Του Κυριάκου Μιχαηλίδη
Εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Μαρολαχάκη, "Ιστορίες από το Κακοσούλι", στη Βέροια, στο Λαογραφικό Σύλλογο Βλάχων, την 26η Νοεμβρίου 2018.
Με τον Ανδρέα
γνωριστήκαμε στην τρίτη τάξη, του Πρώτου
Δημοτικού Σχολείου. Αμέσως, ήταν πολύ
εύκολο, κατάλαβα τον χαρακτήρα του.
Ατίθασος, ανήσυχος, σκανδαλιάρης,
ζαβολιάρης, γκαφατζής, μπορούμε να πούμε
και να του προσάψουμε ό,τι επίθετο
θέλουμε ή και όλα μαζί, αλλά πάνω απ'
όλα, ήταν ένα φιλότιμο και καλό παιδί.
Ο πληθωρικός χαρακτήρας του, τον έκανε
να μη χωράει μόνο στα όρια της γειτονιάς
του. Γειτονιά του ήταν όλη η Βέροια.
Αυτές οι είκοσι
ιστορίες που περιγράφει στο βιβλίο του,
δεν είναι μόνο παρά μία παρονυχίδα,
μπροστά σ' αυτά που έχει κάνει και έχει
πάθει, σε όλη τη διάρκεια της παιδικής
και εφηβικής του ηλικίας.
Κάποιες
συνεργασίες τις είχαμε και μαζί. Άλλοτε
αθώες, άλλοτε εκπαιδευτικές και άλλοτε
επώδυνες.
Θυμάμαι τις
νεκροκεφαλές.
Είχε ζωγραφίσει
κάποιες νεκροκεφαλές, σε κόλλες χαρτί
και πηγαίναμε στις πόρτες των σπιτιών,
τις καρφιτσώναμε, χτυπούσαμε το ρόπτρο,
και κρυβόμασταν, περιμένοντας να βγει
ο ιδιοκτήτης, και ν' αρχίσει να βρίζει.
Θυμάμαι μια
ημερήσια εκδρομή που κάναμε στο Βέρμιο.
Μαζί με τον Αντώνη τον Ακριτίδη, τον
Μανώλη τον Καλογήρου, τον Χρήστο τον
Αθανασόπουλο.
Θυμάμαι όμως
και τη μαστίχα.
Όπως όλοι οι
φυσιολογικοί έφηβοι, της εποχής εκείνης,
συμμετείχαμε κι εμείς σ' ένα μουσικό
συγκρότημα. Οι πρόβες γινότανε τις
απογευματινές ώρες, σε μια αποθήκη κάτω
από την Ελιά, διακόσια περίπου μέτρα
μακριά από το σπίτι μου. Εκείνη τη μέρα,
ήρθε στην πρόβα αργοπορημένος, μασώντας
μαστίχα και η πρώτη του κίνηση ήταν να
μου προσφέρει κι εμένα, μια μαστίχα, την
οποία πήρα και άρχισα αμέσως να τη μασάω.
Μετά από λίγη ώρα, άρχισε να αναρωτιέται
συνέχεια, για το τι ώρα είναι. “Γιατί
ρωτάς ρε;” η ερώτηση. “Περιμένω κάποιον”
η απάντηση. Αυτός ο κάποιος δεν άργησε
να έλθει τελικα. Στην αρχή με κάποια
θορυβώδη γουργουρητά, στην κοιλιά μου
και μετά, έπρεπε να τρέξω, όσο γινόταν
πιο γρήγορα, στην τουαλέτα του σπιτιού
μου, την οποία κατέλαβα για όλη τη νύχτα.
Αυτό το συμβάν είχε και ένα καλό. Δεν
πήγα σχολείο την επομένη και αυτό ήταν
κάτι που προτιμούσα.
Λοιπόν, για να
μη σας κουράζω, κάποια στιγμή ο Ανδρέας,
μας ανακοίνωσε ότι φεύγει στην Κρήτη,
για να συνεχίσει εκεί το σχολείο.
Προφανώς οι
γονείς του θεώρησαν, ότι η Βέροια άλλο
δεν τον χωρούσε και τον έστειλαν στο
Καστέλι, για να συνετιστεί.
Έχω όμως μια
μεγάλη απορία. Στη Βέροια και υπό την
επίβλεψη των γονιώ του, ήταν αυτός που
ήταν, τέλος πάντων. Στο Καστέλι και χωρίς
τη βαριά σκιά, του αυστηρού πατέρα του,
τι μπορεί να έγινε;
Ανδρέα περιμένουμε
απαντήσεις, αν όχι τώρα, σύντομα.
No comments:
Post a Comment