Thursday, 14 June 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από την Κίσσαμο. Εξετάσεις, φροντιστήρια και προπονήσεις


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Είχαμε φτάσει πλέον στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και οι περισσότεροι από μας, μόλις τότε αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε, πως ένας κύκλος της ζωής μας «έκλεινε», ενώ παράλληλα «άνοιγε» ένας καινούργιος. Αυτός ο νέος κύκλος μας άγχωνε, γιατί παρ’ όλες τις συμβουλές καθηγητών και γενικά των μεγαλυτέρων, για ακαδημαϊκή μόρφωση και πορεία, εμείς (οι περισσότεροι τουλάχιστον) νιώθαμε μια αβεβαιότητα και μια σύγχυση να μας καταλαμβάνει, σε τέτοιο βαθμό, που μάς αποπροσανατόλιζε τελείως. Ξέραμε πολύ καλά, πως έπρεπε να διαλέξουμε με προσοχή το επόμενό μας βήμα στη ζωή κι αυτό μας έβρισκε απροετοίμαστους.

     Βέβαια υπήρχαν και κάποιοι που, από πολύ καιρό πριν, είχαν αποφασίσει κι είχαν κατασταλάξει, στο τι θα έκαναν στη ζωή τους και μεθοδικά προχωρούσαν στο επόμενό τους βήμα, για την πραγματοποίηση του ονείρου τους. Αυτοί ήταν οι αποκαλούμενοι σπασίκλες από μας τους υπόλοιπους, που ήμασταν και η συντριπτική πλειοψηφία, ήταν φυσικά οι καλύτεροι μαθητές. Ήταν αυτοί που από τις μικρές τάξεις, είχαν αποφασίσει τι κλάδο θ’ ακολουθούσαν. Εμείς οι υπόλοιποι, όσοι δηλαδή δεν πάλευαν για ν’ αποφύγουν τους βαθμούς κάτω της βάσης, δεν είχαμε αποφασίσει αν και πού θα δίναμε εξετάσεις, για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές. Κάποιοι παρακολουθούσαν φροντιστήρια για να περιορίσουν τις αδυναμίες τους σε κάποια μαθήματα, ακόμη (και γιατί όχι) ν’ αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα έναντι των άλλων στις εξετάσεις του γυμνασίου.



(Από τις γυμναστικές επιδείξεις)

     Αν εξαιρέσουμε το φροντιστήριο των μαθηματικών, που είχε ιδρύσει τότε ο παραιτηθείς καθηγητής μας, όλα τα’ άλλα ήταν παράνομα και λειτουργούσαν κρυφά. Τα είχαν δημιουργήσει, στην πλειονότητά τους, καθηγητές του σχολείου μας, ή ακόμη καθηγητές από γειτονικές πόλεις. Αυτοί, ψάρευαν την πελατεία τους, μέσα απ’ τους ίδιους τους μαθητές και τις περισσότερες φορές αυτοί οι φροντιστές, είχαν διπλή ιδιότητα, καθώς το πρωί τους έκαναν μάθημα στο σχολείο και τις απογευματινές ώρες, ή και τις Κυριακές, τους προγύμναζαν. Έτσι οι οικογένειες αυτών των μαθητών πλήρωναν τους ίδιους καθηγητές που πλήρωνε και το κράτος, για να κάνουν στην ουσία τη δουλειά τους.

     Βέβαια, αυτή τη διαδικασία την απαγόρευε ρητά ο νόμος, αλλά κανείς δεν έδινε την παραμικρή σημασία, σ’ αυτές τις «ασήμαντες λεπτομέρειες». Είχαν περάσει το μήνυμα, πως είναι τελείως άδικο, οι «καλοί μαθητές να είναι αναγκασμένοι να φρενάρουν, τις όποιες επιθυμίες τους για περισσότερη γνώση, εξ αιτίας των υπολοίπων που δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν, να τους ακολουθήσουν. Αυτό ήταν τότε ένα ισχυρό κι αποδεκτό «άλλοθι», για να καλύπτονται και ν’ ανέχεται η μικρή κοινωνία της πόλης την παρανομία τους.


