Monday, 4 December 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Μπάλα

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Μπάλα!

     Ίσως η μοναδική λέξη που ασκούσε μια μαγεία και μια απίστευτη έλξη, σε όλους τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς, τότε λίγο πριν τελειώσουμε το δημοτικό σχολείο. Παρ’ όλο που δεν είχαμε πολλές παραστάσεις, από επίσημα παιχνίδια ποδοσφαίρου, γιατί ήταν ελάχιστες οι φορές είχαμε παρακολουθήσει αγώνες πρωταθλήματος. Εμείς γοητευόμασταν, από τους τότε, σχεδόν μυθικούς στα μάτια μας, ήρωες των γηπέδων. Η μόνη μας επαφή με αυτούς, ήταν οι φωτογραφίες τους, που βρίσκαμε σε περιτυλίγματα με καραμέλες και που αν συμπληρώναμε με αύξοντα αριθμό τις φωτογραφίες τους, κερδίζαμε μια μπάλα. Σαν σε όνειρο, θυμάμαι πως η πιο δυσεύρετη, ήταν το νο 15 που απεικόνιζε τον Δομάζο του Παναθηναϊκού, η οποία, είχε και την σφραγίδα εγκυρότητας, του παιχνιδιού. Ενώ αντιθέτως αυτή που έβρισκες συνήθως, ήταν του Καλιοτζή, παίκτη του Άρη και συνήθως δεν είχε καμία αξία, στις μεταξύ μας συναλλαγές. Υπήρχαν τότε πολλά παιδιά, που είχαν συμπληρωμένες δύο και τρεις συλλογές, των παικτών, χωρίς όμως να έχουν στην κατοχή τους, το νο 15 που θα τους έδινε το βραβείο. Το έπαθλο ήταν μια μπάλα ποδοσφαίρου, αρκετά καλοφτιαγμένη, με δυνατότητα να την φουσκώνουμε όποτε θέλαμε, με μια βελόνα σύριγγας. Σήμερα φαντάζομαι, πως κανένα παιδί, δεν θα έδινε σημασία, σε ένα τέτοιο τρόπαιο, αλλά για μας, εκείνη την εποχή, ήταν άπιαστο όνειρο. Έτσι στην προσπάθεια μας, να κερδίσουμε στον διαγωνισμό ξοδεύαμε όλο μας σχεδόν το χαρτζιλίκι, αγοράζοντας αυτού του είδους τις καραμέλες. Αν και δεν είχαμε ακούσει ποτέ, κάποιος γνωστός μας, να έχει κερδίσει και να συμπληρώσει όλο τον αριθμό των παικτών, εμείς ελπίζαμε, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι θα μας ευνοούσε η τύχη και θα είχαμε την δυνατότητα να κερδίσουμε τον διαγωνισμό.

(Συλλεκτικό άλμπουμ παρόμοιο με της ιστορίας - φωτογραφία από το gazzetta.gr)


     Στις συζητήσεις που κάναμε μεταξύ μας, στα διαλείμματα του σχολείου, αλλά και στην γειτονιά, όλες περιστρέφονταν για το ποιος θα ήταν τελικά ο νικητής, στην ουσία ο τυχερός που θα έπαιρνε την μπάλα. Αν και ξέραμε πολύ καλά, πως όποιος και να ήταν ο νικητής στην γειτονιά μας, δεν είχε σημασία, γιατί όλοι μαζί θα παίζαμε με αυτή. Η κυριότητα της, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, σε σχέση με την σημερινή έννοια, καθώς, το ποδόσφαιρο ήταν ομαδικό παιχνίδι και όλοι μας, θα παίζαμε με αυτή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την επιμονή και την προσήλωση μας σε αυτό τον σκοπό, κανείς δεν κατάφερε να συμπληρώσει τον επίδικο αριθμό. Έτσι άρχισε να πλανάται η φήμη, ότι αδίκως ελπίζαμε και ποτέ δεν θα κατορθώναμε να νικήσουμε, γιατί τελικά η επίδικη φωτογραφία ίσως να μην υπήρχε.

