Του Γιώργου Παληγεώργου
Τετάρτη,
απόγεμα, 17 Αυγούστου στα 1960. Έτσι μούπανε,
κάπως έτσι το γράφουνε και στα χαρτιά.
Κείνη τη μέρα, οι φημερίδες έγραφαν, ότι
η Κύπρος έχει πια λευτερίαν κι έχει από
δικού της κυβέρνιο, ότι ο Εγγλέζος πήρε
παπόρι απ’ την Αμμόχωστον κι έφυεν.
Κείνη τη μέρα βολεύτηκε κι η μάνα μου,
βολεύτηκα κι εγώ, να γένω και νάμαι στον
κόσμο τούτον δω. Ο Μίκης Θεοδωράκης, την
ίδια μέρα, ’πως έμαθα μετά, ηχογραφούσε
το τραγούδι «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου»
με τα λόγια του Νίκου Γκάτσου και τη
φωνή της Μαίρης Λίντα, που το έβαλαν
μετά, στα χείλια της Οικουμένης ολάκερης,
οι Μπιτλς. Στη Ρώμη λίγες μέρες μετά,
ξεκίναε η Ολυμπιάδα. Ο Μάνος Χατζιδάκις
την ίδια χρονιά, περιφρόναε το Όσκαρ,
για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά»,
απ’ την ξακουστή ταινία του Ζιλ Ντασέν
και της Μελίνας, «Ποτέ την Κυριακή». Η
φτώχεια στο χωριό, δεν άφηνε τόπο για
πολλά. Τότε, μπροστά απ’ τη μάντρα της
αυλής, στο σοκάκι, πράματα φορτωμένα
έφταναν στο χωριό κι άλλα έφευγαν για
το κάμπο. Το σπίτι, η αυλή, η μάντρα, το
σοκάκι κι ο κόσμος με τα πράματα, το φως
το πρώτο, η ζωή.
(Φυτείες (Μαχαλά) Ξηρομέρου. Ο τόπος του χρονικού)
Και
μπήκε το 1961, με τη φτώχεια σημαιοφόρο.
Ο κόσμος, λέει, τσακώνονταν καθημερνώς.
Πότε για το γουρούνι, πότε για το σύνορο.
Πολλές φορές τσακώνονταν για τα πολιτικά.
ΕΡΕ, ΕΔΑ, Ένωση Κέντρου. Δεξιοί, Αριστεροί,
Κεντρώοι… Σάματις ήξεραν κι αυτοί;
Έλεγαν ανήκω κει κι αρπάζονταν. Πάντως,
τις πλιότερες φορές, τσακώνονταν από
συνήθειο. Αυτό ήξεραν καλύτερα να κάνουν,
αυτό έκαναν. Τότε ήτανε που ο Ρώσος
Γιούρι Γκαγκάριν, πήγε στο διάστημα.
Πολλοί το πήρανε για ψέμα. Ενάμισι μήνα
μετά, πήγε κι ο Αμερικάνος ο Άλαν Σέπαρντ
Τζούνιορ. Στο Βερολίνο, άρχιζαν να
κτίζουν το χωρισμό του κόσμου κι ο Έρνεστ
Χεμιγουέϊ αυτοκτονούσε. Οι γυναίκες
στο χωριό, κουβάλαγαν απ’ τις κοινοτικές
βρύσες, νερό με τις ποτίστρες, μια στο
κεφάλι, μια στο χέρι. Πίσω απ’ το νόστο,
οι σεμπριές και του μπακάλη το δεφτέρι,
θηλιές στα λαιμά. Κι ακόμα, άμα δεν είχε
κανένας όμορφη γυναίκα ή όμορφη θυγατέρα,
ούτε για σέμπρο δεν τον προτίμαγαν οι
χτηματίες.
Κι
η φτώχεια, ισόβια αυτοκρατόρισσα θαρρείς,
διαφέντευε και το 1962, πότε ίδια με τα
πριν, πότε χειρότερα. Οι φημερίδες
έγραφαν, ότι πέθανε ο μεγάλος Έλληνας
καρκινολόγος, Γιώργος Παπανικολάου,
στην Αμερική όμως, ο κόσμος εκεί, θρηνούσε
για την αυτοκτονία της Μέριλυν Μονρόε.
