Thursday, 19 April 2018

Γράμμα από το Δουβλίνο. Ο ποιητής Ελευθέριος Ξάνθος και η ποίησή του


Του Παντελή Γουλάρα


     Στο σημερινό μου γράμμα δημοσιεύω μια παλιότερη ομιλία μου για το ποιητικό έργο του Ελευθερίου Ξάνθου. Ελευθέριος Ξάνθος είναι το λογοτεχνικό όνομα του τέως υφυπουργού, αλλά κυρίως παλιού συντρόφου και φίλου Λευτέρη Τζιόλα.

(ομιλία στα πλαίσια εκδήλωσης για την παρουσίαση του Ποιητικού έργου του Ελευθερίου Ξάνθου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Βεροίας την 27/4/2015)

     Νομίζω ότι σήμερα θα πρέπει να μιλήσουμε για δυο διαφορετικά πρόσωπα. Δυο πρόσωπα που ταυτίζονται στον ένα και μοναδικό άνθρωπο. Το ένα είναι αυτό του πολιτικού Ελευθέριου Τζιόλα με την μακρά διαδρομή στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι και το δεύτερο είναι του ποιητή Ελευθέριου Ξάνθου, μια ιδιότητα όχι ιδιαίτερα γνωστή στους πολλούς, που άλλοτε συγκλίνει και άλλοτε αποκλίνει από τη γνωστή εικόνα του πολιτικού Τζιόλα που έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας.

     Ο φίλος μου ο Λευτέρης λοιπόν.

     Μοιάζει με τον τίτλο της γνωστής παλιάς ελληνικής κωμωδίας, αλλά μόνο τέτοια δεν είναι. Γιατί πρόκειται για μια φιλία και μια συντροφικότητα που έχει σφυρηλατηθεί μέσα από αγώνες αλλά και αγωνίες. Σε περιόδους δύσκολες όπου το να πάρει κανείς θέση και να σταθεί δίπλα στον άλλο χαρακτήριζε και επηρέαζε όλη τη μετέπειτα πορεία του.

(Από την εκδήλωση παρουσίασης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Βέροιας)


     Η γνωριμία μας πηγαίνει πίσω στα 1975 σε συνθήκες κρίσης. Το Σεπτέμβριο της χρονιάς αυτής η φοιτητική παράταξη στην οποία ανήκαμε, η ΠΑΣΠ, αντιμετώπιζε μια εσωτερική κρίση, τέτοια που ένα μεγάλο μέρος της ξέκοψε απο τον κορμό της. Τότε λοιπόν μέσα σε συγκεντρώσεις και ολομέλειες, σε αμφιθέατρα ή κλειστές αίθουσες είχα τη δυνατότητα να διαπιστώσω για πρώτη φορά, τις απόψεις του Λευτέρη, αλλά και τις δυνατότητές του να αναλύει και να συνθέτει και το επίπεδο συμφωνίας μου μαζί του.

     Από τότε και για 40 σχεδόν χρόνια συνεχίζεται η φιλική και αγωνιστικά συντροφική αυτή σχέση, άλλοτε με συγκλίσεις και άλλοτε με αποκλίσεις, αλλά πάντα με εκτίμηση και πίστη σ' έναν κοινό αγώνα κι έναν κοινό σκοπό.

     Συνεχίστηκε μέσα στα φοιτητικά αμφιθέατρα, όταν ο Λευτέρης εκλέχτηκε πρόεδρος της Φοιτητικής Ένωσης του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης , της ΦΕΑΠΘ.

     Συνεχίστηκε στους κοινωνικούς αγώνες στο τοπικό επίπεδο, μέσα από την προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από το σεισμό του 78 στη Θεσσαλονίκη, προωθώντας αυτοοργανωτικές διαδικασίες μεταξύ των σεισμοπαθών.

    Συνολικά στο Δήμο Θεσσαλονίκης αργότερα, όταν υποστηρίξαμε και πετύχαμε την εκλογή του στο Δημοτικό Συμβούλιου Θεσσαλονίκης στο συνδυασμό του αείμνηστου Δήμαρχου Θεσσαλονίκης Μιχάλη Παπαδόπουλου.

