Του Βασίλη Χαραλάμπους
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΤΡΟΚΕΛ
- Γεροντάκος
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Γριούλα
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Κιτρινωπό πουλάκι
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Πρασινωπό πουλάκι
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Γαλάζιο πουλάκι
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μάνα των πουλιών (Κιτρινούλη,
Πρασινούλη, Γαλαζούλη)
(Φωτογραφία από τα perierga.gr)
ΠΡΑΞΗ
ΠΡΩΤΗ
(Η
σκηνή ανοίγει με το λοφίσκο των πουλιών
στα αριστερά και το σπίτι του Τρόκελ
και της Μοτίκου δεξιά)
(Η
Μάνα των πουλιών μαζί με τον Κιτρινούλη
πετούν κοντά στο σπίτι του Τρόκελ και
της Μοτίκου)
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι ωραίο σπίτι.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πάμε κοντά να το δούμε.
(Η
Μάνα των πουλιών μαζί με τον Κιτρινούλη
πλησιάζουν το σπίτι του Τρόκελ και της
Μοτίκου)
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Ας πάμε μέχρι τη στέγη.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Είδες τι ωραία που είναι!
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Μανούλα τι είναι τούτο το σύννεφο;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα δεν είναι σύννεφο
Κιτρινούλη.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι είναι τότε μανούλα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Είναι καπνός.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι είναι τούτος ο κακός μανούλα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Όχι κακός, καπνός Κιτρινούλη.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Το ίδιο δεν είναι;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Όχι, καπνός βγαίνει όταν
καίνε τα ξύλα.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Γιατί καίνε τα ξύλα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Έτσι κάνουν για να
ζεσταίνονται οι άνθρωποι.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Εμείς γιατί δεν καίμε ξύλα μανούλα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - (Γελά) Θέλεις να κάψουμε
τις φωλιές μας;
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Έρχονται οι άνθρωποι.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πάμε να φύγουμε.
(Η
Μάνα των πουλιών μαζί με τον Κιτρινούλη
πετούν προς το λοφίσκο των πουλιών )
(Βγαίνουν
από το σπίτι ο Τρόκελ με τη Μοτίκου)
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Κουράστηκα Τρόκελ.
ΤΡΟΚΕΛ
- Γιατί καλή μου Μοτίκου;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Όλη μέρα δουλειές στο σπιτάκι τούτο.
ΤΡΟΚΕΛ
- Μας λείπει τίποτα Μοτίκου;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Γεράσαμε κι όλο δουλειές..
ΤΡΟΚΕΛ
- Τι θέλεις να κάνουμε. Αυτό το σπίτι
έχουμε.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Μα….
ΤΡΟΚΕΛ
- (Διακόπτει) Πρέπει νά’μαστε ευχαριστημένοι
πού’χομε τούτο δω το σπιτάκι.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Τόσο καιρό βαρέθηκα σ’ αυτό το σπίτι.
ΤΡΟΚΕΛ
- Μα τι λες Μοτίκου;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ξέρεις καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι
να μέναμε στο βουνό. Τι ωραία αυτές οι
φωλιές ψηλά στο λοφίσκο! Τι ωραία στ’
ακροβούνια παρέα με γύπες, αετούς κι
άλλα πουλιά!
ΤΡΟΚΕΛ
- (Διακόπτει) Τι λες καλή μου Μοτίκου;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ξέρεις κάποτε, την ώρα που κάνω τις
δουλειές λέω τι ωραία που περνούν τα
πουλάκια στο λοφίσκο απέναντι.
(Στο
μεταξύ πουλιά πετούν από πάνω τους)
ΤΡΟΚΕΛ
- Μα αυτά είναι πουλάκια.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Μια φωλίτσα έχουν κι ούτε πλένουν, ούτε
σιδερώνουν..
ΤΡΟΚΕΛ
- Ωχ, η Μοτίκου δεν είναι καλά.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Πολύ ζηλεύω τα πουλιά αντίκρυ στο
λοφίσκο.
ΤΡΟΚΕΛ
- Και τι θέλεις να κάνουμε;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ξέρω;
ΤΡΟΚΕΛ
- Μήπως θέλεις ν’ αφήσουμε το ζεστό
σπιτάκι μας και ν’ ανεβούμε στο λόφο
των πουλιών;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Πολύ θα το’θελα.
