Monday, 8 October 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Μαυρομιχάλη 46


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη



(Μαυρομιχάλη 46 - Φωτογραφία Παναγιώτη Ζέρβα από τις "Παλιές φωτογραφίες της Βέροιας)

     Η επιστροφή στο σπίτι, μετά το σχολείο, ήταν πάντα μια απόλαυση. Πετώντας σαν το σπουργίτι, ανέβαινα το χωματόδρομο, που το χειμώνα τον έσχιζαν τα νερά της βροχής και το καλοκαίρι, γινόταν σκληρός σαν πέτρα. Τα νερά της βροχής, παρέσερναν το κοκκινόχωμα, από το ύψωμα απέναντι από το σπίτι και ο δρόμος, έπαιρνε την απόχρωση του πλίνθινου τούβλου. Καθημερινά, τον διέσχιζαν εκατοντάδες άνθρωποι και ζώα. Ανηφόριζαν και κατηφόριζαν, από τις πάνω γειτονιές της Βίλας του Βικέλα, εκεί όπου βρίσκονταν «πάλαι ποτέ (1)», οι λαϊκές συνοικίες της πόλης.

(Η οδός Μαυρομιχάλη - Φωτογραφία Παναγιώτη Ζέρβα από τις "Παλιές Φωτογραφίες της Βέροιας)


     Σε αυτή την μεριά της πόλης, μετά την μικρασιατική καταστροφή, οι παππούδες μας είχαν κτίσει με τα χέρια τους, τη ζωή, το σπιτικό και όλο τους το βιός. Σ΄ αυτό λοιπόν το δρόμο, Μαυρομιχάλη 46, αγοράσθηκε το τούρκικο σπίτι, από τον παππού και τον αδελφό του. Μια βαριά δίφυλλη πόρτα, από ξύλο, στολισμένη με γυφτόκαρφα και ένα μάνταλο, έφραζε την είσοδο του σπιτιού. Στο ισόγειο, αριστερά από τον μακρόστενο διάδρομο, υπήρχε ο στάβλος για τα ζώα. Γελάδια στο παρελθόν και το άλογο στη συνέχεια. Στον ίδιο χώρο, βρίσκονταν το αμπάρι, για το σιτάρι και το καλαμπόκι. Δίπλα ακριβώς από τη εξώπορτα, το τούρκικο αποχωρητήριο, για την οικογένειά και τους φιλοξενούμενους. Στο βάθος του διαδρόμου, συναντούσες μια στέρνα, για τις ανάγκες ύδρευσης των ζωντανών του στάβλου, αλλά και για την καθαριότητα του χώρου. Μια τσιμεντένια σκάλα, σε σχήμα γάμα, οδηγούσε προς το επίπεδο του πρώτου ορόφου, μέσω της αυλής.

     Το σπίτι ήταν χωρισμένο, σε δυο ίσα μέρη, για να στεγαστούν οι δυο φαμίλιες. Ο διαχωρισμός των τμημάτων, έγινε με πρόχειρες κατασκευές, από πισσόχαρτο και ξύλο. Με τον ίδιο τρόπο, κατασκευάστηκε και το δωμάτιο της κουζίνας, απλώς για λέμε ότι υπάρχει και κουζίνα. Το πισσόχαρτο είχε ένα σκούρο καφέ χρώμα, που σου προκαλούσε θλίψη. Με τη μια πλευρά του αδρή και την άλλη λεία, προσφερόταν για βάψιμο και έτσι βελτιωνόταν αισθητικά ο χώρος και άλλαζε το συναίσθημα.


(Το άλογο)

     Το παράθυρο της κουζίνας, έβλεπε στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου βρισκόταν η αυλή. Η μάνα, μαγειρεύοντας στον υποτυπώδη πάγκο, από τσιμέντο, έριχνε κλεφτές ματιές στα λουλούδια της, που αποτελούσαν ένα αληθινό πάθος. Τα πυξάρια, με το σκούρο καταπράσινο και γυαλιστερό φύλλωμα, οριοθετούσαν τα παρτέρια με τους κατιφέδες, τις ντάλιες και τους πανσέδες. Στα παρτέρια του περίγυρου, οι τριανταφυλλιές με το σκούρο κόκκινο, άσπρο και ροζ χρώμα τους, σκόρπιζαν στον αέρα, το υπέροχο άρωμα τους. Κάθε Πάσχα, στο κεντρικό παρτέρι, άνθιζε μια πελώρια πασχαλιά, με τα υπέροχα και μυρωδάτα, λιλά λουλούδια της. Με αυτό τον τρόπο, διαλαλούσε το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου, της Ανάστασης της φύσης!

