Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Τα
καλοκαίρια, αφού είχαν κλείσει τα
σχολεία, μια από τις αγαπημένες μας
ασχολίες, ήταν να παίζουμε με σφεντόνες.
Το δύσκολο όμως, ήταν να αποκτήσουμε
μια τέτοια ή στην καλύτερη περίπτωση
να την κατασκευάσουμε οι ίδιοι. Οι
περισσότεροι προσπαθούσαμε, να τις
φτιάξουμε από τροποποιημένες φούρκες
τελάρων. Στην αρχή της οδού Περδίκα,
υπάρχει το οθωμανικό λουτρό, που τότε
στέγαζε μια επιχείρηση επεξεργασίας
ξύλου, μια κορδέλα όπως την λέγαμε. Το
βασικό αντικείμενο εργασίας, αυτής της
επιχείρησης, ήταν να κατασκευάζει
τελάρα, για την συσκευασία μήλων και
άλλων φρούτων. Αυτά τα τελάρα είχαν στις
τέσσερις γωνίες, τις λεγόμενες φούρκες.
Αυτές στην ουσία, ήταν τα εξαρτήματα
του τελάρου, που πάνω τους εφάρμοζαν
και τοποθετούσαν το επόμενο τελάρο. Οι
φούρκες στο επάνω άκρο τους, είχαν σχήμα
μυτερής οξείας γωνίας, που το έλεγαν
αρσενικό, ενώ στο κάτω μέρος είχε μια
εγκοπή, ακριβώς στο αντίθετο της γωνίας
που το έλεγαν θύλακο. Έτσι όταν στοίβαζαν
τα τελάρα το αρσενικό τμήμα του τελάρου
εφάρμοζε πάνω στο θηλυκό και έτσι είχαν
αρκετή σταθερότητα όταν τα ντάνιαζαν.
Εμείς
προσπαθούσαμε να προμηθευτούμε μια
τέτοια φούρκα, την οποία πριονίζαμε στο
κάτω μέρος το θηλυκό, έτσι μεγαλώναμε
την γωνία φτιάχνοντας μια υποφερτή
διχάλα που ήταν απαραίτητη για την
κατασκευή της σφεντόνας. Στην κορδέλα
εργαζόταν ένας κύριος, που δεν θυμάμαι
το όνομα του, ψηλός με ελαφρώς σγουρά
μαλλιά και ένα λεπτό μουστάκι. Αυτός
όταν τον πλησίασα και του εξήγησα τι
θέλω, πήρε μια φούρκα, πήγε μέσα στην
πριονοκορδέλα, την πριόνισε έτσι ώστε
το σχήμα της γωνίας έγινε τετράγωνο.
Επίσης προσεκτικά αφαίρεσε δύο πόντους
ξύλου από τις δυο πλευρές της φούρκας,
έτσι ώστε να χωράει εύκολα στην χούφτα
μου. Μου την έδωσε και δεν πίστευα στην
τύχη μου, αφού τον ευχαρίστησα, πήγα
τρέχοντας στο σπίτι μου για να προχωρήσω
στο επόμενο στάδιο.
(Σφεντόνα σαν αυτή της ιστορίας - από το ekeo.gr)
Αφού
ματαίως έψαξα προσεκτικά, να βρω ένα
κομμάτι πετσί, για να το χρησιμοποιήσω
σαν βάση εκτοξευτήρα, της σφεντόνας,
τελικά αρκέστηκα σε ένα χοντρό ύφασμα.
Με ένα ψαλίδι, του έδωσα το σχήμα που
ήθελα, του άνοιξα τρύπες και έδεσα πάνω
του δύο λάστιχα, από αυτά που πουλούσε
ο πατέρας μου στο μπακάλικο. Μετά στερέωσα
τα λάστιχα, πάνω στα “αυτιά” του ξύλου
με ένα ψιλό σύρμα και … ήταν έτοιμη.
Αμέσως έψαξα να βρω κατάλληλα στρόγγυλα
χαλίκια, που θα τα χρησιμοποιούσα σαν
βολίδες. Η ανυπομονησία όμως με είχε
κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, που το πρώτο
βότσαλο που βρήκα, παρ’ όλο που δεν ήταν
στρογγυλεμένο αλλά είχε ασύμμετρες
γωνίες αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω.
