Monday, 11 February 2019

Ιστορίες από την Κίσσαμο. Ο κύριος Μανώλης. Γράμμα από τη Βέροια.


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κίσσαμο, είχα ελάχιστες έως μηδενικές επαφές, με τους ενήλικους κατοίκους. Δεν ξέρω για ποιο λόγο συνέβη αυτό, αλλά είναι γεγονός, πως ελάχιστους γνώρισα. Ίσως δεν το επέτρεπε το νεαρό της ηλικίας μου ή πιθανόν να μην έτυχε να τους γνωρίσω. Αν εξαιρέσουμε τους καθηγητές και τους διευθυντές του οικοτροφείου, που ερχόμουν αναγκαστικά σε καθημερινή επαφή μαζί τους, ο μόνος που θα μπορούσα να πω ότι γνώρισα, ήταν ο κύριος Μανώλης.

     Τον γνώρισα τυχαία, μια μέρα, που πήγα ν’ αλλάξω ένα τάλιρο σε ψιλά, για να παίξω με τον Πσιπσή ποδοσφαιράκι. Διατηρούσε στο πίσω μέρος του καφενείου του, ένα υποτυπώδες σφαιριστήριο, που το αποτελούσαν εκείνη την εποχή, αποκλειστικά οι ξύλινες κατασκευές, με τα ποδοσφαιράκια. Για να παίξουμε ένα παιχνίδι, έπρεπε να βάλουμε στην ανάλογη σχισμή, ένα δίδραχμο. Όταν του έδωσα το τάλιρο, αυτός μου έδωσε τρία δίδραχμα. Τον κοίταξα ερωτηματικά, γιατί μου έδινε μια δραχμή παραπάνω. Με κοίταξε χαμογελώντας και μου έκανε νόημα, να πάω στο πίσω μέρος και να συνεχίσω τη διασκέδασή μου. Μπορεί αυτό σήμερα να φαίνεται ασήμαντο, αλλά τότε για μας, ήταν μισό παιχνίδι παραπάνω. Όταν έδειξα στον φίλο μου τα τρία δίδραχμα, χαμογέλασε κι αυτός ικανοποιημένος, λέγοντας:
     «Ιντα περίμενες ρε; Αυτός είναι ο κύριος Μανώλης!»

     Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία, με τον πατέρα του Γιάννη, σε μια εποχή, που δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του, καθώς υπήρχε δυσπιστία ανάμεσά μας, εξ αιτίας του αγεφύρωτου χάσματος, που υπήρχε, ανάμεσα στους κλασσικάριους και τους πρακτικάριους. Αισθάνθηκα απαίσια, όταν ο κύριος Μανώλης μας συνέλαβε, εμένα και τον Πσιπσή, «επ’ αυτοφώρω», να έχουμε παραβιάσει την ασφάλεια, που είχε ο κερματοδέκτης και να παίζουμε συνεχόμενα, το αγαπημένο παιχνίδι των εφήβων εκείνης της εποχής. Με μια πατέντα του φίλου μου, είχαμε βάλει ένα είδος μοχλού και κρατούσαμε ανοικτό το έμβολο, που συγκρατούσε τα μπαλάκια. Χωρίς να μας πει οτιδήποτε, απλά έβγαλε τον μοχλό και μας άφησε να συνεχίσουμε, το παιχνίδι μας. Εμείς όμως ήδη νιώθαμε απαίσια, όχι για την απάτη που του κάναμε, αλλά γιατί μας έπιασε και δεν μας μάλωσε καν.
     Γι αρκετό καιρό, έπαψα να συχνάζω στο καφενείο, γιατί ντρεπόμουν να τον αντικρύσω. Αλλά, επειδή, ήταν το ένα απ’ τα δυο σημεία της πόλης, που τα αναψυκτικά ήταν πολύ φτηνά κι ο καφές σχεδόν τζάμπα, αναγκάστηκα, να βάλω κατά μέρος τις τύψεις μου και να ξαναγίνω θαμώνας του. Πολλές φορές, όταν καταλάβαινε πως μου έλειπαν τα χρήματα, έφερνε στο τραπέζι που καθόμουν, το αγαπημένο μου αναψυκτικό, το μπιράλ, και το άφηνε μπροστά μου, χωρίς να το έχω παραγγείλει. Όταν τον κοίταζα με απορία, αυτός μου χαμογελούσε και μου έλεγε:
     «Αυτό είναι κερασμένο από μένα» κι έφευγε πριν καν προλάβω να τον ευχαριστήσω. Αυτό δεν συνέβη μόνο μια φορά, γιατί συνήθως ήμουν χωρίς χρήματα ή δεν μπορούσα να τα διαθέσω γι αναψυκτικά.

