Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η
χειρότερη εποχή του χρόνου, για μας τους
πιτσιρικάδες εκείνης της εποχής, ήταν
ο χειμώνας. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά
έχω την εντύπωση, πως τότε οι χειμώνες,
ήταν πιο άγριοι και πιο κρύοι. Θυμάμαι
μια περίπτωση, από το πολύ κρύο του
χειμώνα, έκλεισαν τα σχολεία για μερικές
ημέρες, πράγμα που δεν μας δυσαρέστησε
καθόλου. Το χιόνι που έπεφτε, έκλεινε
τους δρόμους, καθώς δεν υπήρχε μέριμνα
για τον καθαρισμό τους και αυτό δυσκόλευε
τις μετακινήσεις. Στους δρόμους έβλεπες
λιγοστούς διαβάτες, να κυκλοφορούν και
σίγουρα ακόμη πιο λίγα παιδιά. Οι γονείς
σπανίως επέτρεπαν στα παιδιά τους, να
βγουν από το σπίτι και αυτό μόνο όταν
δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Η ποσότητα
του χιονιού και το απίστευτο κρύο, μας
ανάγκαζαν να κλεινόμαστε μέσα στο σπίτι,
δίπλα στην ξυλόσομπα. Το μόνο που
μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν να
παρακολουθούμε από τα παράθυρα, τις
νιφάδες που έπεφταν ασταμάτητα,
συσσωρεύοντας, στους δρόμους και στις
στέγες, απίστευτα τεράστιους λευκούς
όγκους. Από τα κεραμίδια των σπιτιών
κρέμονταν μεγάλου μήκους κρύσταλλα,
σαν τεράστιες λόγχες, δίνοντας μια ακόμη
μεγαλύτερη αίσθηση κρύου, από ότι στην
πραγματικότητα ήταν.
(Άποψη της γειτονιάς σήμερα. Δεξιά το σπίτι της ιστορίας, τότε γκρεμισμένο από την πυρκαγιά του εμφυλίου, σήμερα όμορφο ανακατασκευασμένο αρχοντικό - φωτογραφία Sharon Shiedu)
Εμείς
κυριολεκτικά μαντρωμένοι, μέσα στα
σπίτια μας, απόλυτα ελεγχόμενοι από
τους γονείς μας, καθώς δεν είχαμε την
δυνατότητα να κρυφτούμε, με μόνη
διασκέδαση (τι βαρεμάρα) να κοιτάμε, από
το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε
ακατάπαυστα. Πολύ εύκολα, οι γονείς μας,
ήταν σε θέση να μας βλέπουν και να μας
υποχρεώνουν να διαβάζουμε τα μαθήματα
μας, ασχέτως αν θα πηγαίναμε ή όχι στα
σχολεία μας. Φυσικά παρ’ όλο που υπήρχαν
τα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο
γκρινιάρης, το φιδάκι κ.α. που θα μπορούσαμε
να παίζουμε, εμείς δεν τα συμπαθούσαμε
και πολύ γρήγορα τα βαριόμασταν. Ειδικά
εγώ, που ήμουν αναγκασμένος να τα παίζω
με τα μικρότερα αδέρφια μου και αυτό
μου φαινόταν ιδιαίτερα υποτιμητικό.
Γιατί, όπως και άλλοι στην ηλικία μου,
αισθανόμουν αρκετά μεγάλος, για να
ασχολούμαι με τόσο ανιαρά πράγματα. Οι
γονείς μας, προσπαθούσαν να μας
αποπροσανατολίσουν και να μας κάνουν,
να ξεχάσουμε το έξω. Έτσι έψηναν κάστανα
στην σόμπα και δήθεν ζητούσαν την βοήθεια
μας, σε αυτό. Κάτι τέτοιο βέβαια είχε
αποτέλεσμα, μόνο όσο διαρκούσε το ψήσιμο
τους, για την ακρίβεια μόλις τα τρώγαμε,
ξεχνούσαμε την όλη διαδικασία και
γινόμασταν πιο νευρικοί. Ήταν γεγονός
ότι πάντως, τίποτα δεν μπορούσε να μας
κρατήσει για πολύ μέσα στο σπίτι, άσχετα
αν το κρύο συνηγορούσε για το αντίθετο.
Κάποιες δικαιολογίες που βρίσκαμε, για
να την κοπανήσουμε και να βγούμε έξω,
κατέληγαν σε πλήρη αποτυχία, καθώς ήταν
αδύνατον να πείσουμε τους γονείς μας.