Πήγα στην αλάνα κρατώντας επιδεικτικά
το όπλο μου, ενώ στα μάτια των φίλων μου
διέκρινα μια κάποια ζήλια. Πήρα ένα
άδειο σκουριασμένο τενεκέ τυριού, τον
έστησα όρθιο, σε απόσταση δέκα πέντε
μέτρων από εκεί που θα έριχνα την βολίδα
μου. Έβαλα την πέτρα μέσα στο ύφασμα,
την έπιασα με τον δείκτη και τον αντίχειρα
του αριστερού μου χεριού, το έφερα δίπλα
στο αριστερό μου μάτι για να σημαδέψω,
ενώ με το δεξί χέρι τέντωσα την σφεντόνα.
Όλα
τα παιδιά είχαν σταματήσει κάθε
δραστηριότητα και με παρακολουθούσαν.
Αφού βεβαιώθηκα ότι είχα σημαδέψει
σωστά, άνοιξα τα δάκτυλα μου για να φύγει
η βολίδα προς τον στόχο της. Τότε συνέβησαν
τα εξής ανεπάντεχα. Η πέτρα αντί να φύγει
από το στόμιο της σφεντόνας κτύπησε με
δύναμη πάνω στο στον δεξί αντίχειρα
μου, συγχρόνως το λάστιχο μετά την
ταλάντωση γύρισε με δύναμη προς τα πίσω
και με κτύπησε στο αριστερό μάτι. Δεν
ξέρω που ακριβώς πόνεσα περισσότερο,
το δάκτυλο μου μάτωσε και σε λίγο το
νύχι του μαύρισε, ενώ το μάτι μου
μελάνιασε, πρήστηκε σε σημείο που δεν
μπορούσα πλέον να δω καθαρά από αυτό.
Το
χειρότερο από όλα όμως, ήταν τα γέλια
των παιδιών μόλις είδαν το πάθημα μου.
Για μένα αυτό ήταν χειρότερο από κάθε
πόνο. Δεν τολμούσα να βγω στην γειτονιά
γιατί είχα την εντύπωση πως όλοι θα
γελούσαν μαζί μου. Στο σπίτι μετά από
τις πρώτες βοήθειες που δέχθηκα, άρχισαν
οι ανακρίσεις και οι συμβουλές, σε τέτοιο
βαθμό, που κόντευαν να μου σπάσουν τα
νεύρα. Παρ’ όλο που πολλοί φίλοι μου,
ήρθαν και με αναζήτησαν στο σπίτι, εγώ
δεν μπήκα στον κόπο, έστω και να τους
απαντήσω. Για την ακρίβεια, με το που
τους άκουγα κρυβόμουν μέσα στο σπίτι.
Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους
γονείς μου και προσπάθησαν να μάθουν
τον λόγο για τον οποίο απέφευγα να βγω
από το σπίτι. Δεν άργησαν να καταλάβουν
τον λόγο της συμπεριφοράς μου και
προσπάθησαν να μου εξηγήσουν, ότι
αντιμετώπιζα το όλο θέμα με λάθος τρόπο.
Ο θείος μου ο Αντώνης το χειρίστηκε το
θέμα καλύτερα και ένα μεσημέρι με φώναξε
στην αυλή για να τον βοηθήσω.
Όταν
είδα τι είδους βοήθεια ήθελε … τα έχασα.
Κρατούσε στα χέρια του μια διχάλα από
κρανιά, ένα πολύ σκληρό ξύλο, όπως μου
εξήγησε και με ένα μαχαίρι αφαιρούσε
προσεκτικά την φλούδα. Αμέσως αντιλήφθηκα,
ότι θα μου έφτιαχνε μια καινούργια
σφεντόνα. Μόλις τελείωσε το ξεφλούδισμα,
μου την έδωσε και μου είπε πως θα την
τελείωνε το σαββατοκύριακο. Γεμάτος
χαρά την πήρα στα χέρια μου και νοερά
έκανα κινήσεις σαν να ήταν τελειωμένη.
Την έπιανα με το δεξί μου χέρι, την έφερνα
μπροστά μου, ενώ με το αριστερό έκανα
σαν να την τέντωνα, έτοιμος για βολή. Ο
θείος μου έφυγε γελώντας με τα καμώματα
μου, ενώ εγώ βυθίστηκα σε σκέψεις, καθώς
μέχρι το Σάββατο θέλαμε ακόμη τρεις
μέρες. Έψαχνα να βρω ένα τρόπο, μια λύση.
