Του Σταύρου Γριζιώτη
Ήταν το
πιο μακρινό μου ταξίδι ως τώρα και το
δεύτερο μεγαλύτερο σε διάρκεια διαμονής
εκτός Ελλάδας. Περισσότερο διάστημα
έχω μείνει μόνο στο Λος Άντζελες των
ΗΠΑ προ 25ετίας, τότε όμως κάτω από
συνθήκες όχι αποκλειστικά τουριστικές.
Πέρασαν
σχεδόν δύο μήνες από την επιστροφή μου
και όλο αυτό το διάστημα αναρωτιόμουν
τι περιεχόμενο να δώσω στο «Γράμμα» που
ήθελα να σας στείλω. Πώς να εκφράσω με
λίγες λέξεις τον πλούτο των εμπειριών
ενός τέτοιου εγχειρήματος; Για ένα
ταξίδι που 4 άνθρωποι, διασχίσαμε μία
τεράστια απόσταση από τον Τροπικό του
Αιγόκερω ως τον Νότιο Ανταρκτικό Κύκλο,
που χρησιμοποιήσαμε όλα τα δυνατά μέσα
μεταφοράς (μεταξύ των οποίων 8 αεροπορικές
πτήσεις + δύο υπερατλαντικές…) και
ήρθαμε σε επαφή με ντόπιους και τουρίστες
από κάθε γωνιά του πλανήτη, θα χρειαζόταν
πολύ συγγραφικό ταλέντο για να ειπωθούν
όλα και ένιωθα πως δεν το διαθέτω…
(Εκεί στο Νότο!...)
Από την
άλλη είναι μεγάλος ο κίνδυνος να
παρασυρθεί κανείς σε αυθαίρετα
συμπεράσματα, άστοχες συγκρίσεις και
«περισπούδαστες» αναλύσεις για την
πολιτική, κοινωνική και οικονομική
κατάσταση, ειδικά όταν πρόκειται για
τη Λατινική Αμερική και ειδικότερα όταν
πρόκειται για την Αργεντινή. (Αν και
προσωπικά η Ουρουγουάη μου φάνηκε πιο
σύνθετη και αντιφατική περίπτωση). Σε
όλα τα ταξίδια μου δεν ξεχνώ πως σαν
τουρίστας δεν μπορώ παρά να έχω την
αναγκαστικά περιορισμένη εικόνα που
έχει και ο ξένος όταν έρχεται στη χώρα
μου και πως είναι αστείο να ακούς έναν
τουρίστα να παριστάνει τον ξερόλα μετά
την επίσκεψή του σ’ ένα μέρος.
Γι αυτό
λοιπόν αποφάσισα να σας γράψω μόνο για
ένα συμβάν του ταξιδιού! Όχι το πιο
εντυπωσιακό ούτε το πιο περιπετειώδες.
Άλλωστε γι αυτά υπάρχουν οι ταξιδιωτικοί
οδηγοί, τα ντοκιμαντέρ του NATIONAL
GEOGRAFIC και οι διηγήσεις
περιηγητών και… παραμυθάδων.
Το
Μπουένος Άιρες είναι μια απίθανης
έκτασης μεγαλούπολη, που διατηρεί έντονο
ευρωπαϊκό ύφος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο
ότι το λένε Παρίσι του Νότου. Θα μπορούσα
να αντιστοιχίσω τις γειτονιές του, αλλά
και τα τουριστικά αξιοθέατά του, με τα
ανάλογα του Παρισιού. Ας προσπαθήσω να
το κάνω με όρους Αθηναϊκούς για να είμαι
πιο κατανοητός.
