Monday, 23 April 2018

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη.Οι αναμνήσεις της εξαδέλφης μου Νίνας από το πατρικό σπίτι της μητέρας μου


Της Ελένης Δημητριάδου


     Η εξαδέλφη μου η Νίνα κατέχει ρεκόρ πρωτιάς στην οικογένεια της μητέρας μου, της Δήμητρας Μανέ. Ήταν το πρώτο εγγόνι της γιαγιάς μου Ξάφως (Χρυσάφως) και του παππού μου Χρήστου Μανέ, και κατά συνέπεια η πρώτη από τα 17 συνολικά ξαδέλφια μας. Επί πλέον είναι το πρώτο παιδί της Μαρίκας, αδελφής της μητέρας μου, η οποία με τη σειρά της ήταν το πρώτο παιδί των παππούδων μας, ανάμεσα σε 6 αδελφές και ένα αδελφό.

     Η Νίνα γεννήθηκε το 1932, «με το μεγάλο σεισμό της Ιερισσού», συνήθιζε να λέει η μαμά μου, κι έχει το πλεονέκτημα να έχει ζήσει μεγάλα διαστήματα από τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι των παππούδων μας στον Πολύγυρο, το πατρικό σπίτι της μαμάς μου. «Η Νίνα σε μας μεγάλωσε», της άρεσε να λέει, και γέμιζε με τόση τρυφερότητα το βλέμμα της! Η μαμά έτρεφε μια παθολογική αγάπη για τη Νίνα. Είχαν μόνο 9 χρόνια διαφορά και θαρρώ πως την έβλεπε σαν μικρή αδελφή που έπρεπε να την προστατεύει. Εγώ, από την πλευρά μου, την αγαπούσα και την ξεχώριζα από όλα τα εξαδέλφια μου και επειδή μας χωρίζουν 23 χρόνια, μιας και είμαι από τα τελευταία στη σειρά, για πολλά χρόνια την αποκαλούσα «θεία Νίνα». Μου άρεσε να χαζεύω την αγγελική καλλονή της κάτι μεταξύ Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Σιλβάνα Παμπανίνι, να χάνομαι στα υπέροχα πράσινα μάτια της και να ακούω τη γλυκύτατη φωνή της, χαρίσματα που σας βεβαιώ δεν τα έχασε με τα χρόνια.

(Νίνα Σπηλιώτη και Χρίστος Σχοινάς, Θεσσαλονίκη, 1957 - Αρχείο Γιάννη Τσίκουλα)

     Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της μαμάς μου, σε μια προσπάθεια να περισώσω κάτι από το παρελθόν της, ζήτησα από την αγαπημένη της ανιψιά, να μου χαρίσει τις δικές της μνήμες από τα χρόνια εκείνα τα παλιά, στο σπίτι της γιαγιάς της Ξάφως. Και η Νίνα πρόθυμα, με αγάπη, μου άνοιξε ένα παράθυρο στο παρελθόν της οικογένειάς μου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι αυτούσια η διήγηση της Νίνας.

