Monday 29 October 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Αναμνήσεις


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη




(Ζαχαροπλαστείο "Κρίνος")

     Τα Σαββατοκύριακα, κατηφορίζαμε την Μητροπόλεως, για να πάμε επίσκεψη, σε φίλες της μάνας μου ή συγγενείς. Διασχίζαμε την πλατεία Ωρολογίου, περνώντας μπροστά από το εστιατόριο Χαβάη. Το μάτι μου έψαχνε, πάντα, τον λεβέντη μαθηματικό μου, που φημολογείτο, ότι έτρωγε την περίφημη φασουλάδα του, πίνοντας ουίσκι. Ήταν ένας γεροδεμένος, ψηλός άνδρας, γύρω στα σαράντα, ελεύθερος από δεσμεύσεις. Η ομιλία του με βλάχική προφορά και χωριάτικους τρόπους, ενθουσίαζε τους μαθητές της εποχής. Από αστυνομικός, λόγω της αγάπης του για τα μαθηματικά, σπούδασε μαθηματικός. Φτωχόπαιδο με φιλότιμο και καρδιά, που μας αγαπούσε και γι’ αυτό μας «έτρεχε». Μόνο που, το ενδιαφέρον του για τους άτακτούς της εποχής, είχε και εκπαιδευτικό καρπάζωμα και άλλου τέτοιου είδους περιπαιξίματα. Αλίμονο στον μαθητή, που έμπαινε στο μάτι του.

(Το "Δεσποτικό")


     «Α ρε Μπάκα… τα ξυνς ωρέ !»… «Από σήμερα, θα στέκεσαι εδώ, στην μπόρτα της αίθουσας, την ώρα που μπαίν».

     «Γιατί κύριε καθηγητά;»

     «Για να σε καρπαζών ωρέ!»

     «Γιατί κύριε καθηγητά, τι έκανα;»

     «Δεν μπορεί, κάτι θάχεις καν!»

     Αυτά και άλλα τοιαύτα, φαιδρά για τους υπόλοιπους της τάξης, αλλά κάπως σκληρά, για τον συμμαθητή μας, τον Μπάκα. Το διπλό χαστούκι στο πρόσωπο του Μπάκα, έκανε τα μάτια του να πεταχτούν έξω, από τις κόγχες τους. Το χρώμα του προσώπου του, άλλαζε μονομιάς, σε βαθύ κόκκινο. Ο Μπάκας επήγε να διαμαρτυρηθεί, άλλα ο καθηγητής τον πρόλαβε: «Τσιμουδιά σου ’πα… κάτι θάχεις καν!». Στα μεγάλα παραπτώματα, όταν ήταν επιτηρητής στην αυλή, την ώρα του διαλλείματος. οι καρπαζιές συνοδεύονταν και από κλοτσιές και το αποτέλεσμα ήταν ένα «υπερθέαμα»! Η σκηνή θύμιζε τον Ταρζάν, να παλεύει με άγρια θηρία. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου… Θέλεις, η προηγούμενη δουλειά του στην αστυνομία… θέλεις, τα απωθημένα από την άσχημη παιδική ηλικία… το κακό έγινε και ο οργίλος χαρακτήρας του, τον σημάδεψε.


(Το τότε 3ο και 4ο Δημοτικό Σχολείο)

     Λίγο πιο κάτω συναντούσαμε το περίπτερο της Λιλίκας. Τι υπέροχη κυρία! Πάντα μαυροφορεμένη, αλλά κομψή, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Μου θύμιζε την γιαγιά την Μαγδαληνή… οσιακή μορφή. Πάντα ήθελε να μου δώσει «κάτι τις». Μια τσίχλα τυλιγμένη μέσα σε χρυσόχαρτο, μια καραμέλα, μια φλόκα… Και εγώ «η ντροπή της μαμάς μου», ποτέ δεν έλεγα όχι! Φεύγοντας, άκουγα τη κατσάδα της, για την παρεκτροπή μου, από θα θέσμια και τις διδασκαλίες της περί καλών τρόπων.