     Κάποια μέρα όμως, μάθαμε ότι ένα αγόρι, από μια άλλη γειτονιά, πέρα από το ποτάμι, το κατόρθωσε τελικά και πήρε στα χέρια του την μπάλα. Εμείς δύσπιστοι στην αρχή, γιατί ήδη είχαμε απογοητευτεί, καθώς δεν βρίσκαμε την τόσο σπάνια φωτογραφία, αποφασίσαμε και μια ομάδα από την παρέα μας πήγε στην περιοχή του τυχερού, για να διαπιστώσουμε την εγκυρότητα της πληροφορίας. Όντως υπήρχε ένα παιδί της ηλικίας μας, ο οποίος με καμάρι επιδείκνυε το τρόπαιο. Ήταν μια απίστευτα όμορφη μπάλα και στα μάτια μας φάνταζε μοναδική. Αυτό αναπτέρωσε τις ελπίδες μας και με επιμονή περιμέναμε να μας χαμογελάσει και μας η τύχη. Ωστόσο συνεχίζαμε να παίζουμε μεταξύ μας ποδόσφαιρο, χωρισμένοι σε ομάδες μικρότερες των ένδεκα ατόμων. Είτε γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε τους ανάλογους παίκτες, είτε και γιατί το γήπεδο μας δεν ήταν αρκετά μεγάλο, για να χωρέσει είκοσι δύο άτομα. Θυμάμαι πως μεγάλη φασαρία γινόταν για να δεχτεί κάποιος να παίξει ως τερματοφύλακας, καθώς όλοι μας θέλαμε να παίξουμε “μέσα” όπως συνηθίζαμε να λέμε. Για το θέμα του διαιτητή… ούτε λόγος. Δεν θυμάμαι ποτέ κανείς οικειοθελώς να δέχτηκε να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Μόνο κατόπιν πιέσεων και υποσχέσεων, δεχόταν να παίξει κάποιος και είχε πάντα τον κίνδυνο να τον ξυλοφορτώσει κάποια από τις δύο ομάδες, αν δεν τους άρεσε ο τρόπος που εφάρμοζε τους κανονισμούς. Είχαμε τροποποιήσει τους κανονισμούς, σύμφωνα με τις δικές μας ανάγκες και δυνατότητες. Θυμάμαι πως μια από τις ιδιαιτερότητες που είχαμε τότε, ήταν πως κάθε τρία κόρνερ που κέρδιζε μια ομάδα, κτυπούσε ένα πέναλτι. Αυτό γινόταν, γιατί σχεδόν ποτέ δεν είχαμε τον ανάλογο χώρο, που θα μας έδινε την δυνατότητα να εκτελέσουμε την ανάλογη ποινή ή γιατί λόγω ηλικίας δεν είχαμε την δύναμη να κτυπήσουμε την μπάλα από τόσο μακριά. Φυσικά όλα αυτά ήταν κατόπιν συμφωνίας, λίγο πριν από την έναρξη του παιχνιδιού, και η εφαρμογή τους ήταν αποδεκτή, αναλόγως το τι ήταν προς το συμφέρον της κάθε ομάδας. Οπότε κατά την διάρκεια του αγώνος, η εφαρμογή των συμφωνημένων κανονισμών, εξαρτιόταν από την καλή θέληση της αντίπαλης ομάδας. Ο φανατισμός που είχαμε τότε, ξεπερνούσε κάθε όριο, γιατί ήταν ζήτημα τιμής για μας, η νίκη. Εμείς τα ξεπερνούσαμε όλα, με μοναδικό πρόβλημα την μπάλα, την μπάλα που θα χρησιμοποιούσαμε κατά την διάρκεια του αγώνα. Τότε δεν είχαμε και πολλές επιλογές, πάνω σε αυτό το θέμα, συνήθως είχαμε μια πλαστική, σε φυσικό μέγεθος, η οποία όμως ήταν ευάλωτη, στα δυνατά κτυπήματα, (συνήθως έσκαγε), ενώ σε περίπτωση που έχανε την πίεση του αέρα, δεν υπήρχε η δυνατότητα να την φουσκώσουμε ξανά. Ήταν τόσο ελαφριά, που όσο τεχνίτης κι αν ήταν ο ποδοσφαιριστής, όταν την κλωτσούσε, δεν είχε την δυνατότητα να την στείλει εκεί που επιθυμούσε, γιατί στην κόντρα της, με τον αέρα φαλτσάριζε και σαΐτευε όπως λέγαμε τότε. Αυτό δυσκόλευε κατά πολύ την απόδοση μας στο παιχνίδι και οι φιλοδοξίες μας, για ποιοτικότερο ποδόσφαιρο ήταν άπιαστο όνειρο. Έτσι η ανάγκη για μια σωστή και λειτουργική μπάλα είχε γίνει επιτακτική, για την γειτονιά μας. Η μόνη μας ελπίδα ήταν, κάποιος από εμάς να κερδίσει τον διαγωνισμό.


