Thursday 25 October 2018

Γράμμα από την Ξάνθη. Το σπίτι


Της Ελένης Λιάκου - Μπίκου




   Το σπίτι που δόθηκε τότε, στην γιαγιά και στο παππού, ερχόμενοι πρόσφυγες, από την Λεύκη, της Μικράς Ασίας (Σοβίτ) είχε ένα χωλ και δεξιά κι αριστερά του χωλ, ένα δωμάτιο, που χρησίμευε για καθιστικό και κουζίνα και ένα άλλο, που χρησίμευε για κρεββατοκάμαρα. Είχε όμως, μια σχετικά μεγάλη αυλή, με το απαραίτητο κοτέτσι, και έναν χώρο αποθηκευτικό, με χάρμποτ φτιαγμένο, όπου η γιαγιά φύλαγε, οτιδήποτε δεν θα μπορούσε να φαγωθεί, από τα ποντίκια, γιατί δόξα τω Θεώ, την εποχή εκείνη, υπήρχαν πολλά ποντίκια και η φάκα, ήταν απαραίτητο αξεσουάρ, σε κάθε σπίτι.

     Όταν παντρεύτηκε όμως η μαμά, το σπίτι ήθελε οπωσδήποτε και δεύτερη κρεββατοκάμαρα και αποφασίστηκε η επέκτασή του. Χρήματα δεν υπήρχαν. Ένα καφενείο με πενιχρά έσοδα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, επέτρεπε την οικογένεια, να ζει υποφερτά.

     “Θα πάω να δουλέψω στα καπνομαγαζα παιδί μου”, είπε η γιαγιά στον γαμπρό και πατέρα μου.

     “Τί πράγματα είναι αυτά που λες μητέρα”, είπε ο μπαμπάς μου, που την υπεραγαπούσε σαν δεύτερη μητέρα του, μια και την δική του, την έχασε οκτώ χρονών, και στο πρόσωπο της γιαγιάς, βρήκε όλη την στοργή που στερήθηκε.

     “Χήρα γυναίκα”, ...είχε πεθάνει ο παππούς, “θα πας στα καπνομάγαζα;”

    “Όχι, εγώ θα πάω, τις ώρες που θα λείπω από το καφενείο, θα κάθεσαι εσύ και μόλις τελειώνει η βάρδια, θα έρχομαι να σε αντικαθιστώ. Νέος είμαι, αντέχω”.


     Δάκρυσε η γιαγιά, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, του έδωσε την ευχή της, τον σταύρωσε και έτσι, με την δεύτερη δουλειά, εξοικονομήθηκαν κάποια χρήματα, για να χτιστεί άλλο ένα δωμάτιο και ένα μπάνιο με θερμοσίφωνα.

     Μέχρι τότε, ζεσταίναμε νερό και κάναμε μπάνιο στην σκάφη. Έκαμε και μια αποθήκη, πολλαπλών χρήσεων, με ντουλάπες και ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο, για το πλύσιμο των ρούχων! Υπήρχε ένα μεγάλο καζάνι, εντοιχισμένο, που από κάτω υπήρχε τζάκι. Άναβε η μαμά το τζάκι, γέμιζε το καζάνι με νερό, έριχνε σταχτόζουμο και νιφάδες από ξισμενο σαπούνι, τοποθετούσε τα ρούχα μέσα και με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα, τα ανακάτευε. Δίπλα υπήρχε μια λεκάνη πέτρινη, ειδική κατασκευή και αυτή, ένα είδος νεροχύτη, που έβαζε τα ρούχα, τα ξέπλυνε και όταν τα άπλωνε στην ταράτσα, άστραφταν από καθαριότητα.


     Το τί ευχες έδωσε η γιαγιά, στον μπαμπά μου, για την κατασκευή αυτή, δεν λέγονται. Το διέδωσε στην γειτονιά, στο καφενείο και η πατέντα έγινε κοινή σε πολλά σπίτια.

     “Διες τε”, έλεγε με την μικρασιατικη προφορά, “νε γκιουζέλ, (τί όμορφο) πλυσταριό, με έκανε, ο γαμπρός μου. Αμέ τα ντουλάπια! Του Ισάκ και του Αμπράμ τα αγκαθά να έχουνε!” Και συνέχεια τον εσταύρωνε, “για το κακό μάτι ογλάν μου (αγόρι μου)” έλεγε!

     Την γιαγιά την πρόδωσε η καρδιά της. Ίσως καλύτερα, γιατί δεν πρόλαβε να δει το γκρέμισμα του πλυσταριού της, όταν το σπίτι δόθηκε για αντιπαροχή. Μόνο ο γύφτος χάρηκε, που πήρε το ορειχάλκινο καζάνι, για να το πουλήσει για παλιοσίδερα!

     Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι της συγγραφέως από σοκάκια και σπίτια της παλιάς Ξάνθης,

No comments:

Post a Comment