Του Παντελή Γουλάρα
Θεσσαλονίκη.
Νοέμβρης δεκαεπτά του χίλια εννιακόσια
ογδόντα ένα. Ένα μήνα μετά τις εκλογές
που έδωσαν την συντριπτική νίκη στο
ΠΑΣΟΚ και στον Ανδρέα Παπανδρέου. Βράδυ.
Στην πλατεία Αγίας Σοφίας μια από τις
μαζικότερες συγκεντρώσεις για την
επέτειο του Πολυτεχνείου. Ίσως η
μαζικότερη. Την ίδια ώρα, στην Εγνατία,
μέσα σ’ ένα αστικό της γραμμής 8 (ή 31;)
κατευθύνομαι προς το Λιμάνι. Όλη η πόλη
διαδηλώνει κι εγώ παρουσιάζομαι στο
στρατό.
Τόπος
παρουσίασης, το Κέντρο Διερχομένων
Θεσσαλονίκης, στο Λιμάνι. Δεν είναι η
πρώτη φορά που πάω στο στρατό. Για πρώτη
φορά πήγα τον Αύγουστο του 1979 μετά τη
διακοπή της φοιτητικής αναβολής. Εξ
αιτίας όμως κάποιου παλιού προβλήματος
υγείας, μια δεύτερη αναβολή για δυο
χρόνια μ’ έφερε την μέρα αυτή 17/11/1981 να
ξαναντύνομαι στο χακί.
Λίγες
μέρες στο κέντρο διερχομένων και στις
25 του Νοέμβρη στο Κιλκίς για εκπαίδευση
στο στρατόπεδο «Καμπάνη». Μόνος ανάμεσα
στους φαντάρους της προηγούμενης σειράς,
γιατί η δική μου σειρά θα κατατάσσονταν
σε καμιά βδομάδα. Μετά μάλιστα από
δυο-τρεις μέρες (όταν όλοι πήγαν στις
μονάδες τους) έμεινα εντελώς μόνος να
τριγυρνάω άσκοπα στο άδειο κτίριο του
λόχου περιμένοντας τους φαντάρους της
σειράς μου.
Ήταν
τότε το στρατόπεδο σε μια περιοχή στα
όρια του Κιλκίς. Λέω τότε, γιατί τώρα
ίσως να επεκτάθηκε η πόλη. Πέρα από το
στρατόπεδο, λόφοι γυμνοί και πιο πέρα
βουνά, ακόμη πιο γυμνά. Όταν φυσούσε,
και φυσούσε πολύ συχνά, όταν ψιλόβρεχε,
συχνά κι αυτό, το κρύο ήταν τόσο ψιλό
που περνούσε μέσα από τα πιο βαριά ρούχα
και μας περόνιαζε τα κόκκαλα. Όταν
μάλιστα χιόνιζε δεν τολμούσαμε να
ξεμυτίσουμε.
Μερικές
μέρες μετά, άρχισαν να ’ρχονται οι
καινούργιοι φαντάροι. Όλοι σχεδόν
μεγάλης ηλικίας, μετά από αναβολές για
σπουδές ή για λόγους υγείας. Ανάμεσά
τους ναυτικοί ή κάτοικοι εξωτερικού
για πολλά χρόνια, άνδρες με οικογένεια
και κάποιοι απ’ αυτούς με καριέρα. Και
όλοι για να καταγραφούν περνούσαν απ’
τα χέρια μου. Μιας και ήμουν μόνος όλες
αυτές τις μέρες στο λόχο, μου ’χαν
αναθέσει και τα καθήκοντα του γραφέα
του λόχου. Έπαιξε βέβαια ρόλο και το
πτυχίο που είχα.
Στη
διμοιρία μου και στο παραδιπλανό κρεβάτι
ένας στρατιώτης γύρω στα τριάντα.
Σοβαρός, μετρημένος, με σπουδές
οικονομικών. Εξαιρετικός συζητητής,
ανέπτυσσε τις απόψεις του συγκροτημένα
και με επιχειρήματα. Εξ αρχής φάνηκε
ότι διαφωνούσαμε σε αρκετά ζητήματα
που εγώ θεωρούσα ότι τα έβλεπε με
μεταφυσικό τρόπο, όντας εγώ ο ίδιος
επηρεασμένος απ’ τις θεωρίες του
διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού.
