Thursday 18 April 2019

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Ψυχοσάββατο.


Της Φυλίτσας Σοφιανού




Οι ψυχές των δικαίων στα χέρια του Θεού. Ναός Αγίων Αποστόλων, 12ου αιώνα, Θεσσαλονίκη

     Το Σάββατο, πριν την Κυριακή της Απόκρεω, έχει καθιερωθεί ως ψυχοσάββατο από την ορθόδοξη εκκλησία. Πρόσφορα, κόλλυβα, κουτιά με κουλουράκια ή άλλα κεράσματα, γεμίζουν τραπέζια μέσα στους ναούς και διαβάζονται τρισάγια, για τις ψυχές των κοιμηθέντων, γονέων, συγγενών, φίλων και εχθρών, πάππου προς πάππον, αναγράφονται στα χαρτιά που δίδουν οι πιστοί στους ιερείς, οι οποίοι διαβάζουν, άλλοτε φωναχτά κι άλλοτε από μέσα τους, τα ονόματα.


     Δεν καταλάβαινα νεώτερη αυτή την ιεροτελεστία. Μεγαλώνοντας, άκουσα ότι είναι η αγάπη που απαιτεί κάτι τέτοιο, να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε αυτούς που έφυγαν. Είναι η ανάγκη της ενότητας, της συνέχειας, της ζωής που δεν σταματά με τον θάνατο. Είναι η εκκλησία που ενώνει, ζωντανούς κι αποθαμένους, που προσεύχεται τελικά για όλους.

     Δεν ξέρω πώς μου κόλλησε μια τέτοια μέρα και μελέτησα επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες ανθρώπων, από πολλά μέρη του πλανήτη. Άνθρωποι που έφυγαν και επανήλθαν, από σοβαρή ασθένεια, πάνω σ' ένα χειρουργικό τραπέζι ή σε μια εντατική. Κοινό σημείο όλων, ότι βλέπουν φως, λαμπρό φως και σήραγγα, στην οποία κινούνται αβαρείς και κάποια στιγμή, γίνεται η αντίστροφη πορεία κι επανέρχονται στο πάσχον σώμα τους.


Η κάθοδος στον Άδη. Ναός Αγίων Αποστόλων, 12ου αιώνα, Θεσσαλονίκη

     Δεν είχα ποτέ μια τέτοια εμπειρία και δεν είδα σχεδόν ποτέ σε όνειρο, κάποιον αγαπημένο, που έφυγε από τη ζωή, ούτε έζησα από κοντά τις τελευταίες στιγμές πολλών ανθρώπων.

     Ημέρα ψυχοσάββατου όμως, θέλω να ζωντανεύω την μνήμη κάποιου δικού αγαπημένου, έτσι σαν μνημόσυνο γι αυτόν, για τη σημαντική ή ασήμαντη ζωή του, για πράγματα που έμαθα κοντά του.

     Δεν είναι ίσως σωστό να εξιδανικεύουμε έναν άνθρωπο μετά τον θάνατό του.

     Για τον πατέρα του συζύγου μου όμως, τον κυρ Κώστα, δεν είναι υπερβολή να πω, ότι τον θεωρούσα και δικό μου πατέρα, κι ας τον γνώρισα για είκοσι μόλις χρόνια.

     Ήταν ένας άξιος και καλοκάγαθος άνθρωπος. Καταδεκτικός και χαμογελαστός, λεπτός και ψηλός, ακούραστος και με ένα «ναι» στα χείλη για ό,τι κι αν του ζητούσε κανείς. Δεν ανταλλάξαμε ποτέ κακή κουβέντα, δεν πικραθήκαμε για κανένα λόγο και είχαμε έναν θαυμαστό κώδικα επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης.