(Απονομή βραβείων)

     Φυσικά για μας τους μαθητές της δεύτερης ταχύτητας, που θέλαμε ίσως μια ευκαιρία, να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα, υπήρχε η δυνατότητα να συμπληρώσουμε τα όποια κενά είχαμε, εξ αιτίας της ανέμελης ζωής που κάναμε, κατά τη διάρκεια των μαθητικών μας σπουδών. Είχε φθάσει ο καιρός, ν’ αναλογιστούμε την κατάστασή μας και να νιώσουμε ενοχή για τις «κοπάνες», καθώς και για τις μέρες που περνούσαν, χωρίς ν’ ανοίξουμε βιβλίο. Δεν θυμάμαι κανένα απ’ τα παιδιά που έκανα παρέα, να μετανιώνει για την προηγούμενη μποέμικη θεώρηση της μαθητικής ζωής, αλλά σίγουρα όλο και κάποια μικρά τσιμπήματα ενοχής είχαμε. Σ’ αυτά τα μικρά γκρουπάκια των φροντιστηρίων, που γινόντουσαν συνήθως στα ίδια τα σπίτια των καθηγητών, εκτός αυτών που ήθελαν να κάνουν ένα βήμα πιο πάνω στην εκπαίδευση, άρχισαν να πηγαίνουν και μαθητές που είχαν καταλάβει πως δεν θα κατάφερναν να ξεπεράσουν το εμπόδιο των απολυτηρίων εξετάσεων. Έτσι, χωρίς να γίνει κανένας διαχωρισμός, οι φιλομαθείς και οι αδύνατοι έκαναν τις ίδιες ώρες τα ίδια μαθήματα.

     Αυτό κατέρριπτε το επιχείρημα «περί δυο ταχυτήτων» μάθησης και το αναγκαίο των φροντιστηρίων. Οι περισσότεροι απ’ τους φροντιστές δεν έκαναν επιλογή και διαχωρισμό των μαθητών, ανάλογα με το επίπεδο μάθησης και τις ανάγκες τους, γιατί τους βόλευε η όλη κατάσταση κι η πελατεία τους ήταν πάντα αρκετή και πρόθυμη, να πληρώνει για τις υπηρεσίες τους. Στην ουσία πληρωνόντουσαν, για να κάνουν τη δουλειά που για όποιους λόγους (αντικειμενικούς ή όχι) δεν κάνανε στην τάξη. Αυτό βέβαια δεν γινόταν απ’ όλους τους καθηγητές, αλλά από πολύ λίγους, που όμως ήταν αρκετοί για ν’ αμαυρώσουν το σύνολο του επαγγέλματός τους.


(Ενόργανη)

     Θυμάμαι αρκετούς, που δεν συμμετείχαν σ’ αυτό το εμπόριο της παιδείας και κάποιους απ’ αυτούς, ν’ αποδοκιμάζουν τους «έμπορους» της γνώσης και να έχουν πολύ κακές σχέσεις μαζί τους και έτσι υπήρχε ένα κλίμα ψυχρότητας στο σύλλογο των καθηγητών της πόλης μας. Έτσι αναγκαστικά, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: Στους «έμπορους», σ’ αυτούς που ήταν αντίθετοι και στους… οπαδούς του Πόντιου Πιλάτου. Γιατί υπήρχαν κι αρκετοί που, ενώ δεν συμφωνούσαν μ’ αυτήν την κατάσταση που επικρατούσε, επιδεικτικά (ή ακόμη και παθητικά) αγνοούσαν τα γεγονότα κι έτσι άφηναν χώρο στους πρώτους ν’ αλωνίζουν. Η ανοχή τους στην ουσία ήταν συνενοχή.