Παρ’
όλ’ αυτά απολαμβάναμε τις συζητήσεις
με το Γιώργο (αυτό ήταν τ’ όνομά του).
Κι όχι μόνο εμείς. Πολύ συχνά έμπαιναν
στην παρέα μας κι άλλοι φαντάροι, σχεδόν
όλοι με κάποιο πτυχίο, συμφωνούσαμε ή
διαφωνούσαμε χωρίς φωνές, με τρόπο
όμορφο. Μ’ άλλα λόγια είχε δημιουργηθεί
ένας άτυπος όμιλος συζητήσεων όλων των
απόψεων, χωρίς το φόβο του 2ου
γραφείου, λόγω του πρωτόγνωρου κλίματος
ελευθερίας που κυριαρχούσε εκείνες τις
μέρες, με τις αλλαγές που φαίνονταν ότι
έρχονταν στην ελληνική κοινωνία.
Το μόνο
πράγμα που χτύπησε άσχημα στ’ αυτί μου,
ήταν όταν άκουσα το επίθετου του Γιώργου.
Ένα επίθετο που ακούστηκε πολύ, στην
οργάνωση και τη συγκάλυψη των δραστών
μιας δολοφονίας, που έγινε καμιά εικοσαριά
χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη και ανήκε
σε κάποιον αστυνομικό ή στρατιωτικό ή
παραστρατιωτικό της εποχής.
Έτσι
κυλούσαν οι μέρες μας. Εκπαίδευση,
ανάπαυση, ΚΨΜ, γραφείο. Και πολλές, πάρα
πολλές συζητήσεις. Τίποτα όμως δεν
έδειχνε αυτά που θα ακολουθούσαν.
(Φωτογραφία από το στρατόπεδο στο Κιλκίς)
Παραμονές
Χριστουγέννων ήταν, Κυριακή πρωί. Έξω
είχε πολύ τσουχτερό κρύο κι ένα χιονόνερο
που σου τρυπούσε τα κόκαλα. Όποιος δεν
έχει νιώσει τον κρύο χειμώνα του Κιλκίς
ίσως δεν μπορεί να καταλάβει τι πραγματικά
σημαίνει κρύο. Όλοι μας μαζεμένοι γύρω
από τις ξυλόσομπες του λόχου προσπαθούσαμε
να ζεσταθούμε. Λιώναμε πάνω στις σόμπες
το κιτρινοκόκκινο αμερικάνικο τυρί που
μας δίνανε σε κονσέρβα απ’ το μαγειρείο.
Για μας εκεί μέσα, ήταν μια νοστιμιά απ’
τις λίγες.
Τρέχοντας
ήρθαν δυο φαντάροι απ’ έξω.
- Γραφιά τρέχα (ο γραφιάς ήμουν εγώ – λόγω θέσης και ηλικίας, όλοι έτρεχαν σε μένα). Ο Γιώργος κάτι έπαθε.
- Τι έπαθε; Πού είναι;
- Έξω απ’ το κτίριο των γραφείων του Διοικητή.
Κι εγώ τρέχοντας πήγα στο σημείο που
μου υπέδειξαν και τι να δω! Ο Γιώργος
τυλιγμένος με μια κουβέρτα, ξαπλωμένος
κατάχαμα μπροστά στο μικρό σπιτάκι που
χρησιμοποιούνταν για γραφείο του
Διοικητή του τάγματος. Χωρίς ούτε ένα
υπόστεγο να τον καλύπτει, με το χιονόνερο
να πέφτει από πάνω του και να τρέμει από
το κρύο.
Πλησίασα και τον καλημέρισα. Ελάχιστη
σημασία μου έδωσε. Άρχισα να του μιλάω
σιγά – σιγά. Έδειξε να ανταποκρίνεται.
- Γιώργο τι γίνεται; Γιατί ήρθες εδώ;
- Περιμένω το Διοικητή.
- Ο Διοικητής δεν θα ‘ρθει σήμερα. Είναι Κυριακή.
- Δεν πειράζει θα τον περιμένω μέχρι αύριο.
- Και τι τον θέλεις το Διοικητή;
- Να ζητήσω συγγνώμη.
- Να ζητήσεις συγγνώμη; Για ποιο πράγμα; Δεν έχεις κάνει τίποτα κακό.
