οι
τρεις εξωσχολικοί, μ’ ένα μαχαίρι ο
καθένας, πλησίασαν τους βράχους στην
ακροθαλασσιά και μάζεψαν ένα σωρό
πεταλίδες. Όταν τους ρώτησα για ποιό
σκοπό τις μαζεύουν, μου απάντησαν πως
φρόντιζαν για το βραδινό μας. Τους
κοίταξα με δυσπιστία, μη μπορώντας να
πιστέψω πως θα μπορούσαμε να φάμε κάτι
τέτοιο, αλλά δεν τόλμησα να κάνω κανένα
σχόλιο, φοβούμενος τα πιθανά πειράγματα.
Σε μια μικρή σπηλιά κοντά στην παραλία,
βρήκαμε ένα πρόχειρο καταυλισμό, πιθανόν
των κτηνοτρόφων, που είχε ένα κρεβάτι
φτιαγμένο από κλαδιά, ένα μαυρισμένο
τσουκάλι κι ένα στομωμένο απ’ την
πολυκαιρία και τη σκουριά, μαχαίρι.
Πήραμε το τσουκάλι, γιατί δεν είχαμε
προβλέψει να έχουμε κάτι τέτοιο μαζί
μας.
Ένα
απ’ τα “Μεσογειανάκια”, μου το έδωσε
και μου είπε να το πλύνω. Εγώ απόρησα,
γιατί δεν είχαμε αρκετό νερό κι αυτός
μου έδειξε γελώντας σαρκαστικά τη
θάλασσα. Το πήρα και στην ακροθαλασσιά
το έτριψα με άμμο, ώσπου το έκανα σαν
καινούργιo, κάτι που μου
το αναγνωρίσανε οι εντολείς μου. Μέσα
σ’ αυτό, δεν ξέρω ποιός και πώς, μαγείρεψε
τις πεταλίδες. μαζί μ’ ένα είδος κρητικού
ζυμαρικού, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά
του. Όταν όμως το δοκίμασα, το φαγητό
ήταν ό,τι χειρότερο είχα βάλει ποτέ στο
στόμα μου. Έκανα μια προσπάθεια, που δεν
πέρασε απαρατήρητη, να το καταπιώ, αλλά
μου ήταν αδύνατο. Στο μυαλό μου ήρθε
αμέσως ο «μέλανας ζωμός» των Σπαρτιατών,
μόνο που το συγκεκριμένο παρασκεύασμα
δεν ήταν ζωμός, αλλά κάτι σαν πολτός.
Ήταν ό,τι πιο απαίσιο είχα δοκιμάσει
στη ζωή μου. Το έφτυσα αμέσως μέσα σε
γέλια και πειράγματα. Η γεύση αυτού του
φαγητού ήταν απαίσια και δεν μπορούσα
με τίποτα να την προσδιορίσω και να την
κατατάξω σε κάτι γνώριμο. Μ’ έκπληξη
είδα τους υπολοίπους να το τρώνε μ’
ευχαρίστηση και να εγκωμιάζουν τον
μάγειρα. Αμέσως υποψιάστηκα πως ήμουν
θύμα κάποιας συνομωσίας, γιατί δεν
μπορούσα να εξηγήσω τόσο μεγάλη διαφορά
απόψεων.
Για
να ικανοποιήσω την πείνα μου, κατέφυγα
στις κονσέρβες, που είχα αγοράσει πριν
ξεκινήσουμε. Αλλά και πάλι κατέληξα να
φτύνω το περιεχόμενο της κονσέρβας,
καθώς η γεύση της ήταν ελαφρώς καλύτερη,
απ’ ότι είχα δοκιμάσει προηγουμένως.
Τότε μόνο παρατήρησα, πως οι κονσέρβες
(κρέας με φασόλια ξερά) ήταν παλιές κι
ίσως ληγμένες. Αφού ξέπλυνα την αηδία
απ’ το στόμα μου με το γλυφό νερό που
είχαμε, ξάπλωσα κάτω από ένα θάμνο,
θυμωμένος με την ατυχία μου και φυσικά
πεινασμένος. Κάποιος απ’ τους φίλους
μου με λυπήθηκε και μου έφερε να φάω,
ένα κριθαροκούλουρο και δυο τρία
χορτοπιτάκια, που είχε φέρει απ’ το
σπίτι του. Μασούλαγα ήσυχος, απόμερα
απ’ τους άλλους την κουλούρα και τους
άκουγα ν’ απολαμβάνουν ένα φαγητό, που
εγώ δεν μπορούσα να εκτιμήσω.
Λίγο
πριν σκοτεινιάσει, αφού κουβεντιάσαμε
και ψάξαμε να βρούμε μια εξήγηση για το
φαινόμενο της άμπωτης, αποφασίσαμε ν’
ανάψουμε μια φωτιά, στη μέση περίπου
του βυθού που είχε φανερώσει η θάλασσα.