     Τα χρήματα που έπρεπε να πληρώνουν οι μαθητές σ’ αυτούς τους εκπαιδευτές, ήταν διαφορετικά κι ήταν ανάλογα της φήμης του καθενός φροντιστή. Υπήρχε ένας απ’ αυτούς που, όπως είχε πει πολύ χαρακτηριστικά ένας συμμαθητής μου, η ταρίφα του ήταν κατοστάρικο για κάθε λέξη που ξεστόμιζε. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, πως τότε το μεροκάματο ενός εργάτη ήταν εκατό δραχμές. Φυσικά αυτός με το τόσο ψηλό «κασέ» είχε επιλέξει με προσοχή τους μαθητές του, πότε με παραινέσεις, ακόμη μερικές φορές με ψιλοεκβιασμούς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, είχε τους καλούς κι επιμελείς μαθητές στο φροντιστήριό του, αυτούς που είχαν αρκετές πιθανότητες επιτυχίας στην ανώτατη εκπαίδευση. Φυσικά απ’ αυτήν την επιτυχία, θα επωφελούνταν άμεσα κι ο ίδιος, σαν ένας πολύ ικανός (ίσως και να ήταν) καθηγητής. Θυμάμαι μια συμμαθήτριά μου, που της έκανε ιδιαίτερο φροντιστήριο, μέχρι αργά το βράδυ στο σπίτι του κι επειδή αρκετές φορές είχαν ξεπεράσει κάθε όριο χρόνου, αναγκαζόταν να κοιμηθεί εκεί, για να μη δώσει στόχο. Έτσι το πρωί ερχόταν κατ’ ευθείαν απ’ το σπίτι του (που ήταν αρκετά κοντά) στο σχολείο. Αυτά όμως ήταν μόνο ένα μέρος απ’ τα περίεργα που συνέβαιναν τότε με τις ανάγκες των μαθητών για «μάθηση».


(Με τα βραβεία)

     Τότε ήταν που αποφάσισα, ότι θα έπρεπε να δώσω εξετάσεις, για την εισαγωγή μου στη Γυμναστική Ακαδημία. Αισθανόμουν ότι (τουλάχιστον εκείνη την εποχή) είχα κλίση προς αυτόν τον τομέα. Η αγάπη μου για τον αθλητισμό ήταν δεδομένη και, χωρίς κανένας να μου το επιβάλλει, γυμναζόμουν πάρα πολλές ώρες κάθε μέρα. Βέβαια αυτό συνήθως ήταν σε βάρος των μαθημάτων, αλλά αυτό ελάχιστα μ’ ενδιέφερε. Προσπαθούσα να συμμετέχω στις παραδόσεις του σχολείου, για να διαβάζω όσο λιγότερο γινόταν, για να χρησιμοποιώ όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, σ’ αυτό που μου άρεσε πιο πολύ απ’ όλα, τη γυμναστική. Το ενδιαφέρον μου για τον αθλητισμό ήταν τέτοιο, που ασχολούμουν σχεδόν μ’ όλα τα αγωνίσματα, χωρίς ποτέ να κατορθώσω να επιλέξω ένα, που πιθανότατα θα ταίριαζε πιο πολύ, στον σωματότυπό μου και στην ιδιοσυγκρασία μου. Έτσι ασχολούμουν με τ' αγωνίσματα της ταχύτητας και μ’ όλα τα άλματα, χωρίς να μπορώ να διαλέξω ειδικά κάποιο. Όλα τ’ απογεύματα, με έβρισκαν στην αυλή του σχολείου, να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου στο σκάμμα και στα speed.

