Monday, 30 April 2018

Γράμμα από το Δουβλίνο. Ο φοβερός Απρίλης του '43


Του Παντελή Γουλάρα



     Θα ήταν όμορφη εκείνη η Άνοιξη. Θα ήταν όμορφος εκείνος ο Απρίλης. Θα ήταν...

     Η ανοιξιάτικη φύση είχε ξυπνήσει. Αμυγδαλιές και κερασιές είχαν ανθίσει προ πολλού. Τα υπόλοιπα φυλλοβόλα πετούσαν μπουμπούκια, κι είχαν αρχίσει να ντύνουν τα γυμνά χειμωνιάτικα κλαδιά τους, ξανά με τη γνωστή πράσινη στολή τους. Οι εξοχές, οι πλαγιές και οι ράχες των βουνών, είχαν στρώσει το απέραντο πράσινο χαλί τους, κεντημένο εδώ κι εκεί, με πλήθος, κίτρινα, κόκκινα, μαβιά αγριολούλουδα. Θα μπορούσε να είναι πράγματι όμορφος εκείνος ο Απρίλης. Θα μπορούσε να είναι πράγματι όμορφη εκείνη η Άνοιξη. Αλλά δεν ήταν. Γιατί ο τόπος μας στέναζε κάτω από την μπότα του κατακτητή. Κάτω από την τριπλή, Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική κατοχή.
     
     Κόντευε μεσημέρι και η ομάδα των επτά οδοιπόρων βγήκε προσεχτικά στο ξέφωτο, μέσα από το αιωνόβιο Πιερικό δάσος. Όλοι εκτός από δύο φορούσαν στρατιωτικές στολές. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι με μακρύκανα τουφέκια. Δυο απ' αυτούς είχαν περασμένα και πιστόλια στη μέση τους. Ώρα ήταν να ξαποστάσουν. Απ' το πρωί βάδιζαν στα βουνίσια μονοπάτια, περνώντας από τον Όλυμπο στα Πιέρια. Η πηγή με το κρυστάλλινο νερό που συνάντησαν εδώ, ήταν ο,τι έπρεπε, για να ξεδιψάσουν και να πάρουν μερικές ανάσες, για να συνεχίσουν έπειτα το δρόμο τους. Οι έξι κάθισαν δίπλα στη νερομάνα, κουβεντιάζοντας κι αστειευόμενοι. Έβγαλαν από τα σακίδιά τους, τα παγούρια τους, για να τα γεμίσουν φρέσκο, καθαρό νερό, και ό,τι είχε ο καθένας μαζί του για να τσιμπίσει. Λίγο ψωμί, λίγο τυρί, λίγες ελιές. Τι άλλο θα μπορούσε να έχει κανείς κάτω απ' αυτές τις συνθήκες;


(Το μνημείο της μάχης του Φαρδύκαμπου - φωτογραφία Παύλου Μαρκόπουλου)

     Ο Μπενούκας κάθησε μόνος του λίγο παράμερα. Ακούμπησε τη ράχη του, στον κορμό ενός θεόρατου δέντρου, και κοίταξε τριγύρω του. Η ομορφιά της φύσης τον συνεπήρε. Πέρα μακριά, όσο έφτανε το μάτι του, σ' αυτή την πλαγιά των Ανατολικών Πιερίων, η φύση ήταν ανθισμένη. Ξυπνούσε και προμήνυε ένα ζεστό καλοκαίρι. “Αραγε, πόσοι από μας θα είναι ζωντανοί μέχρι το καλοκαίρι;” αναρωτήθηκε. “Θα προλάβουμε τη λεφτεριά της πατρίδας;”

     Παρασυρμένος από το θέαμα του καταπράσινου και ολάνθιστου βουνού, άρχισε να τραγουδάει μόνος του, ένα τραγούδι του χωριού του. Πρώτα σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, μα όσο ανέβαινε το τραγούδι ανέβαινε και η ένταση της φωνής του.

