Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Τότε
με τους βώλους, παίζαμε πάρα πολλά
παιχνίδια, είχαμε γυάλινους βώλους που
ήταν και οι πιο συνηθισμένοι, επίσης
πορσελάνινους βώλους, ενώ οι πιο φθηνοί
ήταν οι πήλινοι, που τους είχαν βαμμένους,
σε διάφορα έντονα χρώματα με λαδομπογιά.
Αυτοί οι τελευταίοι, είχαν πολύ μικρή
αξία, στις μεταξύ μας συναλλαγές, καθώς
με ένα απλό κτύπημα έσπαζαν και διαλύονταν.
Τους πορσελάνινους τους χρησιμοποιούσαμε,
σαν μάνα ή σαν αλαμάδες όπως λέγαμε
τότε, γιατί ήταν αποκλειστικά μεσαίου
μεγέθους. Τους γυάλινους από ότι θυμάμαι
του βρίσκαμε σε τρία μεγέθη και ήταν οι
πιο συνηθισμένοι.
Ένα
από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια, ήταν το
τριγωνάκι ή το δέλτα, όπως το λέγαμε
μερικές φορές. Το έπαιζαν με δύο
τουλάχιστον παίκτες, χωρίς όμως να
αποκλείονται και οι περισσότεροι.
Σχηματίζαμε με μια αιχμηρή πέτρα, ένα
ισοσκελές τρίγωνο στο έδαφος, με μήκος
πλευράς περίπου τα δώδεκα εκατοστά.
Μέσα σε αυτό, ο κάθε παίχτης έβαζε,
αναλόγως της συμφωνίας δυο – τρεις
μπίλιες. Μετά σε απόσταση δέκα μέτρων
περίπου χαράζαμε μια ευθεία γραμμή που
ήταν η αφετηρία μας. Από το ύψος του
τριγώνου, όσοι από μας θα παίζανε, έριχναν
τις μάνες τους ή τους αλαμάδες προς την
γραμμή αφετηρίας. Όποιος κατάφερνε να
ρίξει τον αλαμά του, πιο κοντά στην
γραμμή, είχε το πλεονέκτημα και ξεκινούσε
πρώτος. Έβαζε τον βώλο του, στην χούφτα,
κοντά στον διπλωμένο δείκτη του και με
τον αντίχειρα τον έσπρωχνε προς το
τριγωνάκι. Αν έπεφτε μέσα στο σχήμα και
κτυπούσε κάποιον από τους ήδη υπάρχοντες
βώλους και κατάφερνε να τον βγάλει εκτός
περιγράμματος, αυτός αποτελούσε το
κέρδος του νικητή. Αν πάλι η μάνα έμενε
μέσα στο δέλτα, αυτομάτως αποτελούσε,
μέρος της λείας του παιγνιδιού. Καθώς
ο επόμενος παίκτης, εφ όσον κτυπούσε,
τον αλαμά του προηγούμενου, έπαιρνε
αμέσως όλη την κερδισμένη λεία, του
προηγουμένου. Αυτό γινόταν συνεχώς,
μέχρι να εξαντληθούν οι βώλοι, που ήταν
μέσα στο τριγωνάκι. Αν και κανόνες ήταν
απλοί και κατανοητοί, δεν έλειπαν οι
καυγάδες μεταξύ των παικτών, αλλά και
των υποστηρικτών τους, ανάλογα με τις
συμπάθειες του καθενός.
(Βώλοι ή μπίλιες - Φωτογραφία από το puzzlewarehouse.com)
Ένα
άλλο παιχνίδι, με βώλους πολύ δημοφιλές,
ήταν το φιδάκι. Η ονομασία του, είχε
απόλυτη σχέση με το γράφημα, που κάναμε
με ένα αιχμηρό αντικείμενο, συνήθως ένα
καρφί σε έδαφος επίπεδο, χωρίς λακκούβες.
