Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη
(Η οδός Κεντρικής, εμπορικός δρόμος της Βέροιας)
Τρίτη
Γυμνασίου, πήραμε για πρώτη φορά, το
βιβλίο της χημείας. Ένας άγνωστος κόσμος,
ξεπρόβαλε μπροστά μας, ο κόσμος της
ύλης! Καθώς έλεγε λοιπόν και ο φίλτατος
καθηγητής μας, ο κόσμος αυτός αποτελείτο,
από χημικά στοιχεία, άτομα ή μόρια, τα
οποία, ενώνονται μεταξύ τους και δίνουν
τα σώματα, που μας περιβάλουν.
(Η οδός Κεντρικής κάποτε - από τις "Παλιές φωτογραφίες της Βέροιας")
«Ακουσον-άκουσον»,
δηλαδή ο ίδιος ο καθηγητής μας, είναι
ένα συνονθύλευμα σωμάτων, που τα
συνθέτουν, τα μόρια των χημικών στοιχείων.
Ο καθηγητής μας ήταν ψηλός, αδύνατος,
με αραιά μαύρα μαλλιά. Μιλούσε με πάθος,
για τα θέματα του και συγχρόνως τα μάτια
του φωτίζονταν, με μια περίεργη λάμψη,
που σου θύμιζε εκείνη των ματιών του
Αϊνστάιν, στη φωτογραφία του βιβλίου.
Στα δικά μας μάτια, η παραστατική του
εξήγηση, δημιουργούσε μια εύθυμη
ατμόσφαιρα. Στην κυριολεξία, πεταγόμασταν
από τις καρέκλες μας, την στιγμή που
γρονθοκοπούσε την πόρτα της αίθουσας,
για να υλοποίηση παραστατικά, την άτακτη
κίνηση των μορίων του αέρα.
Μεταξύ
των μαθημάτων, στα διαλλείματα, πιάναμε
την συζήτηση με τον φίλο μου τον Γιώργο
και ανταγωνιζόμασταν στις γνώσεις μας,
για το βιβλίο της χημείας, αλλά όπως
φάνηκε, ο φίλος μου ήταν ακόμη πιο
ενήμερος. Ο Γιωργάρας, είχε ήδη επισκεφθεί
ένα νεαρό φαρμακοποιό, στον Αη-Αντώνη
της Βέροιας και είχε ήδη ζητήσει
πληροφορίες, για διάφορα χημικά σώματα.
Ο νεαρός φαρμακοποιός, άδραξε την
ευκαιρία και τον οδήγησε στο πίσω μέρος
του φαρμακείου, δηλαδή στο εργαστήρι.
Εκεί του έδειξε μια συλλογή, από ποικίλες
χημικές ουσίες, που ήταν αραδιασμένες
πάνω στα ράφια και χρησίμευαν στην
παρασκευή των φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Ο φίλος μου έμεινε εμβρόντητος, από τον
θαυμασμό του!
(Ο ιστορικός πλάτανος)
Το
απόγευμα της ίδιας μέρας, κατηφορίσαμε
παρέα το δρόμο της Βεροιώτικης αγοράς,
δηλαδή την οδό Κεντρικής, με κατεύθυνση
τον Αη-Αντώνη. Ο δρόμος ελίσσονταν
ανάμεσα από κάθε είδους εμπορικά μαγαζιά,
διατροφής, ένδυσης, γανωματζίδικα,
παλιατζίδικα, τυροκομεία… Ήταν ένα
υπερθέαμα, ένας περίπατος που έμενε
αξέχαστος, στην παιδική μνήμη, με μυρωδιές
και αρώματα της βιοπάλης.
Αρχής
γενομένης από την πλατεία Ωρολογίου,
που κάποτε ήταν το κόσμημα της πόλης,
κατηφορίσαμε προς το στραγαλάδικο (1) του Κλήμη. Λίγο πιο κάτω, περάσαμε μπροστά
από τον κινηματογράφο «Ολύμπιον» και
αμέσως μετά, στη στροφή προσπεράσαμε
το καφενείο «Ηλύσια». Λόγω του νεαρού
της ηλικίας, οι θαμώνες μας περιεργαστήκαν
από τα τραπεζάκια της αυλής και ο πατέρας
μου, μας χαιρέτησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο
στα χείλη. «Να σας κεράσω μια πορτοκαλάδα…
ίσως μια γκαζόζα;» «Όχι, ευχαριστούμε
κυρ-Αλέκο», κατάφερε να ψελλίσει ο
Γιώργος ντροπαλά και συνεχίσαμε. Μετά
από λίγο φάνηκε ο μιναρές της «παλιάς
Μητρόπολης», που ανταγωνιζόταν το
πλατάνι στην απέναντι μεριά του δρόμου,
εκεί όπου οι Οθωμανοί κρέμασαν τον
Δεσπότη. Στην παχιά σκιά του πλάτανου,
μια κρήνη με δροσερό νερό, ενίσχυσε τη
θέληση και την αντοχή μας, για να φτάσουμε
το γρηγορότερο δυνατό στο φαρμακείο.
(Η Παλιά Μητρόπολη)
Συνεχίζοντας
την κατηφόρα, αντικρίσαμε το «βιβλιοπωλείο
Βαγουρδή» και στη συνέχεια στη γωνία,
το «καφεκοπτήριο Ηλιάδη». Στα δεξιά μας
μέσα στο δρομάκι, είδαμε το «ζαχαροπλαστείο
Σερεμέτα» και τον «κινηματογράφο
Καπρίνη», αλλά εμείς συνεχίσαμε ευθεία.