     Μέχρι την τελευταία χρονιά, μόνος μου καθόριζα τον τρόπο και τις ώρες της προπόνησης. Αυτό το έκανα τελείως εμπειρικά, χωρίς καμία επιστημονική υποστήριξη και καθοδήγηση. Η παρουσία μου στο προαύλιο του σχολείου, σε καθημερινή βάση (ακόμη και τις Κυριακές) ήταν ενοχλητική για τον καθηγητή, που το σπίτι του ήταν λίγο πιο δίπλα κι έκανε φροντιστήριο εκεί στους συμμαθητές μου. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σχολίασα τίποτα, απ’ όσα έπεφταν στην αντίληψή μου, διέκρινα ένα μούδιασμα και μια διστακτικότητα εκ μέρους των μαθητών, που πήγαιναν στο σπίτι του εν λόγω καθηγητή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αρχίσουν οι προστριβές ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτόν, καθώς έκανε τα πάντα, για να μου απαγορευτεί να χρησιμοποιώ την αυλή του σχολείου, για τις προπονήσεις μου.


(Με τα κύπελλα) 

     Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες του, εγώ συνέχιζα να κάνω αυτό που μου άρεσε, γιατί ποτέ κανείς, απ’ την διεύθυνση του σχολείου, δεν μου το απαγόρευσε. Φυσικά ο ίδιος συνέχισε να με πολεμά και να μη χάνει ευκαιρία να με ειρωνεύεται και να με χλευάζει την ώρα του μαθήματος κι όχι μόνο. Τελικά, στα μέσα της Ε΄ τάξης, αποφάσισα ν’ αλλάξω κατεύθυνση και απ’ την πρακτική, να ζητήσω μετάταξη στη θεωρητική. Μ’ απλά λόγια, μετά από ενάμιση χρόνο στο πρακτικό, ζήτησα να πάω στο κλασσικό τμήμα του σχολείου, για να πάψω να τον έχω ως καθηγητή. Αυτό δεν ξέρω αν είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν, πως από μόνο του σαν γεγονός παραξένευε τους πάντες.

     Φυσικά, πάρα πολλοί απ’ τους φίλους μου, μέχρι τους καθηγητές μου, ζήτησαν να μάθουν τον λόγο αυτής της απόφασης. Παρ’ όλες τις πιέσεις που δεχόμουν απ’ όλους, σε κανένα δεν είπα τους πραγματικούς λόγους και ψέλλιζα, όσο πιο πειστικά μπορούσα, κάποιες δικαιολογίες, του τύπου, ότι η Γυμναστική Ακαδημία που ήταν η επιλογή μου, χρειαζόταν τα μαθήματα της θεωρητικής κατεύθυνσης και γι αυτό θα έπρεπε ν’ αλλάξω τμήμα. Αυτό, το είχα συζητήσει εκ των προτέρων, με τον φίλο μου τον Μανώλη, ο οποίος (αν και δε συμφωνούσε με την απόφασή μου) ήταν ο μόνος που με στήριξε, τουλάχιστον ηθικά και με υπερασπιζόταν στα μαθητικά «πηγαδάκια», που γινόταν μ’ αυτό το θέμα.

     Στην επιτροπή τριών καθηγητών, παρουσία του γυμνασιάρχη, επανέλαβα με σθένος τους λόγους της απόφασής μου, χωρίς σε καμία περίπτωση, ν’ αναφερθώ στις πιέσεις που δεχόμουν, αν και πιστεύω πως τις υποψιαζόντουσαν όλοι. Όλες οι ερωτήσεις που μου έκαναν, είχαν σαν απάντηση αοριστίες, χωρίς ποτέ ν’ αναφερθώ στον πραγματικό λόγο. Ένας απ’ τους καθηγητές προσπάθησε να μου εξηγήσει τη δυσκολία της απόφασης που είχα πάρει και πως έπρεπε να δώσω ειδικές εξετάσεις, σε μαθήματα της θεωρητικής κατεύθυνσης και σίγουρα θα υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Εγώ τους άκουγα παθητικά. Αν και δεν είχα προβλέψει το θέμα των ειδικών εξετάσεων, επέμενα στην απόφασή μου.