“Άνοιξαν τα δέντρα όλα,
κι οι αμυγδαλιές,
κι οι αμυγδαλιές,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”

     Ήταν καλλίφωνος ο Μπενούκας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχάλης Γουλάρας. Όπως όλοι όμως, όσοι βγήκαν στον αγώνα, χρησιμοποιούσε κι αυτός ψευδώνυμο. Ο ίδιος, διάλεξε αυτό που τον ακολουθούσε από τα εφηβικά του χρόνια. Αυτό που οι φίλοι του στα παιχνίδια, στις τρέλες και στα γλέντια, του έδωσαν. Γιατί στα χρόνια πριν την κατοχή, ήταν πάντα πρώτος στις νεανικές πλάκες, στα γλέντια και τα τραγούδια. Αυτόν πάντα έβαζαν, στα πανηγύρια του χωριού, του Παντελεήμονα του Ολύμπου, να ξεκινάει το τραγούδι. Γιατί ήξεραν ότι η γλυκιά φωνή του, θα ξεσήκωνε όλο το χωριό. Ειδικά στο μεγάλο πανηγύρι, του Αγίου Παντελήμονα, στις 27 του Ιούλη.

“Άνοιξε κι εγώ ο μπαξές μου,
μόν' παράμορφα,
μόν' παράμορφα,
αλήθεια είν' αγάπη μου σ' αγαπώ”

     Νιόπαντρος σχετικά, άφησε τη γυναίκα του ετοιμόγενη στο χωριό, κι έτρεξε από τους πρώτους στον αγώνα. Άραγε θα κατάφερνε ποτέ να δει το παιδί του;

“Έμπηκα να σεργιανίσω,
και να κοιμηθω,
και να κοιμηθώ,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”

     Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε. Έκανε, λέει, ένα κοριτσάκι. Όμορφο, ξανθό και γαλανομάτικο, σαν και τον ίδιο. Και τό 'δωσε το όνομα Ελευθερία. Σαν την ελευθερία που με τόση λαχτάρα περίμεναν όλοι οι Έλληνες. Ονειρεύτηκε πανηγύρι, καμπάνες να χτυπούν, παντού στολισμένα με τις Ελληνικές σημαίες, κι ο κόσμος ολόγυρα να αγκαλιάζεται, να χαίρεται και να γελάει γιορτάζοντας τη λευτεριά που ήρθε. Αχ! Πόσο μακρινή ήταν αυτή η μέρα! Άνοιξε τα μάτια και συνέχισε το τραγούδι.

“Βρίσκω κόρη που κοιμάται,
μόν' και μοναχή,
μόν' και μοναχή,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”

     Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που συμμετείχε σε δυο μεγάλες μάχες, του ΕΛΑΣ. Στην Πέτρα του Ολύμπου και στο Φαρδύκαμπο. Πολέμησε γενναία τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, χωρίς να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή, αν κινδύνευε η ζωή του. Αυτός ήταν ο αγώνας. Τέτοιες στιγμές κανένας δεν σκέφτεται τη δικιά του ζωή, μόνο την πατρίδα του. Ούτε δυο μήνες δεν πέρασαν από την Πέτρα κι ένας μήνας απ' το Φαρδύκαμπο, κι αυτός ήταν εκεί, όρθιος, έτοιμος να συνεχίσει.

“Ρίχνω μήλο τη βαραίνω,
δεν το δέχεται,
δεν το δέχεται,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”

“Ρίχνω μάλαμα κι ασήμι,
χαμογέλασε,
χαμογέλασε,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”.

     Σαν να ξύπναγε από όνειρο κοίταξε γύρω του. Οι σύντροφοί του, οι συναγωνιστές και συνοδοιπόροι του, είχαν σηκωθεί όρθιοι, και στέκονταν ολόγυρά του χαμογελώντας, ακούγοντας το τραγούδι του.

     “ Άντε Μπενούκα, σήκω. Ώρα να φεύγουμε. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.” Είπε ο Σίμος.