Με αυτόν τον τρόπο, θέλαμε να μάθουμε
την ώρα που θ’ ανέβαιναν τα νερά. Για
αυτόν τον λόγο, κουβαλήσαμε όσα πιο
πολλά μαδέρια και ξερά ξύλα βρήκαμε,
απ’ αυτά που είχε ξεβράσει η θάλασσα.
Τα μεταφέραμε στο κέντρο περίπου του
«γηπέδου», τα στοιβάξαμε μαζί με μεγάλα
κομμάτια πίσσας, που βρήκαμε στην παραλία
και μ’ αυτόν τον τρόπο, ανάψαμε μια
τεράστια φωτιά. Η φωτιά έκαιγε τριζοβολώντας
όλη τη νύχτα. Κάθε φορά που κοιτούσαμε
προς την πλευρά της, ήταν αναμμένη, καθώς
η πίσσα σιγόκαιγε βοηθώντας στην καύση
και των υπολοίπων υλικών. Παρ’ όλο που
την παρακολουθούσαμε όλη τη νύχτα, αυτή
έκαιγε και μόνο το πρωί καταλάβαμε τη
γκάφα μας. Τα μαδέρια και τα υπόλοιπα
ξερά ξύλα είχαν κάνει ένα είδος σχεδίας
κι η φωτιά παρέμενε αναμμένη και επέπλεε,
καθώς τα νερά ανέβαιναν. Έτσι το μόνο
που καταφέραμε ήταν μια «φωτιά στο
νερό».
Με
το που σηκώθηκε ο ήλιος λαμπρός και
φωτεινός, όπως δεν τον είχα δει ποτέ μου
άλλη φορά, αποφάσισα να κολυμπήσω σ’
αυτήν την υπέροχη θάλασσα. Ήταν ίσως η
καλύτερη εμπειρία κι απόλαυση που είχα
ποτέ. Δεν μπορώ να περιγράψω την αίσθηση
που ένιωσα, καθώς γλιστρούσα στα πιο
καθαρά νερά, που είχα δει ποτέ στη ζωή
μου. Κολυμπούσα αρκετές ώρες, ενώ κάθε
φορά που κοίταζα προς την ξηρά, έβλεπα
μια ασυνήθιστη κίνηση απ’ τους φίλους
μου, στην οποία δεν έδωσα σημασία, γιατί
η προτεραιότητά μου εκείνη τη στιγμή,
ήταν η χαρά που ένιωθα, καθώς κολυμπούσα.
Μόνο
όταν μετά από αρκετή ώρα, αποφάσισα να
βγω απ’ τη θάλασσα και να πλησιάσω στον
καταυλισμό μας, κατάλαβα την αιτία της
κινητικότητας, που έβλεπα προηγουμένως.
Κάποιοι απ’ τους συντρόφους μου, είχαν
καταφέρει να πιάσουν ένα κατσικάκι, το
σφάξανε, το κρέμασαν σ’ ένα κλαδί και
ένα απ’ τα “Μεσογειανάκια”, το έγδερνε
μ’ επιδεξιότητα. Σε παρατήρηση που
έκανα πως δεν ήταν σωστό αυτό γιατί το
κατσικάκι δεν ήταν δικό μας, μου απάντησαν
πνιγμένοι απ’ τα γέλια, πως το κλεμμένο
είναι πιο νόστιμο. Όταν είδαν την έκφραση
μου, γιατί εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω
τι εννοούσαν, ξέσπασαν σε ακόμη πιο
δυνατά γέλια, κάνοντάς με να νιώθω άβολα.
Πολύ
γρήγορα, ξεπέρασα τις ενστάσεις μου για
την ιδιοκτησία του σφαγμένου ζώου και
προσπάθησα να τους πείσω να το ψήσουμε
στη σούβλα, όπως πολύ συχνά κάναμε στην
πατρίδα μου. Αυτοί με κοίταξαν με
δυσπιστία και τα “Μεσσογειανάκια”
άρχισαν να τεμαχίζουν το κρέας, σε
ακανόνιστα κομμάτια και το πασπάλισαν
με αλάτι, που είχαν βρει σε μια ρωγμή
ενός βράχου. Άναψαν μια μεγάλη φωτιά
και στην περίμετρό της κρέμασαν τα
τεμάχια του κατσικιού στηριγμένα σε
πρόχειρες, αλλά αρκετά στέρεες, κατασκευές,
για να αντέχουν την περιστροφή του
κρέατος που ήταν τοποθετημένο σ’ αυτές.
Μ’ αυτόν τον τρόπο το έψησαν ομοιόμορφα.