(Χιονάνθρωπος από αυτούς που συνήθως κατασκευάζαμε όταν παίζαμε στο χιόνι - φωτογραφία από τις "Αργολικές ειδήσεις"
Παρ’
όλες τις δυσκολίες που συναντούσαμε,
εγώ με την συνδρομή του αδερφού μου και
αδιαφορώντας για τις πιθανές συνέπειες,
κατόρθωσα να ντυθώ, χωρίς να με αντιληφθούν
οι γονείς μου, να ανοίξω την πίσω πόρτα
και να βγω έξω. Παραδόξως είχα ντυθεί,
αν και μόνος μου, αρκετά καλά, έτσι ώστε
να μην νιώθω το τσουχτερό κρύο. Διέσχισα
γρήγορα τα κατάλευκα καμένα, χωρίς να
συναντήσω κανένα. Τα χειμωνιάτικα άρβυλα
μου, βυθίζονταν στο χιόνι και τα βήματα
μου άφηναν ίχνη, που εγώ τα κοίταζα
γοητευμένος καθώς προχωρούσα. Σύντομα
έφθασα έξω από το σπίτι του Αργυράκου.
Όλη η περιοχή μπροστά από την Κυριώτισσα,
μέχρι τον Αγ. Βλάση, ήταν καλυμμένη με
ένα στρώμα χιονιού, δίνοντας μια άλλη,
πρωτόγνωρη εμφάνιση στην περιοχή. Το
χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα
και μια ελαφριά ομίχλη, εμπόδιζε σε
κάποιο μικρό βαθμό, την ορατότητα. Πήρα
με τις χούφτες μου χιόνι, το πίεσα τόσο,
όσο να σχηματίσω μια μικρή χιονόμπαλα,
την οποία πέταξα ελαφριά προς το παράθυρο,
που ήξερα πως θα ήταν ο φίλος μου. Η μπάλα
του χιονιού, με ένα ελαφρύ θόρυβο χτύπησε
στο τζάμι. Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε
στο παράθυρο το πρόσωπο του. Με κοίταζε
με έκπληξη, καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει
πως εγώ ήμουν έξω, ενώ αυτός ήταν
κλεισμένος μέσα στο σπίτι. Μου έκανε
νόημα να περιμένω και εγώ πήγα να κρυφτώ
στην αυλή της Κυριώτισσας. Άνοιξα με
δυσκολία, την μεταλλική καγκελόπορτα
της, σπρώχνοντας με τα πόδια μου, την
ποσότητα του χιονιού που ήταν στοιβαγμένο
πίσω της, για να το καταφέρω. Στην αυλή
της εκκλησίας .ήμουν μόνος μου και άρχισα
να περπατάω άσκοπα, πάνω στο λευκό χαλί
που ήταν απάτητο, μόνο και μόνο για να
βλέπω, τις δικές μου πατημασιές. Δεν
πέρασε πολύ ώρα και ο φίλος μου εμφανίστηκε
αλαφιασμένος, κοιτώντας συνεχώς πίσω
από την πλάτη του. Αμέσως κατάλαβα, πως
και αυτός, σαν εμένα, το είχε σκάσει
κρυφά από το σπίτι. Δεν χρειάστηκε να
πούμε τίποτα, καταλαβαίναμε πως έπρεπε
να απομακρυνθούμε γρήγορα από την αυλή
της εκκλησίας. Γιατί πάντα υπήρχε ο
φόβος, να μας δει κάποιος γνωστός και
να ειδοποιήσει τους δικούς μας. Βγήκαμε
από την άλλη είσοδο της Κυριώτισσας ,
προχωρήσαμε προς την εκκλησία του Αγ.
Ανδρέα και λίγο πριν από τον Αγ. Μανδήλιο,
μπήκαμε στο ερειπωμένο σπίτι που ήταν
στα αριστερά μας και το είχαμε σαν
λημέρι.