κάτι ώστε να επισπεύσω, την ποθητή
κατασκευή της. Θυμήθηκα πως ένα από τα
μειονεκτήματα, της προηγούμενης, ήταν
η έλλειψη δέρματος. Αμέσως σκέφτηκα τον
κο Μανώλη τον τσαγκάρη της γειτονιάς
μας.
Ακριβώς
απέναντι από το μπακάλικο του πατέρα
μου, στην συμβολή των οδών Περδίκα με
Π. Ιωακείμ ήταν το τσαγκάρικο του κου
Μανώλη. Με τον κο Μανώλη είχα μια ιδιαίτερη
σχέση, καθώς, πολλές φορές, με έστελνε
στο σπίτι του για να μεταφέρω τα ψώνια
που είχε αγοράσει. Το σπίτι του, ήταν
ένα δρόμο μετά από την εκκλησία του Αγ.
Ανδρέα και λίγο πριν τα σκαλιά του
οδηγούσαν στο ποτάμι των Λαδομύλων,
όπως το λέγαμε. Αυτό ήταν ένα από τα
πολλά ποτάμια, που διέσχιζαν την Βέροια.
Μπήκα
δισταχτικά στο μαγαζί του και όταν του
εξήγησα ότι ήθελα ένα κομμάτι δέρμα από
τα περισσευούμενα που είχε. Με ρώτησε
για ποιο λόγο το ήθελα. Του εξήγησα, με
λίγα λόγια, αυτός χαμογέλασε καθώς είχε
κι αυτός παιδιά τρία αγόρια που εγώ από
αυτά θυμάμαι τον Σόλωνα γιατί ήταν λίγα
χρόνια μόνο, μεγαλύτερος από μένα και
ένα κορίτσι που μόλις είχε γεννηθεί.
Μου ζήτησε να του φέρω την διχάλα να την
δει. Εγώ αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη
έτρεξα να την πάρω από το σπίτι μου. Πολύ
γρήγορα επέστρεψα και του την έδειξα,
αυτός την πήρε στα χέρια του την κοίταξε
για λίγο, την ζύγιασε στη χούφτα του με
προσοχή και αμέσως μετά πήρε ένα κομμάτι
γυαλόχαρτο κι άρχισε να την τρίβει
προσεχτικά. Αυτό δεν κράτησε για πολύ,
σε λίγο μου την έδωσε πίσω, μαζί με το
γυαλόχαρτο και μου είπε να συνεχίσω την
δουλειά που είχε αρχίσει.
Τελείως
αδέξια στην αρχή, κάπως καλύτερα όσο
περνούσε η ώρα, έτριβα την διχάλα, ενώ
κάθε τόσο ο κος Μανώλης, μου έκανε
παρατηρήσεις για να είμαι πιο
αποτελεσματικός. Μετά από αρκετή ώρα
δουλειάς, αφού έγδαρα τα δάχτυλα μου
και τις παλάμες, το ξύλο έγινε αρκετά
λείο και αυτό τον ικανοποίησε. Το πήρε
στα χέρια του, το έλεγξε και με κοίταξε
επιδοκιμαστικά. Αμέσως πήρε ένα άχρωμο
βερνίκι και με ένα πινέλο το άπλωσε πάνω
στο ξύλο. Μόλις τελείωσε το άφησε, σε
μια ηλιόλουστη γωνία του τσαγκάρικου,
μέχρι να στεγνώσει. Μετά ένωσε με κόλα,
δυο κομμάτια δέρμα σε σχήμα οβάλ μήκους
5Χ2 εκατοστά, τα γάζωσε με την ραπτομηχανή
του ενώ άνοιξε με το ειδικό εργαλείο
που είχε από μία τρύπα στις άκρες του.
