Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη
(Ο παππούς και η γιαγιά με τις εργάτριες της βιοτεχνίας χαλιών)
Μια από τις
ομορφότερες βόλτες, ήταν η επίσκεψη στη
γιαγιά. Κατηφορίζαμε για το «Τσερμένι»
και από εκεί, παίρναμε την κατεύθυνση,
για «Πασά-Κιόσκι». Στα μέσα τις διαδρομής
και πριν την ταβέρνα τα «Τρία σκαλοπάτια»,
ο δρόμος βυθιζόταν απότομα, για το
«Γιολά-Γκελντί». Το καλντερίμι
κακοφτιαγμένο, από τη φθορά που του
προκαλούσαν, τα νερά των βροχών, κατηφόριζε
σαν φίδι, για το φούρνο και από εκεί, για
την κρήνη της γειτονιάς, με το παγωμένο
νερό. Η πόρτα της τουρκοκατοικίας, με
το μάνταλο και τα γυφτόκαρφα, στην
ξεβαμμένη από τον ήλιο επιφάνεια της,
μας καλωσόριζαν. Η κυρα-Ζωή περιχαρής,
ανακοίνωνε την άφιξη μας, στην γιαγιά
Μαγδαληνή, με δυνατή φωνή: «Καλέ Μαγδαληνή
χος γκελντί !».
Η γιαγιά, έβγαζε
το κεφάλι της στο φεγγίτη, πάνω από την
πόρτα, και έβλεπε ποιος είχε έρθει. Στη
συνέχεια, κατέβαινε τρέχοντας, να ανοίξει
την πόρτα. Άπλωνε ορθάνοικτα τα χέρια
της, καθώς εγώ έπεφτα με φόρα, μέσα στην
ζεστή αγκαλιά της. Φιλιά και χάδια, που
δεν τα σβήνουν, όσα χρόνια και να περάσουν.
(Φωτογραφία με τη γιαγιά)
Από την στιγμή
που πρωτοαντίκρισα την γιαγιά, δεν
θυμάμαι να φόρεσε άλλο χρώμα, εκτός από
το μαύρο. Βλέπετε, ήταν χήρα από τα
δεκαεννιά της και η μόνη της έγνοια,
ήταν η ανατροφή των παιδιών της. Μέσα
στο σπίτι, κυκλοφορούσε πάντα, με μια
μαύρη ρόμπα, που είχε μικρά άσπρα σχέδια.
Η ρόμπα κούμπωνε στο πρόσθιο τμήμα της,
με στρόγγυλα, μαύρα κουμπιά. Η εμφάνιση
της ήταν τόσο λιτή και απέριττη, που σου
έδινε την εντύπωση του καντηλανάφτη,
που η μόνη του ασχολία, ήταν ο καλλωπισμός
της εκκλησίας του. Έτσι ήταν και η γιαγιά
η Μαγδαληνή. Ή στην κουζίνα θα την
έβρισκες, να φτιάχνει εκείνα τα εξαίσια
ανατολίτικα φαγητά και γλυκίσματα ή
στα δωμάτια με ένα ξεσκονόπανο, να
καθαρίζει απ’ άκρη σ΄ άκρη, κάθε κουκίδα
σκόνης. Η «εκκλησία» της, έλαμπε από
καθαριότητα. Τα μικροαντικείμενα του
χώρου, φεγγοβολούσαν, όταν οι ακτίνες
του ήλιου έπεφταν, από το παράθυρο στο
δωμάτιο.