Εκεί
μέσα βρήκαμε τον Φώτη και το Γιάννη, δυο
παιδιά λίγο μεγαλύτερα από εμάς. Μαζί
τους ήταν άλλα τρία παιδιά, της ηλικίας
μας, που το είχαν σκάσει κι αυτά από το
σπίτι τους, όπως και εμείς. Εκεί κάτω
από ένα στέγαστρο που είχε απομείνει
από το γκρεμισμένο σπίτι και ήταν σχεδόν
καθαρό από το χιόνι, ανάψαμε μια μικρή
φωτιά με όσα ξερά ξύλα βρήκαμε εκεί
γύρω. Καθίσαμε κυκλικά γύρω από την
φωτιά πάνω σε κοτρόνες που βρήκαμε, από
τις πολλές πέτρες που υπήρχαν εκεί. Δεν
ξέρω γιατί, αλλά αυτή η μικρή φωτιά, μας
δημιουργούσε την αίσθηση, πως δεν
κρυώναμε πλέον και καθώς απλώναμε τις
παλάμες μας κοντά στις φλόγες, νιώθαμε
πως καιγόμαστε κιόλας. Κουβεντιάζαμε
διάφορα, χωρίς να έχουμε κάποιο ειδικό
θέμα συζήτησης. Ακούγαμε τα δύο μεγαλύτερα
παιδιά, να μας διηγούνται φανταστικές
ή και πραγματικές ιστορίες. Τότε δεν
ήμασταν σε θέση να το αξιολογήσουμε
αυτό. Έτσι ακούγαμε ιστορίες, για
ανθρώπους που χάθηκαν σε χιονοθύελλες
και ήταν αναγκασμένοι να επιβιώσουν
μόνοι τους, μέσα στην απόλυτη παγωνιά.
Οι ιστορίες που ακούγαμε, εξασκούσαν
επάνω μας μια ιδιαίτερη γοητεία και
συνειρμικά τις ζούσαμε και εμείς με την
φαντασία μας.
Κάποια
στιγμή ο Φώτης, πήγε δίπλα, εκεί που ήταν
το σπίτι τους, καθώς και το μπακάλικο
που διατηρούσε ο πατέρας του. Γύρισε
γρήγορα σχετικά, έχοντας μαζί του λίγα
λουκάνικα και ψωμί, τα οποία πήρε χωρίς
να ρωτήσει κανένα, όπως μας εξήγησε
μετά. Αμέσως όλοι μας, ψάξαμε να βρούμε
μικρά κλαδάκια, πάνω στα οποία καρφώσαμε
τα λουκάνικα. Με αυτό τον τρόπο, πλησιάζαμε
τα λουκάνικα άφοβα κοντά στην φωτιά,
ελπίζοντας να καταφέρουμε να τα ψήσουμε.
Φυσικά, το ελπίζω από το καταφέρνω,
απέχει πάρα πολύ. Μόνο ο Γιάννης με τον
Φώτη, κατάφεραν υποφερτά να ψήσουν τα
λουκάνικα, που τους αναλογούσαν. Εμείς
οι υπόλοιποι ή τα κάψαμε τόσο πολύ, που
δεν τρωγόντουσαν ή τα είχαμε αφήσει
ωμά. Παρ’ όλα αυτά όμως και στις δύο
περιπτώσεις, κάναμε προσπάθεια να τα
φάμε, για να μη δείξουμε την ανικανότητα
μας, στους υπόλοιπους συντρόφους μας.
Η
αίσθηση που είχαμε εκείνη την στιγμή,
ήταν σαν να βρισκόμασταν σε κάποιο
δάσος, απομονωμένοι και θα έπρεπε να
ζούμε μόνοι μας και με δικά μας μέσα.
Φυσικά αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση, που
μας είχε δημιουργήσει η παγωνιά και οι
ιστορίες που τόσο όμορφα, μας διηγόντουσαν
τα δύο μεγαλύτερα παιδιά. Μπορεί να
φαίνεται παράξενο, αλλά εμείς προτιμούσαμε
το κρύο, με το κακής ποιότητας φαγητό,
από την ζεστασιά και την ασφάλεια του
σπιτιού μας. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόση
ώρα ήμασταν στο λημέρι μας, γιατί με τις
φαντασιώσεις των ιστοριών, είχαμε χάσει
την αίσθηση του χρόνου. Σε αυτό συνέβαλε
και ο αμυδρός φωτισμός, λόγω της
χιονόπτωσης, που δεν μας βοηθούσε να
αντιληφθούμε ότι είχε περάσει η ώρα, το
σίγουρο ήταν πως πλησίαζε το απόγευμα.
(Αναπαράσταση του Χιονάνθρωπου των Ιμαλαΐων - φωτογραφία από το alito-blogger)
Τότε
ήταν που ο Γιάννης άρχισε να μας λέει,
την ιστορία για τον χιονάνθρωπο των
Ιμαλαΐων. Την είπε τόσο παραστατικά που
με τα λεγόμενα του μας καθήλωσε... Ήταν
πρώτη φορά που ακούγαμε τέτοια ιστορία.