     Τελικά απ’ αυτούς έμαθα ότι θα εξεταζόμουν στα Αρχαία Ελληνικά, στα Νέα Ελληνικά, στην Ιστορία και στα… Λατινικά. Στα τρία πρώτα μαθήματα δεν είχα πρόβλημα, αλλά στα Λατινικά, είχα πλήρη άγνοια. Μου έδωσαν μια βδομάδα περιθώριο, για να προετοιμαστώ σ’ όλη την ύλη του κλασσικού, που εγώ ματαίως την αφιέρωσα όλη στο να μάθω λατινικά. Αυτό δεν ήταν απλά δύσκολο, ήταν ακατόρθωτο. Το μόνο που κατάφερα ήταν ν’ αποστηθίσω τρία κεφάλαια απ’ το βιβλίο των Λατινικών και την ενεργητική φωνή στη γραμματική του ρήματος amo.

    Η εξέτασή μου θα γινόταν στο γραφείο του γυμνασιάρχη, καθώς δεν υπήρχε διαθέσιμη αίθουσα γι αυτό. Το κάθε μάθημα, το ανέλαβε και διαφορετικός καθηγητής. Στα τρία πρώτα μαθήματα, δεν είχα κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα και τα είχα καταφέρει μάλλον καλά. Το μάθημα των Λατινικών όμως, ήταν το αδύνατο σημείο μου και μέχρι την τελευταία στιγμή, πριν την εξέταση, κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου, με την ελπίδα πως ίσως, κατάφερνα ν’ αποκομίσω κάτι, έστω και την τελευταία στιγμή.

     Πανικοβλήθηκα, όταν ο γυμνασιάρχης πρότεινε σε μια καθηγήτρια, η οποία μόλις είχε επανέλθει στο γυμνάσιο από άδεια τοκετού, ν’ αναλάβει την εξέτασή μου. Αυτή η κυρία είχε τη φήμη της πιο αυστηρής και σκληρής στη βαθμολογία κι έβριζα μέσα απ’ τα δόντια μου για την κακή μου τύχη. Αυτή όμως με πλησίασε και μ’ ενδιαφέρον με ρώτησε, αν είμαι διαβασμένος. Τότε, με μια τελείως αψυχολόγητη απόφαση, της είπα με θράσος:

     «Διάβασα το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο (δείχνοντας το Regina rosas amat, τα όπλα των Ρωμαίων και τους θεούς των Ρωμαίων). Καλύτερα απ’ τα τρία ξέρω τα όπλα των Ρωμαίων».

     Η καθηγήτρια γούρλωσε επικίνδυνα τα μάτια της, πίσω απ’ τα γυαλιά, με το μαύρο κοκάλινο σκελετό που φορούσε, κοκκίνισε και μου είπε:

     «Τρελάθηκες, πώς τολμάς και μου τα λες αυτά;»

     Εγώ σήκωσα δήθεν αδιάφορα τους ώμους μου και της απάντησα μ’ έναν απ’ τους ελάχιστους ιδιωματισμούς της κρητικής διαλέκτου που ήξερα:

     «Ξιά σου» (το αφήνω σε σένα).

     Με το που άκουσε την απάντησή μου, βγήκε απ’ το γραφείο του γυμνασιάρχη και πήγε στην αίθουσα των καθηγητών, για να ετοιμάσει τα θέματα και μ’ άφησε ν’ αναρωτιέμαι για το απίστευτο θράσος μου. Απελπισμένος με την ατυχία μου, σκεφτόμουν τις πιθανότητες που είχα, όταν μπήκε φουριόζα μέσα και μου έδωσε μια σελίδα με τα θέματα. Μόλις είδα το κείμενο προς μετάφραση ενθουσιάστηκα. Λίγο έλειψε να ζητωκραυγάσω. Είχε βάλει «τα όπλα των Ρωμαίων», αυτό δηλαδή που ήξερα καλύτερα. Αμέσως, χωρίς να περιμένει τυχόν ερωτήσεις, μου γύρισε την πλάτη και βγήκε έξω.