Η ιστορία της οικογένειας Μανέ

     Η γιαγιά μας Ξάφω, ήταν από αρχοντικό σπίτι. Την έκλεψε ο παππούς ο Χρήστος Μανές, πολύ πλούσιος, μεγαλέμπορος. Είχαν ελιές, ζώα, γίδια, υπηρέτες, βοηθούς. Πήγαιναν με μουλάρια στον Άγιο Μάμα να αγοράσουν από εκεί τα ζώα. Έβαζαν επάνω ωραίες καρπέτες, τα καβαλίκευαν και πήγαιναν. Είχε και μια αντιπροσωπεία με μπίρες που τις έφερνε από τη Θεσσαλονίκη. Ο παππούς ήταν γαλαντόμος, πολύ φιλότιμος. Έμπαινε εγγυητής σε αγορές ακινήτων και πλήρωσε πολλές φορές τέτοια φέσια. Ήταν «βασιλικός», και όταν οι βασιλικοί ερχόταν στην εξουσία, έβγαζε βαρέλια με κρασί έξω από το σπίτι και μοίραζε στον κόσμο. Η μαμά μου έζησε πλούσια, πολύ πλούσια. Αν δεις τις φωτογραφίες της με τσάρλεστον φορέματα, με ωραίες τσάντες-φακέλους πανάκριβους, με καπέλα! Πολύ κοκέτα ήταν. Της έφερνε ο παππούς του κόσμου τα πράγματα, πολύ χουβαρντάς. Μου έλεγαν όταν ήμουν μικρή οι γειτόνισσες: «Δεν ήσουν τυχερή να ζει ο παππούς. Βασίλισσα θα ήσουν!». Τη γιαγιά μου τη λάτρευε ο παππούς. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Χήρεψε όμως νωρίς και ήταν η καημένη όλο με ένα μαύρο μαντίλι.

     Ο παππούς πέθανε 42 χρονών. Βγήκε μια νύχτα να κάνει την ανάγκη του κι έπαθε εγκεφαλικό. Όταν μπήκε στο σπίτι, ξάπλωσε και δεν ξανασηκώθηκε για 7 χρόνια. Τότε δεν ξέρανε από αυτά τα πράγματα και είπαν ότι «τον βρήκε η κακιά ώρα, το κακό πνεύμα, το αερικό πέρασε και τον άγγιξε», επειδή βγήκε έξω μέσα στη νύχτα. Η γιαγιά μου πίστευε όμως, ότι του είχαν κάνει μάγια. Μετά το θάνατό του, οι αδελφές του διεκδίκησαν την περιουσία του, και οι μέρες της ευημερίες τελείωσαν οριστικά για τη γιαγιά μου και τα ορφανά της. Ήταν πάρα πολύ δυστυχισμένη η γιαγιά. «Νίνα κοριτσάκι μου», μου έλεγε, «Όπου πατάει η χήρα το χώμα της είναι μαύρο». Μια φορά μου έδειχνε τα κουτιά όπου είχαν παλιά τις λίρες και τα φλουριά: «Αυτά ήταν γεμάτα δε σηκωνόταν».

     Η μαμά μου πήγαινε και μάθαινε μοδίστρα απέναντι από το αστυνομικό τμήμα κι εκεί συναντήθηκε με το μπαμπά μου το Γιώργο Σπηλιώτη, που υπηρετούσε τότε ως αξιωματικός Χωροφυλακής κι ερωτεύτηκαν. Επειδή ήταν μικρή και δεν ήθελαν οι γονείς της να την παντρέψουν από αυτή την ηλικία, την κούρεψαν για να μην τον βλέπει, κι ο μπαμπάς μου τότε πήρε χάπια να πεθάνει. Τόση αγάπη είχαν. Εν τω μεταξύ τη μαμά μου την αγαπούσε και ένας μουσικός, που αργότερα έγινε διάσημος. «Αν δεν ήξερες να κάνεις μακαρόνια, τι τον ήθελες τον άντρα με γαλόνια», της τραγουδούσε κάθε βράδυ, γιατί αρραβωνιάστηκε με τον πατέρα μου. Η μαμά μου παντρεύτηκε τελικά 18 χρονών, στον Πολύγυρο. Εγώ γεννήθηκα το 1932, στη Νέα Τρίγλια. Στη Στρατονίκη, όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου, γέμιζα ψείρες. Πήγαινα καθαρή στο σχολείο και τα άλλα παιδιά με κολλούσαν. Στην πραγματικότητα μάλλον κολλούσα από μια ψυχοκόρη που είχαμε. Μια φορά η μαμά μου έβαλε πετρέλαιο στα μαλλιά και μου τα έδεσε, κόντεψα να πάθω έγκαυμα και ασφυξία.

