Monday, 30 October 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Πρωινό αεράκι (Το ξύπνημα των αισθήσεων)


Του Παντελή Γουλάρα



     Κάθε πρωί. Κάθε ένα. Ξεχωριστό. Πρωινό. Κάνω την ίδια βόλτα. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή. Περπατώ από το λιμάνι του Νταν Λέρι μέχρι τον πύργο του Μαρτέλο. Μια διαδρομή περισσοτέρων των δυο χιλιομέτρων και άλλων τόσων στην επιστροφή. Περνώντας από ή συναντώντας ονόματα που ακούγονται παράξενα στο αυτί μου. Ιστ Πίερ, Σκότσμαν Μπέι, Νιουτάουνσμιθ, Μαρίν Παρέιντ, Γκλάστουλ, Σάντικοβ, Σάντικοβ Χάρμπορ, Φόρτι Φουτ, Μαρτέλο Τάουερ. Πόσο διαφορετικά από τα οικεία ελληνικά ονόματα που συνήθιζα να ακούω τα προηγούμενα εξήντα χρόνια. Μου ακούγονταν ξένα στην αρχή αλλά σήμερα δυο χρόνια μετά, έχω αρχίσει να τα συνηθίζω κι αυτά, να τα θεωρώ κομμάτια από τη ζωή μου.


(Το παραλιακό μέτωπο του Dun Laoghaire-Sandycove. Ο τόπος του καθημερινού πρωινού περιπάτου)

    Αριστερά μου η θάλασσα. Η θάλασσα που διαρκώς υποκύπτει στις διαθέσεις της παλίρροιας. Ακόμα δεν κατάλαβα την κανονικότητα της κίνησής της. Άλλοτε με την άμπωτη βρίσκεται μακριά μου, εκατό ή και περισσότερα μέτρα αφήνοντας γυμνούς βράχους, πέτρες, βότσαλα και άμμο και άλλοτε με την πλημμυρίδα να σκεπάζει τα πάντα, φτάνοντας κάτω από την παραλιακή βόλτα. Βράχοι άλλοτε μαύροι κι άλλοτε καφετιοί, ανάλογα με το χρόνο που μένουν μέσα ή έξω από το νερό. Πέτρες καταπράσινες, όταν το νερό δεν αφήνει σκουπίδια πάνω τους. Καταπράσινες μ' ένα ιδιαίτερα φωτεινό πράσινο χρώμα, από την υποθαλάσσια βλάστηση που γραπώθηκε πάνω τους και τις τύλιξε σαν νάταν ένα πολύτιμο γιορτινό δώρο.


(Σαν ένα πολύτιμο γιορτινό δώρο)

     Εκπληκτικό είναι το χρώμα της θάλασσας. Όταν έχει συννεφιά και προμηνύεται βροχή, είναι άγρια και κατάμαυρη. Όταν το χρώμα τ' ουρανού ξανοίγει, τα σύννεφα λιγοστεύουν ή φεύγουν εντελώς, παίρνει όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και του γαλάζιου. Τότε, ιδιαίτερα όταν το νερό επιστρέφει, ακούγεται απαλά το σβήσιμο του φλοίσβου, σαν να ψιθυρίζει τα μυστικά του στο αυτί μου. Κοιτώντας μακριά στον κόλπο του Δουβλίνου, βλέπω καθαρά τη Χερσόνησο του Χόουθ που φαίνεται τόσο κοντά που νομίζεις θα απλώσεις το χέρι και θα την πιάσεις. Θα μετακινήσεις τα άσπρα σπίτια του σαν να είναι πιόνια του σκάκι. Και πιο μέσα, αριστερά το νησί του Νορθ Μπουλ, επίπεδο σαν μια πλωτή εξέδρα.