Στη Χιλή, η Βραζιλία του Γκαρίντσα,
έπαιρνε το παγκόσμιο στέμμα, στο
ποδόσφαιρο. Οι καπνοπαραγωγοί, μαζώχτηκαν
στη Σφήνα (Ακαρνανία) στο ιστορικό
συλλαλητήριο, για τις τιμές του καπνού
και χτυπήθηκαν με τους χωροφυλάκους.
Οι γυναίκες σταυροκοπιούνταν, μη χαθεί
κανένας. Το Στάθη τονε «στόλισε» ένα
σκάϊ, ο Μήτσο Βλάχος πάει στον τόπο.
Πολλοί τότε έφευγαν για τις ξενιτιές,
για να ξορκίσουν τη φτώχεια και κάποιοι
νιοι, μπαρκάριζαν στα καράβια. Τηλέφωνο
δεν ύπαρχε, μονάχα ο ταχυδρόμος.
Ήτανε
η σειρά του 1963. Η λοχαγός Βαλεντίνα
Τερέσκοβα, ήταν η πρώτη γυναίκα, που
έφτανε στο διάστημα. Ο Μάρτιν Λούθερ
Κινγκ, διαμαρτύρονταν για τις φυλετικές
διακρίσεις. Ο Τζον Φ. Κένεντυ δολοφονούνταν
στις ΗΠΑ και στη Θεσσαλονίκη, ο Γρηγόρης
Λαμπράκης. Ο Έλληνας Κυβερνήτης
αναρωτιόταν, «ποιος κυβερνάει αυτό τον
τόπο;». Μετά ο Καραμανλής, έχασε τις
εκλογές και Κυβερνήτης μπήκε ο Γέρος ο
Παπαντρέου. Οι πνευματικοί άνθρωποι
της χώρας, πανηγύριζαν για την απονομή
του Νόμπελ λογοτεχνίας, στο Γιώργο
Σεφέρη. Τα διδαχτικά βιβλία, άρχισαν να
δίνονται δωρεά, στους μαθητές των
Δημοτικών σχολείων και των Γυμνασίων,
χάρη στον Παπανούτσο, είπανε. Στο χωριό,
σκότωμα ανθρώπου από μουλάρι, δεν
φαίνονταν παράξενο. Το καλοκαίρι,
καταλαβαίναμε πως πήγε η ώρα μεσημέρι,
απ’ τον ίσκιο του παλουκιού, ότι ρολόϊ
και ράδιο, δεν ύπαρχε στα πιο πολλά τα
σπίτια.
Το
1964 που παρακάλαγαν πολλοί να πάρουνε
το Νόμπελ, ο κορυφαίος Γάλλος λογοτέχνης
Ζαν Πολ Σαρτρ, το αρνήθηκε. Δε θέλω
βραβεία, είπε κι άλλοι τον είπανε χαζό
κι άλλοι Θεόμουρλο. Η Ολυμπιάδα, κείνη
τη χρονιά, ήτανε στο Τόκιο. Στον Περαία,
έφταναν παπόρια, με διωγμένους Έλληνες,
απ’ την Αίγυπτο. Οι πατεράδες τότε
έψαχναν, για δανεικό τσουβάλι αλεύρι
κι οι μανάδες, έψεναν κρεμμύδι στη
χόβολη, για τα παιδιά. Τότε νύχτωνε νωρίς
και το λυχνάρι ήταν ανήμπορο, να σπάσει
το σκοτάδι. Στο χωριό, μονάχα η μέρα είχε
φως. Κι όποιος κατάφερνε να ξετάσει, τ’
άχαρα μηδενικά του κόσμου, έβλεπε την
αλήθεια της ζωής και τρύπαε την πολλή
απελπισία και έφκιανε χαρά. Έλεε, «να
βράσω τους λογαριασμούς» κι ολόψυχα
τραγούδαε. Στη μέση του στερημένου
κόσμου, κάποιοι παραλήδες, δε προλάβαιναν
να ζήσουν, ότι ολημερίς μετρούσαν τους
παράδες κι αστόχαγαν να φάνε.
Το
1965, οι φημερίδες έγραφαν για τον Τσώρτσιλ,
που πέθανε κι ότι ο Καναδάς απόχτησε
δική του σημαία. Στο Βιετνάμ, η κόλαση.