     Η μαμά μας έντυνε εμένα και τη μικρότερη αδελφή μου τη Λουΐζα, πολύ καλά. Το Πάσχα φορούσαμε φορέματα από βελούδο με άσπρους γιακάδες, άσπρες κορδέλες, και μαύρα γυαλιά. Η Λουΐζα σκοτώθηκε στον Πολύγυρο μαζί με δύο άλλες εξαδέλφες μας από μια χειροβομβίδα, κατάλοιπο του εξοπλισμού κάποιων ανταρτών της περιοχής, που την πέρασαν για παιγνίδι. Ήταν πανέμορφη με μεγάλα καστανά χρυσαφένια μάτια. Είχαμε 2,5 χρόνια διαφορά. Έφυγε 10 χρονών.


(Η Λουΐζα και η Νίνα με τα πασχαλινά τους φορέματα - Αρχείο Νίνας Σπηλιώτη- Σχοινά)

     Στην κατοχή οι αντάρτες άρχισαν να βγαίνουν στα βουνά. Ήμασταν στη Στρατονίκη τότε, όταν ο νονός του αδελφού μου, μεγάλος τσέλιγκας που ήρθε από την Καβάλα λόγω των Γερμανών, είπε στον πατέρα μου πως άκουσε από ένα βοσκό ότι αγριεύουν οι αντάρτες. «Πάρε την οικογένειά σου να φύγουν», τον συμβούλεψε. Ήρθε να μας πάρει η θεία Δήμητρα με άλογα: εμένα που ήμουν 12 χρονών, τη Λουΐζα που πήγαινε Δ΄ τάξη, το Νίκο που ήταν ενός έτους και τη μαμά που ήταν έγκυος στη Χριστίνα. Το βράδυ κάναμε μια στάση στην Αρναία και μείναμε σε κάποιους γνωστούς του πατέρα μου. Μας τάισαν τραχανά, μας περιποιήθηκαν και το πρωί πήγαμε στον Πολύγυρο. Δεν πήγα τότε ούτε σχολείο, ούτε τίποτε.

     Η Λουΐζα πέθανε την 28η Οκτωβρίου του 1944. Την είχαμε μεταφέρει από τον Πολύγυρο στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, βαριά τραυματισμένη από τη χειροβομβίδα. Κάποια στιγμή είπε στον πατέρα μου: «Μην κλαις μπαμπά, αύριο θα έρθω σπίτι. Δος μου λίγο νεράκι να πιώ», γύρισε και ξεψύχησε. Σε 40 μέρες είδα το όνειρο με τη Λουΐζα: Ήταν σε ένα δρόμο με πολλά - πολλά λουλούδια στις δύο πλευρές και στη μέση κενό, με πήρε από το χέρι και βαδίζαμε και μετά φτάσαμε στις πύλες του Παράδεισου, όπου έβγαινε μια ευωδία. «Θα έρθω κι εγώ μαζί σου», της είπα. «Εσύ δεν θα έλθεις μαζί μου, θα πάω μόνη μου», μου είπε. Τότε ήμουν μικρή και δεν ήξερα ότι οι ψυχές μένουν μαζί μας 40 μέρες, γι’ αυτό φαίνεται ήρθε η Λουΐζα στον ύπνο μου.

Η διαμονή στον Πολύγυρο και οι λιχουδιές στο σπίτι της γιαγιάς Ξάφως

     Όλα τα καλοκαίρια πήγαινα στον Πολύγυρο. Εκεί τελείωσα την Α΄ και Β΄ Δημοτικού. Και βέβαια έμενα στο σπίτι της γιαγιάς μαζί με τις ανύπαντρες τότε θείες μου Χρυσάνθη, Ζαφείρω, Δήμητρα και Λούλα. Είχα τρέλα να πάω στον Πολύγυρο.

