Της
Ελένης Δημητριάδου
Κάποτε
ο δάσκαλος μας ο κ. Οικονόμου, ήμασταν
μάλλον στην Ε΄ τάξη, μας έβαλε μια έκθεση
με θέμα «Το επάγγελμα του πατέρα μου».
Λίγες μέρες αργότερα ζήτησε από τα
παιδιά που είχαν γράψει τις καλύτερες
εκθέσεις να μας τις διαβάσουν. Θυμάμαι
μια καταπληκτική έκθεση της Σίσσυ για
τον μπαμπά της που ήταν δικαστικός και
για τις προσπάθειες του με επίμονη
μελέτη να περάσει τις εξετάσεις για να
εξελιχθεί. Πόσο τρυφερά περιέγραφε ότι
ουσιαστικά της ήταν απαγορευμένο να
πλησιάζει την πόρτα του γραφείου του ή
να κάνει θόρυβο όση ώρα μελετούσε
εκείνος. Η Μαρία πάλι, κόρη οδοντιάτρου,
ανέφερε ότι πολλές φορές ξυπνάνε οι
ασθενείς του τον πατέρα της γιατί ο
πονόδοντος είναι αβάσταχτος.
Για
μένα αντίθετα το θέμα της έκθεσης ήταν
μεγάλη απογοήτευση. Νόμισα ότι δεν είχα
κάτι ενδιαφέρον να γράψω για τον πατέρα
μου, που υπηρετούσε ως γεωπόνος στη
Διεύθυνση Γεωργίας στη Βέροια. «Δεν
ξέρω τι να γράψω!» γκρίνιαζα στο
δάσκαλό μας τον κ. Οικονόμου, κι εκείνος
με κοίταζε με εκείνο το αετίσιο βλέμμα
του, έτοιμος να μου σούρει τα εξ’ αμάξης.
«Έχει δίκιο η Λένα. Εμείς μπορούμε να
γράψουμε ένα σωρό πράγματα για τους
δικούς μας, ενώ ο πατέρας της Λένας
κάθεται συνέχεια σε ένα γραφείο»,
αντέτεινε μια συμμαθήτριά μου κι εγώ
έσπευσα να συμφωνήσω, κυρίως γιατί βρήκα
ένα αναπάντεχο σύμμαχο. Καημένε πατέρα
πόσο κατάφωρα σε είχα αδικήσει! Άκου
κάθεται σε ένα γραφείο! Τέλος πάντων,
μάζεψα τα υπολείμματα της υπομονής μου,
έδωσα τόπο στην οργή και μουτζούρωσα
το τετράδιο ίσα-ίσα για να πω πως έγραψα
κι εγώ κάτι.
Ποια
ήταν αλήθεια η δουλειά του πατέρα;
Πολλές
φορές από τότε αναπολώ αυτή μου την
αδυναμία και μετανιώνω. Αλήθεια τι θα
έγραφα τώρα στην έκθεσή μου; Μμμμ… και
τι δε θα έγραφα. Για τον μπαμπά που
σπούδασε με τόσους κόπους και στερήσεις,
και πήρε το πτυχίο του με άριστα. Για τη
σημασία που είχε η δουλειά του στις
δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν η
αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή
αναπτυσσόταν σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε
να ορθοποδήσει μετά τον πόλεμο. Για τις
υπηρεσίες του στο Νομό Ημαθίας που ήταν
από τους πλέον ανεπτυγμένους με τον
πλούσιο κάμπο του. Για τις απαλλοτριώσεις,
τον αναδασμό, τα εγγειοβελτιωτικά και
αρδευτικά έργα, τις νέες καλλιέργειες,
τις εκτροφές των ζώων και τις νέες
ράτσες, τις «εξαγωγές», τα Ψυγεία του
Δήμου, την Υπηρεσία Γεωργικών Εφαρμογών,
τα ΚΕ.Γ.Ε., τα Εκκοκκιστήρια βάμβακος,
την Αγροτική Τράπεζα.