Το σπίτι
αγοράστηκε από τον παππού, που ήταν
κατασκευαστής χαλιών, «χαλιτζής». Την
τέχνη την έμαθε και την εξασκούσε, από
την Μικρά Ασία, απ’ όπου έφτασε πρόσφυγας
το 1922. Το ισόγειο του τούρκικου οντά,
είχε μια κάμαρη, όπου ήταν το εργαστήριο
των χαλιών. Ο χώρος έσφυζε από τις
εργάτριες, νεαρά κορίτσια, που δούλευαν
τους αργαλειούς. Το τραγούδι των
εργατριών, σκόρπιζε στο μαχαλά τριγύρω,
ενώ τα χέρια τους, πετούσαν την σαΐτα
με δεξιοτεχνία, ανάμεσα από τα νήματα
του αργαλειού. Τα χαλιά ήταν χειροποίητα,
έργα τέχνης, με περίτεχνα σχέδια και
εικόνες, με χρώματα που φεγγοβολούσαν
και γεννούσαν παντού τον θαυμασμό και
τον ενθουσιασμό. Όλοι τους, μιλούσαν
ένα μίγμα τουρκικών και ελληνικών… τα
Καραμανλήδικα!
(Η γιαγιά κι ο παππούς νέοι)
Μια σκάλα από
ξύλο καρυδιάς, οδηγούσε στον πρώτο
όροφο, στον ξύλινο εξώστη, ένα πραγματικό
μπαλκόνι στη φύση! Η θέα από τον εξώστη,
ήταν καταπληκτική. Ο κάμπος απλωνόταν
μπροστά σου, μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα,
εκεί όπου ανέτειλε ο ήλιος. Οι πρώτες
απαλές ακτίνες του, σ’ έβρισκαν νωχελικά
ξαπλωμένο, στον καναπέ του εξώστη, όπου
μύριζε ο δυόσμος και ο βασιλικός. Αργότερα
γέμιζε τον αέρα, ένα ανατολίτικο χαρμάνι,
από τριαντάφυλλο και γιασεμί. Η μυρωδιά
του σε μεθούσε και σε ταξίδευε στα
περασμένα… στην Καππαδοκία. Στα μέρη
που νιώθεις ότι γεννήθηκες κι ας μην τα
γνώρισες ποτέ. Στα μέρη που αγάπησες,
από τις ιστορίες της γιαγιάς και του
παππού. Αυτούς που έφυγαν από τον κόσμο
αυτό, με βαθιά χαραγμένο το παράπονο,
στα φυλλοκάρδια τους: «Γιατί τα χάσαμε;
Γιατί ξενιτευτήκαμε; Γιατί;»
Στην πίσω μεριά
του εξώστη, βρισκόταν οι πόρτες, για τις
τρεις κάμαρες, του πρώτου ορόφου. Η
πρώτη, αριστερά από την σκάλα, ήταν η
κουζίνα. Μικρή και απέριττη καμαρούλα,
με τον πάγκο για το νεροχύτη και την
γκαζιέρα, για το ψήσιμο των φαγητών.
Η επόμενη, ήταν
η κάμαρη της τραπεζαρίας, στρωμένη με
τα χαλιά και τα πολύχρωμα καλύμματα,
των καναπέδων και των μαξιλαριών. Το
μεγάλο τραπέζι, στο κέντρο του δωματίου,
το σκέπαζαν τα τραπεζομάντιλα σταυρωτά,
ενώ σεμεδάκια παντός τύπου, κάλυπταν
κάθε επιφάνεια, στον περίγυρο του.
Χειροποίητες πλεκτές κουρτίνες, κρεμόταν
στα παράθυρα, με προσεκτικές αναδιπλώσεις,
που θύμιζαν αρχαίο ελληνικό ένδυμα. Τι
ομορφιά αντανακλούσε, ο καλλωπισμός
του περιβάλλοντος χώρου, τι φινέτσα και
γούστο!
Στην κρεβατοκάμαρα,
έβρισκες το πατροπαράδοτο κρεβάτι, του
ανδρόγυνου, σκεπασμένο με πλεκτές
κουβέρτες, άσπρου χρώματος, με μπορντούρα
από δαντέλα. Μικρά και μεγάλα μαξιλάρια,
με δαντελένια καλύμματα, απλώνονταν
την επιφάνεια της κλίνης. Τριγύρω στο
χώρο, υπήρχαν ντουλάπια και μπαούλα,
γεμάτα με τα προικιά της νύφης, από τον
καιρό του γάμου και για μια ζωή!
Σημείωση: Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα.
No comments:
Post a Comment