Δηλαδή σχεδιάζαμε δύο παράλληλες γραμμές
με μεταξύ τους απόσταση περίπου δέκα
με δώδεκα εκατοστά, φροντίζοντας να
μιμούμαστε (όσο ήταν δυνατόν) την κίνηση
ενός φιδιού. Είχε δηλαδή πολλές και
περίεργες στροφές, ενώ δε μερικά σημεία
έτεμνε τον σχηματισμό δημιουργώντας
κάτι σαν κοχλία. Το όλο μήκος του, δεν
ήταν συγκεκριμένο, ούτε υπήρχαν σχετικοί
κανόνες για αυτό. Απλά αυτό το αφήναμε
στην διάθεση της στιγμής. Το παιχνίδι
αυτό μπορούσαν να το παίζουν όσα άτομα
συμφωνούσαμε, δεν υπήρχε κανένας
περιορισμός στον αριθμό των παιχτών.
Βάζαμε ένα αριθμό βόλων σαν ενέχυρο του
παιχνιδιού, συνήθως ένα ή δύο, στην
φύλαξη ενός ατόμου κοινής εμπιστοσύνης.
Αυτοί οι βώλοι θα ήταν στο τέλος το
έπαθλο, του νικητή. Κατόπιν με ένα
τραγουδάκι που λέγαμε όλοι μαζί και
συγχρόνως κουνούσαμε τις παλάμες μας,
αναλόγως του τέμπο, συνήθως λέγαμε “η
μειοψηφία κερδίζει” και σταματούσαμε
την κίνηση των χεριών. Οι παλάμες μας
έμεναν να κοιτούν ή προς τα πάνω ή προς
τα κάτω.
Κέρδιζε η μειοψηφία, μέχρι να
μείνει ένας, που ήταν ο τυχερός και
ξεκινούσε πρώτος το παιχνίδι. Έπρεπε
δηλαδή, να σπρώχνει την μπίλια με τον
αντίχειρα και αυτή να μείνει μέσα στον
σχηματισμό. Είχε δικαίωμα να παίξει
τρεις φορές, αν ό βώλος του έμπαινε σε
σημείο που τέμνονταν οι γραμμές εκεί
δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει κανείς,
σε αυτό το σημείο είχε ασυλία. Σε
οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα μπορούσε
ο αντίπαλος σημαδέψει τον αλαμά του
άλλου, να τον χτυπήσει και να τον βγάλει
εκτός γραμμών. Τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει
από την αρχή. Είχε όμως δικαίωμα μόνο
τρεις φορές να ξεκινήσει από την αρχή,
αν κάποιος τον έβγαζε για τέταρτη φορά,
έβγαινε οριστικά έξω από το παιχνίδι.
Αυτός που θα κατάφερνε αλώβητος, να
ολοκληρώσει και να βγάλει την μπίλια
του στην άλλη άκρη, ήταν νικητής και
έπαιρνε το ενέχυρο που είχαμε βάλει
στην αρχή. Οι κανόνες ήταν απλοί, αλλά
όπως συμβαίνει πάντα όλοι οι κανόνες
είναι για να… παραβιάζονται. Έτσι πολλές
φορές, είχαμε ομηρικούς καυγάδες γιατί
δεν δεχόμασταν απόλυτα την πιθανότητα
μιας ήττας. Παρ’ όλα αυτά όμως, ήταν ένα
πολύπλοκο παιχνίδι, που δεν στοίχιζε
τίποτα σε χρήματα και διαρκούσε αρκετή
ώρα, ώστε να μας κρατάει απασχολημένους.
Βέβαια η ένταση που μας δημιουργούσε,
μας άρεσε και νιώθαμε υπερήφανοι στην
περίπτωση που νικούσαμε.
Φυσικά
παίζαμε και άλλα παιχνίδια, αυτά τα δύο
όμως ήταν τα πιο ενδιαφέροντα για μας,
τουλάχιστον για τα παιδιά της γειτονιάς
μας.