(Ο
μπαμπάς μιλάει σε αγρότες)
Ένα
σωρό ονομασίες και όροι που δεν είχα
αποκωδικοποιήσει ούτε είχα σκεφτεί
ποτέ να τον ρωτήσω για λεπτομέρειες.
Μου αρκούσε που αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα
στη δουλειά του. Τώρα πλέον γνωρίζω, για
παράδειγμα, ότι ο αναδασμός ήταν συνήθης
αγροτική πολιτική της χώρας μας στις
δεκαετίες του ’50 και ’60 και αφορούσε
στην αναδιανομή της αγροτικής γης με
σκοπό την συγκέντρωση της διάσπαρτης
ιδιοκτησίας για την καλύτερη εκμετάλλευσή
της. Οι απαλλοτριώσεις αναφέρονται σε
περιπτώσεις που το κράτος παίρνει ένα
χωράφι από ιδιώτη έναντι κάποιας
αποζημίωσης, για να το εκμεταλλευτεί
για κάποιο κοινό σκοπό, όπως να περάσει
ένας δρόμος. Οι
έγγειες βελτιώσεις πάλι, αφορούν στη
βελτίωση του εδάφους με αρδευτικά,
αποξηραντικά, αντιπλημμυρικά έργα.
Τέτοια έργα δημιούργησαν χωράφια στον
κάμπο της Βέροιας, με τις πρώτες ροδακινιές
να εμφανίζονται μετά τον πόλεμο του
1940, και να τον γεμίζουν όταν στις αρχές
της δεκαετίας του ’60 κατασκευάστηκαν
τα πρώτα κονσερβοποιεία. Οι εξαγωγές
είχαν να κάνουν κυρίως με τα ροδάκινα
– θυμάμαι εικόνες από συσκευαστήρια
με στοίβες από ξύλινα τελάρα, και βέβαια
ήταν στενά συνδεδεμένες με τα Ψυγεία
του Δήμου Βέροιας. Τα ΚΕ.Γ.Ε. ή Κέντρα
Γεωργικής Εκπαίδευσης – εμείς το «δικό
μας» το λέγαμε «Κτήμα» και ήταν στο
Μακροχώρι, ιδρύθηκαν για την εκπαίδευση
νέων και επιμόρφωση παλιών παραγωγών,
με σκοπό την ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό
της γεωργίας και την ανασυγκρότηση της
υπαίθρου.
(Ο
πατέρας επί το έργον)
Για
όλα αυτά τα καθήκοντα, ο μπαμπάς χρειαζόταν
να λείπει αρκετά από το σπίτι. Έπρεπε
να βρίσκεται κοντά στους παραγωγούς,
να παρακολουθεί τις καλλιέργειες, να
συμβουλεύει να ενημερώνει. Αυτά τα
ταξίδια στην ύπαιθρο τα λέγαμε
«περιοδείες». Επειδή
εκείνη την εποχή οι συγκοινωνίες είχαν
τα χάλια τους και εμείς ακόμη δεν είχαμε
αυτοκίνητο, ο μπαμπάς πολλές φορές
διανυκτέρευε σε κάποιο χωριό. Και επειδή
δε γινόταν λόγος για ξενοδοχείο,
φιλοξενούνταν σε σπίτια χωρικών. Στις
περιπτώσεις αυτές, η μαμά του ετοίμαζε
το μικρό καφέ βαλιτσάκι με τα απαραίτητα.
«Που είναι ο μπαμπάς;», «Είναι
περιοδεία», μου έλεγε η μαμά. Μερικές
φορές συνοδευόταν και από κάποιο άλλο
συνάδελφό του, με τον οποίο φυσικά
μοιραζόταν το νυχτερινό κατάλυμα. Μια
μέρα επέστρεψε πολύ ταλαιπωρημένος και
τον θυμάμαι να λέει στη μαμά: «Άσε
Δήμητρα! Δεν κοιμήθηκα καθόλου όλο το
βράδυ. Ο συνάδελφος ροχάλιζε και δεν
μπόρεσα να κλείσω μάτι».