(Η Χερσόνησος του Howth όπως φαίνεται από το Dun Laoghaire)

     Ήχοι! Ήχοι μακρινοί από τη βαθιά θάλασσα, ήχοι καραβιών που πηγαίνουν κι έρχονται! Ήχοι των κυμάτων που γλύφουν την ακροθαλασσιά, ήχοι αυτοκινήτων από το Μαρίν Παρέιντ, ήχοι ανθρώπινων βημάτων από όσους περνούν βαδίζοντας ή τρέχοντας δίπλα μου. Αλλά και ήχοι πουλιών. Κραυγές των γλάρων και των άλλων πουλιών που βρίσκονται μέσα στη θάλασσα και πάνω στα βράχια της ή στην ακτή. Κορμοράνοι, σταχτοτσικνιάδες, αγριόχηνες, ακόμα και κοράκια πιο έξω στην ακτή, συναγωνίζονται φωνάζοντας στην αναζήτηση τροφής. Βλέπεις τους κορμοράνους και τις αγριόχηνες (βουτηχτές τους λέμε στην Ελλάδα) να βουτούν όχι μόνο το κεφάλι στο νερό, αλλά να χάνονται ολόκληροι κάτω απ' αυτό και να εμφανίζονται είκοσι ή τριάντα μέτρα παρακάτω. Βλέπεις τους σταχτοτσικνιάδες, ακίνητους πάνω στα βραχάκια να παραμονεύουν υπομονετικά το θήραμά τους, κι όταν αυτό εμφανιστεί, μ' ένα απότομο, ξαφνικό τίναγμα, ξετυλίγουν τον μακρύ λαιμό τους κι αρπάζουν το φτωχό πλάσμα της φύσης που έκανε την αποκοτιά να περάσει δίπλα τους. Ακούς τα “κρα” των κορακιών όταν μαζεύονται τρία και τέσσερα μαζί για να διεκδικήσουν ένα σκουληκάκι που η θάλασσα ακούμπησε στα πόδια τους ή η βραδινή βροχή το έβγαλε από την τρύπα του.


(Παραμονεύοντας το θήραμα)

     Πιο κάτω το γραφικό λιμανάκι του Σάντικοβ. Φωνές και γέλια από τους κολυμβητές που ετοιμάζονται να βουτήξουν στα φιλόξενα νερά του, περπατώντας πάνω στην ψιλή αμμουδιά του, παρά το προχωρημένο Φθινόπωρο και την χαμηλή πρωινή θερμοκρασία. Και μυρωδιές! Το άρωμα του αλατιού και του ιωδίου που μου φέρνει το πρωινό θαλασσινό αεράκι και μου θυμίζει τόσο πολύ την πατρίδα. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στο Φόρτι Φουτ, οι κολυμβητές είναι ήδη μέσα στο νερό κι εμένα ένα ρίγος διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου. Κάνει κρύο, δεν είναι στη φαντασία μου, αλλά αυτοί ατρόμητοι, κολυμπούν σαν να βρίσκονται στο κατακαλόκαιρο.


(Το γραφικό λιμανάκι του Sandycove)


(Forty Foot)

     Ώρα να επιστρέψω. Ανυπομονώ να βρεθώ στο αγαπημένο μου καφέ όπου συνήθως πίνω τον πρώτο καφέ μετά το πρωινό περπάτημα. Μπαίνω μέσα, χαρούμενα πρόσωπα με καλημερίζουν! Η μυρωδιά του καφέ αλλά και των βουτημάτων που τον συνοδεύουν είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Παίρνω τον καφέ μου και πηγαίνω στην συνηθισμένη μου γωνιά. Βαθιά αναπνοή και το άρωμα του φρεσκοψημένου καφέ γεμίζει τη μύτη μου και τα πνευμόνια μου. Αγκαλιάζω με τις παλάμες μου την κούπα. Ζεστή! Όλη η ζεστασιά της διαχέεται στο κορμί μου! Τη φέρνω στα χείλη μου. Πίνω μικρές προσεκτικές ρουφηξιές. Ζεστή, γεμάτη γεύση καφέ πλημμυρίζει τη γλώσσα μου και τον ουρανίσκο μου. Κλείνω τα μάτια κι ανακαλώ στη μνήμη μου τις πρωινές εικόνες. Άλλη μια μέρα άρχισε. Είναι όμορφη τελικά η ζωή!


(Hatch. Το αγαπημένο μικρό τοπικό καφέ)

Σημείωση: Η ιστορία αυτή γράφτηκε στα πλαίσια εξάσκησης, στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Dun Laoghaire Further Education Institute. Στην αρχή γράφτηκε στα ελληνικά (όπως είναι) και στη συνέχεια στα αγγλικά, όχι σαν μετάφραση, αλλά η ίδια ιστορία σαν καινούργια από την αρχή.


No comments:

Post a Comment