Η «μεγαλειοτάτη» Άννα – Μαρία, εμβαπτίσθη,
στο ορθόν δόγμα, είπανε. Οι πολιτικοί
στη χώρα μας, τσακώνονταν για το Κυπριακό
και την ένωση. Οι καρέκλες, η καμαρίλα
του παλατιού, τα Ιουλιανά, η αποστασία
κ.λ.π. Οι Έλληνες διώχνονταν απ’ την
Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Έφευγε
πρόωρα απ’ τη ζωή, ο θρυλικός Νίκος
Γούναρης. Τότε, ο Μιχάλης Κακογιάννης,
έβαλε το «Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη,
στο κορμί του Άντονι Κουίν κι ο Μίκης
Θεοδωράκης του έπαιξε μουσική και κείνος
χόρεψε. Και ματαγένηκαν η Ελλάδα κι η
Κρήτη, γνωστές σ’ όλονε τον κόσμο κι
όλος ο κόσμος μαγεύτηκε. Οι άντρες έκοβαν
ξύλα για το χειμώνα κι οι γυναίκες
φρύγανα, για το φούρνισμα. Οι νιοι κι οι
νιες, ’πως απ’ αρχής του κόσμου είναι
επιταγή, αφήνονταν στης φύσης τους τη
φλόγα.
Το
1966 στο χωριό, γκαινιάστηκε το Δημοτικό
σχολείο. Οι φημερίδες τότε έγραφαν, ότι
γίνηκε ναυάγιο στη Φαλκονέρα και πάει
κόσμος. Στο Ξηρόμερο, έφτασε το ηλεκτρικό
ρεύμα κι όλη μέρα άκουες τους εργάτες
της ΔΕΗ να φωνάζουν, “εεεεε ωπ, εεεεε
ωπ”, για να σηκώσουν συχρονισμένα τις
κολόνες και να τις βάλουν, στις βαθιές
τρύπες, που άνοιγαν επί τούτου. Κι έκοψαν
και τη σκαμνιά της αυλής, να μη μποδίζει
τα καλώδια. Κι είχανε ηλεκτρικό τα σπίτια
και τα μαγαζιά κι ήφεραν και λεκτρόφωνα
κι γιόμισαν τα βράδια, με τη φωνή του
Στέλιου Καζαντζίδη και του Γρηγόρη
Μπιθικώτση και του Βαγγέλη Περπινιάδη
και του Πάνου Γαβαλά και του Μανώλη
Αγγελόπουλου και της Γιώτας Λύδια και
της Καίτης Γκραίη και της Πόλης Πάνου
και… πού να θυμάται κανένας τώρα... Συχνά
ερχότανε κινηματόγραφος. Στη μεριά της
Ακαρνανίας, έκαμε μεγάλο σεισμό κι
έπεσαν σπίτια κι πάει ένας λέει και
φαμελιές πολλές, κοιμότανε σε σκηνές,
που μέρασε το κράτος κι ο στρατός μάζωνε
τα χαλάσματα και τα κουβάλαε με τα
τζέϊμς, όξω απ’ το χωριό. Άλλοι πήρανε
βοήθεια κι έφκιασαν καινούργια σπίτια,
κι άλλοι, όπως γένεται πάντοτε, γελάστηκαν
κι αδικήθηκαν και δε βοηθήθηκαν και
παράμειναν στα χαλέπετα. Ας είναι. Και
με καλό σπίτι και με τοιμόρροπο, ο καιρός
περάει λένε. Μα πώς περάει θα πεις; Ε
αυτό ας τ’ αφήσουμε. Τότε στο σχολείο,
είχε έρθει και νια δασκάλα όμορφη, που
έπαιζε ακορτεόν. Ο Σαββόπουλος κείνη
τη χρονιά πρωτοεμφανίστηκε με «Το
φορτηγό». Η Αγγλία, λόγω εντοπιότητας
είπανε, ήταν η νέα πρωταθλήτρια της
οικουμένης, στο ποδόσφαιρο. Άντε καλά.
Οι μικροί τότε, ’πως στα μικράτα του ο
πάσα ένας, όλα καλά τάβλεπαν!