     Χωρίς να χάσω ούτε στιγμή, μετέφρασα μ’ ευκολία το κείμενο κι αμέσως στράφηκα στη γραμματική. Το ρήμα που είχα στη γραμματική, μου ήταν παντελώς άγνωστο και μόνος μου μέσα στο γραφείο, έβρισα την τύχη μου, γιατί δεν είχα προβλέψει, να έχω μαζί μου το ανάλογο βιβλίο. Ενώ έξυνα μ’ απορία το κεφάλι μου, προσπαθώντας να βρω μια λύση στ’ αδιέξοδά μου, πρόβαλε απ’ την πόρτα η όμορφη διευθύντρια του οικοτροφείου θηλέων, με τα κοντά μαλλιά και ζήτησε τον γυμνασιάρχη. Της απάντησα, πως είχε μάθημα και τότε κοίταξε μ’ ενδιαφέρον το γραπτό μου, ρωτώντας με αν θέλω βοήθεια. Με γρήγορες φράσεις, της εξήγησα την άγνοιά μου, περί της λατινικής γραμματικής κι αυτή αμέσως άρχισε να μου υπαγορεύει κι εγώ γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία έγραφα ότι άκουγα. Μόλις τελείωσα, πήρε στα χέρια της το γραπτό μου και με μια έκφραση αποδοκιμασίας στο πρόσωπο της, άρπαξε το στυλό κι άρχισε να διορθώνει τα λάθη μου, που δεν ήταν και λίγα. Μετά μου το έδωσε, μου ευχήθηκε καλά αποτελέσματα και βγήκε γρήγορα απ’ το γραφείο.

     Φυσικά, θεωρώ περιττό ν’ αναφέρω, πως στα λατινικά, είχα τον ψηλότερο βαθμό απ’ όλα τα μαθήματα, αφήνοντας έκπληκτους καθηγητές και συμμαθητές. Δε ξέρω για ποιο λόγο η καθηγήτρια με βοήθησε, ούτε για ποιο λόγο με άφησε μόνο μου, χωρίς επιτήρηση. Μετά από αυτό το γεγονός, είχα σχηματίσει μια πολύ καλή γνώμη για το άτομό της και διαφωνούσα πάντα, όταν άκουγα να λένε, πως ήταν αυστηρή και άτεγκτη, πάνω σε θέματα εξετάσεων και επιτήρησης. Την επομένη των εξετάσεων μου, μετακόμισα στην αίθουσα της Ε΄ κλασσικού και κάθισα στην τελευταία θέση, μαζί με τον Μιχάλη. Ενώ στην αρχή οι κλασσικάριοι μ’ αντιμετώπιζαν με δυσπιστία, γρήγορα έγινα αποδεκτός και σύντομα είχα γίνει ένας απ’ αυτούς.

     Αλλάζοντας στρατόπεδο, εκτός του μειονεκτήματος των λατινικών, είχα και πλεονεκτήματα όσο αφορά τα μαθηματικά, τη φυσική και τη χημεία, καθώς δεν χρειάστηκε να διαβάσω ιδιαίτερα αυτά τα μαθήματα, γιατί οι βάσεις μου πάνω σ’ αυτά, ήταν πολύ ισχυρές κι οι γνώσεις μου περισσότερες, απ’ των υπόλοιπων νέων συμμαθητών μου. Αντιθέτως δυσκολευόμουν πολύ στα Λατινικά και λιγότερο στα Αρχαία Ελληνικά.

