Monday, 18 February 2019

Γράμμα από το Αγρίνιο. Ξύπνησέ με στις 4:10’, να δω τι ώρα είναι.


Του Γιώργου Παληγεώργου




Γύρω απ' τη φωτιά στη Χίο
    
     Εκεί στη 2η Επιλαρχία στον Αυλώνα (στην Αυλώνα λέγαμε τότε), Ιούνιος 1985, το τι γίνονταν δε μπορεί άνθρωπος να περιγράψει. Α’ Ίλη, Αρχηγοί Πληρώματος Μέσων Αρμάτων (ΑΠΜΑ). Είχανε πάει εκεί απ’ την Α’ Επιλαρχία, όπου είχανε πάρει τη βασική εκπαίδευση, για να πάρουνε την εκπαίδευση της ειδικότητας. Εκεί έμαθαν ότι άρματα λένε τα τανκς· ίσαμε τότε, ήξεραν για άρματα τις μπιστόλες και τα καριοφίλια, απ’ τ’ αρματολίκι και την κλεφτουριά.

     Εκεί τους είπανε οι υπαξιωματικοί και κάτι αξιωματικοί, μόνο εμείς, οι μαυροσκούφηδες των αρμάτων, είμαστε πραγματικοί στρατιώτες και πραγματικοί άντρες, όλοι οι άλλοι φαντάροι είναι μοδίστρες ή κότες. Μέχρι που κάποιοι μαυροσκούφηδες αιστάνθηκαν τόσο περήφανοι, που σαν εύρισκαν άλλο φαντάρο στις εξόδους τους, τονε ρώταγαν, εσύ τι είσαι, κότα ή μοδίστρα; Και λάβαιναν γι’ απάντηση, από ειρωνεία μέχρι βρισιά ή και καμιά ξεγυρισμένη σφαλιάρα κάποτε και καταλάβαιναν ποιος είναι κότα και ποιος δεν είναι. Τώρα θα πεις, τι έφταιγε το πτηνό; Ίσως αν ζούσε ο Αριστοφάνης που έγραψε τους όρνιθες, θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Τέλος πάντων.
     Καμιά διακοσαριά φαντάροι στην Ίλη, για 55 μέρες, ούτε που γνωριζότανε μεταξύ τους, εξόν απ’ αυτούς που ήτανε στον ίδιο θάλαμο, πάνω-κάτω εικοσιπέντε νοματαίοι.

Πορεία αρμάτων στη Χίο

     Βιαστικά να σηκωθούν το πρωί, να πλυθούν, να ξυριστούν, να ντυθούν, να βγουν να συνταχτούν για γυμναστική, να πάνε για πρωινό ρόφημα και στις 7:00 να κατέβουν στην αναφορά για το πρωινό λογύδριο του Ίλαρχου, που είχε μια φωνή σαν ουρλιαχτό λύκου κι αμέσως μετά για εκπαίδευση, ίσαμε με τις 13:30 κι αμέσως μετά να πλύνουν τα χέρια τους και να πάνε συνταγμένοι για μεσημεριανό γεύμα κι ύστερα αμέσως για φρουρά στις 14:00, για το λογύδριο του αξιωματικού υπηρεσίας του στρατοπέδου – κυρίως για την πυρασφάλεια – και μετά υπηρεσίες, σκοπιές, θαλαμοφυλίκι, περίπολα. Όσοι δεν είχαν υπηρεσία, έκαναν μπάνιο και για καμιά ώρα έπεφταν για ύπνο – μεσημβρινή κατάκλιση.
     Απ’ τις 17:00 πάλι εκπαίδευση ή αγγαρείες στα μαγειρεία και στην «Καλλιόπη», αποψιλώσεις και μάζεμα γόπας απ’ το προαύλιο της Ίλης και του ΚΨΜ, κάνα καψώνι και κάνας καυγάς. Στις 20:00 δείπνο και μετά για ένα μισάωρο ελεύθεροι, να ταχτοποιήσουν τα πράγματά τους ή να κάνουν μπάνιο, όσοι δεν πρόλαβαν το μεσημέρι. Κάποιοι παρέμεναν στο εστιατόριο, για τη λάντζα. Στις 21:00 βραδινή αναφορά, όπου και το τελευταίο λογύδριο της ημέρας, απ’ τον αξιωματικό υπηρεσίας της Ίλης. Μετά από λίγο σιωπητήριο. Εννοείται πως όσοι είχαν υπηρεσία, στο καθήκον, 10-12, 12-2, 2-4 (γερμανικό), 4-6, με ύπνο κομμένο σε φέτες.
     Εκείνο που ήταν ανυπόφορο, ήταν η στέρηση του ύπνου. Κανένας δε χόρταινε ύπνο. Και στις εξόδους – κυρίως στην Αθήνα, λιγότεροι στη Χαλκίδα – απ’ τη διάθεση να ξεδώσουν οι φαντάροι, η κούρασή τους γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Συχνά-πυκνά, στην πρωϊνή αναφορά ή στη μεσημεριανή αναφορά της φρουράς, όλο και κάποιος φαντάρος κοιμότανε όρθιος και ξαφνικά σωριάζονταν στο έδαφος. Κάποιοι κορόιδευαν, οι πολλοί συγκρατιούνταν, απ’ το φόβο μην πάθουν κι αυτοί το ίδιο, κάποια επόμενη φορά.