Η διήγηση ήταν ρεαλιστική, έτσι για μας
αυτό το πλάσμα, ήταν υπαρκτό και ζούσε,
όπως επέμεινε με πειστικότητα ο αφηγητής,
σε άγρια παγωμένα βουνά. Όσο συνεχιζόταν
η ιστορία, εμάς τους μικρούς μας γοήτευε
και ωθούσε την φαντασία μας, σε μια άλλη
διάσταση. Ταξιδεύαμε, ακολουθώντας την
ροή της αφήγησης σε απίθανα τεράστια
βουνά, κατάλευκα, άγρια και απροσπέλαστα.
Για πρώτη φορά ακούγαμε, για γκρεμούς,
χαράδρες, φαράγγια και χιονοστιβάδες.
Βασικά τις περισσότερες λέξεις, δεν τις
ξέραμε και ρωτούσαμε συνεχώς για το
νόημα τους. Οι δύο μεγαλύτεροι με ύφος
ειδικού, μας εξηγούσαν όλες τις απορίες
που είχαμε, ικανοποιώντας έτσι την
περιέργεια μας. Μας έλεγαν για τον φόβο,
που προκαλούσε αυτό το άγριο ζώο, στους
κατοίκους της περιοχής και εμείς είχαμε
την αίσθηση ότι βλέπαμε ζωντανό τον
χιονάνθρωπο, τεράστιο με λευκό τρίχωμα
να περπατάει σαν άνθρωπος, με ένα μεγάλο
στόμα, από όπου εξείχαν τα μεγάλα,
κιτρινισμένα δόντια του. Οι περιγραφές
ήταν τόσο ρεαλιστικές, σε συνδυασμό με
το χιόνι και το κρύο, που σχεδόν πιστέψαμε
όχι μόνο στην ύπαρξή του. Αλλά και στην
δυνατότητα του, να ταξιδεύει μέσα από
κατάλευκα τοπία, σε μακρινούς τόπους
για να παγιδέψει ανυποψίαστους ταξιδιώτες.
Όσο
προχωρούσε η ιστορία, εμείς παρασυρμένοι
από το σασπένς, νιώθαμε πως ζούσαμε
εκεί, στο ψηλότερο βουνό του κόσμου.
Ανήσυχοι κοιτάζαμε γύρω μας, φοβούμενοι
την εμφάνιση του ξαφνικά, μέσα από την
ομίχλη που άρχισε να μας τυλίγει. Δεν
ξέρω αν το κρύο ήταν πλέον μεγαλύτερο
ή αν η φωτιά μας, είχε ατονήσει, το βέβαιο
ήταν πως ένιωθα να κρυώνω και από ο,τι
κατάλαβα, το ίδιο αισθανόταν και τα άλλα
παιδιά. Ψάξαμε τριγύρω και βρήκαμε παλιά
ξερά δοκάρια, απομεινάρια από την αρχική
κατασκευή του ερειπωμένου σπιτιού και
με αυτά τροφοδοτήσαμε την φωτιά. Με μιας
αυτή ζωντάνεψε καθώς τα ξύλα καιγόντουσαν
τριζοβολώντας. Σηκωνόμασταν όρθιοι,
χτυπούσαμε τα πόδια μας στο έδαφος, με
την ελπίδα να ξεμουδιάσουν και να
ζεσταθούμε λιγάκι. Αυτό ήταν ένα κόλπο,
που όπως μας είπαν τα μεγαλύτερα παιδιά,
το έκαναν σε κρύες περιοχές, για να μην
παγώσουν τα δάκτυλα των ποδιών τους.
Δεν ξέρω αν είχε σε μας αποτέλεσμα, αλλά
μας άρεσε η όλη διαδικασία και με αρκετή
σοβαρότητα το επαναλαμβάναμε.
Ξαφνικά
ακούσαμε στην αρχή βήματα και αμέσως
μετά, αντιληφθήκαμε μια σκιά να μας
πλησιάζει μέσα από την ομίχλη. Ήταν μια
τεράστια σιλουέτα που προχωρούσε αργά,
αλλά σταθερά προς το μέρος μας, με
μεγάλους διασκελισμούς. Ένιωσα το χέρι
του Αργυράκου να σφίγγει τον ώμο μου.
Με μιας, μου μετέδωσε ένα φόβο, που με
ξεπερνούσε κατά πολύ. Συγχρόνως η αφήγηση
σταμάτησε και μέσα στην σιωπή που
ακολούθησε, όλοι μας προσπαθούσαμε να καλυφτούμε νομίζοντας, πως είχε φθάσει
κοντά μας, το τέρας που λίγο πριν είχαμε
ακούσει για αυτό. Η σκιά, μας πλησίασε
αρκετά και μόνο τότε καταλάβαμε πως
ήταν άνθρωπος. Αυτό μπορεί βασικά να
ανακούφισε όλους εμάς, εκτός από τον
Φώτη, γιατί πρώτος αυτός τον γνώρισε.