Ένα
απόγευμα καλοκαιριού, αφού με πολύ κόπο
και υπομονή χαράξαμε το σχέδιο στο
έδαφος, το κάναμε όσο μεγαλύτερο,
μπορούσαμε, με πολύπλοκες στροφές. Ήταν
ένα από τα καλύτερα που είχαμε κάνει,
για αυτόν τον σκοπό. Μαζευτήκαμε αμέσως
αρκετά άτομα με πρόθεση να παίξουμε σε
αυτό. Ξέραμε πολύ καλά, πως αν παίζαμε
πολλά άτομα, το παιχνίδι θα διαρκούσε
πολλές ώρες, για αυτό εξαιρέσαμε κάποιους,
αυτούς που κατά γενική ομολογία
δημιουργούσαν φασαρίες και είχαν άσχημες
συμπεριφορές, στις μεταξύ μας σχέσεις.
Πράγματι
η διάρκεια του παιχνιδιού ήταν αρκετά
μεγάλη… για τους άλλους. Εγώ πολύ γρήγορα
βγήκα εκτός δράσης καθώς ο αλαμάς μου
δέχτηκε την επίθεση κάποιου πιο ικανού
από μένα και μετά από τρεις αποτυχημένες
προσπάθειες, βρέθηκα να είμαι θεατής
του αγώνα.
Σταδιακά
κι άλλοι παίκτες βρέθηκαν εκτός του
διαγωνισμού. Κάποια στιγμή στους
αποτυχημένους βρέθηκε και ο Βύρων. Αυτός
ήταν ένα γειτονόπουλο που έμενε κοντά
στην Παναγία Φανερωμένη, με τους γονείς
του, τον κο Στέφανο και την κα Κούλα.
Αριστερά το σπίτι τους, γειτόνευε με το
σπίτι του εφημέριου της Μητρόπολης και
στα δεξιά με το σπίτι της κας Ασημίνας.
Ήταν περίπου δύο χρόνια μεγαλύτερος
από μένα, ωστόσο ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία
μου και πολύ τακτικά παίζαμε μαζί. Ήταν
ένα εύθυμο ξανθό παιδί με γαλάζια μάτια
γεμάτο ενέργεια. Ίσως ήταν ο μόνος, σε
όλη την γειτονιά, που θα μπορούσε να με
συναγωνιστεί άνετα στις αταξίες.
(Η επάνω πλευρά της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ. Δεξιά πριν την γωνία που είναι σε πρώτο πλάνο, βρίσκονταν το σπίτι του Βύρωνα - φωτογραφία από το eoellas.org)
Ο
πατέρας του είχε στην κατοχή του, πολλά
περιστέρια, όπως συνήθιζαν αρκετοί από
τους γείτονες να έχουν. Αυτά τα άφηναν
ελεύθερα και με ένα μακρύ καλάμι, στο
οποίο είχαν δεμένο στην άκρη του ένα
μαύρο πανί, τα τρόμαζαν καθώς το κουνούσαν
κυκλικά έτσι ώστε να τα αναγκάσουν να
πετάξουν ψηλά. Όταν έμεναν ικανοποιημένοι
για το ύψος και την διάρκεια του
πετάγματος, έπαιρναν στα χέρια τους ένα
περιστέρι, (συνήθως θηλυκό), που ήταν
ζευγάρι με κάποιο άλλο που ήδη πετούσε
και “έδειχναν”, δηλαδή το ανάγκαζαν
να κουνάει τις φτερούγες του. Το ζευγάρι
του, από ψηλά το έβλεπε και έκανε βουτιά
προς το μέρος του, παρασύροντας και τα
άλλα να κατεβούν στο έδαφος στην αυλή
τους. Με ένα εντυπωσιακό θόρυβο, όλα τα
περιστέρια κατέβαιναν με ταχύτητα, με
ένα σφυριχτό ήχο καθώς τα φτερά τους,
έρχονταν σε κόντρα με τον αέρα.