Ασκήσεις βολής αρμάτων στην Κοζάνη

     Σιγά-σιγά έμαθαν και την ορολογία, τσάτσος, βύσμα, δόντι κλπ, έμαθαν και την ιεραρχία και τους βαθμούς, δεκανέας, λοχίας, επιλοχίας, αρχιλοχίας, δόκιμος, ανθυπασπιστής, ανθυπίλαρχος, υπίλαρχος, ίλαρχος, επίλαρχος, αντισυνταγματάρχης, συνταγματάρχης, ταξίαρχος, υποστράτηγος, αντιστράτηγος.
     Λεπτομέρεια θα πείτε, αλλά καθόλου ασήμαντη, που η σειρά τους στην πλειονότητά της, ήταν από αναβολή λόγω σπουδών, σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ κι οι περισσότεροί τους ήτανε μεγαλύτεροι σε ηλικία από τους υπαξιωματικούς και κάποιους δόκιμους. Έτσι, υπήρχε δυνατότητα, για κάποιους εύκολους σχετικά χειρισμούς, απέναντι στην εξουσία.
     Παρ’ όλο το ασταμάτητο τρέξιμο και την ανυπόφορη κούραση, η διάθεση των πολλών για πλάκες, ήταν αστείρευτη· κι οι πλάκες δεν γίνονταν μόνο στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου, αλλά σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου· εξ’ άλλου, ο ελεύθερος χρόνος, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος.

Γιάννενα

     Αυτές τις απίθανες πλάκες, που γινόταν μεταξύ των φαντάρων και τις απίστευτες επινοήσεις για να μπερδέψουν τους αξιωματικούς, έφερνε η συζήτηση καμιά φορά, που βρίσκονταν κάνα δυο, τρεις φίλοι από κείνη τη θητεία.
     Ο Γιώργος κι ο Ανδρέας ήταν φίλοι και βρέθηκαν μαζί φαντάροι στον Αυλώνα, που αργότερα, όταν απολύθηκαν και για κάποια χρόνια, συναντιότανε συχνά κι ο Ανδρέας αράδιαζε ξανά και ξανά ένα σωρό ιστορίες, με χοντρές πλάκες, απ’ από κείνο το τετράμηνο που συνυπηρετούσανε. Αν δεν του τις είχε φρεσκάρει του Γιώργου, τόσες φορές αυτές τις ιστορίες ο Ανδρέας, είναι βέβαιο πως θα τις είχε ξεχάσει.
     Ο Ανδρέας, μόλις έβλεπε το Γιώργο, λυνόταν απ’ τα γέλια, πριν προλάβουν να μιλήσουν, θυμούμενος εκείνες τις πλάκες στο στρατό. Μάλιστα του έλεγε του Γιώργου, ότι τις είχε ξεχάσει κι εκείνος, αλλά με το που τον έβλεπε, ερχότανε ολοκάθαρες στο μνημονικό του. Κι άρχιζε, θυμάσαι ‘κείνο, θυμάσαι τ’ άλλο, θυμάσαι το παράλλο και τελειωμό δεν είχε· αν αρχίσουν οι άντρες να μιλάνε για τη θητεία τους και μάλιστα όσοι συνυπηρέτησαν, σταματημό δεν έχουν.
     Σ’ αυτές τις αντάμωσες, επανέρχονται ως δια μαγείας κι οι προσφωνήσεις της θητείας. Η πρώτη σε συχνότητα είναι και με διαφορά το ρε μαλάκα, η δεύτερη το ρε σειρά, η τρίτη ή η τέταρτη είναι το πραγματικό όνομα.