ΤΡΟΚΕΛ
- Και που θα μένουμε;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Α! Είναι μέρες τώρα που το σκέφτομαι.
ΤΡΟΚΕΛ
- Δηλαδή;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Να μπουρούσαμε να ζήσουμε σε τούτες
τις γέρικες ελιές., στις μεγάλες κουφάλες.
Τις έχω δοκιμάσει. Χωράνε άνθρωπο να
κοιμηθεί μέσα..
ΤΡΟΚΕΛ
- Και τι θα τρώμε;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ότι τρώνε και τα πουλάκια.
ΤΡΟΚΕΛ
- Περίεργα πράγματα λες Μοτίκου.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ωραία θα’ναι Τρόκελ.
ΤΡΟΚΕΛ
- Να το δεχτώ αυτό που λες, αλλά εγώ έχω
μάθει να ζω στο δάσος. Εσύ όμως;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ου, εγώ να δεις.
ΤΡΟΚΕΛ
- Μη λες μεγάλες κουβέντες Μοτίκου.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Μπορώ σου λέω.
ΤΡΟΚΕΛ
- Καλά, θα δούμε.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Μπορώ σου λέω. Άς πάμε Τρόκελ.
ΤΡΟΚΕΛ
- Πότε καλή μου Μοτίκου;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Τώρα.
ΤΡΟΚΕΛ
- Τώρα;
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ναι, τώρα.
ΤΡΟΚΕΛ
- Καλά να πιάσω τα πράγματά μας και
φεύγουμε.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Ποια πράγματα; Τίποτα σαν πουλάκια θα
ζούμε.
ΤΡΟΚΕΛ
- Μα…
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Έλα Τρόκελ κάνε μου τη χάρη.
ΤΡΟΚΕΛ
- Καλά κλειδώνω την πόρτα κι έρχομαι.
(Ο
Τρόκελ κλειδώνει την πόρτα και φεύγει
με τη Μοτίκου για το λοφίσκο των πουλιών)
ΠΡΑΞΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
(Η
Μάνα των πουλιών, ο Κιρινούλης, ο
Πρασινούλης και ο Γαλαζούλης πετούν
κοντά στο σπίτι του Τρόκελ και της
Μοτίκου)
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Μαμά.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Τι είναι Κιτρινούλη μου;
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Είδες τι ωραίο σπίτι που έχουν ο Τρόκελ
και η Μοτίκου;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πραγματικά είναι πολύ
ωραίο σπίτι, με ξύλινα παράθυρα και
φράκτη γύρω – γύρω.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Ωραίο που είναι!
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Έτσι είναι Κιτρινούλη μου,
όπως εμείς έχουμε τη φωλίτσα μας.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι ωραία που είναι της Μοτίκου η μεγάλη
φωλίτσα. Πολύ θα’θελα να’χαμε κι εμείς
ένα τέτοιο σπίτι.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα…
(Έρχονται
πετώντας τα άλλα πουλάκια ο Πρασινούλης
και ο Γαλαζούλης)
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Μητέρα θέλουμε κι εμείς.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Ναι κι εμείς. Καλά λέει ο Πρασινούλης.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Πες τα Γαλαζούλη. Άντε καλή μας μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα δεν γίνεται.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Πως; Γίνεται μανούλα.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Εμείς μονάχα τούτη τη φωλίτσα μπορούμε
να φτιάξουμε και πάντα όλο την ίδια.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Άντε μανούλα θέλουμε κι εμείς.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Ναι θέλουμε.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι ωραία που θα ήταν να είχαμε κι εμείς
ένα τέτοιο ωραίο σπίτι.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Δεν γίνεται Κιτρινούλη.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Πως;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα Κιτρινούλη δεν γίνεται.
Τα σπίτια είναι για τους ανθρώπους.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Πως; Γιατί μανούλα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Οι άνθρωποι είναι δυνατοί,
φέρνουνε ξύλα, πέτρες, φτιάχνουνε πηλό.
Φτιάχνουν σχέδια, γιατί έχουνε μυαλό…
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- (Διακόπτει) Μυαλό; Είσαι σίγουρη μανούλα;
Εγώ ακούω καθημερινά τη γειτόνισσα τη
Φροτίλα που συνέχεια λέει στο γυιό της
τον Κοτίν «Άμυαλε τι έκανες;», «Είσαι
ένα άμυαλο παιδί».