     Συνεχίστηκε ακόμα περισσότερο όταν οι πολιτικές θέσεις που υποστήριζε και υποστηρίζαμε, θεωρήθηκαν αιρετικές από τον πολιτικό μας χώρο και βρεθήκαμε, μια χούφτα άνθρωποι, να διατυπώνουμε απόψεις που ακόμα και σήμερα όχι μόνο θεωρούνται πρωτοπορειακές, αλλά προβάλλονται ως απαραίτητες για την επιβίωση της χώρας και της δημοκρατίας. Μόνο που για μας τότε, η υποστήριξη αυτών των απόψεων μας οδηγούσε βίαια έξω από τον πολιτικό μας χώρο και μας έδινε τον γενικό χαρακτηρισμό “οι Τζιολικοί” που μας έμεινε από τότε ως ο πολιτικός χαρακτηρισμός για το περιεχόμενο των απόψεων μας.

     Σήμερα ο Λευτέρης μας παρουσιάζει μια άλλη ιδιότητά του. Αυτή του ποιητή, που εμφανίζεται μεσα από τα ποιήματα του Ελευθέριου Ξάνθου.

     Ας δούμε λοιπόν την ποίηση του Ελευθέριου Ξάνθου.


     Κάθε μια απ' τις τρεις ποιητικές συλλογές χαρακτηρίζεται από ένα τρίπτυχο λέξεων και εννοιών που προσδιορίζει το περιεχόμενο και την κατέυθυνσή τους. Το τρίπτυχο μάλιστα της πρώτης συλλογής “Πεδίο Βολής” επικαλύπτει και τις δύο επόμενες συλλογές. Τι εννοώ μ' αυτό;

     Υπάρχει στο “Πεδίο βολής” ένα μικρο ποιηματάκι, το μικρότερο όλης της ποιητικής δημιουργίας του Ελευθέριου Ξάνθου, αλλά και το παλιότερο απ' όλα. Αυτό που φαίνεται να είναι το ξεκίνημά του στο ταξίδι της ποίησης. Γραμμένο το Φεβρουάριο του 1972.

Διαβάζω:

ΚΟΨΤΕ Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΑ ΔΥΟ

Κόψτε τ' όνειρο στα δύο,
Κάντε το μισό αλήθεια!
Τ' άλλο μισό ψωμί...”

      Το όνειρο, η αλήθεια και το ψωμί. Αυτό είναι πρώτο τρίπτυχο κι αυτό είναι το πεδίο, όχι βολής πια, αλλά μάχης και αγώνα του Λευτέρη, στην ποίηση και στη ζωή, στη ζωή και την ποίηση, αναπόσπαστα και αξεδιάλυτα το ένα από το άλλο.

     Σε μια χρονική περίοδο της ιστορίας του τόπου, όπου όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα της δικτατορίας, ο Λευτέρης βάζει μπροστά το Όνειρο, την Αλήθεια και το Ψωμί. Πόσο αληθινό, όταν λίγους μήνες μετά η εξέγερση του Πολυτεχνείου βροντοφωνάζει το δικό της τρίπτυχο, όπου το Ψωμί είναι Ψωμί, η Αλήθεια ξεπετάγεται μέσα απ' την Παιδεία και το Όνειρο εκείνης της χρονικής στιγμής, το όνειρο του κάθε πολίτη αυτού του τόπου είναι η Ελευθερία.

     Αυτές οι τρεις λέξεις, το Όνειρο, η Αλήθεια και το Ψωμί, καθώς και η εξέγερση του Νοέμβρη του '73 καθώρισαν την συνολική πορεία του Λευτέρη.

     Κι έτσι ξεκινάει το ταξίδι του στα μονοπάτια της ποίησης, στην αναζήτηση της δικής του Ιθάκης, όπως φαίνεται στο VΙ ποίημα “Αγαπώ”.

ΑΓΑΠΩ
VI

Αγαπώ τ' άγιο και μακρινό ταξίδι
οι μνηστήρες το τρέμουν...
Πιο πολύ αγαπώ την Ιθάκη!”