     Εκεί, λίγο πιο κάτω, ήταν και το περίφημο ζαχαροπλαστείο «Κρίνος». Οι άνθρωποι του από την πατρίδα, την Μικρά Ασία! Εκεί δούλευε κάποτε και η Μαγδαληνή, για «τον άρτον ημών τον επιούσιον». Εκεί, πιάνανε την κουβέντα, η μαμά με τον ζαχαροπλάστη και ενώ αυτοί κουβεντιάζανε, εγώ περιεργαζόμουν, την βιτρίνα των ψυγείων, με τα σιροπιαστά γλυκά της ανατολής… Τι μπακλαβάδες, τι κανταΐφια, τι μπαμπάδες!… Οι σιελογόνοι αδένες μου, άρχιζαν την φυσιολογική τους λειτουργία και τα σάλια πλημμύριζαν το στόμα μου…


(Ελιά)

     Σε λίγο, ένα χέρι με τραβούσε και συνεχίζαμε την κάθοδο προς την Μητρόπολη. Περνώντας έξω από το «Δεσποτικό» την οικία του μητροπολίτη «Βεροίας, Καμπανίας και Ναούσης», βλέπαμε τον τάφο του προηγούμενου μητροπολίτη, να δεσπόζει μπροστά στον κήπο. Η μαμά μου, πάντα φρόντιζε και με υπενθύμιζε, ότι τους μητροπολίτες, τους ενταφιάζανε καθισμένους στο θρόνο τους και ποτέ υπτίως, όπως τον κοσμάκη. Πάντα κοιτούσα εκστασιασμένος το μνήμα, θαρρείς και περίμενα από στιγμή σε στιγμή «να σηκωθεί» ο μητροπολίτης. Καθώς έλεγε και το «Πιστεύω», «…προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος…». Δυστυχώς, πού τέτοια τύχη… Μόνο στους Αγίους «συμβαίνουν» αυτά τα θαύματα, έλεγε η μάνα μου και με τραβούσε πάλι από το χέρι…

     Παραπέρα ήταν ο κινηματογράφος «Παλλάς», με τα υπέροχα έργα της εποχής Κούρκουλου και Κατράκη και στην απέναντι μεριά, λίγο παραπέρα, ο κινηματογράφος «Σταρ», με τον ακτύπητο Ξανθόπουλο! Πόσες ώρες περιμέναμε στην ουρά, για να πάρουμε το πολυπόθητο εισιτήριο και να μπούμε στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα! Τι «σπρώξιμο και κακό» και άντε να έβρισκες θέση! Όταν τα φώτα χαμηλώνανε, σιγά-σιγά και το φιλμ ξεκινούσε, τα αναφιλητά δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τα μαντήλια, μεταξωτά την τότε εποχή, έκαναν την εμφάνιση στα χέρια και άρχιζαν το έργο, της αποκομιδής των δακρύων, από τα μάγουλα, που έπαιρναν ένα λαμπερό ροδοκόκκινο χρώμα, μέσα στο ημίφως, της τεράστιας κινηματογραφικής αίθουσας, που διέθετε και εξώστη, τουλάχιστον πενήντα ατόμων.


(Συγγενείς και φίλοι)

