Sunday, 3 June 2018

Γράμμα από το Αγρίνιο. Η Δίψα! (Ιούνιος 1967)


Του Γιώργου Παληγεώργου


Ο ανάβρυτος νόστος
     Η στράτα που γλιστρούσε στο λόγγο, κατά πως η ανθρώπινη προσδοκία στον άπειρο χρόνο, είχε λογγώσει κι αυτή. Η ερημιά μέσα στην ερημιά της.
     Στέκονταν μπροστά στη μεγάλη πέτρα, στην εμπασιά της σπηλιάς κι ανακαλούσε σκηνές από το μόχθο μιας εποχής παρωχημένης, ’πως κάποτε ο θέρος. Ήτανε κει καραούλι καλό, ν’ αγναντεύει τον τόπο ολόγυρα κι ακόμα καλύτερο, να σταματάει ο χρόνος να γαληνεύει σα χαρμολύπη, να ισορροπεί το μέσα του πανάλαφρα, σα φτυχισμένος αητοέρακας τ’ ασάλευτου ουρανού. Και τότε είπε μέσα του, πόσο καθάρια έβλεπε κείνος ο στοχαστής, πούλεε ότι, μέσα στην καρδιά, το μνημονικό ανοίγει, απλώνεται, κυριεύει τον καιρό!
     Στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, επισκέφτονταν συχνά την Αϊ Μαρίνα και τη σπηλιά, παρέα με συνομήλικους, προπαντός την εποχή που μέστωναν τ’ αγραπίδια. Δε λογάριαζαν τότε πέτρες, αγκάθια και κακοτραχαλιές. Σκόνταφτε κάπου κανένα όνειρο, μα τα όνειρα τότε άντεχαν. Από τότε είχε να ξαναπάει στη σπηλιά.
     Οι ξερολιθιές ήτανε πολλές κι οι πέτρες περίσσευαν. Η απιδιά ήτανε μία κι οι αγραπιδιές ατέλειωτες.

(Θέρος, πίνακας του Δημήτρη Γιολδάση)