     Η Ιθάκη πάντα είναι το ζητούμενο στα ταξίδια σαν αυτό. Το αν βρίσκει ή όχι την Ιθάκη του ο ποιητής είναι κάτι που ελπίζω να φανεί στο τέλος της πορείας.

     Αυτή, λοιπόν η αναζήτηση του ονείρου και της αλήθειας καθώς και του ψωμιού της επιβίωσης, είναι το περιεχόμενο της πρώτης ποιητικής συλλογής “Πεδίο Βολής”. Η ποίησή του είναι κύρια επική.

Κρατάω τα λόγια μου.
Μπαρούτι. Να τ' ακουμπήσεις κάτω απ' τα βλέφαρά σου.
Και το φυτίλι π' άναψε μη φοβάσαι,
Κρατάω τραγούδια τόσα, όσα τα μαλλιά σου.
Κρατάω φωνές τόσες, όσοι οι έφηβοι στ' αλώνια της μοίρας”

ή

Ακόμα κροταλίζουν τα όπλα
στο σπαραγμένο κι αδούλωτο πεδίο της μνήμης.”

     Άλλοτε έχει έναν ερωτικό λυρισμό

Το δάκρυ σου
Σταγόνα των υγρών του δειλινού,
Απόσταγμα της δροσιάς του πρωινού”

     Κι άλλοτε, ελάχιστα, γίνεται βουκολική

Και γιόμιζε ο κήπος σπαρτά
Και τα πόδια μας μύριζαν χώμα”

     Μά πάνω απ' όλα έχει συναίσθηση της μοναξιάς, της μοναχικότητας αυτού του αγώνα, του αγώνα για το όνειρο που είναι “διαδρομή μοναχική” όπου

- Καμιά αλήθεια δεν είναι παντοτινή...”

και όπου κάποιες φορές αναδεικνύονται τα αδιέξοδα του μοναχικού αγώνα όπως,

Και στο εκκρεμές της μοναξιάς, οι αλήθειες στα άκρα του
Στο ένα ο Καρυωτάκης
Στο άλλο ο Άρης.”


     Στη δεύτερη συλλογή “Και ξανάζησα...” τα πράγματα αλλάζουν. Εδώ πια δεν έχουμε να κάνουμε με το ξεκίνημα μιας διαδρομής αλλά το επιστέγασμά της. Σίγουρα δεν έχουμε να κάνουμε με το τέλος της πορείας, αλλά με την ολοκλήρωση ενός κύκλου. Εδώ πια το τρίπτυχο είναι διαφορετικό.

     Είναι πρώτα – πρώτα η συνειδητοποίηση της προσωρινότητας, η παραδοχή ότι κάπου σ' όλα αυτά υπάρχει και ο θάνατος, πράγμα που δύσκολα περνάει απ' το μυαλό του ανθρώπου στα χρόνια της νιότης.

     Διαβάζω από το: ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ

Το υλικό σου είναι ο χρόνος
Κι ο θάνατος!”


     Ή από το: ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΚΙ ΑΥΤΟ;

Τέλειωσε κι αυτό;
Κι αν ακόμα ενεργήσαμε μαχητικά,
Δεν παρεκκλίναμε, φαίνεται, τελικά, απ' τον κανόνα.
Ο ύπνος τους δεν ταράχτηκε, μόνο κάποια διαλείμματα.
Λίγο το φως, χαμένο.

Τέλειωσε κι αυτό, μού 'λεγε ο Κώστας,
ογδόντα πέντε χρονών
με σαράντα χρόνια -μια ζωή-
φυλακή, βουνό κι εξορία...

Τέλειωσε;”

     Τα ερωτηματικά φανερώνουν τη δυσκολία αποδοχής του πεπερασμένου. Αλλά και την αρχή που ξεπηδάει από κάθε τέλος.

     Εδώ όμως πια έχουμε να κάνουμε με την ωριμότητα. Έχουμε να κάνουμε με το χρόνο που πέρασε, έχουμε να κάνουμε με τη μνήμη. Κι αυτή είναι η δεύτερη πτυχή του τριπτύχου.