     Μετά απ’ αυτά, συνέχισα τη ρουτίνα των προπονήσεων, με μια δυο σημαντικές διαφορές. Είχε γίνει πλέον γνωστό σ’ όλους, ότι θα δώσω εξετάσεις για τη Γυμναστική Ακαδημία και είχε γίνει αποδεκτή απ’ όλους, η ανάγκη να προπονούμαι, στην ουσία να προετοιμάζομαι, για την εισαγωγή μου. Ο νέος γυμναστής, προσφέρθηκε να με βοηθήσει, ν’ ανταπεξέλθω στη διαδικασία επιλογής των αγωνισμάτων και μου έδωσε ένα ειδικό πρόγραμμα ασκήσεων, κατά την προπόνηση, έτσι ώστε να βελτιωθώ σ’ αυτά τα αγωνίσματα. Συγχρόνως, δυο τρία αγόρια και δυο κορίτσια, αποφάσισαν να γίνουν ομάδα με μένα, έχοντας ακριβώς τον ίδιο σκοπό. Η μεγάλη έκπληξη για μένα ήταν, όταν με πλησίασε μια συμμαθήτρια μου, που μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχε καμία σχέση με τη γυμναστική και τους αθλητικούς αγώνες, και μου εξέφρασε την επιθυμία της, να συμμετάσχει μαζί μας στην προσπάθεια, για την εισαγωγή της στη Γυμναστική Ακαδημία. Η έκπληξή μου ήταν πραγματική, γιατί η σωματοδομή της και γενικά το παρουσιαστικό της, δεν ήταν σε καμία περίπτωση, αυτό που λέμε αθλητικό παρουσιαστικό. Αντίθετα, έμοιαζε πολύ εύθραυστη, αν και αργότερα παρατήρησα, πως ήταν αρκετά γρήγορη κι ευκίνητη. Ίσως βοηθούσε σ’ αυτό, η ενασχόλησή της με τον χορό. Ο χορός ήταν κάτι, που ουδέποτε ασχολήθηκα μ’ αυτό.

     Ο γυμναστής πρωτοπορούσε και σύντομα ξεφύγαμε απ’ το προαύλιο του σχολείου και μας οδήγησε στην παραλία, όπου μας ανάγκαζε να τρέχουμε πάνω στην άμμο, για να αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας της κάθε προπόνησης. Πολλές φορές, βγάζαμε στην αυλή τα εφαλτήρια και τους βατήρες, απ’ την αποθήκη του γυμναστηρίου και τα είχαμε σαν βοηθητικά όργανα, στην προπόνησή μας. Πρέπει να ομολογήσω, πως αυτά τα όργανα μας βοήθησαν πάρα πολύ στην τεχνική μας και ιδιαίτερα εμένα, που σε πολύ λίγο χρόνο, έγινα πολύ καλός στην ενόργανη γυμναστική. Παράλληλα, λαμβάναμε μέρος σ’ αθλητικούς αγώνες, που γινόντουσαν στη πρωτεύουσα του νομού, για ν’ αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα, όπως πολύ σωστά έλεγε ο προπονητής μας.

     Σ’ έναν απ’ αυτούς τους αγώνες, θυμάμαι ένα παράξενο γεγονός, που δεν αφορούσε εμένα, αλλά την εν λόγω συμμαθήτριά μου. Σε αγώνες που έλαβε μέρος, απ’ το σύνολο των μαθητών του νομού, βγήκε δεύτερη στη σφαίρα. Αυτό ήταν από μόνο του εντυπωσιακό, γιατί όπως είπα δεν είχε τα απαιτούμενα σωματικά προσόντα. Ο πανύψηλος καθηγητής μας, όταν πληροφορήθηκε την (ομολογουμένως) εντυπωσιακή νίκη της, θέλοντας ίσως να την πειράξει της έλεγε:

     «Βγήκες δεύτερη ελλείψει τρίτης»

     Φυσικά, αυτό ήταν ένα απλό πείραγμα και καμιά σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα. Η φίλη μας πανάξια πήρε τη δεύτερη θέση. Περιττό να πω, πως η ομάδα μας στις καθιερωμένες γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς, διέπρεψε. Όλοι μας πήραμε μέρος στα διάφορα αγωνίσματα και νικήσαμε μάλλον εύκολα. Οι δε επιδείξεις, στο σύνολο τους, ήταν απ’ τις πιο εντυπωσιακές απ’ όσες είχαν γίνει μέχρι εκείνη τη χρονιά.