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Έτσι το λέει Κιτρινούλη.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Τότε αφού έχουνε μυαλό γιατί βλέπουμε
το γειτονόπουλο το Γένοκ να βρίζει τ’
άλλα παιδιά;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα δεν είναι έτσι…
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- (Διακόπτει) Δηλαδή μανούλα αφού δεν
μπορούμε να το κτίσουμε, μπορούμε
πάρουμε;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα τι λες Γαλαζούλη; Πως
θα πάρουμε σπίτι. Οι άνθρωποι έχουν
χρήματα κι αγοράζουν.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Να πάρουμε ένα άδειο που τ’ αφήνουν
οι άνθρωποι.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Δεν γίνονται Πρασινούλη
αυτά τα πράγματα.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Γίνονται, πως δεν γίνονται μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Δηλαδή;
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Να ο Τρόκελ με τη γυναίκα του τη Μοτίκου.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα Πρασινούλη, αυτοί μένουν
σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Όταν φύγουν μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πως θα φύγουν;
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Αφού τους άκουσα που λέγανε ότι θα
φύγουν να πάνε στο λοφίσκο με τα πουλιά.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Ναι, τους άκουσα κι εγώ. Μάλιστα λέγανε
«Τι ωραία που θα ήταν να ζούσαμε σαν τα
πουλιά!»
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Έτσι το λέγανε παιδιά μου.
Πού να φύγουν και ν’ αφήσουν το ζεστό
τους σπίτι;
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Όχι τους άκουσα που λέγανε ότι θα
φύγουν.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα δεν γίνονται τέτοια
πράγματα.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Εγώ τους είδα που φεύγαν κι ανεβαίναν
το λοφίσκο των πουλιών.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πήραν και τα πράγματά τους;
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Τίποτα μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πως τίποτα; Πως θα ζήσουν
στο λοφίσκο των πουλιών;
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Μανούλα φύγανε χωρίς να πάρουν τίποτα.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Αφού λέγανε ότι θέλουν να ζήσουν σαν
τα πουλιά.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Περίεργα πράγματα.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Πάμε να δούμε.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Άντε μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Καλά, καλά, θα δείτε και
μονάχοι σας ότι δεν έφυγαν.
(Πήγαίνουν
όλοι πετώντας προς το σπίτι της Μοτίκου
και πετούν γύρω-γύρω).
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Να το σπιτάκι τους.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Κλειστό είναι.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Για να’ναι κλειστό τέτοια ώρα, σημαίνει
φύγανε.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Βλέπετε και να θέλαμε να
μπούμε, είναι κλειστό.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Δηλαδή χάσαμε την ευκαιρία να έχουμε
δικό μας σπίτι.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Δυστυχώς.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Σταθείτε, εγώ είδα ένα μισάνοιχτο
παράθυρο.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Ας πάμε λοιπόν.
(Πετά
πρώτος ο Γαλαζούλης)
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Να, εδώ είναι μισάνοιχτο παράθυρο.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Ας μπούμε προσεκτικά.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Σιγά, σιγά.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Να δούμε πως είναι και να
φύγουμε.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Σύμφωνοι μανούλα. Ας είναι και μισή
ωρίτσα να ζήσουμε σ’ ένα σπίτι κι εμείς.
(Μπαίνουν
όλα τα πουλιά μέσα στο σπίτι)
ΤΡΙΤΗ
ΠΡΑΞΗ
(Η
σκηνή στο εσωτερικό του σπιτιού. Φαίνεται
που μπαίνουν από το παράθυρο. Μόλις
μπαίνουν, ακούγεται ένας δυνατός αέρας
και κλείνει το παράθυρο).
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Ωχ!
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι είναι μανούλα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Έκλεισε το παράθυρο.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Και τι γίνεται τώρα;
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Θα μείνουμε εδώ μέσα;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Θα περιμένουμε ναρθεί ο
Τρόκελ και η Μοτίκου να μας ανοίξουν.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Μα αυτοί φύγανε.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Μανούλα αρχίζω να πεινάω.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Να φάμε σιταράκι και μικρά σπόρια.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μα καλά μου πουλάκια, αυτό
είναι σπίτι που ζούνε άνθρωποι. Δεν έχει
εδώ τέτοια πράγματα.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Δηλαδή θα πεινάσουμε;
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Περιμένετε θα δούμε τι θα
γίνει.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Πεινάω μανούλα.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Θα ψάξουμε να βρούμε κάτι να φάμε.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Καλά μου πουλάκια το σπίτι
δεν είναι δικό μας. Ότι πάρουμε σαν
βγούμε από δω θα το επιστρέψουμε.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Εγώ διψώ μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Θα ψάξουμε για νερό.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Πάω να δω.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Πήγαινε Γαλαζούλη και
προσεκτικά.