Η συνοικία
Ρεκολέτα ας πούμε, είναι το Κολωνάκι
και το Παλαιό Ψυχικό μαζί. Η Μπόκα –της
θρυλικής Μπόκα Τζούνιορς για τους
μυημένους – είναι το Πέραμα, η Δραπετσώνα,
το Αιγάλεω και το Μπουρνάζι. Και κάπου
ανάμεσα είναι και το Παλέρμο. Τι είναι
το Παλέρμο; Ας πούμε τα Πετράλωνα, ο
Κεραμεικός, το Γκάζι, του Ψυρρή, το
Μοναστηράκι και τα Εξάρχεια όλα σε ένα!
Και επιπλέον με μια ατμόσφαιρα
intellectuelle αφού εκεί κατοικούσε και ο μέγας
Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Όπως πιθανόν
υποψιαστήκατε επιλέξαμε να μείνουμε
στο Παλέρμο.
(Το Παλέρμο του Μπουένος Άιρες)
Πολύ
κοντά στο ξενοδοχείο υπήρχε ένα από τα
πολλά πανέμορφα καφέ του Παλέρμο, όπου
η «συμμορία των 4» συνηθίζαμε να πίνουμε
τον απαραίτητο πρωινό καφέ μας, πάντα
στα «τραπεζάκια έξω», καθότι η θερμοκρασία
στις 8 το πρωί ήταν ήδη κοντά στους 27
βαθμούς. Εκείνο το πρωί η συζήτηση ήταν
ζωηρή. Είμαστε και Μεσογειακοί τύποι
και ακουγόμασταν… Δεν θυμάμαι τώρα τι
λέγαμε. Όλα είναι πιθανά: Από το να
σχεδιάζαμε το πρόγραμμα της μέρας μέχρι
να διαφωνούσαμε αν o Νέστωρ
Κίρχνερ και η σύζυγός του Κριστίνα
Φερνάντες ήταν γνήσιοι περονιστές αφού
συγχρόνως ήσαν γόνοι σπουδαίων
μεγαλοαστικών οικογενειών! Τότε ακούστηκε
η φωνή από το απέναντι πεζοδρόμιο:
- Ποιος
μιλάει ελληνικά εδώ;
Στρέψαμε
αυτόματα και οι 4 τα βλέμματά μας και
αντικρίσαμε ένα γλυκύτατο ζευγάρι
ηλικιωμένων πιασμένων χέρι-χέρι.
Τσουλώντας το καροτσάκι της λαϊκής
πήγαιναν για τα απαραίτητα ψώνια. Για
πότε πήγαν περίπατο τα σχέδια για την
μέρα που ξεκινούσε, οι συζητήσεις περί
ανέμων και υδάτων αλλά και… τα ψώνια
στην αγορά, ούτε που το καταλάβαμε! Ένα
ακόμα τραπεζάκι ενώθηκε με το πρώτο,
βρέθηκαν και δύο καθίσματα και η παρέα
μεγάλωσε.
Ο υπέροχος
κύριος Γιάννης και η κυρία Ευγενία
– όνομα και πράγμα! Εκείνος παιδί Ελλήνων
μεταναστών γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες
πριν 88 χρόνια (περίπου…!). Δούλεψε στο
μεγαλύτερο εργοστάσιο συσκευασιών
τροφίμων της Αργεντινής, που δημιούργησαν
συγγενείς του Αριστοτέλη Ωνάση που
ήρθαν εδώ στις αρχές του 20ου αιώνα.
Εκείνη έφυγε κοριτσάκι 20 χρονών από την
Κυλλήνη της Ηλείας το 1957. Από την Ελλάδα
της φτώχειας και της επαρχιακής μιζέριας
βρέθηκε στην πρωτεύουσα της Αργεντινής,
που τότε ήταν μία από τις 10 πλουσιότερες
χώρες του κόσμου! Γνωρίστηκαν στις
εκδηλώσεις της ακμάζουσας τότε και
σφύζουσας από ζωή, ελληνικής κοινότητας
του Μπουένος Άιρες. Έκαναν οικογένεια,
παιδιά και εγγόνια και ζουν μαζί για
πάνω από μισό αιώνα βέροι Αργεντίνοι
πια και μάλιστα πρωτευουσιάνοι.