     Μ’ αυτόν τον τρόπο, είχα αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του, χωρίς ακόμη να αποκτήσω φιλία με τον γιο του. Βασικά τον συμπαθούσα, όχι γιατί ήταν καλοπροαίρετος απέναντι μου, αλλά και για τη γλυκύτητα και τη σωφροσύνη που τον χαρακτήριζαν. Αν και στο καφενείο, κατά καιρούς, σύχναζαν εριστικοί άνθρωποι, που υπό την επήρεια αλκοόλ, έκαναν φασαρίες, αυτός με μια απίστευτη υπομονή και πραότητα, ξεπερνούσε κάθε τέτοιο σκόπελο. Δεν θυμάμαι να τον είδα ποτέ θυμωμένο ή σε έξαλλη κατάσταση. Αντίθετα, ακόμη και τώρα, μου έρχεται στο μυαλό, η ήρεμη μορφή του, μ’ ένα απίστευτο χαμόγελο στα χείλη του και με μάτια που έλαμπαν από καλοσύνη.

     Ένα απόγευμα, καθόμουν αμέριμνος σε ένα τραπεζάκι, πολύ κοντά στον ιδιαίτερο χώρο, που ο κύριος Μανώλης παρασκεύαζε τα αφεψήματα και έπινα το κερασμένο μπυράλ, παίζοντας και ρουφώντας το αναψυκτικό, με ένα τσαλακωμένο καλαμάκι. Περίμενα τον Πσιπσή να έρθει όπως είχαμε συμφωνήσει, αλλά αυτός όπως το συνήθιζε με «έστηνε» κανονικά. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου, μπαινόβγαινε στο χώρο και εξυπηρετούσε πελάτες, εντός και εκτός του καφενείου. Τελείως αφηρημένα, αντιλήφτηκα έναν περίεργο τύπο, να πλησιάζει στον μπουφέ, κάθε φορά που ο καφετζής έλειπε, για εξωτερική δουλειά και να προσπαθεί, να πλησιάσει απαρατήρητος, το συρτάρι που χρησιμοποιούσε ο κος Μανώλης, σαν ταμείο. Ο τρόπος που πλησίαζε και γενικά ο τρόπος και το φέρσιμο του, μου φάνηκαν πολύ ύποπτα. Δεν άργησα να καταλάβω, πως ο λόγος των επιφυλακτικών κινήσεων αυτού του παράξενου ανθρώπου, ήταν να βάλει «χέρι» στο ταμείο του καφενείου.