Εγώ εντυπωσιάστηκα, καθώς ήταν η πρώτη
φορά που έβλεπα τέτοιο τρόπο ψησίματος.
Όπως μου εξήγησαν, αυτό το είδος του
ψησίματος, το έλεγαν αντικριστό κι ήταν
πολύ διαδεδομένο στις ορεινές περιοχές.
Οι
υπόλοιποι είχαν βγάλει τα μπουκάλια με
το κρασί και σε λίγο ένα παράξενο για
μένα γλέντι ξεκινούσε, με τους στριγκούς
ήχους που έβγαζε το τρανζιστοράκι, που
είχε φέρει κάποιος μαζί του. Η ησυχία
της περιοχής, διακόπηκε απ’ το τριζοβόλημα
της φωτιάς, τα τραγούδια απ’ το ραδιοφωνάκι
και τις παραφωνίες των συντρόφων μου,
που μάταια προσπαθούσαν να προσαρμόσουν,
τις αγριοφωνάρες τους, με τα τραγούδια
του ραδιοφωνικού σταθμού. Ποτέ μου δεν
συμπαθούσα το κρασί και πάντα προσπαθούσα
ν’ αποφεύγω να το πίνω. Όταν μου έδιναν
το μπουκάλι με το ποτό, που έκανε κύκλους
αλλάζοντας χέρια κάθε τόσο, έπινα
ελάχιστο απ’ το περιεχόμενό του, ενώ
οι άλλοι κατανάλωναν τεράστιες ποσότητες.
Όταν κάποιος μου έβαλε στο στόμα ένα
κομμάτι κρέας, που άχνιζε ακόμα, κάηκα
και το έφτυσα στα χέρια μου, περιμένοντας
να κρυώσει. Έβλεπα τ’ άλλα παιδιά, να
μασουλάνε αμέριμνα τις μερίδες τους κι
αναρωτιόμουν πώς το καταφέρνουν. Όταν
τελικά, το δοκίμασα αργότερα, ένιωσα
μια ευχάριστη έκπληξη. Ήταν σίγουρα, το
καλύτερο ψητό κρέας, που είχα φάει ποτέ.
Όταν το σχολίασα αυτό, ο Αντώνης γελώντας
μου είπε:
«Είδες
που το κλεμμένο τελικά είναι πιο νόστιμο;»
Η παρατήρησή του ήταν αφορμή γι άλλα,
ακόμη πιο δυνατά, γέλια. Αδιαφόρησα για
τα πειράγματα. Ίσως το λιγοστό αλκοόλ
που είχα πιεί, να είχε εξαφανίσει τις
τυχόν ενστάσεις μου.
«Κλεμμένο
ή όχι, είναι ότι καλύτερο έχω φάει», τους
είπα και το εννοούσα. Σε λίγο το κρέας
είχε κρυώσει και με τα χέρια μας κόβαμε
και τρώγαμε το ψητό, ξαπλωμένοι στην
άμμο γύρω απ’ τη φωτιά. Το κάναμε απλά,
ανεπιτήδευτα, χωρίς να νοιαζόμαστε για
τρόπους και κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Τρώγαμε και σκουπίζαμε το λίπος απ’ τα
δάκτυλα, πάνω στα ρούχα μας απολαμβάνοντας
ένα απ’ τα καλύτερα φαγοπότια, που
κάναμε ποτέ στη ζωή μας. Δεν θυμάμαι
πόσες ώρες πέρασαν, μέχρι να κοιμηθούμε,
καθώς το γλέντι μας είχε τραβήξει σε
μάκρος και δεν ενδιαφερόμασταν για
τίποτα άλλο. Κοιμηθήκαμε όπου ο καθένας
νόμιζε, ότι του ήταν πιο εύκολο, χωρίς
να μας νοιάζει αν θα κρυώσουμε ή όχι.
Νωρίς τα ξημερώματα, μας ξύπνησε η φωνή
του Αντώνη, ο οποίος, με τη χαρακτηριστική
του προφορά, φώναξε σπάζοντας την ησυχία
της φύσης:
«Όφουυυυ!
Ολόκρυο είναι το κούτελο μου!»
Τότε
καταλάβαμε, πως η φωτιά είχε σβήσει και
το αγιάζι, μας είχε περικυκλώσει για τα
καλά. Ο φίλος μας, είχε αγγίξει το μέτωπό
του και τρομαγμένος έβγαλε αυτή τη
σπαρακτική κραυγή, η οποία, γι αρκετό
διάστημα, έμελλε να γίνει «σλόγκαν»
ανάμεσα στους μαθητές του σχολείου.
Μόνο που οι περισσότεροι επαναλάμβαναν
κάτι, του οποίου δεν ήξεραν την προέλευση.