Αφού στέγνωσε η διχάλα, χάραξε τις δύο
κορφές της, στην μπροστινή πλευρά. Εκεί
προσάρμοσε τις δύο άκρες από τα λάστιχα
και τα έδεσε σφικτά με ένα πολύ δυνατό
κερωμένο σπάγκο. Κατόπιν ένωσε με τον
ίδιο είδος σπάγκου τα λάστιχα, αφού
πρώτα τα μέτρησε να έχουν το ίδιο μήκος,
με το δέρμα. Την δοκίμασε τεντώνοντας
τα λάστιχα και έκανε πως με σημαδεύει,
είδε πως έκλεισα ενστικτωδώς τα μάτια
και γέλασε. Άπλωσα τα χέρια μου για να
την πάρω αλλά αυτός κούνησε αρνητικά
το κεφάλι του. Πριν προλάβω να αναρωτηθώ,
άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα
παράξενο πλατυκέφαλο καρφί (κάτι σαν
πινέζα) στο χρώμα του μπρούτζου και το
κάρφωσε στο κέντρο της. Ξαφνιάστηκα,
την κοίταζα σαν μαγεμένος χωρίς να
πιστεύω ότι αυτή η όμορφη σφεντόνα ήταν
δική μου. Το μπρούτζινο καρφί, της έδινε
μια απίστευτη ομορφιά.
Ο
κος Μανώλης πριν μου την δώσει, μου έκανε
μια μικρή επίδειξη και μου έδωσε οδηγίες
για το πώς θα την χρησιμοποιώ. Αφού
κάναμε μερικές πρόβες και στο τέλος
έμεινε ικανοποιημένος από την απόδοση
μου, μου την έδωσε και μου είπε να είμαι
πολύ προσεκτικός με την χρήση της. Εγώ
όμως είχα το μυαλό μου, στο “όπλο” μου,
χωρίς να δίνω καμία σημασία στις συμβουλές
του και έδινα υποσχέσεις με μεγάλη
ευκολία. Την πήρα στα χέρια μου και
ετοιμάστηκα να φύγω, την τελευταία
στιγμή τον είδα να χαμογελάει, αυτό με
σταμάτησε, του χαμογέλασα κι εγώ
ψελλίζοντας κάποιες ευχαριστίες. Αυτό
τον έκανε να γελάσει δυνατά, σήκωσε το
χέρι του και μου έκανε νόημα να φύγω.
Έφυγα
τρέχοντας προς την αλάνα, κρατώντας την
στα χέρια μου επιδεικτικά. Την πρόσεξαν
όλοι, όχι απλά την πρόσεξαν, αλλά την
θαύμασαν κιόλας. Στην πρώτη επίδειξη
που έκανα τα πήγα πολύ καλά, γιατί μια
από τις προηγούμενες μέρες, είχα πάει
στο Λιανοβρόχι και από τις όχθες του,
είχα μαζέψει στρόγγυλα βότσαλα ίδιου
μεγέθους. Αυτό με διευκόλυνε πάρα πολύ
στις βολές μου και όσο πιο πολλές φορές
“έριχνα”, τόσο πιο καλός σκοπευτής
γινόμουν.
(Πιτσιρικάς με τη σφεντόνα στην κωλοτσέπη - από το YouTube)
Τότε
φορούσα ακόμη κοντό παντελόνι, χωρίς
να έχω αίσθηση της μόδας. Είχα απαιτήσει
όμως, από την μητέρα μου να βάλει στο
πίσω μέρος του κοντού μου παντελονιού
μια τσέπη. Μετά από γκρίνιες, η μητέρα
μου υποχώρησε και μου έκανε το χατίρι.
Πήγε στην θεία μου, την Στέλλα, που ήταν
μοδίστρα και πρόσθεσαν στο παντελόνι
μου όχι μία, αλλά δύο τσέπες. Αυτή την
πίσω τσέπη (την κωλότσεπη όπως την
λέγαμε) την χρησιμοποιούσα σαν θήκη της
σφεντόνας. Έβαζα το κυρίως σώμα, κατά
τρία τέταρτα μέσα με τα λάστιχα, να
κρέμονται και να αιωρούνται σε κάθε μου
βήμα. Εγώ με την άκρη του ματιού μου,
πρόσεχα μη τυχόν και μου πέσει. Επίσης
παρατηρούσα, τα παιδιά της γειτονιάς
που μου έριχναν βλέμματα ζήλιας και
ένιωθα ικανοποίηση, ξεχνώντας το
προηγούμενο στραπάτσο μου...