Πολλές
φορές ανάμεσα τους, ήταν και κάποιο
ξένο, που τελικά κατέληγε να αλλάξει με
αυτόν τον τρόπο ιδιοκτησία. Φυσικά και
εδώ υπήρχαν κάποιοι κανόνες. Πολλοί από
τους ιδιοκτήτες των πουλιών μεταξύ
τους, είχαν μια άτυπη συμφωνία, ένα είδος
συμμαχίας και μεταξύ τους, δεν
“πιανόντουσαν”. Δηλαδή αν κάποιος
έπιανε ένα περιστέρι που ανήκε σε
κάποιον, που είχε κάνει αυτή την συμφωνία,
του το επέστρεφε, χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Ενώ διαφορετικά το κρατούσε ή απαιτούσε
κάποιο αντίτιμο για να το επιστρέψει.
Φυσικά όπως συνήθως συμβαίνει στις
σχέσεις των ανθρώπων, πάντα υπήρχαν
παραθυράκια για να παραβιαστούν οι
συμφωνίες. Αυτό γινόταν συνήθως, με
παρένθετους συμμάχους και οι αντιδικίες,
άρχιζαν. Δηλαδή αν κάποιος έπιανε ένα
συμμαχικό περιστέρι, το έδινε σε άλλον,
φίλο του, που δεν είχε συμφωνία με τον
χαμένο για να διεκδικήσει κάποιο
αντίτιμο. Αυτά όμως εμένα και τα παιδιά
της ηλικίας μου, καθόλου δεν μας άγγιζαν,
καθώς οι ιδιοκτησίες των περιστεριών,
δεν ήταν λόγω ηλικίας, στις προτεραιότητες
μας. Συνηθίζαμε όμως να πηγαίνουμε
τακτικά, για να παρακολουθήσουμε τις
πτήσεις και τις επιδείξεις αυτών των
όμορφων πουλιών, που σε κάθε περίπτωση
μας γοήτευαν και μας άρεσε να τις
χαζεύουμε.
Εκείνο
το απόγευμα του Ιουλίου εγώ και ο Βύρων,
ήμασταν ανάμεσα στους χαμένους, του
παιχνιδιού και δεχόμασταν τα πειράγματα
των υπολοίπων, για την αδεξιότητα μας.
Μόλις έχασε και ο Λάκης, με πρόταση του
Βύρωνα, αποφασίσαμε να πάμε να χαζέψουμε,
με τα περιστέρια του πατέρα του. Με αυτό
τον τρόπο αποφεύγαμε τη χλεύη, των
παιδιών της γειτονιάς, ενώ συγχρόνως
θα είχαμε μια ασχολία, που τόσο πολύ μας
ενδιέφερε. Αφήσαμε πίσω μας τα καμένα
και αφού διασχίσαμε την Πατριάρχου Ιωακείμ,
φθάσαμε στην μικρή αλάνα που ήταν πριν
από το σπίτι τους. Εκεί ήδη ο κος Στέφανος,
τάιζε τα περιστέρια, ρίχνοντας με τις
χούφτες του, σπόρους στο έδαφος. Το θέαμα
ήταν εντυπωσιακό, καθώς τα πουλιά τον
είχαν κυκλώσει και με ένα συνολικό
γουργουρητό, έτρωγαν με απίστευτη
ταχύτητα την τροφή τους. Πολλά από αυτά,
που πιθανώς είχαν ήδη χορτάσει, ανέβαιναν
στους ώμους και τα χέρια του, φτερουγίζοντας
για να διατηρήσουν την ισορροπία τους.
Άκουσα την κα Κούλα να φωνάζει τον γιο της να ανεβεί στο σπίτι, γιατί την επομένη
είχαν ταξίδι και θα έπρεπε να ξεκινήσουν
πολύ πρωί. Ο Βύρωνας γκρίνιαξε, στην
μάνα του, εκλιπαρώντας την, να μείνει
λίγο ακόμα μαζί μας, γιατί αυτός μας
είχε καλέσει, πράγμα που τελικά το
δέχτηκε η μητέρα του και του έδωσε μια
μικρή προθεσμία, να παραμείνει λίγο
ακόμα μαζί μας. Όταν τον ρωτήσαμε για
το επικείμενο ταξίδι, μας εξήγησε πως
η οικογένεια του, είχε τάμα να πάει στην
εκκλησία της Αγίας Κυριακής για να
παρακολουθήσει την ολονυχτία και να
κοιμηθούν κατά την συνήθεια στην αυλή
του μοναστηριού.