     Ο Σίμος ο Κερασίδης, ήταν ο επικεφαλής της ομάδας τους. Είχε το γενικό πρόσταγμα σ' αυτήν την πορεία. Κι ήταν ο μόνος που ήξερε εξ' αρχής το σκοπό του ταξιδιού τους. Οι υπόλοιποι πέντε ήταν, ο Λάζος ο Ζησιάδης, ο Γιώργης ο Μέντζας, ο Παναγιώτης ο Τάσιου, ο Βάσος ο Τερζόπουλος κι ο Νίκος ο Κουτσαντώνης.

     “Καιρός να μάθετε και το σκοπό της αποστολής μας” συνέχισε ο Σίμος.

     Ο σκοπός ήταν απλός. Μια ομάδα αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, από την περιοχή των Γρεβενών, απογοητευμένων από το διπλό ρόλο των λεγόμενων εθνικών ομάδων, εκδήλωσε την επιθυμία να προσχωρήσει στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ. Ζήτησαν λοιπόν συνάντηση με αντιπροσωπεία, προκειμένου να συζητηθούν οι λεπτομέρειες, της ένταξής τους στην αντίσταση. Και η αντιπροσωπεία ήταν αυτοί οι επτά.

     Στη Γενική Επιθεώρηση Νομαρχιών στη Θεσσαλονίκη, στο γραφείο του Συνταγματάρχη Χρυσοχόου, σήμανε συναγερμός. Είχε γίνει γνωστή από μέρες, η πρόθεση των αξιωματικών των Γρεβενών. Αυτός, δεν θα το επέτρεπε να γίνει. Κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα όλη η σκηνοθεσία που είχε κάνει για να παραπλανήσει τον κόσμο της Μακεδονίας, ώστε να τον αποτρέψει να προσεγγίσει το ΕΑΜ. Διάφορες ομάδες, δήθεν αντιστασιακές, με βαρύγδουπα ονόματα (ΥΒΕ, ΕΚΑ, ΠΑΟ) χρηματοδοτούμενες από τους Γερμανούς και καθοδηγούμενες μέσα από το γραφείο του, κι από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, της Χωροφυλακής. Έπρεπε πάσει θυσία να εμποδίσουν τους επτά να φτάσουν στον προορισμό τους.

     Η ομάδα των επτά οδοιπόρων, συνέχισε την πορεία της. Σούρουπο πια, είχαν φτάσει έξω από το χωριό Ίμερα της Κοζάνης, όταν ξεπρόβαλαν μπροστά τους, καμιά δεκαριά οπλισμένοι άντρες, που είχαν στήσει ενέδρα και τους περίμεναν.

     Ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν, όταν άκουσαν, στα Ελληνικά την προσταγή να παραδοθούν. Νιώθοντας ασφάλεια, πιστεύοντας ότι είχαν να κάνουν με ανεξάρτητη, ελληνική ομάδα της αντίστασης, παρέδωσαν τον οπλισμό τους και τους ακολούθησαν. Ήταν το βραδάκι της 9ης Απριλίου του 1943. Εκείνο που δεν ήξεραν, ήταν ότι η ομάδα που τους συνέλαβε, με επικεφαλής κάποιον Πεχλιβανίδη, έπαιρνε εντολές κατ' ευθείαν από τον Χρυσοχόου, από τη Θεσσαλονίκη.

     Το σκηνικό είχε στηθεί καλά. Φέρθηκαν φιλόξενα, τους έκαναν και το τραπέζι. Μέχρι που επέτρεψαν στον Κερασίδη, να στείλει επιστολή στη βάση του, για την καθυστέρηση της αποστολής. “Μην ανησυχείτε” έγραφε ο Κερασίδης. “Είμαστε σε Ελληνικά χέρια. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Είμαστε ασφαλείς”. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι Έλληνες που δήλωναν ότι πολεμούσαν για τον κοινό σκοπό, θα σήκωναν το χέρι τους να σκοτώσουν Έλληνες.