(Μπάλα στη γειτονιά - φωτογραφία από το blog Ιστορίες Μπονζάι)

     Πάντως εμείς εξακολουθούσαμε να ασταμάτητα να παίζουμε μεταξύ μας, αλλά και μερικές φορές αφού ετοιμάζαμε την ομάδα της γειτονιάς, παίζαμε και με ομάδες από άλλες περιοχές. Με φανατισμό για την νίκη και πολλούς καυγάδες, τόσο μεταξύ μας, όσο και με τους αντιπάλους. Συνήθως οι φασαρίες ξεκινούσαν με τον καταρτισμό της ομάδας, καθώς όλοι ήθελαν να συμπεριληφθούν στην ενδεκάδα (συνήθως παίζαμε εννέα γιατί οι διαθέσιμοι χώροι τόσους μπορούσαν να δεχθούν) και κανείς δεν υποχωρούσε. Εγώ πάντως, μόνο και μόνο για να με συμπεριλάβουν στην ομάδα, δεχόμουν να παίξω (τι υποτιμητικό) ακόμη και τερματοφύλακας. Αυτή την υποχώρηση μου, τελικά την πλήρωσα, γιατί από τότε, πάντα ξεκινούσαν τον καταρτισμό της ομάδας από την θέση του τερματοφύλακα, δηλαδή από μένα. Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα να παίζω σχεδόν πάντα, γιατί ήμουν ο μόνος, που δεχόμουν αδιαμαρτύρητα να παίξω κάτω από τα γκολπόστ. Φυσικά αυτό ήταν απλά σχήμα λόγου, γιατί αντί για δοκάρια βάζαμε δύο πέτρες, που σηματοδοτούσαν την απόσταση του τέρματος. Αυτή η απόσταση δεν είχε καμία σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις, εξ άλλου ήμασταν πολύ μικροί, για να μπορούμε να παίζουμε σε τόσο μεγάλο τέρμα. Πάντοτε όμως φροντίζαμε τα δύο τέρματα, να έχουν τις ίδιες αποστάσεις, για να υπάρχει ισονομία.

     Οι φιλοδοξίες μας έγιναν τόσο μεγάλες που σε κάποια φάση οργανώσαμε ένα μικρό πρωτάθλημα με την συμμετοχή τεσσάρων ομάδων από γειτονικές περιοχές. Το μόνιμό μας πρόβλημα, όμως ήταν η μπάλα. Ήταν τόσο δυσεύρετη και για αυτό αναγκαζόμασταν να παίζουμε με τις απίθανες, ελαφριές, νάιλον μπάλες, που μας δυσκόλευαν τόσο πολύ στην διεξαγωγή του παιγνιδιού.