Ανάμεσα
στον Αλιάκμονα και τον Λουδία ποταμό,
πολύ κοντά στο χωριό Λουτρό είναι το εν
λόγω μοναστήρι. Την παραμονή της γιορτής
της Αγίας Κυριακής, που είναι στις 7
Ιουλίου, πάρα πολλοί από τους κατοίκους
της περιοχής και όχι μόνο, συνήθιζαν να
διανυκτερεύουν στην αυλή της εκκλησίας
εκπληρώνοντας κάποιο τάμα, χωρίς όμως
αυτό, να αποτελεί προϋπόθεση. Ήταν ένα
είδος πανηγυριού, που είχε βρει μεγάλη
ανταπόκριση στους κάτοικους της περιοχής.
Έτσι κάθε χρόνο όλο και πιο πολλοί
επισκέπτες, έφθαναν στο μοναστήρι, καθώς
αρκετοί από αυτούς έκαναν διάφορα τάματα
στο όνομα της Αγίας, τα οποία θα έπρεπε
να ολοκληρωθούν, με κάποια επίσκεψη
ίσως και μια διανυκτέρευση στον χώρο.
(Το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής σήμερα - φωτογραφία από το panoramio)
Με
την οικογένεια του Βύρωνα, οι δικοί μου
είχαν ιδιαίτερη σχέση, καθώς οι πατεράδες
μας ήταν φίλοι και έβλεπα τακτικά την
κα Κούλα να τα «λέει» για αρκετή ώρα με
την μητέρα μου, κάθε φορά που ερχόταν
στο μπακάλικο μας, να ψωνίσει. Σε μια
από αυτές τις επισκέψεις της κας Κούλας
στο μαγαζί μας, συνέβη ένα περίεργο
γεγονός, που εγώ όσο κι αν προσπάθησα
δεν κατάφερα να το θυμηθώ. Το αναφέρω
όμως, μετά από την επιμονή της μητέρας
μου, γιατί αυτό τους έκανε τότε μεγάλη
εντύπωση. Ένα πρωινό, ενώ οι δύο γυναίκες
μιλούσαν μέσα στο μπακάλικο, μπήκα εγώ
από την διπλανή πόρτα, αγουροξυπνημένος,
πλησίασα την κα Κούλα και την ρώτησα με
αφέλεια, αν θα έκανε κι άλλο παιδί. Αυτή
ξαφνιασμένη και κοιτώντας με απορία
την μητέρα μου, μου απάντησε με ένα ξερό
όχι. Η μάνα μου με ρώτησε γιατί ρωτούσα
κάτι τέτοιο. Εγώ απάντησα, πως το είχα
δει λίγο πριν στο όνειρο μου. Τότε γέλασαν
και άρχισαν να με πειράζουν, χωρίς εγώ
να μπορώ να καταλάβω, το λόγο για τον
οποίο γελούσαν.
Την
παραμονή, της γιορτής, λίγο πριν
ξεκινήσουν, κατόπιν προτροπής του φίλου
μου, προσπάθησα να πείσω τον πατέρα μου,
να μου επιτρέψει, να πάω μαζί τους στο
μοναστήρι. Θυμάμαι πολύ καλά, πως είχε
έρθει και ο Βύρωνας για να με ενισχύσει
με τα επιχειρήματα του, στην προσπάθεια
που έκανα να εξασφαλίσω την συγκατάθεση
του. Παρ’ όλο που ο φίλος μου τον
παρακάλεσε φορτικά, παρ’ όλο που του
είπε, πως ο κος Στέφανος συμφωνούσε να
με πάρουν μαζί τους, ο κος Μιχάλης (ο
πατέρας μου) ήταν ανένδοτος. Μας κοίταξε
αυστηρά και τους δύο λέγοντας, πως θα
ήταν αδύνατο δύο τόσο άτακτα παιδιά, να
μπορέσει να τα κουμαντάρει κάποιος
μόνος του. Ήταν ίσως η πρώτη φορά, που
μετάνιωνα για την φήμη του άτακτου που
είχα και που δικαίως είχα αποκτήσει.