     Τρελαινόμασταν για το «λιστί» (ένα είδος λιμνίσιου παστού ψαριού) με λαδόξυδο. Η γιαγιά το ξεφλούδιζε, το έκοβε κομμάτια και άφηνε στην άκρη το «λιστοπάτσι». Σκοτωμός γινόταν ποιος θα πρωτοφάει. Οι θείες έβαζαν μπόλικο λαδάκι και ξυδάκι. Πώς μ’ άρεσε, και βουτούσα και ψωμάκι ζυμωτό. Στο πατρικό μου σπίτι ήμουν άφαγη, αν και είχαμε πολύ καλά φαγητά και γλυκά. Προτιμούσα όμως το λιστί από το βούτυρο με τη μαρμελάδα της μαμάς μου!

     Και ο «παστός» μου άρεσε. Σκέτο χοιρινό πάχος, χωρίς καθόλου κρέας, σαν μπέικον, κομμένο σε τετράγωνα, στερεά κομμάτια παχιά, που τα αλάτιζαν με χοντρό αλάτι. Έκοβε η γιαγιά ένα κομμάτι, το έβαζε στο πιρούνι και το έψηνε στο τζάκι να καβουρντιστεί. Αχ! Κι έσταζε το λίπος! Και μετά πάνω στο ψωμί, και γινόταν νόστιμοοοο! Λίγο – λίγο έτρωγα το ψωμί, να μην τελειώσει ο παστός. Ωραίο ψωμί! Όταν ζύμωναν οι θείες τα ψωμιά, τα έβαζαν ψηλά σε ένα μεγάλο μακρόστενο ξύλο, που κρέμονταν με δύο σχοινιά από την οροφή.

     Η γιαγιά έκανε πίτες, κι έβαζε κι εκείνα τα κουλουράκια, «κλικούδια» τα λέγαμε: με το ζυμάρι που περίσσευε όταν άνοιγε φύλλο, έκανε 3-4 κουλουράκια στρογγυλά, λάδωνε ένα μεγάλο σινί, τα έβαζε από κάτω και από πάνω έστρωνε το πρώτο φύλλο, μετά τη γέμιση με σπανάκι ή με τραχανό, και την έκλεινε. Την έψηνε στο τζάκι, στη στάχτη, και τη γύριζε με μια σπάτουλα για να δει αν ψήθηκε. Μετά την αναποδογύριζε σε ένα πλατύ ξύλο που το λέγαμε «πλαστήρι». Τότε εμείς ορμούσαμε να πάρουμε τα κλικούδια.

     Τα Χριστούγεννα έβλεπα τα λουκάνικα κρεμασμένα σε μια βέργα, την «κουνταρίδα», και τα λαχταρούσα. Τότε ανάβαμε φωτιά στο τζάκι να κάψουμε τους καλικατζαρέους. Μου έλεγαν ότι ήταν μαύροι με μια ουρά μεγάλη που κατέληγε σε ένα τρίγωνο, άσχημοι, λίγο μεγαλύτεροι από μικρά σκυλάκια. Φόβο και τρόμο εγώ να βγω έξω το βράδυ. Μου έλεγε η γιαγιά: «Να! Θα κατεβούν τα καλικατζαρούδια να φαν τα λουκάνικα. Θα πρέπει να περιμένουμε να ‘ρθει ο παππάς να τ’ αγιάσει για να τα φάμε». Έβαζα κι εγώ καμία καραμέλα κάτω από το μαξιλάρι για να την πάρουν και να μη φάνε τα λουκάνικα.