     Παρακάτω ο δρόμος χωριζόταν στα δυο. Ο ένας προς την «Ελιά» και ο άλλος, η Βενιζέλου, προς τον «Άγιο Αντώνιο». Επί της Βενιζέλου και στα δεξιά, με κατεύθυνση τον Άγιο Αντώνιο, συναντούσαμε τον Ιερό ναό, του «Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος», που είχε πάρει πολύ δόξα, επί ιερατείας Κύριλου. Τι λειτουργίες και θρησκευτικές εκδρομές, τι κηρύγματα «από άμβωνος» και πανηγυρικές τελετές, επί του Μητροπολίτου Βεροίας Παύλου! Πιο πέρα, ο ημιυπόγειος ναός του «Αγίου Σπυρίδωνος», με τα χίλια μύρια αναθέματα των γονιών, για την υγεία των παιδιών τους. Το λιβάνι μοσχομύριζε, καθώς περνούσες έξω από τους ναούς και η φλόγα των κεριών από τα κηροπήγια, σε καλούσε να ανάψεις το κεράκι σου και να ψελλίσεις κάποια αίτηση στον άγιο, για κάποιο δικό σου αγαπημένο πρόσωπο. Εποχές αγνής πίστης, χωρίς απαιτήσεις και προκαταλήψεις. Πίστευε η καρδιά και προσευχόταν η ψυχή. Το άρωμα από την προσευχή, ανέβαινε προς το θρόνο του Δημιουργού, μαζί με το θυμίαμα. Ήταν θυσία αγάπης και αλληλεγγύης των συμπολιτών μας, προς τη αγάπη και την ευλογία, που έδινε ο Κύριος σ΄ αυτή την πόλη, που άγγιξαν τα πέλματα του Απόστολου των Εθνών!

     Η εκκλησία του «Αγίου Φανουρίου» και ο «Ιερός ναός της Μεταμορφώσεως», βρισκόταν ανάμεσα στους μπαχτσέδες, των τουρκικών μονοκατοικιών της εποχής, μεταξύ της Λεωφόρου Ανοίξεως και Βενιζέλου, και μας προϋπαντούσαν, κάθε φορά, που πήγαινα στην συνομήλικη ξαδέλφη μου. Οι κήποι πλημμύριζαν, από κάθε λογής λουλούδι. Τριαντάφυλλα, κρίνους, κατιφέδες, ντάλιες... Μερικές διάσπαρτες δαμασκηνιές, μουριές και λωτοί, συμπλήρωναν το τοπίο. Οι φράκτες ήταν σκεπασμένοι από το αγιόκλημα και η περιοχή μοσχομύριζε, σαν τους μπαχτσέδες στο Αϊβαλί. Το άρωμα με ταξίδευε σαν το χαλί του Αλαντίν, ανάμεσα σε λουλουδιασμένες αυλές και πέτρινα τειχάκια, έξω από μεγαλοπρεπή αρχοντικά, κάτω από ξύλινα χαγιάτια και χρωματιστά μπαλκόνια. Έβλεπα τον Αϊ-Γιάννη, τον Αϊ-Γιώργη, την Κάτω Παναγιά και τον Ταξιάρχη, ντυμένο στα λευκά και ανοιχτογάλαζα μάρμαρα. Θεέ μου πόση ομορφιά! Έτσι ήταν τώρα και η Βέροια, η νέα πατρίδα, με τις εβδομήντα τόσες εκκλησιές και τους ολάνθιστους κήπους και αυλές. Με τον κάμπο, που απλώνονταν στο βλέμμα σου «απ' άκρη σ' άκρη», στον φυσικό εξώστη της «Ελιάς», και τον Αλιάκμονα να διαγράφεται, στο βάθος του ορίζοντα. Έβλεπες νοερά τις σάρισες των Μακεδόνων, που διαβαίνανε και αντανακλούσαν στο νερό και, η λάμψη τους κατατρόπωνε τον κάθε τους εχθρό.


(Θείοι και ξαδέρφια)