(«Από
την επίσκεψιν εις Κοινότητα Κλειδίου
30/3/66» Ο μπαμπάς με τη καπαρντίνα δίπλα
στον αξιωματικό.)
Οι
γεωπόνοι της Βέροιας
Οι
γεωπόνοι της Βέροιας, και κατ’ επέκταση
και οι οικογένειες τους, ήταν μια
ιδιαίτερη «συνομοταξία ανθρώπων»,
τουλάχιστον έτσι έβλεπα τους περισσότερους
με τους οποίους διατηρούσαμε πολύ
φιλικές σχέσεις. Πολλοί δεν ήταν Βεροιώτες
– αν και τελικά ρίζωσαν στην πόλη αυτή,
προσφυγικής καταγωγής οι περισσότεροι
από Θεσσαλονίκη, Πιερία κλπ. Άνθρωποι
καταρτισμένοι στο αντικείμενό τους,
οικογενειάρχες, χαρούμενοι και κυρίως…
«δημοκράτες».
(Γλέντια
με τις οικογένειες Αμανατίδη, Βαμβακά,
Ιωακειμίδη, Κακάρoγλου, Μιχαηλίδη,
Σταμπολή.)
Μέναμε
οι περισσότεροι στην ίδια ή σε γειτονικές
πολυκατοικίες, οι μαμάδες μας έπιναν
μαζί καφέ και κεντούσαν τα εργόχειρά
τους ενώ εμείς τα παιδιά παίζαμε ή
μαλώναμε – οι πρώτοι και μοναδικοί
παιδικοί μου φίλοι. Ακούγαμε κρυφά
«Deutsche Welle» στη διάρκεια της δικτατορίας,
διασκεδάζαμε σε ταβέρνες (όπως στου
«Σφήκα»), σε ζαχαροπλαστεία – θυμάμαι
έντονα του Σερεμέτα, το «Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών» όπως το αποκαλούσε ο Φιλώτας
(από τους μεγαλύτερους της παρέας των
παιδιών), στους κινηματογράφους – κι
ευτυχώς υπήρχαν αρκετοί εκείνη την
εποχή. Και βέβαια κάναμε και κοινές
διακοπές στη Θάσο, στην παραλία της
Κατερίνης, ή μικρές ομαδικές αποδράσεις
στη Θεσσαλονίκη. Στις απόκριες οι γονείς
μας πήγαιναν σε κάποιο κέντρο για να
χορέψουν, ένα βράδυ μάλιστα μας έκαναν
τη χάρη να μας αφήσουν να διανυκτερεύσουμε
στο σπίτι της Μαριάννας και του Άκη για
να μας προσέχει η γιαγιά τους η κυρία
Μαριάνθη. Κοιμηθήκαμε στρωματσάδα αλλά
το διασκεδάσαμε αφάνταστα.
(Στον
Άγιο Νικόλαο Νάουσας με τις οικογένειες
Κακάρογλου και Αμανατίδη)
(Πρωτομαγιά
1963 στο Φράγμα του Αλιάκμονα)
Και
τις Πρωτομαγιές… αχ εκείνες οι Πρωτομαγιές
με τη φύση να οργιάζει. Με τις κουβέρτες
και τις τσάντες μας γεμάτες καλούδια
στο Φράγμα, στον Άγιο Νικόλαο Νάουσας,
ή στο «Κτήμα» στο Μακροχώρι. Το «Κτήμα»
ήταν ο τέλειος προορισμός. Είχε από όλα:
ζώα, δένδρα, μικρά σπιτάκια, υπόστεγα,
τεράστια αυλή σαν αλάνα, σούβλες, τραπέζια
στρωμένα και… ένα πηγάδι. Αυτό το
τελευταίο πολύ με προβλημάτιζε, ήμουν
δεν ήμουν 5 χρονών όταν το πρωτοείδα: με
την κόκκινη τουλούμπα που όταν την
πατούσες έβγαζε νερό - ήθελε δύναμη δεν
ήταν για μένα αυτά τα πράγματα, αλλά
έπρεπε και να προσέχεις μην πέσεις μέσα.