- Στενοχώρησα τον Ελύτη μας…
Παρένθεση: Όλες αυτές τις μέρες ο Γιώργος,
έδειχνε ένα ανυπόκριτο θαυμασμό για
τον Νομπελίστα ποιητή. Με κάθε ευκαιρία
ανάμεσα στις συζητήσεις μας, έβαζε
αποσπάσματα από τα ποιήματα του Ελύτη.
Θεωρούσε το «άξιον εστί» το μεγαλύτερο
ποιητικό δημιούργημα όλων των εποχών.
Με μεγάλη προσοχή και διαβεβαιώνοντάς
τον ότι την άλλη μέρα εγώ ο ίδιος θα τον
συνοδεύσω στο Διοικητή, τον έπεισα να
σηκωθεί και να έρθει μαζί μου πίσω στο
λόχο. Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει γρήγορα.
Όλοι συζητούσαν το τι έγινε και πώς
έγινε. Ούτε ένας δεν έδειξε διάθεση να
περιγελάσει το Γιώργο. Όλοι τον έβλεπαν
με συμπάθεια. Όλες αυτές τις μέρες ζούσαν
μέσα στο κλίμα του στρατοπέδου και
ήξεραν όλοι τους ότι δεν θέλει και πολύ
να σαλτάρει το μυαλό ενός ανθρώπου. Όλοι
θα μπορούσαν να είναι στη θέση του.
Φυσικά ο γιατρός του στρατοπέδου τον
έβγαλε ελεύθερο υπηρεσίας για την
επομένη με την προοπτική να περάσει μια
σειρά από εξετάσεις για να διαπιστωθεί
η ικανότητά του να συνεχίσει τη θητεία
του.
(Φωτογραφία από το στρατόπεδο στο Κιλκίς)
Η Δευτέρα ήταν μια στεγνή κρύα μέρα.
Ένας αχαμνός ήλιος έβγαινε κάπου –
κάπου μα περισσότερο χάνονταν πίσω απ’
τα σύννεφα. Ο λόχος έφυγε για εκπαίδευση
εκτός από τρία άτομα. Το Γιώργο, το
θαλαμοφύλακα ονόματι Ριτβάν (με καταγωγή
απ’ τα Πομακοχώρια της Ξάνθης) και το
γραφιά, δηλαδή εμένα. Ο Ριτβάν να προσέχει
το Γιώργο κι εγώ για να ετοιμάσω όλα τα
χαρτιά που χρειάζονταν για τις εξετάσεις
που θα ακολουθούσαν και για την πιθανή
απόλυση.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και άρβυλα
ακούστηκαν ν' ανεβαίνουν βιαστικά τη
σκάλα. Η πόρτα άνοιξε απότομα κι ένας
έντρομος Ριτβάν μπήκε μέσα ουρλιάζοντας:
- Γραφιά τρέξε, τρέξε γραφιά, ο Γιώργος ψάχνει τα όπλα...
Χωρίς να χάσω χρόνο, έτρεξα
στο θάλαμο με τον Ριτβάν ν' ακολουθεί.
Μπαίνοντας βλέπω το Γιώργο να προσπαθεί
να ξεκουμπώσει την ξιφολόγχη από ένα
απ' τα όπλα που ήταν αραδιασμένα στο
στατώ που ήταν προορισμένο γι' αυτό το
σκοπό.
Σειρά μου να φωνάξω:
- Τρέξε Ριτβάν! Βόηθα να του την πάρουμε
απ' τα χέρια...
Όρμησα την ίδια ώρα και τον
αγκάλιασα από πίσω προσπαθώντας να τον
απομακρύνω απ' τα όπλα. Μάταιος κόπος.
Είχε πάρει ήδη την ξιφολόγχη και κρατώντας
την απ' τη λαβή την είχε στρέψει προς
τον εαυτό του, προσπαθώντας να την
καρφώσει στην κοιλιά του. Άρπαξα κι εγώ
την ξιφολόγχη απ' την λάμα σπρώχνοντας
προς την αντίθετη μεριά. Πόσο μεγάλη
δύναμη έβαζε προσπαθώντας να τραυματίσει
τον εαυτό του! Και πόση προσπάθεια έβαζα
απ' την μεριά μου προσπαθώντας να τον
αποτρέψω! Για λίγη ώρα είμασταν σ' αυτή
την κατάσταση, προσπαθώντας και με τον
ιδρώτα να στάζει απ' το μέτωπό μου. Έτρεμα
στην ιδέα ότι θα μπορούσε να πετύχει το
σκοπό του.
