Της Ελένης Λιάκου - Μπίκου
Ρομαντική
φύση, ήταν από παιδούλα μικρή, η Φροσούλα,
η φίλη μου, των παιδικών μου χρόνων.
Μεγάλωνε όμως σε ένα οικογενειακό
περιβάλλον, που δεν θα ήθελε κανένα
παιδί. Ο πατέρας, πάρα πολύ νευρικός,
λίγο οι δουλειές του να μην πήγαιναν
καλά, ξεσπούσε τα νεύρα του, πανω στην
δύστυχη γυναίκα του, με φωνές και ξύλο,
από τον οποίο, δεν γλύτωνε και τις
σφαλιάρες του, η μικρή Φροσούλα. Ύστερα
μετανιωμένος, τις αγκάλιαζε και τις
δύο, ζητώντας συγγνώμη, για να το
επαναλάβει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τελείωσε
το δημοτικό, πήγε μέχρι την Τετάρτη
τάξη, του τότε γυμνασίου και όταν την
ζήτησε σε γάμο ένα καλό και εργατικό
παιδί, για να ξεφύγει από το ασφυκτικό,
οικογενειακό περιβάλλον, τον παντρεύτηκε.
Ήταν δεν ήταν δεκάξι χρονών, αλλά όταν
την ρωτούσα τί κάνει, έλεγε, πως δεν είχε
κανένα παράπονο από τον σύζυγό της, που
την λάτρευε και της έκανε όλα τα χατήρια.
Αργότερα
χώρισαν οι δρόμοι μας, έφυγα για σπουδές,
για να συναντηθούμε μια Ανάσταση, έξω
από την εκκλησιά. Ήταν πιο όμορφη από
ποτέ, με ένα απαλό κίτρινο ταγεριάκι,
με σηκωμένα τα μαλλιά σε κότσο, κρατώντας
τα δύο δίδυμα αγοράκια της. Αγκαλιαστήκαμε
με λαχτάρα και συμφωνήσαμε, να συναντηθούμε
τις επόμενες μέρες, πριν φύγω, για
κουβεντούλα.
Πράγματι,
στην κεντρική πλατεία, πίνοντας τα
καφεδάκια, ενώ τα παιδιά έπαιζαν με ένα
μπαλόνι, την ρώτησα αν είναι ευτυχισμένη.
“Αν εννοείς αν περνάω καλά, ναι, ο άνδρας
μου με αγαπάει, οι δουλειές του πάνε
πολύ καλά, δεν έχω οικονομικό πρόβλημα,
έχω δύο γερά παιδιά, θα έπρεπε να είμαι
ευτυχισμένη. Όμως, υπάρχει ένα όμως. Τον
σέβομαι και τον αγαπώ τον άνδρα μου,
αλλά δεν ήμουν και δεν είμαι ερωτευμένη.
Δεν έχω νιώσει το συναίσθημα αυτό, και
αισθάνομαι, άδεια, φτωχή και δυστυχισμένη.
Βλέπω γύρω μου ζευγάρια ερωτευμένα και
τα ζηλεύω. Μου λείπει η μαγεία, δεν ξέρω
αν με καταλαβαίνεις”.
Την
καταλάβαινα, γιατί και εγώ, εκείνο τον
καιρό, ήμουν ερωτευμένη και αισθανόμουν,
την ανάταση της ψυχής και την ευτυχία,
που σου φέρνει ο έρωτας, όταν είσαι
βέβαιη, ότι έχεις βρει την αδελφή ψυχή.
“Έλα
μωρέ, μην στεναχωριέσαι, έχεις την
οικογένειά σου, την αγάπη και τον έρωτα
του αντρός σου, τα παιδάκια σου, δεν
έχεις ερωτευθεί, δεν έχασε η Βενετιά
βελόνι”, προσπάθησα να την παρηγορήσω.
“Όχι,
δεν είναι το ίδιο, θέλω να νιώσω τον
έρωτα, να ζήσω την ανατριχίλα, να αισθανθώ
ζωντανή και πλούσια”.
“Πολλά
Βίπερ Νόρα, διαβάζεις”, της ειπα, “πρόσεξε
γιατί ο έρωτας και μάλιστα παντρεμένης,
μόνο κακά ξεμπερδέματα μπορεί να φέρει
και σπανιότατα έχει χαπυ εντ”.
“Θέλω,
έστω και μια στιγμή να το νιώσω,
καταλαβαίνεις, παντρεύτηκα για να
ξεφύγω, αλλά μου λείπει ο έρωτας, με τις
χαρές του και τους πόνους του. Μου λείπει
η ζωή, η ανάσα!”.
Κατάλαβα,
ότι δεν ήταν ο σαρκικός έρωτας που της
έλειπε. Ήθελε την μαγεία, την ιδέα, το
βλέμμα, την συγκίνηση, ήθελε να αισθανθεί
ζωντανή. Της έπιασα τα χέρια! Ήταν
παγωμένα, από την ψυχική κατάσταση που
βρισκόταν! Τα μάτια αντιθέτως, έβγαζαν
φλόγες σαν να είχαν πυρετό!