Πιο κάτω συναντήσαμε το «ζαχαροπλαστείο
Πράπα», την «Πεταλούδα» και τον
«Τσικερδάνο» με είδη προικός και ένδυσης.
Ο
κόσμος της αγοράς, έτρεχε επί μονίμου
βάσεως πάνω-κάτω και ανάμεσα τους, οι
μικροί με το δίσκο του καφέ ή οι
κουλουρτζήδες. Τι θόρυβος, τι νεύρο, τι
φασαρία… Ένας καταστηματάρχης, στην
πόρτα του καταστήματος, προσπαθούσε να
πείσει κάποια κυρία, να αγοράσει τα
προικιά της κόρης της, από κοντά του…
«πάρε τα και θα σου κάνω καλή έκπτωση…
δεν θα βρεις πουθενά καλύτερα, στην ίδια
τιμή». Η κυρία κοντοστάθηκε και τον
κοίταξε στα μάτια… και ζήτησε κάτι
ακόμα… Ο έμπορος «γάτα», της ανταπαντά
«άντε χαλάλι σου… μια φορά την παντρεύεις…
θα τα βρούμε!».
(Το καφενείο "Ηλύσια" - Από τις "Παλιές φωτογραφίες της Βέροιας")
Επιτέλους,
το φαρμακείο φάνηκε στην διασταύρωση
των δρόμων, μετά την «σκεπαστή Δημοτική
αγορά» της Βέροιας, με τους κρεοπώλες,
τους ψαράδες και τους μανάβηδες, δίπλα
από το πολυκατάστημα «Καπρίνη - είδη
προικός». Καθώς ήταν γωνιακό ισόγειο
μαγαζί, με απαστράπτουσες βιτρίνες,
τραβούσε την προσοχή του κόσμου, που
επεξεργαζόταν τον πάγκο και τα γεμάτα
φαρμακευτικά σκευάσματα ερμάρια του.
Ο φαρμακοποιός και οι βοηθοί του,
βρισκόταν «επί ποδός (2)».
Ο Γιώργος μπήκε θαρρετά στο κατάστημα
και κατευθύνθηκε στο χαμογελαστό
φαρμακοποιό, οποίος τον αναγνώρισε και
τον «περιέπαιξε» λέγοντας: «Πάλι εδώ
είσαι;». Στη συνέχεια έκανε νόημα στο
Γιώργο να περάσει στο εργαστήρι, όπου
μας άφησε μόνους και μας είπε να τον
φωνάξουμε, όταν θα ήμασταν έτοιμοι.
Μόλις
πέρασα το κατώφλι του εργαστηρίου,
αντίκρυσα τους πάγκους, για την παρασκευή
των φαρμακευτικών προϊόντων και ακριβώς
από πάνω, ράφια γεμάτα με δοχεία, που
περιείχαν πλήθος ουσιών, παντός χρώματος
και μορφής. Κρύσταλλοι που ιριδίζανε
και γεμίζανε το χώρο με λαμπερά χρώματα.
Σκόνες και κόκκοι, με έντονα χρώματα
όπως, βαθύ μπλε, λαμπερό κίτρινο, σμαραγδί
πράσινο, πορφυρό κόκκινο, ακόμη και ροζ.
Θεέ μου! ατελείωτη ποικιλία χημικών
σωμάτων και φανταστικές μορφές και
χρώματα. Ο Γιώργος βρέθηκε στο στοιχείο
του και άρχισε τις εξηγήσεις. Αυτό το
κίτρινο είναι θείο, αυτό το ιώδες είναι
ιώδιο και πιο κάτω το υπερμαγγανικό.
«Κοίτα αυτά τα υγρά στα φαιόχρωμα
μπουκάλια, είναι οξέα και βάσεις».
«Θυμάσαι τι είπε ο καθηγητής; Βάση και
οξύ άλας και νερό». Ο χρόνος όμως κύλησε
και ο φαρμακοποιός κατέφτασε και ετοίμασε
την παραγγελία του φίλου μου. «Πάει» το
χαρτζιλίκι (3) της Κυριακής και αυτό ήταν μόνο η αρχή…
Ο φίλος μου, είχε πάρει στα σοβαρά το
ρόλο του, σαν χημικός και το χημείο
έπαιρνε σάρκα και οστά, στην ταράτσα
της πολυκατοικίας, απέναντι από τον
Απόστολο των Εθνών, που προστάτευε τους
μικρούς αφελείς επιστήμονες.
«Να
ρίξω ρε Τάσο και αυτό το κομμάτι
ψευδάργυρου, μέσα στο υδροχλωρικό οξύ;»…
«Και δεν το ρίχνεις!»… «Να, οι φυσαλίδες
του υδρογόνου!» «Άναψε το σπίρτο να
δούμε, θα πάρει φωτιά;»… «Πρόσεχε!» Ένα
μικρό «πλόκ», ακούστηκε και η γαλάζια
φλόγα, εμφανίστηκε για ελάχιστο χρόνο,
πάνω από το δοχείο, στο μικρό χώρο του
χημείου… Ευτυχώς δεν ήταν πολύ το
υδρογόνο, που πρόλαβε να ελευθερωθεί…
Είχε άγιο ο φίλος μου…
Έτσι
περνούσαμε τότε τις ελεύθερές ώρες μας,
αυτή τη μαγική περίοδο του τέλους της
εφηβείας μας. Όμορφες εποχές, γεμάτες
από εναύσματα και ερεθίσματα για την
επιστήμη, την φιλοσοφία και την ποίηση!
1. Ξηροκαρπάδικο
2. Σε
ετοιμότητα
3. Μικροποσό
χρημάτων
συγκινήθηκα πραγματικά!!!
ReplyDelete