Ήξερα όμως πολύ καλά, πως δεν υπήρχε
περίπτωση, να αλλάξει γνώμη ο πατέρας
μου, έτσι έκανα νόημα στον φίλο μου να
μην επιμείνουμε άλλο. Έτσι σε λίγο
καθόμουν θλιμμένος, σχεδόν απελπισμένος,
στην άκρη του δρόμου και έβλεπα τον φίλο
μου, με τους γονείς του να φεύγουν. Με
αργά βήματα πλησίασα προς το σπίτι μας,
εκεί ο πατέρας μου, αφού είδε την έκφραση
μου, χαμογέλασε και μου υποσχέθηκε πως
την επόμενη χρονιά, θα πηγαίναμε και
εμείς στο πανηγύρι. Δεν μπορώ να πω πως
αυτή η υπόσχεση του, με ευχαρίστησε, για
την ακρίβεια ούτε καν την πίστεψα. Ήμουν
σίγουρος πως τα έλεγε, για να με καλοπιάσει
και να απαλύνει την απογοήτευση μου.
Εγώ όλη την υπόλοιπη ημέρα ήμουν δύσθυμος,
χωρίς να έχω διάθεση για παιχνίδια και
ανόρεχτα, παρακολουθούσα τους υπόλοιπους
γείτονες να παίζουν, χωρίς να λαμβάνω
ενεργό μέρος, σε τίποτα.
Το
επόμενο πρωί, με το που βγήκα έξω στον
δρόμο, είδα διάφορα “πηγαδάκια” με
γείτονες να συζητούν χαμηλόφωνα, εμφανώς
στενοχωρημένοι. Μόλις πλησίασα την
ομάδα των γειτόνων, στην οποία συμμετείχε
και ο πατέρας μου, αυτοί δεν ξέρω πώς,
αλλά σαν να ήταν συνεννοημένοι σταμάτησαν
να μιλούν και με παρακολουθούσαν αμίλητοι
καθώς τους πλησίαζα. Εγώ στην αρχή
παραξενεύτηκα, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη
σημασία, γιατί οι μεγάλοι, έτσι έκαναν
όταν δεν ήθελαν να μάθουμε εμείς οι
μικροί κάτι, από αυτό που συζητούσαν.
Τους πλησίασα, δήθεν αδιάφορα, περιμένοντας
πως θα συνέχιζαν την συζήτηση τους, με
εκείνα τα περίεργα υπονοούμενα, που
νόμιζαν πως εμείς δεν τα καταλαβαίναμε.
Αυτοί όμως εξακολούθησαν να μένουν
αμίλητοι, αμήχανοι και να με κοιτάζουν
περίεργα. Αναρωτήθηκα αν είχα κάνει
κάτι που τους ενόχλησε, καθώς δεν μπορούσα
να θυμηθώ, όλες τις αταξίες μου. Εκείνη
την στιγμή ήρθε τρέχοντας από την κάθετη
οδό Ιεραρχών, ο Λάκης αλαφιασμένος.
Μόλις με είδε ήρθε κοντά μου και με φωνή
που έτρεμε μου είπε.
«Ο
Βύρων είχε ένα ατύχημα»
Στις
ερωτήσεις, που του έκανα δεν ήταν σε
θέση να μου απαντήσει. Τότε κατάλαβα
την αμηχανία και την σιωπή των μεγάλων.