Με
άλλα παιδιά, που είχαν επίσης το ίδιο
πάθος, με μένα αρχίσαμε να κάνουμε
άτυπους αγώνες σκοποβολής. Αυτό δεν
ήταν αρκετό και σε λίγο όλες οι λάμπες
που έβαλε η ΔΕΗ στην γειτονιά, ήταν
σπασμένες από τις βολές μας. Μετά είχαν
σειρά τζάμια παραθύρων και τα ακροκέραμα
που κοσμούσαν τις στέγες των σπιτιών.
Οι γείτονες άρχισαν τα παράπονα και εγώ
ως συνήθως τις έφαγα από τον πατέρα μου,
αλλά ευτυχώς πρόλαβα και την έκρυψα,
έτσι γλύτωσε από τον θυμό του.
Μερικές
μέρες αργότερα, δεν ξέρω ποιος είχε την
ιδέα, αποφασίσαμε να παίξουμε πόλεμο
με τις σφεντόνες. Χωριστήκαμε σε δύο
αντίπαλες ομάδες απομακρυνθήκαμε σε
απόσταση πενήντα μέτρων και αρχίσαμε
τις βολές εναντίον του “εχθρού”. Μια
από τις βολές, προφανώς δική μου, πέτυχε
τον Αργυράκο στο κεφάλι και του το
άνοιξε. Έντρομοι, μόλις είδαμε το αίμα
να πετάγεται από το τραύμα του Αργυράκου,
καθώς και από σπαρακτικά ουρλιαχτά του,
το βάλαμε στα πόδια, ψάχνοντας για ασφαλή
κρυψώνα. Εγώ ίσως επειδή ένιωθα ένοχος,
έτρεξα γρήγορα και μπήκα στην εκκλησία
του Αγ. Βλάση. Εκεί στο μισοσκόταδο
ένιωσα μια κάποια ασφάλεια. Πολύ σύντομα
άκουσα φωνές, καθώς η μητέρα του Αργυράκου
η κα Αθηνά, πήγε στο σπίτι μου και έκανε
την σχετική φασαρία.
Η
μητέρα μου όταν είδε το φασκιωμένο και
γεμάτο αίματα κεφάλι, του Αργυράκου,
πανικοβλήθηκε. Ήταν σίγουρη πως ήταν
δικό μου κατόρθωμα και σε έξαλλη κατάσταση
άρχισε να με ψάχνει. Πολύ γρήγορα όλοι
στην γειτονιά, έμαθαν τι είχε συμβεί
και στα διάφορα πηγαδάκια που σχηματιζόταν,
άρχισαν να θυμούνται τις σπασμένες
λάμπες, τα σπασμένα τζάμια καθώς και
κάποια σπασμένα κεραμίδια. Φυσικά η
ετυμηγορία ήταν ομόφωνη, για όλα ήμουν
εγώ ο ένοχος. Φυσικά για κάποια από αυτά
που με κατηγορούσαν ήμουν ο δράστης, σε
καμία περίπτωση όμως δεν ευθυνόμουν
για όλα. Όλοι όσοι είχαμε σφεντόνες,
λίγο πολύ ήμασταν υπεύθυνοι, για όλες
αυτές τις καταστροφές που μας
καταμαρτυρούσαν. Αλλά στην συγκεκριμένη
περίπτωση, όλοι ήταν σίγουροι πως για
όλα έφταιγα εγώ. Όλοι όσοι είχαν σφενδόνες
τις έκρυψαν ή οι γονείς τους τις
κατάσχεσαν.
Άρχισαν
τις έρευνες, έψαχναν να με βρουν, σε κάθε
πιθανό και απίθανο κρυψώνα. Η εκκλησία
του Αγ. Βλάση από την κατασκευή της είναι
σκοτεινή, καθώς εκτός από ένα μικρό
παράθυρο, στη ουσία μια σχισμή, που έχει
στο ιερό, δεν διαθέτει άλλη πηγή φωτισμού.
Το λιγοστό φως που έμπαινε από την
ανοιχτή πόρτα, γινόταν ακόμη λιγότερο,
καθώς ο πρόναος που είχε μετά την είσοδο
και πριν από τον κυρίως ναό, εμπόδιζε
τον χώρο να φωτιστεί. Μόλις άκουγα βήματα
να πλησιάζουν, εγώ κρυβόμουν κάτω από
την Αγ. Τράπεζα, μέσα στο ημίφως του
ιερού. Αρκετοί μπήκαν μέσα στην εκκλησία
για να με βρουν, αλλά ίσως δεν τους
περνούσε από το μυαλό ότι θα κρυβόμουν
κάτω από την Αγ. Τράπεζα, ίσως γιατί
σεβόμενοι την ιερότητα του χώρου, δεν
κοίταζαν προς την κρυψώνα μου.