     Τελικά η επιμονή μου, να ξοδεύω όλο μου σχεδόν το χαρτζιλίκι, αγοράζοντας τις καραμέλες με τις φωτογραφίες των Ελλήνων ποδοσφαιριστών, ανταμείφτηκε. Ένα μεσημέρι, μόλις είχα σχολάσει από το σχολείο, αγόρασα λίγες, από το μαγαζάκι που υπήρχε ακριβώς απέναντι από το 1ο Δημοτικό σχολείο. Η ποιότητα τους δεν με ενδιέφερε καθόλου, ούτε που τις έβαζα στο στόμα μου, μοναδικός μου σκοπός, ήταν οι φιγούρες των αθλητών. Τις ξετύλιγα με προσοχή, με λαχτάρα κοίταζα το εσωτερικό του περιτυλίγματος, το αξιολογούσα αναλόγως και πετούσα το περιεχόμενο στα σκουπίδια. Το προτελευταίο άνοιγμα ήταν το τυχερό μου. Με το που ξετύλιξα την καραμέλα δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχα στα χέρια μου την φωτογραφία Νο 15 με την μορφή του Δομάζου να μου χαμογελάει. Στο κάτω μέρος υπήρχε μια σφραγίδα της εταιρείας με μαύρα γράμματα, ενώ κάθετα με έντονα κόκκινα η λέξη ΚΕΡΔΙΣΑΤΕ. Δεν πίστευα στα μάτια μου, έμεινα για λίγα λεπτά άφωνος, μετά άρχισα να χοροπηδάω και να γελάω.

     Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τα παιδιά που ήταν εκεί, ούτε από τον μαγαζάτορα τον κύριο Κώστα. Τους έδειξα με καμάρι το εύρημα μου, ο κος Κώστας το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε με προσοχή και μου εξήγησε την διαδικασία που θα έπρεπε να κάνω για να πάρω την μπάλα. Κατά αρχάς, θα έπρεπε να συμπληρώσω όλη την συλλογή, μετά να πάω στο πρατήριο της εταιρείας που διοργάνωνε τον διαγωνισμό και από εκεί να πάρω το πολυπόθητο βραβείο. Τότε συνειδητοποίησα ότι παρ’ όλο που έψαχνα εναγωνίως το Νο 15 μου έλειπαν άλλα δύο, το Νο 8 του Παπαεμμανουήλ και το Νο 12 του Σιδέρη. Εκείνη την στιγμή, στο ψιλικατζίδικο του κου Κώστα, ήρθε ένα παιδί από την γειτονιά μας, λίγο μεγαλύτερο από μένα ο Τάκος. Αυτός έμενε στην αρχή της οδού Αγγέλων σε ένα περιφραγμένο παλιό σπίτι, με ένα μικρό κήπο. Ήταν ένα από τα παιδιά με το όποιο παίζαμε μπάλα τακτικά, αλλά δεν κάναμε πολύ παρέα, γιατί αυτός ήταν μεγαλύτερος και το θεωρούσε υποτιμητικό να παίζει με μικρότερους.