     Στα χρόνια της νιότης μας η μνήμη μας είναι η μνήμη των άλλων, των μεγαλύτερων από μας, της ζωής τους και των αγώνων τους. Ή όταν είναι δική μας, είναι ζωντανή, του ελάχιστου χθες, μνήμη οδηγός αγώνα, μνήμη που φουντώνει την ανάσα στα στήθια μας και μας γεμίζει αποφασιστικότητα.

     Στην ωριμότητα η μνήμη είναι παρελθόν, είναι αναδρομή. Είναι ο χρόνος που χρησιμοποιήθηκε και με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε. Είναι η ζωή που πέρασε και άφησε τη σφραγίδα της.

     Έτσι η επιστροφή του ποιητή στο Πολυτεχνείο, δεν έρχεται πια σαν μια υπόσχεση αγώνα, δεν έρχεται σαν ξεσηκωτικός θούριος. Επιστρέφει πεζά (το μόνο σχετικά πεζό κομμάτι της δεύτερης συλλογής) απολογιστικά κι ίσως απολογητικά κι επεξηγηματικά. Παραμένει όμως ζωντανό στη μνήμη, μόνο που τώρα για τους πολλούς και νεώτερους είναι η μνήμη των άλλων, δηλαδή η δική μας μνήμη, της παλιότερης γενιάς.

     Έτσι περνάμε στο τρίτο μέρος του τριπτύχου. Τ' αχνάρι, το αποτύπωμα, η σφραγίδα που άφησε η ζωή σε μας κι εμείς στις νεώτερες γενιές. Η μετάδοση της εμπειρίας και της γνώσης. Και για να γυρίσουμε στην αρχή. Κανένας δεν θέλει να μάθει αν και πόσο αποκλείναμε απ' το όνειρο; Να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη; Να μάθει αν βρήκαμε και πόση από την αλήθεια;

Ποιο σημάδι θ' απομείνει,
Ότι βρεθήκαμε σ' αυτόν τον τόπο;”

και παρακάτω

Το αποτύπωμά σου.
Ποιο είναι το αποτύπωμά σου;”

ή αλλού:

κανένας λοιπόν δεν μαθαίνει απ' την εμπειρία του άλλου;”

     Η συγκλονιστικότερη όμως στιγμή αυτής της συλλογής και ολόκληρου του ποιητικού έργου του Ελευθέριου Ξάνθου είναι η διαχρονική συνάντηση του Ρήγα, του Καραϊσκάκη, του Άρη και του Μανδηλαρά.

     Οι διαχρονικές συναντήσεις ανθρώπων που έζησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, χρησιμοποιούνται συχνά στην ποίηση, άσχετα αν δίνουν ή όχι το αποτέλεσμα που επιθυμεί ο ποιητής. Προσωπικά είχα να διαβάσω τόσο συγκλονιστικούς στίχους από το 1980 σε μια άλλη ποιητική συλλογή.

     Ας μου επιτρέψει ο Λευτέρης, για να γίνει καλύτερα κατανοητό τι θέλω να πω, να διαβάσω τους στίχους ενός άλλου ποιητή, του Κύπριου Λεύκιου Ζαφειρίου.

Η σύναξη έγινε τελείως αντικανονικά:
Ο Μακρυγιάννης μπάρκαρε
απ' τη Μακρόνησο (μισότρελοι σύντροφοι
με λειψά αφτιά κουτσαίνοντας του σφύριξαν
να προσέχει απ' τα μεγάλα τρωχτικά)'
ο Χικμέτ ξεκίνησε
απ' τα λαϊκά προάστεια
της Κωνσταντινούπολης (εργάτες πεινασμένοι
στους δρόμους διοχέτεβαν την οργή τους
στην ποίησή του – αρκαντάς βάστα
γερά του φώναζαν κι έδειχναν
τον Πενταδάχτυλο με το δείχτη
του χεριού τους)'
ο Ρήγας πέρασε
μέσα από ένα προπέτασμα καπνού
και βρέθηκε στη μέση της πλατείας
βρεγμένος ως το κόκαλο
με το λουρί περασμένο στο λαιμό
απαγγέλοντας με στραγγαλισμένη φωνή
στίχους του νεότερου Ναζίμ.”