     Από τη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε μια άλλη ομάδα με κατεύθυνση τα Ίμερα. Με Γερμανικό αυτοκίνητο αυτοί και με συνοδεία 10 Γερμανών στρατιωτικών με πολιτικά ρούχα. Επικεφαλής ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο γνωστός Μιχάλαγας. Οι υπόλοιποι ήταν οι Σπύρος Καραμπίνος, Κώστας Παντελίδης, Δημήτριος Μπαλούκας, κι ο Χωροφύλακας Καζαράς. Όταν έφτασαν στα Ίμερα, οι κατάσταση είχε αλλάξει. Οι πρώην φιλοξενούμενοι, έγιναν πια κρατούμενοι, δεμένοι χειροπόδαρα.

     Ο Μιχάλαγας ανέλαβε την ανάκριση. Ποια ανάκριση δηλαδή; Τα πράγματα ήταν γνωστά. Οι ερωτήσεις ήταν οι ίδιες: “Ποιοι είστε;”, “Τι θέλετε;”, “Πού πηγαίνετε;”, “Ποιον θα συναντήσετε;”. Η περήφανη απάντηση ήταν μία. Η ίδια σε όλες τις ερωτησεις. “Είμαστε Έλληνες, αγωνιζόμαστε για την Ελλάδα”.

     Η αντίδραση από τη μεριά του Μιχάλαγα, ήταν ακαριαία. Πριν καν βγουν οι τελευταίες λέξεις από τα στόματα των παλικαριών, έβγαλε το μαχαίρι και ψυχρά έσφαξε τον πρώτο από τους κρατούμενους, σαν να 'ταν πασχαλιάτικο αρνί. Λες και περίμεναν το σύνθημα οι υπόλοιποι, ολοκλήρωσαν τη σφαγή. Ο Πεχλιβανίδης σκότωσε τον δεύτερο πάλι με το μαχαίρι. Με την ίδια μέθοδο τον τρίτο ο Μπαλούκας. Ο Καζαράς τον δικό του τον πυροβόλησε, παρά την προτροπή των υπολοίπων να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι. Ο Καραμπίνος, πυροβόλησε τον πέμπτο, αλλά επειδή η βολή δεν ήταν και τόσο καλή, χρειάστηκε να δώσει τη χαριστική βολή ο Πεχλιβανίδης. Ένας ντόπιος, ο Γιοχάνατζης σκότωσε τον έκτο, κι ο Παντελίδης έσφαξε τον έβδομο με το μαχαίρι. Στη συνέχεια, κατ' εντολή του Μιχάλαγα, τους κουβάλησαν και τους παράτησαν στο ύψωμα της Ζαρκαδόπετρας, ανάμεσα στα χωριά Σκάφη και Ίμερα, για να τους φάνε τα όρνια και τα τσακάλια. Για να μη μείνει ίχνος, από την παρουσία τους στην περιοχή, κι απ' το φρικτό έγκλημα που πριν λίγο έγινε. Ήταν η νύχτα 10 προς 11 Απριλίου 1943.

     Αχάραγα κίνησε ο βοσκός με το κοπάδι του, για βοσκή στο βουνό, πάνω απ' τη στάνη του. Δεν πρόλαβε να προχωρήσει πολύ και το άγριο γαύγισμα των σκυλιών του, τον σταμάτησε. Παραξενεύτηκε. Δεν τα 'χε ξανακούσει έτσι τα σκυλιά του. Τρόμαξε κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Ζαλίστηκε, κόντεψε να πέσει κάτω απ' αυτό που είδε. Όλη η έκταση μπροστά του, πολύ κοντά στη στέρνα που πότιζε τα ζώα του, ήταν σπαρμένη με ανθρώπινα κομμάτια. Τα τέρατα δεν αρκέστηκαν στην αρχική σφαγή, μα φρόντισαν να κομματιάσουν τα σώματα, για να μην αναγνωρίζονται και για να προσελκύσουν με τη μυρωδιά τους την προσοχή των τσακαλιών.