     Αμέσως με πήρε να φύγουμε, αφήσαμε στα αριστερά μας την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, διασχίσαμε την οδό Ιεραρχών, στρίψαμε στο αδιέξοδο δρομάκι και φθάσαμε μπροστά στην Παναγία Βαλτεσινή. Εκεί απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας ήταν αραγμένο το κάρο του κου Προκόπη του ψαρά. Ο κος Προκόπης έμενε στο τέλος του αδιεξόδου, με την γυναίκα του την Αλισαβούδα (Ελισάβετ). Είχε σταματήσει προ πολλού να ψαρεύει και να ασχολείται με τις αγροτικές δουλειές, έτσι το κάρο σάπιζε άχρηστο κάτω από το ήλιο. Εκεί πάνω στο κυρίως σώμα του κάρου απλώσαμε τα χαρτάκια της συλλογής μου, προσπαθώντας να τα ταξινομήσουμε για να δούμε τις ελλείψεις μου. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι το σπάνιο Νο 15 έλειπε. Αμέσως πανικοβλήθηκα, άρχισα να ψάχνω με φούρια τις φωτογραφίες, να αδειάζω τις τσέπες μου και να κοιτάζω στο έδαφος μήπως μου είχε πέσει. Ο Τάκος μου πρότεινε να τον ψάξω, για να μου αποδείξει, πως δεν το είχε πάρει αυτός, πράγμα που εγώ ντρεπόμουν να το κάνω. Άρχισα να δακρύζω σχεδόν να κλαίω για την απώλεια, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ, πού θα μπορούσε να το είχα χάσει. Τότε ήρθαν εκεί μπροστά στην Βαλτεσινή ο Γιάννης (ο κατασκευαστής των χαρταετών) με τον Αντωνάκη. Με είδαν να κλαμένο και με ρώτησαν, τι μου συμβαίνει. Βουρκωμένος τους εξήγησα το πάθημα μου και αυτοί αμέσως, άρχισαν να ζητούν επιτακτικά από τον Τάκο την φωτογραφία με την σφραγίδα. Εγώ προσπάθησα να τους πω, πως δεν ήταν δυνατό να την έχει πάρει αυτός. Αλλά αυτοί απτόητοι επέμεναν και τον πίεζαν να τους πει, που την είχε κρύψει. Παρ’ όλη την πίεση ο Τάκος δεν το παραδεχόταν με τίποτα, μάλιστα έφθασαν στο σημείο να του ζητήσουν να ξεντυθεί για να τον ψάξουν καλύτερα. Ήταν τόσο επίμονοι που τον έψαξαν ακόμη και στις κάλτσες του, χωρίς όμως καμία επιτυχία. Τελικά μάλωσαν άγρια μαζί του, αλλά στο τέλος τον άφησαν να φύγει και να πάει στο σπίτι του. Όταν έμεινα μόνος με τους δύο νεοφερμένους, συζητούσαμε τις πιθανότητες της απώλειας και οι δύο ήταν σίγουροι πως το είχε αρπάξει ο Τάκος, εγώ όμως ήμουν αρκετά δύσπιστος, πάνω σε αυτή την εκδοχή.

     Μια μέρα μετά από λίγες βδομάδες και ενώ εγώ είχα σχεδόν ξεχάσει την περιπέτεια μου, εμφανίστηκε ο Τάκος, με την μπάλα τρόπαιο του διαγωνισμού. Στις ερωτήσεις που του έγιναν απαντούσε, πως είχε σταθεί τυχερός και κέρδισε την επίδικη φιγούρα. Όλοι μας είχαμε τις αμφιβολίες μας για αυτό, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αποδείξουμε τίποτα από τις υποψίες μας. Το γεγονός πάντως ήταν, πως η γειτονιά απέκτησε μια μπάλα καλύτερης ποιότητας και με αυτήν παίζαμε όλοι μας. Αυτό ήταν αρκετό και δεν μας ένοιαζε πλέον η προέλευση της και ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης της. Στο τέλος μόλις τελειώναμε το παιχνίδι την μπάλα την έπαιρνε στο σπίτι του, όχι μόνο ο Τάκος αλλά όλοι μας με την σειρά.


     Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια, σε αυτό το διάστημα χαθήκαμε απορροφημένοι από τις δουλειές μας και τις οικογένειες μας. Πριν λίγες μέρες τελείως τυχαία, συνάντησα τον Τάκο και αρχίσαμε να αναπολούμε τα παλιά. Εκεί σε μια στιγμή ευφορίας μετά από ερώτηση μου, παραδέχτηκε γελώντας ότι αυτός μου είχε πάρει, στην ουσία μου έκλεψε το Νο 15. Παρ’ όλη την ομολογία του, δεν μου αποκάλυψε πως είχε καταφέρει να με γελάσει, άλλωστε δεν με ένοιαζε πλέον. Βεβαιώθηκα όμως, πως στην παιδική μου ηλικία κυριαρχούσε η αφέλεια και εύκολα μπορούσε κάποιος να με κοροϊδέψει.

No comments:

Post a Comment