(Στο
«Κτήμα» 1960: η αφεντιά μου μπροστά
προβληματισμένη - μάλλον για το πηγάδι
και πίσω σε χαρούμενη διάθεση ο μπαμπάς
κι η μαμά)
(Ο
μπαμπάς με την αδελφή μου γυρίζουν τον
οβελία, ενώ η μαμά κι εγώ τους καμαρώνουμε)
(Πρωτομαγιά
1965 στο «Κτήμα»)
Τα
πολιτικά φρονήματα
Ο
μπαμπάς λόγω προσφυγικής καταγωγής με
γονείς βενιζελικούς, ήταν κεντρώος,
παπανδρεϊκός. Πολλοί από τους φίλους
συναδέλφους είχαν τις ίδιες πολιτικές
πεποιθήσεις, αλλά εκείνες οι εποχές
ήταν πολύ πονηρές για τους δημοσίους
υπαλλήλους. Ακόμη θυμάμαι ότι ένα από
τα καθήκοντά μου ήταν να πηγαίνω στο
περίπτερο δίπλα στο σπίτι μας στη
Μητροπόλεως για να αγοράσω την εφημερίδα
του μπαμπά, πάντα «Μακεδονία», την οποία
όμως έπρεπε να αναποδογυρίζω για να μη
φαίνεται ο τίτλος. Αυτή η «Μακεδονία»
ήταν ο εφιάλτης μου, άσε που αργότερα
στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρχε η
φήμη ότι απολύθηκε ο πατέρας μιας
συμμαθήτριάς μας γιατί λέει διάβαζε
την εν λόγω εφημερίδα! Για πολλά χρόνια
στη συνέχεια μου έμεινε η συνήθεια να
κρύβω ασυναίσθητα τον τίτλο από
οποιαδήποτε εφημερίδα αγόραζα!
Δεν
έφτανε που ο μπαμπάς ήταν «δημοκράτης»,
αλλά επί πλέον δεν είχε ιδέα από
διπλωματία, αρνούνταν πεισματικά να
κάνει το κέφι οποιουδήποτε μόνο και
μόνο για να γίνει αρεστός και να προωθηθεί
επαγγελματικά. Όλα αυτά καθόλου δεν τον
βοήθησαν, εφόσον εκείνη την περίοδο οι
προαγωγές των δημοσίων υπαλλήλων
εξαρτιόταν αποκλειστικά σχεδόν από τις
εκθέσεις των προϊσταμένων τους. Ο
καημένος ο μπαμπάς ήταν άριστος υπάλληλος
– τυπικός, δουλευταράς, ειλικρινής,
ευσυνείδητος, άμεμπτος, έφτασε στο βαθμό
του Τμηματάρχη Α΄, ένα βήμα πριν να γίνει
Διευθυντής. Αλλά… τόσο τα πολιτικά του
φρονήματα που όσο και να προσπαθούσε
δεν μπορούσε να κρύψει, όσο και η
ακεραιότητα του χαρακτήρα του,
λειτουργούσαν ως κόκκινο πανί για τον
προϊστάμενό του που έκανε ότι μπορούσε
για να τον αφήνει «στάσιμο». Κάθε φορά
που το όνομά του ήταν πρώτο στο υπουργείο
για προαγωγή λόγω αρχαιότητας, έφτανε
η έκθεση του εν λόγω κυρίου κατακόκκινη
γεμάτη αρνητικές παρατηρήσεις, και
γλιστρούσε έτσι από την πρώτη θέση στην
τελευταία και άντε πάλι από την αρχή,
σαν το παιγνίδι με το φιδάκι. Αυτή η
αδικία τον κατέτρωγε, και μαζί του και
όλους εμάς στην οικογένεια, που μας
έπνιγε η αγανάκτηση. Αν η εξέλιξή του
εξαρτιόταν από εξετάσεις σίγουρα θα
τις περνούσε με άριστα, τουλάχιστον
έτσι πίστευα τότε.
Ο
μπαμπάς ασκεί καθήκοντα Διευθυντή
Αρχές
της δικτατορίας και «χηρεύει» η θέση
του Διευθυντή Γεωργίας στη Βέροια. Η
υπηρεσία αναθέτει στον μπαμπά να
εκτελέσει προσωρινά χρέη Διευθυντή,
έως ότου
εκλεγεί νέος. Τι ειρωνεία! Κρίθηκε ικανός
να ασκήσει τα καθήκοντα αλλά όχι να
προαχθεί.
Από
τη θέση αυτή αναγκάστηκε να συμμετέχει
σε «κοινωνικές» εκδηλώσεις που είτε
είχαν άμεση σχέση με το επαγγελματικό
του περιβάλλον, όπως ήταν οι ομιλίες
που εκφωνούσε για θέματα αγροτικής
πολιτικής, είτε ήταν εντελώς άσχετες
με αυτό και οι οποίες μάλιστα κάθε άλλο
παρά ταίριαζαν με την ψυχοσύνθεσή του.
Μια από τις υποχρεώσεις τότε των υπαλλήλων
ήταν ο κυριακάτικος εκκλησιασμός. Ο
μπαμπάς δεν συνήθιζε να πηγαίνει στην
εκκλησία παρά μόνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις. Τι να κάνει όμως; Αυτός και
άλλοι φίλοι συνάδελφοι, άλλαξαν τις
κυριακάτικες συνήθειές τους. Θυμάμαι
ότι προσπαθώντας να δουν το όλο θέμα
από την κωμική του πλευρά, αστειευόταν
μεταξύ τους πειράζοντας το μπαμπά ότι
τους βάζει στη γραμμή για εκκλησιασμό,
όπως οι μαθητές.
(Ο
μπαμπάς μιλάει στη «Γιορτή Γεωργίας»,
1968)
(Στην
ίδια εκδήλωση με τον Νομάρχη, τις
φορεσιές, τα σημαιάκια και το «πτηνό»
να υπερίπταται ως δαμόκλειος σπάθη)
Μια
άλλη φορά, εκπροσωπώντας τη Διεύθυνση
Γεωργίας, μας πήγε οικογενειακώς στο
στάδιο της Βέροιας για να παρακολουθήσουμε
μια από τις περίφημες γιορτές που
διοργάνωνε το καθεστώς και που
περιελάμβαναν επιδείξεις του στρατού
με μπόλικες δόσεις εθνικής ανάτασης.
Καθόμασταν δίπλα στους επισήμους που
χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι. Ήμασταν
κατά κάποιο τρόπο στόχος. Η μαμά μέσα
σε αυτό το κλίμα γενικής ευφορίας,
σκύβοντας προς το μέρος του προέτρεπε
τον μπαμπά να χειροκροτήσει κι αυτός,
και κοιταζόταν τότε και οι δύο με
συνωμοτικό ύφος χαμογελώντας
πικρά, σαν να συμμετείχαν σε μια κωμωδία,
όπου ήταν ταυτόχρονα οι μοναδικοί
ηθοποιοί και θεατές.
(Ομιλία
του μπαμπά σε Συνεστίαση Γεωπόνων στην
Ελιά)
Εκείνη
την εποχή η Λέσχη Αξιωματικών και οι
σαββατιάτικες συγκεντρώσεις των
οικογενειών τους για φαγητό, μπίνγκο και
μουσική είναι ένα από τα κοσμικά γεγονότα
της πόλης. Πρόσβαση είχε μόνο ελάχιστος
αριθμός πολιτών. Ο μπαμπάς λόγω της νέας
του θέσης έχει δικαίωμα να παίρνει μέρος
στις συγκεντρώσεις αυτές μετά της
συζύγου. Αλλά όμως ο μπαμπάς είναι
δημοκρατικός. Ζητάει – απαιτεί να
επιτραπεί η είσοδος και σε άλλα ζευγάρια
συναδέλφων του. Έτσι έσπασε το «άβατο»
της Λέσχης και πολύ το ευχαριστιόταν
οι γονείς μου με τους συναδέλφους και
φίλους μας, έστω και αν το περιβάλλον
δεν ήταν καθόλου του γούστου τους.
Οι
ανεπιθύμητοι επισκέπτες
Θυμάμαι
ένα περιστατικό που είναι χαρακτηριστικό
του πόσο τυπικός και άμεμπτος ήταν στα
καθήκοντά του. Μια μέρα μέσα στην
επταετία, κτυπάει το κουδούνι του σπιτιού
μας την ώρα του μεσημεριανού φαγητού.
Ήταν ένας αγρότης που ζητούσε κάποια
εξυπηρέτηση από τη Γεωργική Υπηρεσία
– παράτυπα και εντελώς παράνομα,
συνοδευόμενος από ένα αξιωματικό του
στρατού. Ο εν λόγω χωρικός είχε φαίνεται
προσπαθήσει ήδη να πείσει τον μπαμπά
να κάνει δεκτό το αίτημά του, χωρίς όμως
επιτυχία. Πήρε λοιπόν αλά μπρατσέτα τον
αξιωματικό, βέβαιος ότι με το κύρος και
το φόβο που ενέπνεε η στολή, θα πετύχει
αυτό που από το νόμο δεν δικαιούταν. Πού
να ’ξερε! Ο μπαμπάς πήγε στο σαλόνι –
φορούσε θυμάμαι τις πιτζάμες του κι από
πάνω μια μάλλινη πράσινη ρόμπα με
κορδόνια που συνηθιζόταν εκείνη την
εποχή. Εγώ με τη μητέρα μου μείναμε στο
τραπέζι κοκαλωμένες και περιμέναμε να
δούμε τι θα γίνει. Ακούσαμε κάποιες
χαμηλόφωνες ομιλίες και μετά την υψωμένη
φωνή του μπαμπά να λέει «Σας είπα! Δεν
γίνεται!». Στο
επόμενο λεπτό, ο μπαμπάς εμφανίζεται
στην κουζίνα, κάθεται στο τραπέζι και
συνεχίζει να τρώει ελαφρά αναστατωμένος.
Σιγή ιχθύος από το σαλόνι, όπου έχουν
παραμείνει σύξυλοι οι απρόσκλητοι και
ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Η μαμά έχει
χάσει εντελώς το χρώμα της: «Τους
άφησες μόνους;», ψιθύρισε. Μετά από
λίγα λεπτά ακούμε την πόρτα να ανοίγει
και να κλείνει ήσυχα. Είχαν φύγει! Γιατί
δεν είχε ιδέα ο καλός μου από διπλωματία;
Κατά βάθος τον θαύμαζα εκείνες τις
τρομακτικές στιγμές. Τι θα επακολουθούσε;
Τις επόμενες μέρες δεν συνέβη τίποτε
και το περιστατικό σχεδόν ξεχάστηκε.
Ωστόσο φαίνεται ότι είχε προστεθεί στα
μέχρι τότε δείγματα της μη συμμόρφωσής
του «προς τας επιταγάς» της καθεστηκυίας
τάξης.