Ο Παντοκράτορας. Ναός Αγίου Φωτίου, Θεσσαλονίκη

     Ο πατέρας Κώστας, ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε όλη του τη ζωή, από μικρό παιδί. Το μικρότερο από τα τρία παιδιά, μιας χήρας μητέρας, φτωχής αγρότισσας, στα βόρεια του νομού Δράμας, δούλευε από παιδάκι κι όλοι θαύμαζαν την επιδεξιότητα και εργατικότητά του. Κτίστης, μαραγκός, καροποιός, οδηγός. Και τι δεν έκανε, για να τα βγάλει πέρα. Τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, καταπιάστηκε με μύριες δουλειές, βγάζοντας πάντα με τον ιδρώτα του το ψωμί του, κατά την βιβλική επιταγή, της εξόδου από τον παράδεισο.

     Έκανε οικογένεια με μια όμορφη γυναίκα, που σίγουρα καμάρωνε δίπλα της, απέκτησε τα αγόρια του, χωρίς ίσως να ασχοληθεί πολύ μαζί τους, όπως οι σημερινοί πατεράδες, αλλά αποτέλεσε υπόδειγμα ήθους, τιμιότητας κι εργατικότητας για τα παιδιά του.

     Κατά κάποιους σύγχρονους πατέρες της εκκλησίας, ο άνθρωπος σώζεται με την υπακοή. Ο κυρ Κώστας δεν πήγαινε στην εκκλησία, δεν συμπαθούσε τους παπάδες, και σαν παλιός αυθεντικός αριστερός, θεωρούσε τη θρησκεία όπιο του λαού. Λες κι αυτός, δεν ήταν λαός. Έκανε όμως τέτοια υπακοή στην κυρά Λένη του, την ωραία Ελένη, όπως ήταν γνωστή στο ποντιακό χωριό της, που δημιουργήθηκε στον κάμπο της Δράμας, από εργατικούς πρόσφυγες Ποντίους, που μέσα μου έχω την βεβαιότητα, ότι η υπακοή αυτή, θα εξαγοράσει μάλλον τις όποιες αμαρτίες έκανε σαν άνθρωπος. Σε αντίθεση με το αγχώδες έτερον ήμισυ, ήταν άνθρωπος ήρεμος και κοιμόταν σαν μικρό παιδί, μέχρι τα γεράματά του. Όταν τον ρωτούσε κάποιος “πώς κοιμάσαι, έτσι εύκολα, δεν έχεις πράγματα να σκέπτεσαι ή να σε απασχολούν;” Η απάντησή του ήταν: “και ποιος δεν έχει, αλλά να, την ώρα του ύπνου, εγώ αδειάζω το μυαλό μου από όλα και κοιμάμαι”.

     Μακάριος αληθινά, έζησε κάποια χρόνια ξένοιαστα κι ευχάριστα ως συνταξιούχος. Εργαζόταν όμως πάντα στο σπίτι, στο μπαξέ του, ακάματος, προσηνής, αγόγγυστος. Δε χάλαγε χατήρι, δεν έλεγε όχι, δεν έκανε ποτέ το δικό του με τρόπο εγωϊστικό. Κι αυτό, πέρα από την καλοκάγαθη, αγνή ψυχή του, νομίζω θα του το προσμετρήσει ο Θεός, αν και όταν, γίνει κάποια κρίση.

     Ο μπαμπάς Κώστας άφησε την τελευταία του πνοή, στα γραφεία του συλλόγου Σιταγρινών, το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου 2002, αφού έφαγε, ήπιε και χόρεψε με την ποντιακή λύρα, που τόσο αγαπούσε. Χόρευε περήφανα και όχι επιδεικτικά και κοντά του εκτίμησα και αγάπησα τους ποντιακούς χορούς. Έπεσε στα γόνατα της αγαπημένης του γυναίκας, σαν το πιστό ζώο, που ξεψυχά στα πόδια του κυρίου του. Δεν έζησα την σκηνή, αλλ’ όπως μου την περιέγραψαν ολοζώντανα οι παριστάμενοι, είναι σαν να την έζησα. Και σίγουρα ήταν ένας ωραίος, μάλλον ανώδυνος θάνατος γι αυτόν που φεύγει, όσο φοβερό κι αν ακούγεται. Το δύσκολο είναι γι’ αυτούς που υφίστανται τον αιφνιδιασμό.

No comments:

Post a Comment