     Βασανίστηκα αρκετή ώρα με σκέψεις περίεργες, καθώς μέσα μου «πάλευαν» αντικρουόμενες σκέψεις. Από τη μια, σκεπτόμουν να πω στον κύριο Μανώλη, όλα όσα είχαν υποπέσει στην αντίληψη μου και από την άλλη αναρωτιόμουν, αν με αυτό τον τρόπο, γινόμουν καταδότης. Τελικά αποφάσισα και του μίλησα, του είπα όλα όσα είχα δει και πως ήμουν σίγουρος, πως του είχαν αφαιρέσει χρήματα, από το ταμείο. Αφού με άκουσε με προσοχή, έμεινε για λίγο αμίλητος. Έσκυψε προς το μέρος μου και μου είπε χαμηλόφωνα: «Αυτά που μου λες τα ξέρω παιδί μου. Σε παρακαλώ, μη τα πεις πουθενά αλλού. Αυτός που έφθασε σ' αυτό το σημείο, να κάνει αυτή τη πράξη, είναι σίγουρο, πως έχει άμεση ανάγκη αυτών των χρημάτων. Εγώ δεν θα πάθω και μεγάλη ζημία, αυτός όμως μπορεί να διορθώσει κάτι από την ζωή του». Έμεινα άφωνος με την λογική του. Τον κοίταζα περίεργα, μη μπορώντας να πιστέψω σε αυτά που άκουγα. Αυτή, ήταν μια πλευρά της προσωπικότητας του, που με εντυπωσίασε.
     Τον γνώρισα ακόμη καλύτερα, όταν άρχισα να κάνω παρέα με τον γιο του, τον Γιάννη. Τότε είδα μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του, που την έκρυβε απ’ όλους. Η μεγάλη του αδυναμία, ήταν ο γιος του. Πολλές φορές αναρωτήθηκα, πως πατέρας και γιος, εκτός από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του προσώπου τους, καμία άλλη ομοιότητα δεν είχαν. Οι διαφορές στον χαρακτήρα και στο ταμπεραμέντο, ήταν τεράστιες. Όσο πράος και χαμηλών τόνων, ήταν ο κος Μανώλης, τόσο ατίθασος κι επαναστάτης, ήταν ο Γιάννης. Πολλές φορές, καθόμουν τα μεσημέρια με τον φίλο μου, στο καφενείο, γιατί αντικαθιστούσε τον πατέρα του, όταν έφευγε για δυο τρεις ώρες στο σπίτι, για μια ελάχιστη ξεκούραση. Εκεί, με τον Γιάννη, κουβεντιάζαμε διάφορα κουτσομπολιά κι άλλα θέματα.
     Πολύ γρήγορα, άρχισα να γνωρίζω και τις άλλες πλευρές του χαρακτήρα, του κυρίου Μανώλη. Τις λίγες φορές που πήγαινα στην εκκλησία, τις Κυριακές και τις γιορτές, πήγαινα συνήθως υποχρεωτικά, λόγω σχολικού εκκλησιασμού ή όταν υπήρχε περίπτωση, να δω εκεί κάποιο κορίτσι, που μ’ ενδιέφερε, τον έβλεπα να στέκεται όρθιος, στητός, στη δεξιά πλευρά του ναού. Φορούσε πάντα σκούρο κουστούμι, με λευκό ή σιέλ πουκάμισο, με την γραβάτα να είναι σωστά δεμένη στο λαιμό του. Παρακολουθούσε με ευλάβεια τη θεία λειτουργία και κάθε τόσο, ανοιγόκλεινε τα χείλη του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του. Πολύ γρήγορα κατάλαβα, ότι χαμηλόφωνα επαναλάμβανε, τα λόγια του παπά, σαν να συμμετείχε ενεργά, στη ροή της θείας λειτουργίας.

     Εντύπωση μου έκανε, η σοβαρότητα, με την οποία παρακολουθούσε, την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Άκουγε προσεκτικά τον ιερέα, σαν να το έκανε για πρώτη φορά και δεν ήθελε να του ξεφύγει καμιά λέξη, κανένα νόημα. Αργότερα, στην ανάλυση του κειμένου, κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του, όταν συμφωνούσε με το κείμενο κι έκανε κάποια αδιόρατη γκριμάτσα, όταν η παράγραφος του Ευαγγελίου, περιείχε παραδείγματα προς αποφυγή. Στο τέλος της λειτουργίας, χωρίς να βιάζεται, έπαιρνε θέση, στη σειρά αυτών, που επιθυμούσαν να μεταλάβουν, με μια έκφραση στο πρόσωπο, σαν να μετανοούσε για τις αμαρτίες του. Όταν τον έβλεπα να έχει αυτή την έκφραση, αναρωτιόμουν: “για τι έπρεπε να μετανοήσει; Ποιες αμαρτίες θα μπορούσε να έχει;” Αυτόματα στο μυαλό μου, έκανα συγκρίσεις με τη δική μου συμπεριφορά, καθώς και ανθρώπων απ’ το κοντινό μου περιβάλλον και θεωρούσα μάλλον υπερβολική, την τόσο μεγάλη ευαισθησία του.
     Συμμετείχε ενεργά στη λειτουργία και στις ανάγκες της εκκλησίας προσωπικά, παίρνοντας ανάλογες πρωτοβουλίες, σ’ εράνους κι αγαθοεργίες. Για αυτές τις τελευταίες δραστηριότητές του, έχω προσωπική αντίληψη, γιατί έβλεπα, ότι συμμαθητές μου που ήταν φτωχοί, έβρισκαν σ’ αυτόν στήριγμα, όταν είχαν ανάγκες, σε βιβλία ή διατροφή. Ότι έκανε, το έκανε χωρίς τυμπανοκρουσίες και δημοσιότητα και κυρίως, χωρίς να περιμένει ανταπόδοση ή αναγνώριση γι αυτό . Απ’ αυτόν άκουσα για πρώτη φορά, την παροιμία «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό». Αυτό ήταν ίσως για αυτόν, στάση ζωής, ίσως όμως ήταν μια εσωτερική παρόρμηση, να βοηθήσει κάποιους, που ήθελαν να σπουδάσουν και δεν είχαν τα μέσα. Πολύ αργότερα, σε διάφορες επισκέψεις που έκανα στην Κίσσαμο, παλιοί φίλοι, μου εξομολογήθηκαν, πως είχαν λάβει μικρή ή μεγάλη βοήθεια απ’ αυτόν. Είμαι βέβαιος, πως ήταν πάντα κρυφός καημός του, η πρόοδος και η πιθανότητα να σπουδάσει ο Γιάννης. Όταν του έλεγε κάποιος, και ήταν αρκετοί αυτοί, πώς είναι δυνατόν, ένας τόσο ήπιος και πράος άνθρωπος, να έχει ένα τόσο ατίθασο γιο, χωρίς καθόλου να ενοχληθεί, τους απαντούσε χαμογελώντας, με τη γλυκύτητα που πάντα τον χαρακτήριζε:
     «Αυτός έμοιασε στο σόι της μάνας του… πήρε απ’ τον παππού της μάνας του, τον Μάνωλα». Και σε κάποια στιγμή ευφορίας, άρχισε να μας διηγείται, με κρυφό καμάρι, τα κατορθώματα του Μάνωλα, που ήταν ατίθασος άνθρωπος και επαναστάτης.