Τα βιώματα
της παιδικής ηλικίας όμως, όπως ξέρουμε
όλοι, είναι ριζωμένα πολύ βαθιά μέσα
μας και με κάθε ευκαιρία οι αναμνήσεις πλημμυρίζουν το μυαλό και την ψυχή. Έτσι
και η κυρία Ευγενία με τη χαρά ζωγραφισμένη
στο πρόσωπό της, ανακαλούσε στη μνήμη
της μία-μία ξεχασμένες ελληνικές λέξεις,
φράσεις, εικόνες, ιστορίες ολόκληρες!
- Αχ τώρα
βρε παιδιά ποια λέξη μου ήρθε στο μυαλό:
Αργαλειός! Πού το θυμήθηκα, ε;
Και δώσ’
του οι διηγήσεις από την κατοχή, τον
εμφύλιο και τα ρέστα. Μάταια να προσπαθούμε
εμείς να στρέψουμε την κουβέντα στα της
Αργεντινής. Πώς είναι η ζωή εδώ; Τι έγινε
στα χρόνια της Κρίσης με τα ντόπια
λαμόγια που άρμεξαν τη χώρα και την
κοπάνησαν; Ο ρόλος του ΔΝΤ; Και πιο παλιά
οι Χούντες, οι εξαφανισμένοι, ο πόλεμος
για τα νησιά Μαλβίνες; (η φράση Νησιά
Φώκλαντ απαγορεύεται…). Δυο τρεις
απαντήσεις βιαστικές παίρναμε και
ύστερα πάλι η κουβέντα στην Ελλάδα! Και
πάλι η αναζήτηση των σωστών λέξεων στα
ελληνικά.
- Πώς το
είπες τώρα δα κυρά Ευγενία το πετσετάκι;
Τη διακόπτω σε κάποια στιγμή. Το είπες
πεσκίρι! Έτσι το έλεγε η γιαγιά μου η
Νιόβη η Σμυρνιά! Μήπως έχεις και ρίζες
Μικρασιάτικες;
Κάπου
εκεί εμφανίστηκαν και τα δάκρυα. Φυσικά
και είχε ρίζες Μικρασιάτικες. Και ο κυρ
Γιάννης επίσης. Φυσικά και δεν ήταν
τυχαίο που δούλεψε στους Ωνάσηδες,
μικρασιάτες επίσης.
Οι ώρες
περνούσαν. Η κυρα Ευγενία δεν θα μαγείρευε
σήμερα αφού δεν είχε τίποτα ψωνίσει από
την αγορά. Αλλά και τα Μουσεία και τα
τουριστικά αξιοθέατα θα περίμεναν άδικα
τους 4 Έλληνες επισκέπτες τους.
Αργά το
μεσημέρι δώσαμε ραντεβού για το επόμενο
πρωί στο ίδιο μέρος! Θα πηγαίναμε μαζί
στην αγορά όπου αυτή τη φορά η κυρία
Ευγενία θα αγόραζε επιτέλους ψάρι. Μετά
θα μας συνόδευε στο κατάλληλο μαγαζί
για να βρούμε αυθεντικό Αργεντίνικο
Μάτε και να μάθουμε τον σωστό τρόπο
παρασκευής του. «Όχι όπως στην Ουρουγουάη
που δεν ξέρουν να το πίνουν!»
Σε λίγες
μέρες στο Μοντεβιδέο μάθαμε επίσης τον
σωστό τρόπο παρασκευής του Μάτε. «Όχι
όπως στην Αργεντινή που δεν ξέρουν να
το πίνουν»!
Και η
ζωή, όπως το Μάτε, έχει ανάγκη να την
υγραίνεις κάθε λίγο με τη σωστή δόση
στη σωστή θερμοκρασία για να μη γίνεται
στυφή και πικρή. Μi
corazón es el suyo…
Υπέροχο!!!!!!Μπράβο
ReplyDelete