     Τ’ αχολόϊ των ξωμάχων, τα χλιμιντρίσματα, τα βελάσματα και τα κουδούνια των κοπαδιών έσμιγαν με τον παλμό του τζίτζικα και τους κελαϊδισμούς που φτερούιζαν, ταιριαστά, ’πως κυλούσαν οι ώρες μέσα στη μέρα. Αλλιώς την αυγή, αλλιώς το δείλι. Ότι συνηθισμένο μαθές. Τίποτε τo παράξενο!
     Στο θέρο η δίψα ήτανε μαρτύριο πλιότερο κι απ’ τ’ αγάνι. Του φαίνονταν, τότε, πως τ’ άσπρα μαντήλια των γυναικών και τα δραπάνια ήτανε κομμάτια αναπόσπαστα της ίδιας πράξης. « Μανούλα μου, σε θυμάμαι με τ’ άσπρο μαντήλι και το δραπάνι στο χέρι να διψάς! Μανούλα μου!» είπε κι «είδε» τον εαυτό του παιδάκι να της πηγαίνει τ’ ασκί με το νερό. « Λίγο νερό για να σταθώ κι ένα φιλί να ξεδιψάσω», τούλεγε κείνη, «και μια αγκαλιά να ξαποστάσω», πρόστενε και σπλαχνικά τον έσφιγγε πάνω της.
Το παλιό θάμπος
     - Μάννα πότε θα τελειώσουμε το θέρο; ρώτησε ο μικρός. Ήθελε να λογαριάζεται πια για μεγάλος, ότι είχε τελειώσει πριν κάνα – δυο μέρες την πρώτη Δημοτικού.
     - Θα τελειώσουμε παιδί μου σήμερα, αποκρίθηκε κείνη.
     - Σήμερα; Κι όλας; Πως; ξαφνιάστηκε.
    - Ε παιδί μου βοηθάει κι η Αϊ Μαρίνα, του εξήγησε και τούδειξε το ξωκκλήσι, παρέκει απ’ το χωράφι. Πρέπει ν’ αλωνίσουμε προτού απ’ τη χάρη της, είπε και σταυροκοπήθηκε!.
     - Μα θέλω να δω τη σπηλιά ρε Μάννα, πότε θα πάω;
     Είχε ακούσει από μεγαλύτερους πως ύπαρχε, κάπου εκεί σιμά, σπηλιά. Ότι η οροφή της δάκρυζε κι ότι τα δάκρυά της πέτρωναν. Σταλαγμίτες, σταλαχτίτες έμαθε αργότερα πως τα ονόμαζαν. Πολλές φορές στη σπηλιά φώλιαζαν ζωντανά για προφυλαχτούν από Θεομηνίες ή και για να γεννήσουν, όπως τούχαν διηγηθεί.
     Ο πατέρας του πούστεκε από μεριά και τον χάζευε, σίμωσε.
     - Έλα πάμε, πάμε να σου δείξω, του είπε.
     Τον πήρε απ’ το χέρι και περνώντας το ρέμα δίπλα στο χωράφι, τον οδήγησε στη ραχούλα, νότια της Αϊ Μαρίνας.
     - Να, εκεί είναι η σπηλιά, του είπε, δείχνοντας με το χέρι του.
     - Μα που; δεν τη βλέπω, απόρησε ο μικρός.
     - Ζύγωσε στο λιθάρι που στέκει ορθό και τήρα στο πλάι του, θα τη δεις, του είπε, ζυγώνοντας κι αυτός.
     Λαβούρα, θαμασμός κι απορία πλημμύρησαν τον μικρό. Λαβούρα ότι η σπηλιά ήτανε πολλή σκιερή, θαμασμός γιατί σα θάμα πήρε αυτό που αντίκριζε κι απορία για το πώς γίνηκε αυτή η μεγάλη σπηλιά. Την περπάτησε ξεταστικά σ’ όλες της τις μεριές, σ’ όλες της τις λεπτομέρειες. Είδε και τα πετρωμένα δάκρυα της οροφής. Αιστάνθηκε και μυρωδιά από γίδια προς το βάθος της. Κι όπως τ’ άρεζε, αντέγραψε με το νου του όσα θωρούσε.
     - Έλα πάμε, του είπε σιγαλά ο πατέρας του, σάμπως μην τον ξυπνήσει άξαφνα από γλυκό είνορο. Πάμε, του είπε για δεύτερη φορά, κάπως προσταχτικότερα τώρα. Έχουμε και θέρο, συμπλήρωσε.