Το
1967, σε κάθε αίθουσα του Δημοτικού
σκολείου, κρέμασαν δίπλα στην εικόνα
του Χριστού, τη φωτογραφία ενός άντρα
αυστηρού, ήταν ο Παπαδόπουλος. Τότε η
επανάσταση είπανε πως ήτανε καλή, κάτι
να πούμε σαν το ’21, μετά Χούντα την
είπανε. Ο Νικόλας στις 25 του Μαρτιού,
είχε παίξει τον Καραϊσκάκη κι ο Ολυμπιακός
μετά πήρε το πρωτάθλημα. Τα τραγούδια
του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύτηκαν κι ο
Μπιθικώτσης έγινε «Σερ». Στη Βολιβία,
ο Τσε Γκεβάρα, δολοφονούνταν και στο
Κεπτάουν, η πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς,
ήταν γεγονός. Η Μπριζίτ Μπαρντό,
αναδείχτηκε σε παγκόσμιο σύμβολο του
έρωτα, στην ταινία «Και ο Θεός έπλασε
τη γυναίκα». Κι η ζωή στην Ελλάδα, τράβαε
την ανηφόρα.
Το
1968 οι καρδιές των νέων, ζεσταίνονταν
απ’ τα πανανθρώπινα αιτήματα, του
Γαλλικού Μάη. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης,
παντρεύονταν στο Σκορπιό τη Τζάκυ, Χήρα
του δολοφονημένου Προέδρου Τ. Κέννεντυ,
ενώ στην Αμερική, δολοφονούνταν και ο
αδερφός του, Ρόμπερτ Κέννεντυ. Στο Μεξικό
φιλοξενήθηκε η Ολυμπιάδα. Η Ελλάδα
απόκτησε τηλεόραση, μα οι Έλληνες, ήταν
ανήμποροι να τη μπάσουν στα σπίτια τους
και να την απολάψουν. Στις ΗΠΑ, μαύρη
γυναίκα, πρωτομπήκε στη βουλή. Στη
Μπιάφρα, πεθαίνανε της πείνας καθημερνά,
δέκα χιλιάδες ανθρώποι. Ο δικτάτορας
διέταξε το δόγμα «Ελλάς Ελλήνων
Χριστιανών». Ακολούθησε η περίφημη
πολιτική ατάκα, «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών,
καθολικώς διαμαρτυρομένων». Η δημοκρατία
είχε καταντήσει λέξη άγνωστη. Η ΑΕΚ πήρε
το πρωτάθλημα.
Το
1969 εγκαινιάστηκε από τον δικτάτορα το
φράγμα στο Καστράκι και ο Πατακός
απαγόρεψε τις δημοτικές εκλογές. Ο
Σεφέρης κατάγγειλε το καθεστώς. Πέθανε
ο πολύς Στρατής Μυριβήλης. Στη Σελήνη
ο άνθρωπος πάτησε για πρώτη φορά. Ο
Καντάφι πήρε την εξουσία στη Λιβύη. Το
Βατοπαίδι γλύτωσε από πυρκαγιά κι ο
Μόρνος έφτασε στην Αθήνα. Πολύνεκρο
αεροπορικό δυστύχημα, στην Κερατέα. Ο
Παπαδόπουλος κι Πατακός, δήλωναν πως
ευαγγελίζονται, την πολυκομματική
κοινοβουλευτική Δημοκρατία, χωρίς
κόμματα βεβαίως! Στο χωριό οι χωροφυλάκοι,
τράβαγαν όποιον νέο ήταν ακούρευτος κι
εκβιαστικά έπαιρναν δωρεά τα περί
ορέξεως, από πλανόδιους καρπουζάδες.
Ήτανε η σειρά του Παναθηναϊκού, να πάρει
το πρωτάθλημα.
Στα
1970, η δεκαετία της αφεντιάς μου η πρώτη,
τέλεψε. Στην κουτσουρεμένη δεκαετία
του '60, που την είπανε χρυσή δεκαετία
της νεότερης Ελλάδας, για το πνέμα και
τον πολιτισμό, κάποιες γενιές ακουμπάνε
και παίρνει το αίμα τους παλμό. Τότε που
καθημερνά στις αυλόπορτες, κάποιος
διακονιάρης εκλιπαρούσε, τότε που η
νιότη σκέπαζε γιατρικά, τις πληγές του
εμφύλιου και συνάμα γινόταν πεποίθηση,
ότι ο ανθρώπινος αγώνας τέλος δεν έχει.
Στη χρυσή δεκαετία του ’60, στο ριζωμένο
χρονικό της αυγής, βρίσκουν υλικά της
καρδιάς, ακόμα κι αυτοί, που ζητιανεύουν
τη ζωή και την αγάπη.
Σημείωση:
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 17
Αυγούστου 2018, στο προφίλ του συγγραφέα
στο facebook.
No comments:
Post a Comment