Χίος

     Απ’ τις ανεπανάληπτες πλάκες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και θεατρικό έργο ήταν τα βράδια με τους θαλαμοφύλακες. Είχε δώσει οδηγίες ο Ίλαρχος, όσοι το βράδυ είχαν υπηρεσία, να έχουν το κράνος τους κρεμασμένο ανάποδα, στην άκρη του κρεβατιού τους και να γράφουν σε χαρτάκι, που θα βάζουν μέσα στο κράνος, την ώρα που πρέπει να τους ξυπνήσει ο θαλαμοφύλακας, π.χ. ξύπνησέ με στις 3:40 γιατί φυλάω σκοπιά 4-6 ή ξύπνησέ με στις 1:40 γιατί είμαι περίπολο 2-4.
     Κάποιος ή κάποιοι σε έναν θάλαμο, είχανε την ιδέα, ν’ ακυρώσουν αυτήν την επινόηση του Ίλαρχου και μόλις έπεφταν όλοι για ύπνο (αυτός ο κάποιος ή οι κάποιοι) πήγαιναν κι έβαναν σε πολλά περισσότερα κράνη χαρτάκια για ξύπνημα, με ψεύτικες αιτιολογίες για υπηρεσία, π.χ. ξύπνησέ με στις 3:40 γιατί είμαι περίπολο ή με πιο απίθανες αιτιολογίες, π.χ. ξύπνησέ με στις 2:30 να πάρω το φάρμακό μου.
     Για να κάνα δυο βδομάδες έγινε το πανδαιμόνιο.
     Πήγαινε να τους ξυπνήσει ο θαλαμοφύλακας, “Σειρά ξύπνα, φυλάς 4-6”. “Εντάξει σειρά, σ’ ευχαριστώ”, έλεγε αυτός που πράγματι ήτανε υπηρεσία
     Έφτανε όμως κι η στιγμή, που ο καημένος ο θαλαμοφύλακας, έπρεπε να ξυπνήσει κι εκείνους που δεν είχαν υπηρεσία, αλλά ο κάποιος ή κάποιοι είχαν βάλει λάθρα χαρτάκι στο κράνος τους.
     “Σειρά ξύπνα, φυλάς 2-4”. “Τι 2-4 μου λες ρε μαλάκα, εγώ ήμουν εξοδούχος”. “Μα…”, “Α στο διάολο παράτα με”.
     Απ’ τον έντονο διάλογο, ξυπνούσαν όλοι οι φαντάροι στο θάλαμο κι άλλοι γκρίνιαζαν, να γίνει ησυχία να κοιμηθούν, άλλοι γελούσαν με την ψυχή τους.
     Σε λίγο ο θαλαμοφύλακας, πλησίαζε σ’ άλλο κρεβάτι, να ξυπνήσει το φαντάρο, που είχε χαρτάκι στο κράνος του,
     “Σειρά, ξύπνα να πάρεις το φάρμακό σου”. “Ποιο φάρμακο ρε ηλίθιε;” “Μα αυτό λέει το χαρτάκι σου”. “Άσε με ρε βλάκα”.
     Πάλι αναστατώνονταν ο θάλαμος για κάνα τέταρτο.
     Κάποια βραδιά, που θαλαμοφύλακας ήταν κάποιος ιδιαίτερα αφελής φαντάρος, στο κράνος ενός εξοδούχου είχε μπει χαρτάκι, που έγραφε την πιο απίθανη αιτιολογία, ξύπνησέ με στις 4:10, να δω τι ώρα είναι.
     Πλησίασε ο θαλαμοφύλακας στο συγκεκριμένο κρεβάτι.
     “Σειρά ξύπνα, να δεις την ώρα” “Τι μου λες ρε μαλάκα, ποια ώρα να δω;” “Είναι 4:10 σειρά, έτσι λέει το χαρτάκι σου” “Φύγε ρε μαλάκα απ’ εδώ, φύγε μη σκοτωθούμε”.