     Ερχόταν Λουκουβίτες (κάτοικοι της Λόκοβης, ο σημερινός Ταξιάρχης στις πλαγιές του Χολομώντα), πάμφτωχοι εκείνα τα χρόνια: «Θειάααα! Να λίγα δαμασκηνούδια, να λίγα μανιταρούδια, να λίγη ριγανούδα, και δος μας λίγο λαδούδι». Έφερναν και μαύρα φασουλάκια, τα μαυρομάτικα. Καθαρά Δευτέρα ερχόταν οι γύφτοι και μάζευαν τα φαγητά που δεν ήταν νηστίσιμα. Ότι είχαμε, λίγο λουκάνικο, αν περίσσευε. Τότε νήστευε πολύ ο κόσμος, αν και τι νομίζεις δεν είχε πολλά να φάει, δε θυμάμαι να μας έκανε ποτέ κρέας η γιαγιά. Αλλά ήταν τόσο νόστιμα τα φαγητά!

Τα τραγούδια στο μπαλκόνι

     Το βραδάκι, αφού επέστρεφα από τη βόλτα που γινόταν κάθε βράδυ στο κεντρικό δρόμο του Πολυγύρου, με ένα μαντώ στο χέρι γιατί είχε ψύχρα, μου έλεγε η θεία Δήμητρα: «Έλα να τραγουδήσουμε». Οι γειτόνισσες με τα παιδιά τους έβγαιναν στα παράθυρα να μας ακούσουν. Τραγουδούσαμε κυρίως εγώ με τη θεία Δήμητρα σεκόντο. Το σουξέ μας ήταν το «Μη μαδάς τις μαργαρίτες»:

Μη μαδάς τις μαργαρίτες, μη πιστεύεις παραμύθια
κοίταξέ με μες τα μάτια, για να μάθεις την αλήθεια.
Άσε τις μελαγχολίες, πάψε πια νάσαι δειλή
σ’ αγαπώ κι εγώ πολύ.
Κοίτα γύρω μας τρελή, πως για μας χαμογελάει η ζωή.
Αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια...
Αγάπες και τραγούδια, μοναδική μας έννοια!
Σε μια μικρή γωνίτσα, θα χτίσουμε φωλίτσα,
...θα ζούμε με τραγούδια, μ’ αγάπες και λουλούδια!


(1942 στο μπαλκόνι: πρώτη η Νίνα, τρίτη η Ζαφείρω Μανέ ανάμεσα στις κουνιάδες της, τελευταία η Δήμητρα Μανέ - Αρχείο Γιάννη Τσίκουλα)

     Επίσης τραγουδούσαμε: «Είσαι άγγελος ωραίος, κι έχεις μάτια γαλανά, κι έχεις χείλια κοραλλένια κι ολόξανθα μαλλιά». Φαίνεται ότι αυτές οι βραδινές «συναυλίες» των Μανέδενων, που αραδιαζόταν στο πίσω μπαλκόνι πάνω σε στρωμένες κουρελούδες, ήταν η ατραξιόν της γειτονιάς. Η θεία Δήμητρα έλεγε πως όταν αργούσαν να βγουν, τις καλούσαν οι γειτόνισσες: «Άντε κορτσούδια, πότε θα βγείτε να τραγουδήσετε;».

Η λάτρα, η αυλή μας, η κατσίκα, τα γιατροσόφια

     Κάθε μήνα βγάζαμε τα στρώματα και ζεματούσαμε τα ξύλα από τα κρεβάτια γιατί είχαμε κοριούς, αυγά, εκατομμύρια! Τα στρώματα ήταν παραγεμισμένα με ξερά χόρτα από στάχυα και αερίζονταν. Για τις μπουγάδες κουβαλούσαμε από βραδύς νερό από τη μικρή πλατεία, μπροστά στο σπίτι. Έβαζαν οι θείες τα ασπρόρουχα σε ένα μεγάλο ψηλό πανέρι και το ακουμπούσαν στην ξύλινη σκάφη. Πάνω από το πανέρι τέντωναν ένα άσπρο πανί, το σταχτόπανο, όπου έβαζαν στάχτη καθαρή χωρίς κάρβουνα, φύλλα από λεβάντα για άρωμα, και τσόφλια από αυγά για να μην πρασινίσουν τα ρούχα από τα φύλλα. Έριχναν από πάνω καυτό νερό, και μετά τα έπλεναν. Ίσως να τα είχαν πλύνει προηγουμένως 1-2 χέρια. Τα ρούχα γινόταν λευκά, υπέροχα, μοσχοβολούσαν.