Μετά
από αρκετές επισκέψεις, πολλών και
διαφόρων ένα γειτονόπουλο με είδε και
φανέρωσε την κρυψώνα μου. Αμέσως με
συνοπτικές διαδικασίες με έφεραν μπροστά
στον πατέρα μου, που ήταν κατακόκκινος,
από τον θυμό του. Ήξερα πως με τίποτα,
δεν θα γλίτωνα την τιμωρία. Πανικοβλήθηκα
όμως όταν μου ζήτησε να του παραδώσω
την σφεντόνα. Αυτό ήταν κάτι που δεν θα
το έκανα σε καμία περίπτωση, θα την
προστάτευα με κάθε θυσία. Όταν προσπάθησε
να μου την αποσπάσει, του ξέφυγα και
όρμησα προς το τσαγκάρικο. Μπήκα μέσα
και χωρίς να ρωτήσω τον κο Μανώλη, έκλεισα
γρήγορα την πόρτα και την ασφάλισα με
το σιδερένιο μάνταλο. Αυτός χωρίς να
μιλήσει, άπλωσε το χέρι του και εγώ
αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτώ του έδωσα
την σφεντόνα νομίζοντας πως θα μου την
φυλάξει.
Την
πήρε στα χέρια του, την κοίταξε για λίγο,
σαν κάτι να σκεφτόταν, μετά πήρε μια
φαλτσέτα και έκοψε σε πολλά σημεία τα
λάστιχα. Μετά έβαλε στα γόνατα του, το
χοντρό κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιούσε
σαν στήριγμα, όταν διόρθωνε τα παπούτσια.
Έβαλε επάνω την διχάλα όρθια, πήρε ένα
κοπίδι και το σφυρί του και την έκανε
κομμάτια. Εγώ αιφνιδιάστηκα τόσο πολύ,
που δεν πρόλαβα ούτε να κλάψω. Σε πολύ
λίγο χρόνο είδα το αντικείμενο του πόθου
μου, να καταστρέφεται από τον ίδιο τον
κατασκευαστή. Αμέσως μετά, σηκώθηκε
μάζεψε ότι είχε απομείνει, άνοιξε την
πόρτα και τα έδωσε στον έξαλλο από τον
θυμό πατέρα μου.
Δεν
άκουσα τι ακριβώς του είπε, μα ούτε και
με ένοιαζε, εγώ θρηνούσα την απώλεια
της σφεντόνας μου. Αφού μίλησε με τον
πατέρα μου αρκετή ώρα, χωρίς να μπορώ
να ακούσω τι του έλεγε, τελικά κατάφερε
να τον ηρεμήσει. Για μένα όμως η χειρότερη
τιμωρία ήταν η καταστροφή της σφεντόνας.
Ένιωθα ένα κενό χωρίς αυτήν. Εκείνη την
μέρα, γλίτωσα κάθε άλλη τιμωρία, με μόνη
επίπτωση την απομόνωση μου από τα
υπόλοιπα παιδιά, καθώς οι γονείς τους,
δεν τους επέτρεπαν να κάνουν παρέα με
μένα. Τις επόμενες μέρες, σε κάτι άλλο
που έκανα, ο πατέρας μου θυμήθηκε τον
πετροπόλεμο και τις έφαγα και γι' αυτό
τον λόγο.
Πριν
περάσει μια βδομάδα, αν και με το κεφάλι
του ακόμη δεμένο, ο Αργυράκος προς
έκπληξη όλων έπαιζε μαζί μου, σαν να μην
είχε συμβεί τίποτα. Το γειτονόπουλο που
πρόδωσε τον κρυψώνα μου, έκανα πολλά
χρόνια να του μιλήσω και ποτέ δεν έκανα
παρέα μαζί του.
Τώρα,
μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν από το
συγκεκριμένο γεγονός, φέρνω στην μνήμη
μου εκείνο τον μικρό αλητάμπουρα, με
την σφεντόνα στην κωλότσεπη του
παντελονιού του και χαμογελάω με
νοσταλγία.
No comments:
Post a Comment