     Βγαίνοντας στο φως ο μικρός είχε την ικανοποίηση ότι έμαθε που είναι και πως είναι η σπηλιά. Είχε συνάμα όμως περίσσια πως και γιατί αναπάντητα. Πολύ αργότερα, ένας σκυφτός προφέσορας τούλεγε πως, όσο ψάχνουμε οι απορίες μας θα πολλαπλασιάζονται. «Όσα περισσότερα μαθαίνουμε, καταλαβαίνουμε πόσα λίγα ξέρουμε», ήτανε η μόνιμη επωδός του. Κι ένοιωσε το πούπε κείνος ο σοφός, πως καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του. Κι έμαθε ακόμα πως όταν ο άνθρωπος κατέβηκε απ’ τα δέντρα, εκατομμύρια χρόνια πριν, φώλιασε σε σπηλιές. Κι’ έμεινε κει ίσαμε πούμαθε τ’ αλέτρι και νόησε πως γίνεται ο κόπος βιος. Κι ότι, σε πρόσφατα σχετικά χρόνια δύσκολα κι άγρια, ανθρώποι που δεν τόχαν σε τίποτε να βγαίνουν στο κλαρί, ’πως ο Νταβέλης κι είχαν αυτοανακυρηχτεί «Βασιλείς των ορέων», λημέριαζαν σε σπηλιές. Κι ακόμα μέχρι και τα σήμερα, μικρές σπηλιές έχουν για ασκηταριά, κάποιοι ερημίτες, ’πως κι ο Θεός σε σπηλιά διάλεξε να πάρει ανθρώπου πρόσωπο.
     Στο γυρισμό για το χωράφι, ο μικρός, όπου καρτερούσε ο θέρος κι η Μάννα του, τήραε τα σημάδια του μονοπατιού, να ξέρει να ματάρθει. Τήραε και τον πατέρα του κι έβλεπε στ’ αυλακωμένο μετωπό του, τα κόπια περασμένων θερισμών, στα σκληρά καλοκαίρια, ’που σμίγανε οι αλήθειες με τα παραμύθια..
     - Ξεμπέρδεψες γλήγορα φέτο, παρατήρησε καλοσυνάτα ο αγροφύλακας που διάβαινε.
     - Η πατόζα με κουμαντάρει! Στις 10 τ’ αλωνάρη φεύγει, αποκρίθηκε ο πατέρας του. Ύστερα, ποιος ξέρει αν θα ξεκαμπίσει και κανιά άλλη επανάσταση, αναρωτήθηκε τάχα, για να κεντήσει τον αγροφύλακα.
     - Σσς ! ο λόγγος έχει αφτιά κι ο κάμπος έχει μάτια ! Δεν είναι αστεία αυτά, μέρες πούναι! Αϊ καλά διάφορα, είπε ο αγροφύλακας και βιαστικά ξεμάκρυνε.
     - Εσύ κάτσε στον ίσκιο της αγραπιδιάς, συμβούλεψε και πρόσταξε συνάμα, τον μικρό ο πατέρας του, φτάνοντας στο χωράφι. Πρέπει να τελειώσουμε σήμερα, είπε με έγνοια. «Θέρος, τρύγος, πόλεμος …» μονολογούσε ψάχνοντας το δραπάνι του.
     Μπερδεύτηκε με μυρωδιές η ανάσα του μικρού κι απόκαμε και παραδόθηκε κι αποκοιμήθηκε. Κι η μέρα σώθηκε, τέλεψε κι ο θέρος. Κι ο μικρός έπαιρνε χαρά πούβλεπε τη φχαρίστηση στις κουβέντες και στα πρόσωπα των γονιών του.
     - Πέστο ρε Μάννα το τραγούδι για το θέρο, έλα πες το, πες το, παρακαλούσε.
     Κι εκείνη, που ζούσε για τη ζωή του, δίνονταν στην πεθυμιά του.
« Κάτω στο κάμπο, όπου λαλάει η αηδόνα,
Θερίζει ο Γιάννος μαζί με την Παγώνα.
Στοίχημα βάνουν, ο Γιάννος κι η Παγώνα,
ποιος θα διψάσει προτού να ρθει το γιόμα
Διψάει η Παγώνα προτού να ρθει το γιόμα.
Νερό βρε Γιάννο, για θα πεθάνω,
και τέτοιο στοίχημα, δε ματαβάνω»
     Σκορπούσε η φωνή της Μάννας του τη διψασμένη αγάπη, στα στάχυα, στα χειρόβολα, στα μάτια του βλαστού της.