     Το άγχος μας άρχισε να πολλαπλασιάζεται, με το που άρχισαν οι απολυτήριες εξετάσεις και πλησίαζε ο χρόνος να δώσουμε τις πανελλήνιες. Εγώ, παρ’ όλο που ήμουν χαλαρός για τις απολυτήριες εξετάσεις, ένα κάποιο φόβο για τις άλλες τον είχα. Στο μάθημα των Λατινικών, συνωμότησε όλη σχεδόν η τάξη, για να με βοηθήσει, έχοντας και σαν πλεονέκτημα, την επιτήρηση του μαθήματος απ’ τον γυμναστή. Οπότε, τα πήγα μάλλον καλά. Τότε ήταν που σχολίασε ο φίλος μου ο Γιάννης:

     «Για χάρη του βασιλικού ποτίστηκε κι η γλάστρα», εννοώντας φυσικά ότι ευνοήθηκε κι αυτός, απ’ την πολύ χαλαρή επιτήρηση του γυμναστή. Επίσης ο ίδιος ο φίλος μου, αν και ποτέ του δεν έκανε γυμναστική (δεν είχε καν αθλητική φόρμα) έκανε δημοσίως παράπονα, γιατί ο γυμναστής του έβαλε μόνο δέκα επτά στη γενική βαθμολογία και όχι δέκα εννέα ή είκοσι. Γενικά, ήταν απ’ τα άτομα, που στις γυμναστικές επιδείξεις εμφανιζόταν μόνο στο τέλος τους, κι αυτό για να βγει στις αναμνηστικές φωτογραφίες. Ένα άλλο αξιοσημείωτο με τον Γιάννη ήταν πως, όταν του είπαμε πως την επομένη θα γράφαμε «Αγωγή του Πολίτου», μας κοίταξε έκπληκτος κι είπε με δυσπιστία:

    «Μα ήντα είναι πάλι τούτο; Πότε κάναμε αυτό το μάθημα;» Ο αθεόφοβος δεν ήξερε, ούτε ποια μαθήματα κάναμε. Φυσικά στο τέλος, τα μόνα μαθήματα που κατάφερε και πέρασε, ήταν η Γυμναστική και τα Θρησκευτικά. Όλα τ’ άλλα, τα παρέπεμψε για τον Σεπτέμβριο. 

     Τότε ήταν που μου συνέβη ένα απίστευτο γεγονός, που σηματοδότησε το άμεσο μέλλον μου. Είχαμε τελειώσει με το προτελευταίο μάθημα, αυτό των Μαθηματικών (θυμάμαι είχα γράψει πάρα πολύ καλά). Τελευταίο μάθημα είχαμε αυτό της Λογικής, στο οποίο είχα καλό προφορικό βαθμό και ήμουν αρκετά καλά προετοιμασμένος. Έτσι την παραμονή, τελείως χαλαρός, έπαιζα με ένα φίλο και χτύπησα άσχημα το αριστερό γόνατο μου. Το κτύπημα ήταν τόσο σοβαρό, ώστε χρειάστηκε να με συνοδεύσουν με ασθενοφόρο στα Χανιά και από κει στη Θεσσαλονίκη, για επείγουσα εγχείρηση μηνίσκου. Στην κλινική έμεινα περίπου δυο μήνες και φυσικά, όχι μόνο έχασα την ευκαιρία να δώσω εξετάσεις, για τη σχολή που τόσο επιθυμούσα, αλλά έμεινα και μετεξεταστέος στο μάθημα της Λογικής, αν και είχα προφορικό βαθμό δέκα έξι.

     Αλλά αυτό είχε κι ένα καλό. Ήταν η αφορμή να ξαναδώ τους φίλους μου τον Σεπτέμβριο.


No comments:

Post a Comment