(Ο
Γαλαζούλης πετάει γύρω γύρω από το σπίτι
και ξανάρχεται εκεί όπου είναι και τα
άλλα πουλιά)
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Δεν υπάρχει τίποτα μανούλα μονάχα κάτι
σίδερα που οι άνθρωποι τα λένε βρύσες,
όπως εμείς έχουμε στο λοφίσκο τα ρυάκια.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Μη λυπάστε κάτι θα βρούμε.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Τι ωραία ήταν στο λοφίσκο μας με τα
ρυάκια που πίναμε γάργαρο νερό!
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Και τι ωραία ήταν στο δάσος με τους
σπόρους κάτω από τα πανύψηλα δένδρα!
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Τώρα είμαστε σε τούτη την ανθρώπινη
φυλακή.
(Ακούγεται
σύρσιμο πόρτας)
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Σιωπή κάποιος είναι στην
πόρτα και προσπαθεί ν’ ανοίξει.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Ωχ! Θα’ναι ο Τρόκελ και η Μοτίκου.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Μανούλα, να ο φεγγίτης είναι ανοικτός.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Από εκεί να φύγουμε από
τον φεγγίτη.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Ας πάμε στο λοφίσκο μας.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι
κι εμείς πουλιά.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΗΣ
- Πάμε στο δάσος μας.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Να βρούμε τους σπόρους μας.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Να πιούμε νερό από τα ρυάκια μας.
ΚΙΤΡΙΝΟΥΛΗΣ
- Εγώ φταίω μανούλα.
ΜΑΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ - Όχι Κιτρινούλη μου δεν
φταις.
ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΗΣ
- Άντε πάμε.
(Πετούν
και βγαίνουν από τον φεγγίτη).
(Φεύγοντας
τραγουδούν)
«Στο
λοφίσκο μας να πάμε
που
περίσσια αγαπάμε
με
τα πάμπολλα σποράκια
και
τα δροσερά του ρυάκια.»
(Μόλις
που προλαβαίνουν να φύγουν και μπαίνει
μέσα ο Τρόκελ και η Μοτίκου)
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Σπιτάκι μου.
ΤΡΟΚΕΛ
- Ωχ! Να καθίσω στην πολυθρόνα μου να
ξεκουραστώ λιγάκι.
(Κάθεται
στην πολυθρόνα του)
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Σπιτάκι μου.
ΤΡΟΚΕΛ
- Είδες τώρα Μοτίκου; Ν’ ανάψω το τζάκι
να ζεσταθούμε.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Σπιτάκι μου. Το πλήρωσα το πείσμα μου.
ΤΡΟΚΕΛ
- Δεν πειράζει. Αν μου φτιάξεις από κείνες
τις ωραίες σου τηγανίτες το ξεχνάω
αμέσως.
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Που είσαι ζεστό μου τσαγάκι;
(Ακούγεται
σιγανό το τραγούδι των πουλιών)
«Στο
λοφίσκο μας να πάμε
που
περίσσια αγαπάμε
με
τα πάμπολλα σποράκια
και
τα δροσερά του ρυάκια »
(Η
Μοτίκου ανοίγει το παράθυρο κι ακούγεται
το τραγούδι πιο δυνατά)
«Στο
λοφίσκο μας να πάμε
που
περίσσια αγαπάμε
με
τα πάμπολλα σποράκια
και
τα δροσερά του ρυάκια.»
ΜΟΤΙΚΟΥ
- Είναι πολύχρωμα πουλάκια
(Ακούγεται
ξανά το τραγούδι των πουλιών)
«Στο
λοφίσκο μας να πάμε
που
περίσσια αγαπάμε
με
τα πάμπολλα σποράκια
και
τα δροσερά του ρυάκια.»
ΑΥΛΑΙΑ
No comments:
Post a Comment