Αυλώνα

     Μέσα από φωνές και γκρίνιες και κάποια γέλια, η κατάσταση εκτονώθηκε και οι κάποιοι ή ο κάποιος που είχε την ιδέα με τα ψεύτικα χαρτάκια στα κράνη, αποφάσισε να αναστείλει αυτή του τη δραστηριότητα.
     Κάποια μέρα ο Ανδρέας, τότε στον Αυλώνα, γνώρισε το Γιώργο με κάποιον φίλο του, το Βλάση που είχε καταγωγή απ’ το Θέρμο – Αιτωλοακαρνάνας κι ο Γιώργος – και κάνανε που και που κι οι τρεις τους παρέα. Ο Βλάσης ρώτησε το Γιώργο κάποια στιγμή,
     “Τι δουλειά κάνεις;” “Τέλειωσα τη βιομηχανική”, αποκρίθηκε ο Γιώργος. “Κι εσύ;” Ρώτησε πάλι έκπληκτος ο Βλάσης, “Όχι, ο Γιώργος ήτανε στη Θεσσαλονίκη, εγώ ήμουνα στον Πειραιά”, παρέμβηκε ο Ανδρέας. “Εσύ τι δουλειά κάνεις;” ρώτησε το Βλάση ο Γιώργος. “Είμαι οπερατέρ”, απάντησε όλο καμάρι ο Βλάσης. “Οπερατέρ!” είπε θαυμαστικά ο Γιώργος και συνέχισε ζητώντας εξηγήσεις απ’ το Βλάση, “δηλαδή τραγουδάς σε όπερα;”
     Ο Βλάσης έκοψε το Γιώργο για άσχετο κι έκανε να φύγει, αλλά ο Ανδρέας του εξήγησε, ότι απλά ο Γιώργος τονε πείραξε για να γελάσουν. Ο Βλάσης δέχτηκε την εξήγηση του Ανδρέα, διατηρώντας μάλλον κάποια επιφύλαξη.
     Μετά από κάνα δυο μέρες, ο Γιώργος είχε πάει στο ΚΨΜ κι είχε αγοράσει κάμποσες μπύρες και φώναξε κάμποσους φαντάρους να πιούνε και να διασκεδάσουν τραγουδώντας· είχε φωνάξει κι έναν φαντάρο, το Γιάννη που ήτανε εκπληκτικός κιθαρίστας – αργότερα έγινε παρτενέρ των μεγαλύτερων τραγουδιστών στην Αθήνα. Κάποια στιγμή έσκασε μύτη κι ο Βλάσης ο οπερατέρ κι ο Γιώργος τον μπάνισε αμέσως και τον κάλεσε,
     “Σειρά έλα να μας πεις κάνα τραγουδάκι”. “Ρε μαλάκα”, λέει του Ανδρέα ο Βλάσης, “δε σου είπα ότι αυτός (ο Γιώργος) είναι ανίδεος και νομίζει ότι τραγουδάω σε όπερα;”
     Πώς να του εξηγήσει ο Ανδρέας, ότι ο Γιώργος πάλι είχε αστειευτεί, ο Βλάσης είχε γίνει έξαλλος.
     Σε κάποια πρωινή αναφορά ο Ίλαρχος, ένας ψηλός, γεροδεμένος και βλοσυρός και μάλλον αγριωπός αξιωματικός, είπε με κοφτές φράσεις στους φαντάρους:
     “Το Σαββατοκύριακο θα πάρετε όλοι σας 48ωρη άδεια. Τη Δευτέρα το πρωί, θα παρουσιαστείτε όλοι σας στην Ύλη στις 6:15. Όσοι θα ταξιδέψουν σε νησιά, μπορούν να επιστρέψουν μέχρι τις 11:00 το πρωί της Δευτέρας. Όσοι επιστρέψουν στις 6:15 θα εμφανιστούν στην πρωινή αναφορά της Δευτέρας. Όσοι επιστρέψουν στις 11:00 θα εμφανιστούν στην πρωινή αναφορά της Τρίτης”.
     “Δεν είναι οδηγία, είναι διαταγή, ακούτε; Όποιος αργήσει, θα τιμωρηθεί με πολυήμερη φυλάκιση, ακούτε;” Είπε ο Ίλαρχος υψώνοντας την αγριοφωνάρα του ως τον ουρανό.
     Το Σαββατοκύριακο πέρασε γρήγορα κι οι φαντάροι οι στεριανοί επέστρεψαν τη Δευτέρα στις 6:15 το πρωί και μετά από λίγο, στις 7:00, βγήκαν στην πρωινή αναφορά να παρουσιαστούν.