Μουδιασμένοι απ’ την υγρασία κι αφού
είχαμε χάσει πλέον κάθε διάθεση για
ύπνο, φτιάξαμε καφέ και σε λίγο αρχίσαμε
τις ετοιμασίες, για την επιστροφή μας
στον «πολιτισμό». Αφού ανοίξαμε ένα
λάκκο και θάψαμε όσα απ’ τα σκουπίδια
που δημιουργήσαμε ήταν ανακυκλώσιμα,
μαζέψαμε τα υπόλοιπα, σ’ ένα άδειο
τσουβάλι από πατάτες που είχαμε. Μαζί
με τις αποσκευές μας, τα φορτώσαμε στα
υποζύγια, που υπομονετικά περίμεναν να
τελειώσουμε την όλη διαδικασία.
Επιστρέψαμε το μαχαίρι και το τσουκάλι
στη σπηλιά και κάναμε έναν πρόχειρο
έλεγχο στα πράγματά μας, μη τυχόν και
ξεχνούσαμε κάτι χρήσιμο κι αρχίσαμε
την ανάβαση έχοντας την πλάτη μας
στραμμένη στη θάλασσα.
Η
ανάβαση δεν παρουσίασε κάποια δυσκολία.
Ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή με την
άφιξή μας. Εγώ φρόντιζα να μένω πίσω και
κάθε τόσο θαύμαζα την περιοχή, με την
παρθένα ομορφιά. Στην κορυφογραμμή,
στάθηκα για λίγα λεπτά, σαρώνοντας με
το βλέμμα μου όλο το τοπίο, χωρίς να
μπορώ να χορτάσω τα χρώματα. Με φώναξε
ο Γιάννης κι αναγκαστικά ξεκόλλησα κι
ακολούθησα την υπόλοιπη συντροφιά μου,
που είχε ήδη απομακρυνθεί. Η επιστροφή
μας συνεχίστηκε κανονικά, χωρίς κάτι
το αξιοσημείωτο. Στην Καλυβιανή
χωριστήκαμε, αποχαιρέτησα τους νέους
φίλους μου και με τον Γιάννη, φτάσαμε
στην άκρη της Κισσάμου. Απ’ τα βλέμματα
που μας έριχναν όσοι μας συναντούσαν,
καταλάβαμε ότι αποτελούσαμε μάλλον ένα
περίεργο θέαμα, καθώς κυκλοφορούσαμε
φορτωμένοι με μπαγκάζια, άπλυτοι και
με λερωμένα ρούχα. Εμείς αγέρωχοι, χωρίς
να δίνουμε την παραμικρή σημασία, στα
βλέμματα και στα πιθανά σχόλια αυτών
που συναντούσαμε, φτάσαμε στο σπίτι του
Γιάννη και αφήσαμε τα πράγματα στην
αυλή.
Τα
επόμενα χρόνια, πήγα πολλές φορές στον
Μπάλο. Μπορεί να είχα μαζί μου ευχάριστη
παρέα, αλλά καμιά απ’ τις εκδρομές που
έκανα, δε συγκρίνεται μ’ αυτήν που
απόλαυσα στην πρώτη επίσκεψή μου. Κάθε
φορά που πήγαινα, συναντούσα όλο και
πιο πολλούς επισκέπτες, όλο και πιο
πολλούς τουρίστες. Τελευταία φορά πήγα
το καλοκαίρι του 2004 με την οικογένειά
μου και την οικογένεια του φίλου μου
του Γιάννη. Διασχίσαμε τη μισή σχεδόν
διαδρομή μ’ αυτοκίνητο κι η κατάβασή
μας έγινε σε μονοπάτι, που είχε στα δεξιά
του προστατευτικά πέτρινα τοιχία,
κάνοντας το όλο εγχείρημα, μια απλή
εκδρομή. Εκτός αυτού, καραβάκια έφθαναν
τόσο από την Κίσσαμο, όσο κι από τα Χανιά,
μεταφέροντας απίστευτο αριθμό τουριστών,
κάνοντας την πρόσβαση ακόμη πιο εύκολη.
Τα επιφωνήματα έκπληξης που ακούγαμε
με τον Γιάννη απ’ τα μέλη των οικογενειών
μας, καθόλου δεν μας συγκινούσαν, καθώς
εμείς, αναπολούσαμε την παλιοπαρέα, της
πρώτης μας εξόρμησης. Το πλήθος κόσμου
που είδα στην τελευταία μου επίσκεψη,
η έλλειψη υποδομής κι ο βιασμός της
φύσης, στο όνομα της τουριστικής ανάπτυξης
μου προξένησαν θλίψη και με απογοήτευσαν
τόσο πολύ, που υποσχέθηκα στον εαυτό
μου, να μην ξαναπάω και να μείνω με την
ανάμνηση εκείνης της πρώτης εκδρομής.
No comments:
Post a Comment