“Δεν
μπορώ να σου πω, τίποτα Φροσουλα”, της
είπα. “Πρόσεξε μόνο μην καείς και κάψεις
και την οικογένειά σου”.
Χωριστήκαμε
και είπαμε να βρεθούμε το επόμενο Πάσχα,
μια και η εργασία μου, ήταν μακριά. Δεν
συναντηθήκαμε ποτέ.
Η
θεία της, μου είπε κλαίγοντας την ιστορία.
Της είχαν τελειώσει τα τσιγάρα και
πρωί-πρωί, βγήκε να πάρει τσιγάρα, από
το περίπτερο. Εκεί συνάντησε τον έρωτα
που καρτερούσε, στα μάτια ενός νοσηλευτη,
που πήγαινε στην πρωινή του βάρδια. Της
έδωσε ευγενικά την σειρά του, την κοίταξε,
της χαμογέλασε και εκείνη ένιωσε να
τρέμει η καρδιά της, στην θωριά του. Όλη
την ημέρα ήταν σαν ζαλισμένη. Γελούσε,
έκλαιγε, τραγουδούσε, αγκάλιαζε με
λαχτάρα τα παιδιά της, μέχρι και στον
άντρα της έκανε χαρουλες, που ο δόλιος,
χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει, χαμογελούσε
χαζά. Χόρευε, πηδούσε, ήταν μια άλλη
Φροσούλα.
Το
άλλο πρωί πήγε νωρίτερα και κάθησε στο
παγκάκι του πάρκου, πίνοντας καφέ και
καπνίζοντας, το ένα τσιγάρο μετά το
άλλο, μέχρι να τον δει. Δεν τον είδε, ίσως
γιατί δεν δούλευε πρωινός. Βούλιαξε από
δυστυχία. Όλη την ημέρα, είχε νεύρα και
τώρα καταλάβαινε, τα ανεβοκατεβάσματα
των ερωτικών συναισθημάτων.
Το
επόμενο πρωί, την βρήκε πάλι στο παγκάκι,
περιποιημένη, να πίνει τον καφέ και να
καπνίζει το τσιγάρο της. Αυτή την φορά
ήταν τυχερή. Τον είδε και ειδικά όταν
εκείνος την χαιρέτισε, χαμογελαστά,
κοκκίνισε σαν παιδουλα και έριξε και
τον καφέ, από την ταραχή της. Εκείνη την
ημέρα, πετούσε στα ουράνια.
Αυτό
το τροπάριο συνεχίστηκε για καιρό. Όταν
τον έβλεπε το πρωί και αντάλλασαν
καλημέρες, πετούσε στα ουράνια, όταν
δεν τον έβλεπε, έπεφτε στα πατώματα.
Εκείνος, δεν μπορούσε να φανταστεί τα
αισθήματά της και πάντα την αντιμετώπιζε,
σαν μια ευγενική, χαμογελαστή, καλημέρα.
Ήρθε
ο χειμώνας και μην λογαριάζοντας κρύο
και βροχή, συνέχιζε στο παγκάκι, να πίνει
τον καφέ, να καπνίζει και να περιμένει,
το τρεμούλιασμα της καρδιάς της, το τόσο
αναζωογονητικό! Ο περιπτεράς παραξενευόταν,
αλλά έλεγε, αφού δεν πειράζει κανένα,
άστην, να κάνει το κέφι της.
Εκείνο
όμως το πρωινό του Γενάρη, ο νεαρός
μάταια περίμενε, τον αντιχαιρετισμό
της. Παραξενεμένος πήδηξε το τοιχάκι,
πλησίασε το παγκάκι, είδε το τσιγάρο,
να της καίει το δάχτυλο και κατάλαβε,
ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.Τα χείλη είχαν
μελανιάσει και τα βλέφαρά της, μόλις
και τρεμόπαιζαν. Προσπάθησε να της κάνει
τεχνική αναπνοή, να της δώσει το φιλί
της ζωής, μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο...
δεν τα κατάφερε. Πέθανε στην αγκαλιά
του. Η θεία που ήξερε τον έρωτά της, θέλει
να πιστεύει, ότι το κατάλαβε το αγκάλιασμά
του. Το ίδιο και εγώ.
Έζησε
τον έρωτα, όπως τον επιθυμούσε, δεν
άντεξε η καρδούλα της το πέταγμα στον
έρωτα! Και έμειναν μόνο, στο λεύκωμα το
κοριτσίστικο, τα στιχάκια της, τα
γραμμένα, στην ερώτηση: Τί είναι έρωτας;
Ο μαγικός ασπασμός των Αγγέλων, στα
άστρα!
Αχ!
Φροσούλα!
No comments:
Post a Comment