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων (τάδε τάδε), Αρχηγός Πληρώματος Μέσων Αρμάτων. Σας αναφέρω κύριε Ίλαρχε, ότι επέστρεψα κανονικά, σήμερα στις 6:15, από την άδειά μου”. “Καλώς, πέρασε στη θέση σου”.
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων… κτλ, κτλ…” “Καλώς, πέρασε στη θέση σου”.
     Στην πρωινή αναφορά της Τρίτης, στις 7:00, βγήκαν στην αναφορά να παρουσιαστούν οι νησιώτες.
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων (τάδε τάδε), Αρχηγός Πληρώματος Μέσων Αρμάτων. Σας αναφέρω κύριε Ίλαρχε, ότι επέστρεψα κανονικά, χθες στις 11:00, από την άδειά μου”. “Από που είσαι;” “Από την Φολέγανδρο κύριε Ίλαρχε” “Πέρασε στη Θέση σου”.
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων… κτλ, κτλ…” “Από είσαι;” “Από την Αλόννησο κύριε Ίλαρχε”.
……………………………………………………………..
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων… κτλ, κτλ…” “Από είσαι;” “Από την Κάσο κύριε Ίλαρχε”.
……………………………………………………..
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων… κτλ, κτλ…” “Από είσαι;” “Από την Κρήτη τσύριε Ίλαρχε”
……………………………………………………..
     “Στρατιώτης Τεθωρακισμένων… κτλ, κτλ…” “Από είσαι;” “Από το Νησί των Ιωαννίνων κύριε Ίλαρχε”.
     Όλοι οι φαντάροι, οι υπαξιωματικοί κι οι δόκιμοι λύθηκαν στα γέλια κι ο άγριος Ίλαρχος κατακόκκινος απ’ την οργή του ωρύονταν, μη μπορώντας να χωνέψει ότι ένας φαντάρος του, την έφερε τόσο απλά.
     “Μη γελάτε”, ούρλιαζε ο Ίλαρχος προς τους υπαξιωματικούς και τους δόκιμους και γυρίζοντας προς το Γιαννιώτη φαντάρο του είπε, “εσένα κάπου θα σε βρω μπόσικο, θα μου το πληρώσεις, πέρασε στη θέση σου, χαμένε..!”
     Ο Γιώργος με το Βλάση είχαν γίνει φίλοι σε λίγο καιρό. Ο Βλάσης, παρά τις προτροπές του Γιώργου, να τα αντιμετωπίζει όλα με χιούμορ, δεν άντεξε το κλίμα του στρατού και πήρε αναβολή, μετά από δύο μήνες, όταν πήγαν στην ΙΛΥΒ. Ο Ανδρέας πήρε μετάθεση για τον Έβρο, ένα χρόνο υπηρέτησε, τον είπανε ημιάρβυλο. Ο Γιώργος υπηρέτησε όλη τη θητεία, Αυλώνα, Χίο, Γιάννενα.
     Κάποια μέρα, μετά από κάποια χρόνια, τυχαία ο Βλάσης συνάντησε το Γιώργο στα Εξάρχεια και τα είπανε για λίγο.
     “Εσύ έβαζες τα χαρτάκια στα κράνη κι έκανες μαύρη τη ζωή στους θαλαμοφύλακες, έτσι;” Ρώτησε ο Βλάσης. “Γιατί το λες;” Απάντησε με ερώτηση ο Γιώργος, χαμογελώντας. “Γιατί σ’ έβλεπα και μου άρεσε κι εμένα πολύ εκείνη η πλάκα που έκανες, αλλά ποτέ δε μίλησα· δε μ’ είχες καταλάβει, που κάθε φορά που τσακώνονταν ο θαλαμοφύλακας με τους άλλους, γέλαγα με την ψυχή μου;”
     Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment