Της Άρτεμης Καλογήρου
Τα
πρώτα χρόνια της ζωής μου, είχα την τύχη
να κάνω διακοπές με την οικογένειά μου
στην πατρίδα της μαμάς μου, την
Αλεξανδρούπολη. Πηγαίναμε στο σπίτι
του παππού και της γιαγιάς. Ο μπαμπάς
μου βέβαια ήταν λιγότερο τυχερός, έμενε
στη Βέροια για δουλειά, κι ερχόταν μόνο
για λίγο, για να μας μαζέψει όπως έλεγε
χαριτολογώντας.
Πηγαίναμε
με το Οτομοτρίς, το πλέον σύγχρονο
δημόσιο μεταφορικό μέσο της εποχής
εκείνης. Ήταν ένα τραίνο με ενσωματωμένη
μηχανή και βαγόνια για επιβάτες και
αποσκευές. Τα καθίσματα ήταν πολύ άνετα
και στα παράθυρα υπήρχε ένα πτυσσόμενο
τραπεζάκι και κάπου στη μέση του συρμού
υπήρχε ένα βαγόνι κυλικείο. Η διαδρομή
ήταν υπέροχη. Ξεκινούσαμε από την
Θεσσαλονίκη, περνούσαμε από τις λίμνες
Δοϊράνη και Κερκίνη, τον ποταμό Στρυμόνα,
τις Σέρρες, την Δράμα, τον ποταμό Νέστο,
την Ξάνθη την Κομοτηνή και τερματίζαμε
στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Τον 19ο
αιώνα, ο σιδηρόδρομος, έργο εκσυγχρονισμού
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το
Λιμάνι, χάραξαν την ιστορία της
Αλεξανδρούπολης και δημιούργησαν μια
πόλη νέα, κοσμοπολίτισσα, με Διεθνή
Τράπεζα και προσέλκυση διεθνούς
εμπορίου. Το ρυμοτομικό της σχέδιο με
ευθείς και ικανού φάρδους κάθετους και
οριζόντιους δρόμους, σχεδιάστηκε από
τις Ρωσικές Δυνάμεις που κατέλαβαν
το
1877 – 1878 την Αλεξανδρούπολη. Η πόλη
σχεδιάστηκε κατά τρόπο ώστε τα στρατεύματα
να έχουν άνετη πρόσβαση στο Λιμάνι και
τον Σιδηροδρομικό Σταθμό.
(Με τον παππού και τη μαμά)
Η
πόλη της Αλεξανδρούπολης ήταν πολύ
διαφορετική από την Βέροια, τυπική
Βαλκανική πόλη με στενά δρομάκια, τα
καλντερίμια και πολυδαίδαλο πολεοδομικό
ιστό. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός έξω από
το λιμάνι ήταν εκσυγχρονισμένος, ωστόσο
υπήρχαν ατμομηχανές που χρησιμοποιούσαν
για καύσιμο κάρβουνο, κάτι πολύ εντυπωσιακό
για τα παιδικά μας μάτια που μας έδινε
την αίσθηση ότι ζούσαμε σε άλλη εποχή.
Το
σπίτι του παππού και της γιαγιάς ήταν
πολύ κοντά στο σταθμό. Ήταν ένα προσφυγικό
ισόγειο σπίτι, υπερυψωμένο κατά μισό
μέτρο από το επίπεδο του δρόμου, με
σκεπή. Η είσοδος ακριβώς στην μέση σε
άμεση επαφή με μια στενή σάλα και δωμάτια,
κουζίνα και χώρους υγιεινής δεξιά και
αριστερά της σάλας. Στα παράθυρα υπήρχαν
εκπληκτικές κουρτίνες λευκές με κοφτό
κέντημα και χειροποίητες δαντέλες, έργα
της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου ήταν μια
λεπτή πολύ ευκίνητη γυναίκα με μακριά
μαλλιά καλοχτενισμένα μαζεμένα ψηλά.
Συνεχώς ασχολούνταν με τις δουλειές του
σπιτιού, έχοντας ένα απίστευτα ήρεμο
χαμόγελο. Πιστεύω δεν θύμωνε ποτέ. Ο
παππούς ήταν εκρηκτικός τύπος, πολύ
ζωντανός, γελούσε υπέροχα και ήταν
αξιαγάπητος από όλο τον κόσμο της
Αλεξανδρούπολης.
Οι
γονείς της μαμάς ήταν πρόσφυγες, ήλθαν
από τη Κωνσταντινούπολη το 1922. Μετά από
μια διαδρομή με πλοίο πρωτοέφτασαν στην
Χαλκίδα και μετά από μια περιπλάνηση
σε διάφορες πόλεις αρχικά εγκαταστάθηκαν
στην Θεσσαλονίκη για λίγο
και τότε γεννήθηκε η μαμά μου. Σύντομα
κατέληξαν στην Αλεξανδρούπολη, διότι
ο παππούς ήθελε να βρίσκεται κοντά στη
χαμένη τους πατρίδα. Εκεί η μαμά μου
μεγάλωσε, πήγε στο Δημοτικό και το
Γυμνάσιο και το 1940 με εισαγωγικές
εξετάσεις πέρασε στην Παιδαγωγική
Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης. Η τύχη
όμως τους έπαιζε περίεργα παιχνίδια.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η
Αλεξανδρούπολη από το 1941-1944 παρέμεινε
για τρία χρόνια υπό Βουλγαρική κατοχή.
Το σπίτι τους κάηκε και η οικογένειά
της επανέλαβε την ίδια ιστορία. Με το
πλοίο βρέθηκαν στη Χαλκίδα και από εκεί
στη Θεσσαλονίκη, όπου η μαμά μου
φιλοξενήθηκε από τον θείο της και φοίτησε
στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως
εν Θεσσαλονίκη.
Μετά
τον πόλεμο το σπίτι της Αλεξανδρούπολης
ξανακτίστηκε. Στο σπίτι αυτό μέναμε
όταν πηγαίναμε εκεί. Αυλή δεν υπήρχε,
παίζαμε στο δρόμο, που ήταν χωμάτινος
και δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο. Με
τον αδελφό μου κάναμε λάσπη από χώμα
και σχηματίζαμε σπίτια σε κάτοψη στο
χώμα. Τελικά τίποτε δεν είναι τυχαίο,
κάτι στο DNA μας προδιαγράφει
την μετέπειτα πορεία μας. Το βράδυ στο
δωμάτιο που κοιμόμαστε μας νανούριζε
το φως του Φάρου. Ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης,
όπως όλοι οι φάροι, εκπέμπει ένα
περιστρεφόμενο φως που μοιάζει να
αναβοσβήνει, ενώ στην πραγματικότητα
υπάρχει ένας περιστρεφόμενος κοίλος
καθρέπτης που στέλνει το φως σε
τοποθετημένα γύρω του πρίσματα. Καθημερινά
πηγαίναμε πρωί και απόγευμα για μπάνιο
πάντοτε με την γιαγιά και την μαμά μας.
Η θάλασσα ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας,
περνούσαμε τις γραμμές του τραίνου
κατεβαίναμε μερικά πέτρινα σκαλοπάτια
και συναντούσαμε μια υπέροχη αμμουδιά.
Τα βράδια περπατούσαμε στο λιμάνι και
τον Φάρο. Συχνά καθόμαστε για πορτοκαλάδα
σε παραλιακά μαγαζιά, όπου η μαμά μας
συναντούσε συγγενείς και φίλους.
(Στην παραλία της Αλεξανδρούπολης)
Ο
παππούς τροφοδοτούσε το σπίτι με
προμήθειες. Μολονότι ήταν συνταξιούχος,
είχε τις γνωριμίες του με τους βαρκάρηδες
κι έφερνε καθημερινά ολόφρεσκα ζωντανά
ψάρια. Δεν ξεχνώ την γιαγιά που κυνηγούσε
τις γλώσσες στο νεροχύτη της κουζίνας
για να τις καθαρίσει και τις γαρίδες
που πηδούσαν από το πανέρι.
Η
μαμά έλεγε για τον παππού πως ήταν
άριστος σιδηρουργός. Γύρω στα 1923-1924 όταν
βρέθηκε προσωρινά στη Θεσσαλονίκη, μαζί
με τον αδελφό του είχε κατασκευάσει
όλες τις σιδερένιες κατασκευές ασφαλείας
της Τραπέζης Της Ελλάδας στην πλατεία
Ελευθερίας, Βενιζέλου και Τσιμισκή που
κτιζόταν τότε. Στην Αλεξανδρούπολη
έκανε σιδηρές κατασκευές και παράλληλα
ήταν μηχανουργός στις μηχανές της
τοπικής βιοτεχνίας παρασκευής μπύρας
και επισκεύαζε και τις μηχανές στα
καΐκια.
Πολύ
συχνά πηγαίναμε στο σπίτι του θείου
Γιώργου του μεγάλου αδελφού της μαμάς.
Το σπίτι τους είχε υπέροχη αυλή, όπου
παίζαμε με τα ξαδέλφια μας. Τον μεγάλο
μου ξάδελφο τον Γρηγόρη δεν τον θυμάμαι,
μια και εμείς παίζαμε πολύ με τον Ρολάνδο
ένα πολύ γλυκό και χαμογελαστό αγόρι
και την αδελφή τους τη Ρωμυλία
που ειδικά εμένα με φρόντιζε πολύ. Ο
θείος Γιώργος, ένας πολυμήχανος και
χαρούμενος άνθρωπος, ήταν άριστος
μάγειρας, όπως και ο μικρότερος αδελφός
της μαμάς στη Θεσσαλονίκη. Κάθε φορά
που πηγαίναμε έψηνε στη φουφού και έκανε
απίθανα και νοστιμότατα μεζεδάκια και
πείραζε την μαμά μου, λέγοντας πως είναι
ικανότερος από την μαμά στην μαγειρική.
Όλοι
στην οικογένεια της μαμάς ήταν αξιαγάπητοι,
είχαν απίστευτο αυθορμητισμό και
αντιμετώπιζαν την ζωή με αισιοδοξία.
Παρά τις δυσκολίες της προσφυγιάς και
των πολέμων προόδευσαν. Θέλω να πιστεύω
πως κι εγώ και ο αδελφός μου, έχουμε
πολλά κοινά μαζί τους, μολονότι μεγαλώσαμε
στην Βέροια, σε σταθερό και υγιές περιβάλλον με αρχές και αξίες και βαθύ
σεβασμό στις παραδόσεις και τις συνήθειες
της Βεροιώτικης οικογένειας.
Δυστυχώς
ο παππούς πέθανε όταν ήμουν επτά χρονών,
η γιαγιά μετά από λίγο έπαθε εγκεφαλικό
και μετακόμισε στην Αθήνα στην αδελφή
της μαμάς μου που παντρεύτηκε στην Αθήνα
και το σπίτι στην Αλεξανδρούπολη έκλεισε.
Αυτή ήταν η αιτία για να γνωρίσουμε
άλλους προορισμούς διακοπών στην χώρα
μας, όπου μετέπειτα πηγαίναμε διακοπές.
Πιστεύω ότι ήταν μεγάλη τύχη που στην
πολύ τρυφερή μας ηλικία περνούσαμε τα
καλοκαίρια με τον παππού και την γιαγιά
στην Αλεξανδρούπολη.
No comments:
Post a Comment