Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη
Με τη μητέρα στο πάρκο της Ελιάς στα 1959-60
Απ’
όλα τα πετούμενα που έχει ο ουρανός μ'
αρέσει ο πελαργός. Πάντα μου κινούσε
την περιέργεια και τον περιεργαζόμουν
μετά περισσής προσοχής, όταν τον έβλεπα
να στρογγυλοκάθεται στη φωλιά του και
να μας περιεργάζεται όλους εμάς, που
τον κοιτάζαμε με δέος! Η φωλιά του,
φτιαγμένη από κλαδιά, περιπλεγμένα με
τέχνη και μεράκι, σχημάτιζαν ένα αληθινό
έργο τέχνης. Κατηφορίζοντας την οδό
Κεντρικής, δίπλα από το στραγαλάδικο
του Κλήμη, συναντούσαμε το Ορτά τζαμί,
με τον όμορφο μιναρέ του. Σε αυτό λοιπόν
το σημείο, έδινε κάθε χρόνο το ραντεβού
του ο πελαργός. Το χορταριασμένο τζαμί
με τις περικοκλάδες και τα διάφορα άλλα
αναρριχόμενα φυτά, αποτελούσε προσφιλή
τόπο για την οικογένεια του. Εδώ ζούσε
τους έρωτες του, εδώ ανέτρεφε τους
νεοσσούς του, μέχρι το φθινόπωρο που
έφευγε για τα πιο ζεστά κλίματα.
Με τον πατέρα στα 1959-60
Εκεί
λοιπόν, κάτω από το μιναρέ, έδινα κάθε
χρόνο το ραντεβού με τον «πατέρα» μου!
Είναι «γνωστό τοις πάσι», ότι ο πελαργός
φέρνει τα παιδιά φασκιωμένα και τα
παραδίδει στους περιχαρείς γονείς τους.
Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση μου, στις
2 Μαΐου του 1959, κατέφτασα μετά από ένα
πολύ μακρινό ταξίδι, πάνω από θάλασσες
και από βουνά. Φωτιές ίσως θα ήταν πιο
κυριολεκτικό. Όπως συνήθιζε να διηγείται
πάντα η μάνα μου και τι δεν έκανε για να
με φέρει σε αυτό τον ντουνιά… Μέχρι και
στην Παναγιά μας έκανε τάμα! Στη μονή
της Παναγίας Δοβρά, στις καταπράσινες
πλαγιές του Βερμίου, πήρε σάρκα και οστά
το όνειρο της απόκτησής μου. Εκεί το
κλάμα και η απόγνωση, συνάντησε την
πίστη και το θαύμα έγινε. Εκεί πήρε το
μήνυμα ο πελαργός και με άρπαξε από τις
θείες αγκάλες, για να με εναποθέσει στις
αγκάλες της μητρός μου.
Με τη μητέρα και συγγενείς στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης στα 1959-60
«Φευ»
πόσο δύσκολο και επικίνδυνο ήταν το
ταξίδι αυτό. Πόσες φορές δεν έφτασε, η
νεοαποκτηθείσα ζωή μου, στο χείλος του
γκρεμού. Θέλεις η υποχρεωτική κούρα,
καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης,
υπό ιατρική παρακολούθηση, θέλεις η
μετάγγιση λόγω ίκτερου, «εν έτει» 1959,
θέλεις… θέλεις... θέλεις… ήμουν ό φόβος
και ο τρόμος για την μητέρα μου και
φυσικά όλη της η έγνοια. Όχι ότι μου
χαριζόταν στις αταξίες μου, αλλά με
αγαπούσε πιο πολύ και από την ίδια της
τη ζωή! Ας είναι καλά όπου και αν είναι,
διότι επιτέλεσε άξια το καθήκον της και
σαν άνθρωπός αλλά και σαν χριστιανή.
Μωρό στο ντιβάνι του σπιτιού στη Μαυρομιχάλη
Τα
χρόνια πέρασαν, αλλά η εικόνα του ταξιδιού
με τον πελαργό και τις δυσκολίες που
αντιμετώπισε, έμειναν χαραγμένα στη
μνήμη μου και έγιναν μέρος της ψυχής
μου. Φανταστείτε λοιπόν το δέος μου,
κάθε φορά που σήκωνα τα μάτια και
αντίκρυζα τους νεοσσούς και την αγάπη
της μητέρας τους. Ακόμη και σήμερα
θυμάμαι τη μητέρα μου, ξαπλωμένη στο
σανίδι του πατώματος δίπλα από το
κρεββάτι μου, την ώρα που ο πυρετός με
«έκαιγε» στους σαράντα βαθμούς και δεν
έλεγε να υποχωρήσει. Αισθάνομαι σαν και
σήμερα το χέρι της στο μέτωπο μου και
τις κρύες κομπρέσες, για να υποχωρήσει
έστω και λίγο η θερμοκρασία. Το βλέμμα
της έμενε μετέωρο, πάνω από μένα, καρφωμένο
στο εικόνισμα της Παναγίας, που βρίσκονταν
σταθερά πάνω από το προσκέφαλο μου. Η
γοερή προσευχή της ανέβαινε νοερά στο
θρόνο της Παναγίας, παρακαλώντας την
να με προφυλάξει σαν το δικό της γιό,
τον Κύριον των πάντων. Στιγμές ψυχικής
ανάτασης και ένωσης με το θείο, μέσα από
την αγάπη για το πλάσμα του… στιγμές
πόνου, που γιγαντώνουν το πνεύμα και
καθιστούν λαμπερή την ψυχή! Θεέ μου πόσο
μου λείπει αυτή η αγάπη…
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίου του συγγραφέα, με τίτλο "Ιστορίες της Νιότης".
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίου του συγγραφέα, με τίτλο "Ιστορίες της Νιότης".
No comments:
Post a Comment