     Ανοίξαμε το σύρτη της καγκελόπορτας του κήπου και περάσαμε στο χώρο της αυλής. Στο ισόγειο, υπήρχε μια ανεξάρτητη κατοικία, συνήθως ενοικιαζόμενη. Στο πίσω αριστερό μέρος, ο πέτρινος τοίχος, ύψους περίπου δυο μέτρων, είχε μια ξύλινη πόρτα, που οδηγούσε στο καλντερίμι του δρόμου, πίσω από την μονοκατοικία. Μέσα στον κήπο και πριν την ξύλινη πόρτα, υπήρχε ένα τεράστιο δένδρο λωτού. Τα φύλλα του σχήματος οβάλ, βαθιά πράσινα και γυαλιστερά. Οι σφαιρικοί λωτοί, σαρκώδεις, με το ζωηρό πορτοκαλί χρώμα, ήταν μεγάλος πειρασμός στα μάτια των μικρών, που δεν γνώριζαν το φρούτο. Ήταν τέλος Αυγούστου και ο λωτός δεν είχε ακόμη, εκείνο το βαθύ πορτοκαλί χρώμα, που το ’χει μόνο στην ωριμότητα του, τον Σεπτέμβριο. Όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα, άπλωσα τα χέρια μου και έπιασα ένα λωτό και, τα δόντια μου έσκισαν τη μαλακή σάρκα του. Ένας πορτοκαλής χυμός, πλημμύρισε το στόμα μου και αμέσως η γεύση του στυφού, απλώθηκε από «απ' άκρη σ' άκρη». Έφτυνα και ξανάφτυνα, για πολύ ώρα, μέχρι να ησυχάσει ο στοματικός βλεννογόνος! Αντί να με μαγέψει ο λωτός και να ξεχάσω το σπίτι μου, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα, εγώ το θυμήθηκα και παρακαλούσα τη μάνα μου, να φύγουμε «εδώ και τώρα!». Η καημένη η ξαδέλφη μου, προσπάθησε να με συμπαρασταθεί παντοιοτρόπως, αλλά εγώ ανένδοτος.

     Μια άλλη μέρα, κατέφτασα περιχαρής, με την συνοδεία της μητέρας και της γιαγιάς μου και ένα παράξενο δέμα στα χέρια. Ανεβήκαμε τη σκάλα, που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Στα δεξιά μας και σε κάθε σκαλοπάτι, υπήρχε μια γλάστρα, με διάφορα λουλούδια και αρωματικά φυτά. Κατιφέδες, γεράνια και βασιλικός, είχαν την πρωτοκαθεδρία. Η θεία με τις δυο κόρες και την εγγονή της, μας καλωσόρισε με ένα πλατύ χαμόγελο, στην κορφή της σκάλας. Οι δυο πρώτες ξαδέλφες, έμοιαζαν καταπληκτικά σε όλα. Αδελφές να ήταν, δεν θα είχαν τόση ομοιότητα, σε σώμα και πνεύμα. Εγώ πήρα βιαστικά από το χέρι την ξαδέλφη μου, για να της δείξω το περιεχόμενο του πακέτου. Η εφημερίδα που αποτελούσε το περιτύλιγμα απομακρύνθηκε στα γρήγορα και ένα κρεβατάκι έκανε την εμφάνιση του. Το κρεβατάκι ήταν έργο χειροτεχνίας, από κόντρα πλακέ. Το όλο εγχείρημα, είχε πάρει ατελείωτες ώρες στο σχολείο, στη διάρκεια του μαθήματος, της χειροτεχνίας. Στη συνέχεια χρειάστηκαν, δεκάδες χάρτινα περιτυλίγματα, από μαστίχες, σε διάφορα χρώματα, πράσινο, μωβ και χρυσό. Τα χρωματιστά χαρτάκια, χρησιμοποιήθηκαν για τα καλύμματα και τα μαξιλάρια, του κρεβατιού. Το σύνολο, ήταν ένα πραγματικό έργο τέχνης! Ο ενθουσιασμός της ξαδέλφης μου, ήταν η ανταμοιβή μου.

     Ο κόσμος ήταν απλός εκείνη την εποχή. Τα παιδιά δημιουργούσαν τα παιχνίδια τους, με απλά πράγματα, που είχαν στην κατοχή τους. Η χαρά της δημιουργίας και η φαντασία, έκαναν τα υπόλοιπα. Αγαθές σκέψεις, από αγαθούς ανθρώπους, για αγαθές, ανθρώπινες σχέσεις. Η ζεστασιά της οικογένειας, που την αποτελούσαν άνθρωποι, από πρώτου, δεύτερου και τρίτου βαθμού συγγένεια, ήταν έκδηλη στις μέρες μας. Όλοι φρόντιζαν για όλους και το θεωρούσαν υποχρέωση τους.

No comments:

Post a Comment