(Ο τάφος των παλικαριών σήμερα, δίπλα στο μνημείο της μάχης του Φαρδύκαμπου - με μερικά λάθη στα ονόματα - Φωτογραφία Παύλου Μαρκόπουλου)

     Φώναξε γρήγορα το βοηθό του ο αγαθός τσομπάνης. Του ζήτησε να πάει στη στάνη και να φέρει ένα τσαπί. Και μ' αυτό, αργά, προσεκτικά, κοπιαστικά, άνοιξε ένα μεγάλο λάκκο δίπλα σ' ένα θεόρατο δέντρο, για να θάψει τα παλικάρια. Αρκετά βαθύ για να μη υπάρχει πιθανότητα να ανασκαφεί από τα άγρια ζώα. Μπορεί να μην είχε διαβάσει ποτέ του αρχαία τραγωδία, μπορεί να μην ήξερε καν να διαβάζει, αλλά την ύβρη των άταφων νεκρών την ένιωθε μέσα του.

     Απόθεσε ευλαβικά τους νεκρούς μέσα στο λάκκο, τον σκέπασε καλά, και πάτησε καλά το χώμα για να μην αναγνωρίζεται. “Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται” σκέφτηκε. Δεν έβαλε κανένα σημάδι επάνω. Το δέντρο απ' τη μια μεριά κι η στέρνα από την άλλη ήταν το σημαδι του.

     Το μετεμφυλιακό Ελληνικό κράτος, αναγνώρισε ως αντιστασιακούς, τον Χρυσοχόου, τον Μιχάλαγα και τους συνεργάτες τους.

     Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να αναγνωριστεί επιτέλους η πραγματική Εθνική Αντίσταση. Κι όταν πια είχε αναγνωριστεί, ήρθαν οι συγγενείς των σφαγιασθέντων, αναζητώντας τα ίχνη των ανθρώπων τους. Κι ο βοσκός, γέρος πια, ανέβηκε στο βουνό και τους έδειξε πού ακριβώς βρίσκονταν θαμμένοι.

     Μερικά χρόνια αργότερα, όταν έγινε το μνημείο της μάχης του Φαρδύκαμπου, μιας μάχης που και κάποιοι απ' αυτούς είχαν πάρει μέρος, συλλέχτηκαν τα οστά των παλικαριών, και θάφτηκαν δίπλα στο μνημείο, σ' έναν κανονικό τάφο πια, όπου γράφτηκαν και τα ονόματά τους.

     Πριν από αρκετά χρόνια περνώντας από το χωριό Βαθύλακκος της Κοζάνης, στο δρόμο για τη Νεράιδα, διαπίστωσα, ότι στο χωριό αυτό, είχε ανεγερθεί άγαλμα του Μιχάλαγα. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει ακόμα.

Σημειώσεις:
  1. Πηγές: α) Μάρκου Βαφειάδη, “Απομνημονεύματα” τόμος 2, έκδοση Νέα Σύνορα 1985. β) Σαράντη Πρωτόπαπα-Κικίτσα, “Χη Μεραρχία του ΕΛΑΣ” έκδοση του συγγραφέα 1978. γ) Η κατάθεση του εκ των δολοφόνων Σπύρου Καραμπίνου. δ) Οικογενειακές διηγήσεις.
  2. Η εισαγωγική διήγηση, είναι προϊόν φαντασίας, η σύλληψη και η δολοφονία περιλαμβάνονται αναλυτικά στην κατάθεση-απολογία του Σπύρου Καραμπίνου (ή Καραμπίνη). Τα της ταφής, καταγράφονται όπως τα διηγήθηκε ο βοσκός στις θείες μου, αδελφές του Μιχάλη Γουλάρα ή Μπενούκα.
  3. Ο Μιχάλης Γουλάρας, αδελφός του πατέρα μου, πράγματι άφησε πίσω του μια κόρη που έχει το όνομα Ελευθερία.


No comments:

Post a Comment