Ήταν ο πατέρας του, που ανησυχούσε για
την εξαφάνιση του γιου του και τον
έψαχνε. Μας πλησίασε παρατήρησε την
κατάσταση στην οποία ήμασταν, είδε την
φωτιά και κοίταξε αυστηρά εμάς τους
πιτσιρικάδες. Με ήρεμη φωνή μας ρώτησε:
-
«Ξέρουν οι γονείς σας ότι είστε εδώ μέσα
στο κρύο;» Κανείς μας δεν τόλμησε να
απαντήσει, μα και τι θα μπορούσε να του
πει; Ο Φώτης είχε ένα παράξενο εκνευρισμό
που δεν δικαιολογούταν, από την μάλλον
καλή συμπεριφορά του πατέρα του.
Σε
πολύ ήπιο τόνο ο κος Αστέριος, μας
συνέστησε, να σβήσουμε την φωτιά και να
γυρίσουμε στα σπίτια μας, γιατί οι δικοί
μας θα ανησυχούσαν. Μόνο τότε συνειδητοποίησα
πως έλειπα αρκετές ώρες από το σπίτι
μου και σίγουρα η απουσία μου, θα είχε
γίνει πλέον αντιληπτή. Ανήσυχος κοίταξα
τον Αργυράκο, είδα πως και αυτός είχε
χάσει την μέχρι εκείνη την ώρα ηρεμία
του. Ο Γιάννης έριξε μέσα στην φωτιά
αρκετό χιόνι, η οποία με ένα τσίριγμα
έσβησε. ο Φώτης αμίλητος προχώρησε προς
το σπίτι του, με τον πατέρα του να τον
ακολουθεί κατά πόδας. Από ότι έμαθα
αργότερα, είχε φασαρίες μαζί του, χωρίς
όμως να μάθω λεπτομέρειες.
Πήραμε
και εμείς οι δύο τον δρόμο της επιστροφής,
με βαριά καρδιά, βυθισμένοι στις σκέψεις
μας. Ξέραμε πολύ καλά, τι ακριβώς μας
περίμενε, ήμασταν σίγουροι όμως, πως
μας περίμεναν δύσκολες ώρες. Δεν ξέρω
αν το κάναμε ασυναίσθητα, καθώς ο
βηματισμός μας έγινε πιο αργός, σαν να
προσπαθούσαμε να καθυστερήσουμε την
επιστροφή μας στα σπίτια μας. Αλλά ο
δρόμος του γυρισμού, μου φάνηκε
μεγαλύτερος. Βαδίζαμε πολύ αργά, νιώθοντας
τα πόδια μας πολύ βαριά, ενώ ο καθένας
για τον εαυτό του, έψαχνε δικαιολογίες
που να φαίνονται αρκετά πιστευτές, για
να γλυτώσουμε τις πιθανές τιμωρίες. Αν
και είχα σχετικά γόνιμη φαντασία, πάνω
σε αυτό το θέμα και συνήθως βοηθούσα
και τους φίλους μου, τώρα ένιωθα πως
όλες μου, οι ιδέες είχαν στερέψει.
Πριν
προλάβουμε να στρίψουμε από την οδό
Μυτιλέκα προς την Κυριώτισσα, αντικρίσαμε
τον ανήσυχο πατέρα του Αργυράκου. Ο
φίλος μου, μόλις τον είδε, το έβαλε στα
πόδια ξαφνιάζοντας τον. Ενώ κος Στέργιος
έστριψε προς την μεριά του γιου του, εγώ
βρήκα την ευκαιρία να το βάλω στα πόδια,
προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχα πολύ
κακή εμπειρία από τον θυμό του και σε
καμία περίπτωση δεν ήθελα να του δώσω
την ευκαιρία, να με πιάσει. Έτρεχα με
μια τέτοια ταχύτητα, που δεν θυμάμαι να
το είχα ξανακάνει. Διέσχισα πολύ γρήγορα
την λευκή επιφάνεια των “καμένων”,
έστριψα την γωνία του Αγ. Βλάση και…
έπεσα πάνω στον πατέρα μου, που ανήσυχος
με έψαχνε. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, με
έπιασε από το μπράτσο με κοίταξε στα
μάτια και τότε κατάλαβα πως θα ήταν
μάλλον καλύτερα να είχα συναντήσει τον
χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων.
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!!
ReplyDelete