Εγκαταλείποντας
τη Βέροια
Λίγο
αργότερα ο μπαμπάς λαμβάνει «δυσμενή»
μετάθεση για τη Λαμία, αφού υπηρέτησε
επί 10 χρόνια στη Βέροια. Το λιγότερο
ίσως που θα μπορούσε να του συμβεί, αν
λάβουμε υπόψη ότι άλλοι συνάδελφοί του
απολύθηκαν. Τις τελευταίες μέρες πριν
αναχωρήσουμε από την αγαπημένη μας
πόλη, ο πατέρας μου νιώθει έντονους
πόνους. Ο καρδιολόγος του ο Κώστας ο
Ζαμπούνης, πατριώτης της μητέρας μου
και οικογενειακός φίλος, την καλεί στο
ιατρείο του: «Ξέρεις ότι ο άντρας σου
έχει πάθει έμφραγμα;». Τη συμβουλεύει
να μην του πει όλη την αλήθεια γιατί
ήξερε πόσο φορτισμένες ήταν εκείνες οι
μέρες, και προτείνει τα ιαματικά λουτρά
της Υπάτης που βοηθούν σε καρδιακές
παθήσεις. Η
ζωή από τότε δεν θα ήταν ποτέ ίδια. Ένα
μαύρο σύννεφο σκέπασε τις ψυχές μας,
έντονα προαισθήματα με κατέλαβαν –
ήμουν δεν ήμουν τότε 14 ετών, ήξερα μέσα
μου ότι κάτι κακό θα του συμβεί. Λίγους
μήνες μετά την εγκατάστασή μας στη
Λαμία, μια Κυριακή στο δρόμο για τα
λουτρά της Υπάτης (τι τραγική ειρωνεία!)
ο αγαπημένος μου πατέρας χάνεται σε
αυτοκινητιστικό ατύχημα, σε ηλικία 54
ετών. Η μητέρα μου (και σε μεγάλο βαθμό
κι εμείς οι κόρες της) δε συγχώρησε ποτέ
τον προϊστάμενό του «τον μεγαλύτερο
εχθρό του πατέρα σας», όπως τον
αποκαλούσε. Τον θεώρησε υπεύθυνο για
τα δεινά του μπαμπά μας, τις υπηρεσιακές
διώξεις του, τις αδικίες, τις πικρίες,
το έμφραγμα και το θάνατό του. Αυτόν,
και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο
συγκεκριμένος κύριος άνθισε: το καθεστώς
της δικτατορίας. «Αυτοί έφαγαν τον
άντρα μου», έλεγε και ξανάλεγε μέσα
στο μαύρο πένθος της .
Αντί
επιλόγου: Η ιστορία πικρά επαναλαμβάνεται
Έχουν
περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τις περιπέτειες
του πατέρα, όταν με καλεί στο γραφείο
του ο Διευθυντής υποκαταστήματος της
Εθνικής Τράπεζας όπου εργαζόμουν τότε,
για να με ρωτήσει απροκάλυπτα ποιο κόμμα
ψηφίζω! Είχα όμως αποκτήσει αρκετή πικρή
πείρα από τον πατέρα μου για να πέσω
στην παγίδα του. Μετά από άλλα 20 χρόνια,
όταν υπηρετώντας στην εκπαίδευση θέτω
υποψηφιότητα για την επιλογή Σχολικών
Συμβούλων, ασκούνται έντονες πιέσεις
από την προϊσταμένη αρχή ώστε να
απορριφθεί η αίτησή μου, με σκοπό να
προωθηθεί κάποιος «ημέτερος». Προς
τιμήν του, υψηλόβαθμο μέλος της Επιτροπής
Επιλογής δηλώνει: «Έχει τόσα προσόντα,
που και να ήθελα δεν θα μπορούσα να κάνω
τίποτε». Έτσι για πρώτη φορά, το όνομα
«Δημητριάδη» δεν καταποντίστηκε από
την πρώτη θέση του πίνακα υποψηφίων!
Αφιέρωσα την τελική επιλογή μου στον
πατέρα μου – μια μικρή νίκη, που σαν να
μου έδειξε αμυδρά ότι υπάρχει ακόμη
ελπίδα μέσα σε ένα διαχρονικά διαβρωμένο
σύστημα, όπου έννοιες όπως εργατικότητα,
τιμιότητα, συνέπεια, αξιοκρατία έχουν
ξεθωριάσει.
No comments:
Post a Comment