     Ο Γιάννης, παρ΄ όλες τις δυνατότητες που είχε, αντιπαθούσε τις σπουδές και το διάβασμα των σχολικών βιβλίων, και το απέφευγε συστηματικά. Αντίθετα, διάβαζε κάθε λογοτεχνικό ή ιστορικό βιβλίο, που έπεφτε στα χέρια του. Αυτά όμως, δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του πατέρα του, που στενοχωριόταν επί πλέον, επειδή ο γιος του κάπνιζε τσιγάρα κι έπινε λιγάκι στις παρέες, όπως και τώρα κάνει το ίδιο. Αυτό τον στεναχωρούσε αφάνταστα, όταν όμως με έφερνε σαν παράδειγμα στον Γιάννη, γιατί δεν έπινα, δεν κάπνιζα, αλλά στα άλλα, ήμουν ίσως χειρότερος απ’ τον γιο του, ένιωθα άβολα.
     Μεγάλο παράπονό του ήταν, όταν αναμείχτηκε τ’ όνομα του γιου του, όχι αδίκως λέω εγώ, στο σκάνδαλο με το «λεύκωμα», το πρώτο που γράφτηκε στο σχολείο κι έδειχνε φανερά ή κρυφά, πλήθος ερωτευμένων μαθητών, με μαθήτριες, κι όχι μόνο. Ο Γιάννης βέβαια, ήταν ό μόνος που το ξεπέρασε σχετικά ανώδυνα, αντιπαραθέτοντας στις πιέσεις των καθηγητών, μια απίστευτη «μαγκιά» και θρασύτητα. Συνήθως οι έρωτές του, που δεν ήταν και λίγοι, προκαλούσαν πονοκέφαλο στον πατέρα του, που τελικά πλήρωνε και το «μάρμαρο». Τον στήριζε απεριόριστα, ότι και να έκανε. Ο Γιάννης, μπορεί μπροστά στον πατέρα του, να μην αντιδρούσε στα σχόλιά του και να έδειχνε μια κάποια ενοχή, στην πραγματικότητα όμως, καμιά βελτίωση δεν είχε, στη συμπεριφορά του. Συνέχιζε να κάνει τα ίδια και χειρότερα, κάθε φορά, με τις κουζουλοπαρέες του. Μια απ’ τις κρυφές ανησυχίες του Γιάννη, πράγμα που με άφησε έκπληκτο, ήταν η μουσική. Στην τοπική φιλαρμονική πήγαινε ανελλιπώς, αλλά στο τέλος, το όργανο στο οποίο είχε κάποιο ταλέντο, ήταν… η γκρανκάσα. Το πόσο καλός ήταν σ αυτό το όργανο, δεν είμαι σε θέση, ίσως και να μη θέλω, να τον κρίνω. Ξέρω πως αυτή η μουσική ανησυχία του, έγινε η αιτία, να νευριάσει σε απίστευτο βαθμό ο κύριος Μανώλης.
     Μια Κυριακή ο φίλος μου, μαζί μ’ έναν άλλο Γιάννη, τον Σ., που κι αυτός είχε παρόμοιες μουσικές επιδόσεις, στα κρουστά και τις ίδιες ερωτικές ανησυχίες, είχαν υπηρεσία (!) στο καμπαναριό του Αγίου Σπυρίδωνα. Το καμπαναριό, ήταν δίπλα στον γυναικωνίτη της εκκλησίας, όπου συνήθιζαν να εκκλησιάζονται, τα κορίτσια του οικοτροφείου και της οικοκυρικής σχολής. Τυχαίο άραγε; Σ’ αυτόν τον χώρο, συνήθιζε να εκκλησιάζεται και η «κυρία με το λεύκωμα», όπως μας έγινε συνήθεια να την αποκαλούμε και μάλλον ο Γιάννης της είχε, κααι γιατί όχι άλλωστε, μια μικρή, αλλά φανερή, αδυναμία. Εκεί, χρησιμοποιώντας τη μεγάλη και τη μικρή καμπάνα, ξύπνησαν την πόλη, με τους ρυθμούς του Cuore Matto (Τρελή Καρδιά), αγαπημένου ιταλικού τραγουδιού, των