Παράνομη διαχρονική συνάντηση στη Λεφκωσία”
ποίημα του Λεύκιου Ζαφειρίου γραμμένο την 25/3/1977
από τη συλλογή “Σχεδόν μηδίζοντες”.

     Κι ας προσθέσω τώρα τους στίχους του Ελευθέριου Ξάνθου απ' το ποίημά του: ΑΣΚΗΣΗ (ΕΞΑΣΚΗΣΗ) ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Του Ρήγα ο Θούριος τις παγωμένες ν' ανατινάξει αρτηρίες.
Του Καραϊσκάκη η “αποκοτιά” κι η ορφάνια ποιον να διδάξει...
Το κεφάλι του Άρη στο φανοστάτη, στα Τρίκαλα,
Ένας πύρινος περιστρεφόμενος κομήτης
Πάνω απ' τα κεφάλια κομισάριων, εχθρών και δοσίλογων.
Κι ο άταφος Μανδηλαράς στα κύματα του Αιγαίου,
Το πέλαγος των αδικαίωτων φουσκώνει...”

     Ελικρινά μένει κανείς άφωνος από τη δύναμη αυτών των στίχων, απ' το μεγαλείο της συνομιλίας του Ρήγα με το Μανδηλαρά (οι πνιγμένοι) του Καραϊσκάκη με τον Άρη (οι αθυρόστομοι σκοτωμένοι) μα όλοι δικαιωμένοι στη μνήμη του λαού, αδικαίωτοι για τις γραφειοκρατίες και τους χαρτογιακάδες. Και “το πέλαγος των αδικαίωτων φουσκώνει...” ο κατάλογος των αδικαίωτων μεγαλώνει.


     Η τρίτη συλλογή “Έξοδος” είναι απελευθέρωση, είναι ταξίδι, είναι επιστροφή.

     Είναι απελευθέρωση από τις έγνοιες της προηγούμενης συλλογής, απ' την έγνοια της προσωρινότητας και της σφραγίδας, απ' την έγνοια του αγώνα μέσα στους βιολογικούς περιορισμούς και τι κομματικές συμβάσεις.

Μέσα σου
Και βαθειά μέσα στο κύτταρο του χρόνου
πάλεται ένα κόσμος νέος!”

     Είναι ταξίδι στην μνήμη, στο χρόνο, στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν κατά τη διάρκεια ταξιδιών ούτε είναι τυχαία η φωτογραφική επένδυση του βιβλίου. Παράλληλα είναι κι ένα ταξίδι στη μουσική, ταξίδι που άρχισε απ' τις δυο προηγούμενες συλλογές κι ολοκληρώνεται τώρα. Ολοκληρώνεται σαν επανάσταση...

Από 'να υπόγειο στην Ορλεάνη, έφοδο το σαξόφονο
Διαχέει στο δρόμο του κόσμου, ανταρσία και μεταβολή”

     Και ταυτόχρονα είναι επιστροφή. Επιστροφή στις ρίζες, στη δεύτερη πατρίδα ή και στην Ιθάκη, αδιάφορο. Γιατί όπου κι αν επιστρέψει, αφετηρία γίνεται για το επόμενο ταξίδι.

να ξαναγυρνάς στην πόλη της μνήμης και των σκιών”

ή

να ξαναγυρνάς στη σκήτη της σιωπής”

ή

Σε τραγούδησα μικρός σε σοκάκια κι αγρυπνίες
σε αγκάλιασα γυμνός, μες στα φώτα, μες στο χθες,
...............................................................................
Άλλαξε τη ρότα σου, νέο κόσμο με τα φώτα σου,
Θεσσαλονίκη μάγισσα!
Θεσσαλονίκη αρχόντισα!

Σε ξανάχω και σε πόθησα”


     Κι εγώ θα πρόσθετα: Θεσσαλονίκη Τροία και Ιθάκη μας μαζί.

No comments:

Post a Comment