Γύρισα προς τον πατέρα μου, τον κοίταξα
χωρίς να του πω τίποτα. Αυτός με έπιασε
από το χέρι και μου εξήγησε πως όντως ο
Βύρων είχε ένα ατύχημα στο μοναστήρι.
Χωρίς να μπορεί όμως, να προσδιορίσει
τι ακριβώς έγινε, μου είπε λίγα από αυτά
που ήξερε. Ένα κλαδί από ένα τεράστιο
δένδρο, πλατάνι ίσως, έσπασε από την
κακοκαιρία και τραυμάτισε θανάσιμα τον
φίλο μου. Αργότερα κάποιος άλλος είπε
μια διαφορετική εκδοχή. Μας είπε πως ο
Βύρων έκανε κούνια με ένα πρόχειρο
σχοινί που ήταν δεμένο σε ένα κυπαρίσσι,
που τελικά δεν άντεξε, έσπασε και έπεσε
κάτω. Εκείνη την στιγμή, για μένα και
τον Λάκη καμία σημασία δεν είχε ο τρόπος,
του ατυχήματος, αλλά η κατάσταση της
υγείας του. Όσους κι αν ρωτήσαμε, κανείς
δεν μας έδωσε μια ικανοποιητική
πληροφορία, όλοι, μας απαντούσαν με
μισόλογα και αόριστα.
Χωρίς
να πούμε τίποτα σε κανένα, πήγαμε δίπλα
στο σπίτι του κου Στέφανου, ακουμπήσαμε
την πλάτη μας, στον τοίχο της κας Ασημίνας
και περιμέναμε. Δεν ξέρω τι ακριβώς
περιμέναμε να δούμε ή να ακούσουμε, αλλά
μείναμε εκεί κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα,
προσπαθώντας, να βρούμε μια απάντηση
στις ανησυχίες μας. Από την πλευρά της
Μητρόπολης, ακούστηκαν φωνές και πολύ
γρήγορα είδαμε την κα Κούλα, που την
κρατούσαν δύο άγνωστες, σε μένα γυναίκες.
Η μητέρα του Βύρωνα, ήταν σε άθλια
κατάσταση, αναμαλλιασμένη να κλαίει
σιωπηλά και να βγάζει κάθε τόσο άναρθρες
κραυγές. Εγώ και ο Λάκης, την κοιτάζαμε
αμίλητοι, μη τολμώντας να ρωτήσουμε
οτιδήποτε. Ήδη μέσα μας ξέραμε, πολύ
καλά τι είχε συμβεί, αλλά δεν τολμούσαμε
να το πούμε δυνατά. Εγώ ένιωθα έναν
κόμπο, να μου σφίγγει τον λαιμό και
δυσκολευόμουν να καταπιώ ακόμη και το
σάλιο μου. Κοίταξα τον φίλο μου, ήταν
χλωμός με υγρά τα μάτια του, αμέσως
κατάλαβα πως κι αυτός βρισκόταν στην
ίδια κατάσταση με μένα. Κανείς μας δεν
μίλησε, εξ άλλου δεν είχαμε κάτι να
πούμε. Μέσα από το σπίτι ακουγόταν καθαρά
ο θρήνος της κας Κούλας, μαζί με τα
χαμηλόφωνα λόγια συμπαράστασης και
παρηγοριάς που άδικα ψέλλιζαν οι φίλες
της.
Μια
αναστάτωση, δημιουργήθηκε και πάλι από
την μεριά της Μητρόπολης, γυρίσαμε να
δούμε τι συμβαίνει. Από μακριά είδαμε
τον κο Στέφανο, να έρχεται προς το μέρος
μας, με αργά βήματα. Τον κρατούσε από το
μπράτσο ο ανιψιός του ο Άκης, που με κόπο
συγκρατούσε τα δάκρυά του. Το άσπρο
πουκάμισο του κου Στέφανου, ήταν ματωμένο
στην αριστερή του πλευρά και κρεμόταν
χαλαρά έξω από το παντελόνι του.