     - Μανούλα μου, σ’ αγαπάω ως το Θεό, έλεγε η ματιά του μικρού, έλεγε κι η φωνή του.
     - Άμα παντρευτείς θα πάει αλλού η καρδιά σου, θα μ’ αγαπάς λιγότερο, ήτανε ο αντίλογός της
     - Μάννα …μη λες…, έκανε να ψελλίσει ο μικρός, μα ο κόμπος του παράπονου έκοβε τη φωνή του.
     Κι εκείνη τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και κράταε όλο τον κόσμο. Κι αυτός λάρωνε και το τελευταίο του δάκρυ στέγνωνε πα στο χαμόγελό του. Κι όλος ο θέρος χαμογελούσε!
Ο ανάβρυτος νόστος
     Στέκονταν μπροστά στη μεγάλη πέτρα, στην εμπασιά της σπηλιάς κι ανακαλούσε σκηνές από το μόχθο μιας εποχής παρωχημένης. Έμπαινε στα στήθια του αέρας φρέσκος μαζί με την ανάσα της μεθυσμένης αγράμπελης και μπλέκονταν μες τις φλέβες του οι αγάπες οι τοτινές κι οι τώρα, έτσι ’πως στάλαξε ο γλυκύς κοσμοκαλόγερος, θέρος – έρος. Το παλιό θάμπος κι ο νόστος ο ανάβρυτος, σ’ ένα ρίγος. Τότε κατάλαβε, ότι ο μύθος, αβρός και ευπροσήγορος, μας δίνει τη συντροφιά του, να ζήσουμε όσα δε ζήσαμε. Και κατάλαβε ακόμα, ότι παραμεράει η λήθη, για να ζήσουμε όσα δε χορτάσαμε. Κι ότι παίρνει αθέρα η σκέψη πάνω στ’ ακόνι του μνημονικού. Τότε, είπε μέσα του, τα βήματα στράτευαν, ήξεραν να μπαίνουν στην αράδα. Σπορά, θέρος, αλώνισμα, άλεσμα, ζύμωμα, ψωμί. Πικρό ψωμί, γλυκό ψωμί! Κι ολοένα παιγνίδια στ’ αλωνάκια ! Και μέσα του λάλαε ένας γνωστός σκοπός, ένας παλιός γλυκύς σκοπός. Κι ως έρχονταν εκείνη η ηχώ με την αηδόνα, είπε μέσα του, Αχ μανούλα μου!
     Κι ως κίνησε να πάει στο ρημοκλήσι, τα παλιά σημάδια του μονοπατιού του χαμογέλασαν.
     Κι η Αι Μαρίνα, μόλο πούχαν ασπρίσει τα μαλλιά του, τονε γνώρισε και τούγνεψε! Πως μια πέτρα, ένα ζούδι, ένα θύμιαμα του δάσου, ένα όνειρο που σκόνταψε, μια θλίψη παλιά μαυλάνε την πρωτόγονη ψυχή, πούχει αλαργέψει κι η ψυχή ακούει; Έτσι! Κι ανάριεψε η θλίψη και μπολιάστηκε γλυκά, ’πως αναδίνει νιο βλαστάρι και πήρε το ξεβγένισμα σαν αψηλή κορφάδα. Κι ένιωσε την άσωτη ωραιότη, ίσα στ’ αγκάθι, ίσα και στον ανθό! Καμία διαφορά σ’ όσα διαφέρνουν, ότι η διαφορά δεν είναι ανισότη, μα η λεύτερη ηδονή πα στο κορμί της πλάσης. Πόσος έρωτας πάει, πόσος έρωτας μέλλει; Πόσα θάματα γεννάει η πλάση; αναλογίστη, βλέποντας δυο φιδάκια να φιλιούνται και ν’ αναπίνουν τη ζωή! Κι άφηκε όλες τις αίστησες λεύτερες, να τρέχουν μες στους λειμώνες. Κι απλώθη ο τόπος, πέρα ως την Αμβρακία που πελάϊζε. Και γιόμισαν τα μάτια του … νοτιά! Και κει στο ράϊσμα, αναρώτησε το νου του μυστικά! Τώρα, εγώ είμαι αυτός ή είμαι κείνος τότε, ποιος; Κι αφέθη να «μυρικάζει» τ’ όνειρο! Τ’ αφιόνι ή μήπως την ατέλευτη προσδοκία τ’ανθρώπου στον άπειρο χρόνο; Κι ο άπειρος χρόνος μπροστά στη στιγμή γονάτισε και μίκρυνε και δόθηκε, όλος καρδιά, στην ανθρώπινη αθωότη!


No comments:

Post a Comment