ερωτευμένων της εποχής. Φυσικά, αυτό ήταν ένα σοκ, για τον συντηρητικό πληθυσμό, κι όχι μόνο, της πόλης, που αγουροξυπνημένοι άκουγαν, μια νέα εκτέλεση του αυτού του τραγουδιού. Εμένα προσωπικά με άγγιξε, η συγκεκριμένη, αν και πρωτόγονη, εκτέλεση του τραγουδιού, γιατί συνειρμικά με «ταξίδευε». Στις έρευνες που έγιναν αργότερα, ο κύριος Μανώλης, ένιωσε απέραντη ντροπή κι απογοήτευση, για τον κανακάρη του. Αυτό όμως, δεν ήταν λόγος να μειωθεί, έστω και στο ελάχιστο, η αγάπη και η αδυναμία που είχε στο γιο του.
     Αυτό το συμβάν, ήταν ένα απ’ τα ελάχιστα «κατορθώματα» του Γιάννη, που είχε την αμέριστη συμπαράσταση του πατέρα του. Αν αρχίσω ν’ απαριθμώ όλα τ’ άλλα, θα χρειαστώ ολόκληρη λίστα και σίγουρα κάποια απ’ αυτά, θα μου ξεφύγουν. Δεν μπορώ όμως, να μη μνημονεύσω, τις ενέργειες του κυρίου Μανώλη, ακόμη αναρωτιέμαι ποιες, για να γλυτώσει τον γιόκα του, όταν αυτός χειροδίκησε, (ήπιος ο χαρακτηρισμός) απέναντι σ’ ένα αστυνομικό και μάλιστα στον τοπικό διοικητή.
     Όπως γίνεται συνήθως, η ζωή στους καλούς ανθρώπους, ανταποδίδει βάσανα, αντί να τους επιβραβεύσει. Ενώ όλα τα προβλήματα, που του δημιουργούσε ο γιος του, τα διαχειριζόταν εύκολα ή δύσκολα, του ήρθε αναπάντεχα, ο χωρισμός της κόρης του. Στην αρχή το πήρε βαριά, με την πάροδο του χρόνου όμως, το αντιμετώπιζε με στωικότητα και σύνεση. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, ήταν η αύξηση της οικογενείας του κατά ένα μέλος. Ένα μέλος, που έδωσε μια χαρούμενη νότα στη ζωή του, καθώς ο εγγονός του, ο Γιώργος, Γιωργάκης για μας, ήρθε απ’ την Αμερική κι έμενε πλέον μαζί τους.
     Αμέσως ο πιτσιρικάς, έγινε το αντικείμενο της προσοχής όλων μας. Στον Γιάννη και σε μένα, δημιουργήθηκε τότε ένας προβληματισμός, γιατί δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε στην αρχή με ακρίβεια, τη σχέση μας με τον μικρό. Εγώ στην αρχή τον έβλεπα σαν ανιψιό, αλλά επειδή έφυγα και στα διαστήματα της απουσίας μου αυτός μεγάλων,ε τελικά τον αντιμετώπιζα σαν φίλο. Η σχέση του με τον πραγματικό του θείο, ήταν πολλαπλή. Ο Γιάννης τον θεωρούσε στην αρχή σαν αδερφό, αργότερα σαν γιο και τελικά σαν κάτι παραπάνω απ’ αυτά. Ο Γιωργάκης ήταν για τον Γιάννη κάτι πιο σύνθετο από ανιψιός, γιος και αδελφός. Εξελίχτηκε σε συνεργάτη, συνεταίρο και φίλο. Για τον κύριο Μανώλη όμως, τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα. Ο Γιώργος ήταν ο ΓΙΟΣ, που τελείως ξαφνικά, είχε αποκτήσει κι είχε δώσει ένα τελείως καινούργιο νόημα, στη ζωή του. Άρχισε να μεγαλώνει έναν καινούργιο γιο, έχοντας περισσότερες εμπειρίες, στο μεγάλωμα των παιδιών. Προσαρμόστηκε εύκολα στα νέα του καθήκοντα, έχοντας πάντα τη βοήθεια του Γιάννη. Δεν τον θεώρησε ποτέ σαν εγγονό του, αλλά ήταν γι αυτόν ένας δεύτερος γιος, που δεν τον ξεχώρισε ποτέ απ’ τον πραγματικό του γιο.
     Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή, από αρχαιοτάτων χρόνων, πίσω από κάθε άνδρα, ισχυρό και μη, βρίσκεται και μια γυναίκα. Στην περίπτωση μας, πίσω, πλάι για την ακρίβεια, βρισκόταν πάντα, η κυρία Αντωνία. Μια ιδιαίτερα έξυπνη και ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα, εγγονή του καπετάν Μάνωλα, η οποία συνήθως, βρισκόταν στο παρασκήνιο. Παρ’ όλη τη δυναμική της και την εξυπνάδα που διέθετε, δεν μπόρεσε να βάλει στα επιθυμητά «καλούπια», τον γιόκα της τον Γιάννη. Όσες φορές βρέθηκα στο σπίτι της, γεύτηκα την απίστευτη φιλοξενία της, χωρίς όμως να παραλείπει, να μου δίνει συμβουλές, να συγκρατώ τον γιο της. Αυτό μου φαινόταν πολύ παράξενο, γιατί είχα την εντύπωση πως, αν δεν ξεπερνούσα τον Γιάννη σαν ατίθασος έφηβος, σίγουρα ήμασταν στο ίδιο επίπεδο. Οπότε ένιωθα άβολα, γιατί σκεπτόμουν την παροιμία, που συνήθιζε να λέει ο δικός μου πατέρας: «Έβαλαν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα». Όχι βέβαια πως ο κανακάρης της κυρίας Αντωνίας, ήταν «πρόβατο», κάθε άλλο θα έλεγα. Πάντως είμαι σίγουρος, πως κέρδισα την εκτίμησή της, όταν με άκουγε, συνήθως κρυφά, να πιέζω τον Γιάννη, ν’ αρχίσει να διαβάζει λιγάκι, τουλάχιστον την περίοδο των εξετάσεων.
     Στα τελευταία χρόνια μετά το τέλος του σχολείου, όταν ερχόμουν σαν επισκέπτης πλέον στην Κίσσαμο, δεν παρέλειπα να τον συναντώ. Μόλις μ’ έβλεπε, ένα χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπο του και μ’ αγκάλιαζε. Μου φαινόταν πολύ παράξενο το ότι με προσφωνούσε κύριο Αντρέα.
     «Τι κάνεις κυρ Ανδρέα;» Στην παρατήρηση που έκανα για το είδος της προσφώνησης, μου απαντούσε γελώντας:
     «Τώρα πλέον δεν είσαι παιδί, είσαι ενήλικας και πρέπει να σε λέω κύριο». Εμένα μου φαινόταν τελείως αφύσικο αυτό, γιατί στο μυαλό μου, η λέξη κύριος, ταίριαζε απόλυτα στον κύριο Μανώλη.
     Δεν θέλω ν’ αναφερθώ, ούτε στον θάνατό του, ούτε στον επικήδειο που εκφώνησε, ο πανεπιστημιακός καθηγητής κύριος Πολυράκης. Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Απλά, θέλω πω, πως η απουσία μου απ’ την κηδεία του, οφείλεται σε μια σοβαρή εγχείρηση, που είχα κάνει εκείνο τον καιρό και είχα απαγόρευση ταξιδιών απ τον γιατρό μου.
     Απλά, όταν πρέπει ν’ αναφερθώ, για οποιονδήποτε λόγο, σε κάποιον ήπιο κι αφοσιωμένο πατέρα... αυτομάτως, μού έρχεται στο μυαλό, ο Κύριος Μανώλης.

No comments:

Post a Comment