     Στο βάθος της πίσω μεριάς, στο κέντρο του οροθεσίου του οικοπέδου, ύψωνε αγέρωχη τα κλαδιά της, η συκιά. Τα μεγάλα καταπράσινα φύλλα της, μας προστάτευαν από τις καυτές καλοκαιρινές ακτίνες του ήλιου και τα γλυκά σύκα, με το σαρκώδες κατακόκκινο περικάρπιο, χορταίναν κάθε πείνα. Μικροί – μεγάλοι, προσπαθούσαν να μοιραστούν λίγα σύκα και να απολαύσουν ιστορίες, κάτω από τον ίσκιο της.


(Άλλη μια εικόνα της οδού Μαυρομιχάλη - Φωτογραφία Παναγιώτη Ζέρβα από τις "Παλιές Φωτογραφίες της Βέροιας)

     Εκεί κατασκεύαζα την καλύβα μου, από τα άχρηστα ξύλα της διπλανής κορδέλας και έκτιζα τα όνειρα μου, για πύργους και κάστρα ή μια αίθουσα προβολής ταινιών, δηλαδή κινηματογράφο! Ο Γιώργος, ήταν βασικός συντελεστής ιδεών και πελάτες, η Κική, η Μαίρη, η Ρούλα, η Άννα, η Ολυμπία και η Αθανασία. Θεέ μου επικές εποχές! Με πολλά μέτρα ζωγραφιών, τυλιγμένες σε ρολά, για τις ανάγκες της παρουσίασης, των θεμάτων των ταινιών. Ο ταμίας, στέκονταν όρθιος, στην είσοδο της υποτιθέμενης υπαίθριας αίθουσας και εισέπραττε το αντίτιμο της εισόδου… καμιά δεκάρα, κανένα αυγό, κάτι τέλος πάντων, που να επέτρεπε την είσοδο και την συμμετοχή, στα δρώμενα της γειτονιάς.

     Το τέλος του καλοκαιριού, έβρισκε τη μάνα μου, να κάνει μαρμελάδα. Μαρμελάδα από ροδάκινο, από αχλάδι, αλλά και ντοματοπολτό. Μέσα στο κατάμαυρο εξωτερικά καζάνι, ανακάτευε, με την τεράστια ξύλινη κουτάλα, τα λιωμένα φρούτα, από την παραγωγή του πατέρα. Ο καπνός από τα ξύλα, ανέβαινε ψηλά στον ουρανό, ευχαριστία στο δημιουργό και για την φετινή καλή σοδιά.

     Το εσωτερικό του πρώτου ορόφου, που έβγαζε στην αυλή, που ήταν ανισοεπίπεδη προς το δρόμο, είχε χολ και τρία δωμάτια. Ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος, προς την αυλή και δύο στην πρόσοψη της κατοικίας, επάνω στο δρόμο. Το δικό μου δωμάτιο, ήταν το δεξί, στο βάθος του διαδρόμου και έβλεπε ακριβώς απέναντι, από τον καταρράκτη, της υπερχείλισης του ποταμού. Στο σημείο αυτό, ο ποταμός, έμπαινε μέσα σε σωλήνες και διέσχιζε υπόγεια πλέον, την περιοχή. Τις νυκτερινές ώρες, ο θόρυβος της ροής του νερού, μέσα στο άνοιγμα του σωλήνα, ήταν απόκοσμος και θύμιζε στο παιδικό μυαλό, τον Αχέροντα ποταμό και την βάρκα που σε μετέφερε, στον κόσμο των ψυχών. Μόνη παρηγοριά, το τριζόνι της νύκτας, που καλούσε σε επιφυλακή, τους θνητούς του κόσμου.


(1) Παλαιότερα


No comments:

Post a Comment