Κάποια στιγμή και με τη
βοήθεια του Ριτβάν καταφέραμε να του
πάρουμε την ξιφολόγχη απ' τα χέρια.
Αμέσως κατέρευσε. Έπεσε κάτω κι άρχισε
να κλαίει. Και μέσα στους λυγμούς του
ξεχώριζε μια φράση “στενοχώρησα τον
Ελύτη μας”...
Έστειλα το Ριτβάν στο ΚΙΧΝΕ
(νοσοκομείο στρατοπέδου) να ειδοποιήσει
το γιατρό κι εγώ κάθησα δίπλα στο Γιώργο,
προσέχοντας μην τυχόν και κάνει πάλι
καμιά τρέλα. Δεν άργησε να 'ρθει πίσω
μαζί του. Μια ηρεμιστική ένεση, τηλέφωνο
στους δικούς του να έρθουν να τον πάρουν
και άμεση έκδοση απολυτηρίου για λόγους
υγείας το λεγόμενο “τρελόχαρτο”.
Είχε
μεσημεριάσει όταν εμφανίστηκε ο πατέρας
του για να τον παραλάβει. Ήταν ένας
άνθρωπος ηλικιωμένος με παράστημα, που
έδειχνε εμφανέστατα ένα στρατιωτικό ή
αστυνομικό παρελθόν. Την ίδια ώρα
επέστρεφε κι ο λόχος από την εκπαίδευση.
Λόχος και Γιώργος συναντήθηκαν στη
είσοδο του κτιρίου. Ένας δακρυσμένος
Γιώργος να έχει μια έκφραση σαν να
εγκαταλείπει τη ζωή του στο κτίριο που
αφήνει. Να κοιτάζει τους συστρατιώτες
του σαν χαμένος κι απ' την άλλη οι
στρατιώτες να μην καταλαβαίνουν τι
γίνεται.
Και
ξαφνικά, την ώρα που ήταν έτοιμος να
κατεβεί το πλατύσκαλο της εξόδου γυρίζει
το πρόσωπο προς τους φαντάρους, υψώνει
το δεξί του χέρι σε γροθιά και μέσα σε
λυγμούς αρχίζει να τραγουδάει με όλη
τη δύναμη της φωνής του:
- Έ-να το χε-λι-δό-νι κι η ά-νοιξη ακρι-βή, για να γυρί-σει ο ή-λιος θέ-λει δου-λειά πολ-λή...
Και
κλαίγοντας να επαναλαμβάνει ξανά και
ξανά “στενοχώρησα τον Ελύτη μας”,
συμπληρώνοντας στο τέλος “ο Ελύτης μας
θα ήθελε να μείνω μέχρι τέλος”.
Βούρκωσα.
Γύρισα το κεφάλι απ' τη άλλη μεριά κι
αντίκρυσα τον Ανθυπολοχαγό να είναι
στην ίδια κατάσταση με μένα. Έρριξα μια
ματιά γύρω μου και είδα όλους τους
φαντάρους, άλλους να προσπαθούν να
κρατήσουν τα δάκρυά τους κι άλλους να
κλαίνε χωρίς προσπάθεια να κρυφτούν.
Ο Γιώργος
υποβασταζόμενος απ' τον πατέρα του,
κατέβηκε το πλατύσκαλο και κατευθύνθηκε
αργά προς την έξοδο του στρατοπέδου
χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.
Οι φαντάροι αργά-αργά στράφηκαν και
κατευθύνθηκαν ο καθένας δίπλα στην
κουκέτα του.
...........................................................................................................................
Το βράδυ
εκείνης της κρύας μέρας, έριξε πυκνό
χιόνι. Κανένας μας δεν βγήκε στην πόλη.
Ο δασκαλάκος της παρέας, πήρε την κιθάρα
του κι άρχισε σιγά γρατσουνώντας τη να
τραγουδάει...
“Κι
αν βγω απ' αυτή τη φυλακή
κανείς
δε θα με περιμένει
οι δρόμοι
θα 'ναι αδειανοί
κι η
πολιτεία μου πιο ξένη...”
Σημ.: Η παραπάνω ιστορία είναι μέρος της συλλογής διηγημάτων με τον ίδιο τίτλο ("Στενοχώρησα τον Ελύτη μας") που πρόκειται να εκδοθεί μέσα στο 2019.
Σημ. 2: Η ιστορία είναι πραγματική από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη.
No comments:
Post a Comment