Περπατούσε, μηχανικά με αργά βήματα,
ενώ τα μάτια του, ήταν θολά και μου έδιναν
την εντύπωση, ότι δεν έβλεπε τίποτα.
Πέρασαν από μπροστά μας αμίλητοι, χωρίς
να δώσουν καμία σημασία στην ύπαρξη
μας. Ο Λάκης με έπιασε από τον ώμο, γύρισα
και τον κοίταξα, χωρίς να πούμε τίποτα
απομακρυνθήκαμε, κατεβαίνοντας προς
την Π. Ιωακείμ, φθάσαμε μπροστά από το
μπακάλικο μας. Εκεί ήταν ακόμη
συγκεντρωμένοι αρκετοί γείτονες, που
συζητούσαν χαμηλόφωνα. Δεν νοιάστηκα
να ακούσω τι έλεγαν, εξ άλλου ήξερα το
θέμα της συζήτησης τους. Με τον φίλο
μου, στρίψαμε την γωνία και πήγαμε
απέναντι από τον Αγ. Βλάση και καθίσαμε
στις κοτρόνες, που υπήρχαν στην δεξιά
πλευρά.
Κάποια
παιδιά παίζανε φιδάκι, εμείς τους
κοιτάζαμε, χωρίς ενδιαφέρον. Γρήγορα
τα νέα μαθεύτηκαν, μια αναστάτωση
δημιουργήθηκε ανάμεσα στα παιδιά και
όλοι, μας ρωτούσαν για να μάθουν τις
λεπτομέρειες, που πιθανόν θα ξέραμε.
Τους είπαμε με λίγα λόγια αυτά που
ξέραμε, χωρίς όμως να ικανοποιήσουμε
την περιέργεια τους. Όταν τους είπαμε
πως ένα κλαδί από πλατάνι σκότωσε τον
Βύρωνα, οι περισσότεροι έμεινα άναυδοι,
χωρίς να μπορούν να καταλάβουν αυτό το
γεγονός. Μάλιστα ο Παντελής αναρωτήθηκε
δυνατά, «πως είναι δυνατόν ένα δένδρο
να μπορεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο;»
Κανείς
μας, δεν είχε κουράγιο να τους πει, κάτι
παραπάνω από αυτά, ούτε ήμασταν σε θέση
να εξηγήσουμε τις απορίες τους, έτσι
φύγαμε και έτσι ο καθένας μας, πήγε στο
σπίτι του.
Εγώ
μέσα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι
μου, αμίλητος, χωρίς να κάνω τίποτα. Δεν
είχα διάθεση να μιλήσω ή να ασχοληθώ με
οτιδήποτε. Κανείς δεν με ενόχλησε, ούτε
τα αδέρφια μου, ούτε οι γονείς μου, με
άφησαν όλοι ήσυχο, με τις σκέψεις μου.
Δεν
άντεξα να πάω στην εκκλησία την επομένη,
αλλά καθόμουν ακουμπισμένος σε μια
κολώνα λίγο πριν την είσοδο. Αποχαιρέτισα
τον παιδικό μου φίλο νοερά, γιατί δεν
είχα το κουράγιο, να τον πλησιάσω. Τις
επόμενες μέρες, πήγαινα σχεδόν καθημερινά
στα περιστέρια, του κου Στέφανου, ο
οποίος τα πετούσε όλο και πιο πολύ ώρα,
όλο και πιο πολλά. Κάθε φορά που συναντούσε,
εμένα και τον Λάκη, με το χέρι του χάιδευε
τα κοντοκουρεμένα μας μαλλιά. Η κα Κούλα
στα επόμενα χρόνια γέννησε ένα αγόρι,
αλλά πιστεύω πως αυτό, ποτέ δεν
αντικατέστησε τον Βύρωνα. Δεν ξέρω
γιατί, αλλά ποτέ μου, από τότε, δεν έπαιξα
ξανά φιδάκι.
No comments:
Post a Comment