     Στην αυλή μας η θεία Δήμητρα φύτευε λουλούδια κι εμείς τα ποτίζαμε. Όπως κατέβαινες τη σκάλα, στα σκαλοπάτια από πάνω ως κάτω είχε μολόχες σε γλάστρες και τενεκέδες. Σε όλα τα χρώματα. Έβαζα κι εγώ ένα άσπρο λουλούδι μολόχας στα μαλλιά κι έβγαινα έξω. Κάτω στην αυλή εκεί που ήταν το πλυσταριό, υπήρχε ένα κομμάτι χώμα. Εκεί είχαμε δεντράκια με φρούτα, πασχαλιές και ηλιοτρόπια. Όλη η άλλη αυλή ήταν καλυμμένη με μεγάλες πέτρες. Στα κενά ανάμεσα στις πέτρες η θεία Δήμητρα φύτευε λουλούδια. Υπήρχε μια πορτάρα μεγάλη στην αυλή που έκλεινε με δύο σιδερένιες αμπάρες. Ο κήπος μας ήταν πιο πέρα. Είχαμε φασουλιές που τις ποτίζαμε, μια δαμασκηνιά με κίτρινα δαμάσκηνα και δύο καρυδιές. Σκουπίζαμε τις αυλές με σουσούρα. Το νερό το κουβαλούσαν οι θείες με γκαζοτενεκέδες από τη βρύση της γειτονιάς. Ήταν πολύ κουραστικό, αλλά χαιρότανε να το κουβαλάνε γιατί έτσι πότιζαν τα λουλούδια και τα καμάρωναν.


(1941, στις σκάλες με τα λουλούδια: Δήμητρα και Ζαφείρω Μανέ, Μαριγούλα Τσίκουλα - Αρχείο Γιάννη Τσίκουλα)


(1941, Δήμητρα και Ζαφείρω Μανέ και Μαριγούλα Τσίκουλα στην αυλή - Αρχείο Γιάννη Τσίκουλα)

     Η γιαγιά μου έδινε ψωμάκι και τυράκι και πήγαινα να βοσκήσω την κατσίκα μας, παρέα με δύο φίλες που έβοσκαν τις δικές τους και λέγαμε ιστορίες να περάσει η ώρα, γιατί καθόμασταν πολλές ώρες.

     Μια φορά αρρώστησα κι η γιαγιά μου έβαλε κοφτές βεντούζες, κι εγώ φώναζα: «Γιαγιά με σφάζεις! Γιαγιά με σφάζεις!». Το πρώτο βέβαια γιατροσόφι ήταν πάντα το ξεμάτιασμα.

Οι γιορτές και τα πανηγύρια

     Στο πανηγύρι της Παναγίας στις 15 Αυγούστου, πηγαίναμε κυρίως με τη θεία Δήμητρα και τη θεία Λούλα. Το πανηγύρι μου άφησε ωραίες εντυπώσεις, αλλά υπήρχαν και κάποια μελανά σημεία, που στην ηλικία που βρισκόμουν με φόβιζαν: οι γύφτοι που έτρεμα μη με κλέψουν, ο ζητιάνος με το ξύλινο πόδι, και κάποιοι άντρες που μεθούσαν, παρεξηγιόταν μεταξύ τους, έβγαζαν μαχαίρια, κτυπιόντουσαν.

     Στον Αη-Λιά πηγαίναμε με τις Τσικουλίνες, την Τασούλα και τη Μαριγούλα (κουνιάδες της θείας Χρυσάνθης). Ήταν πολύ καλές φίλες με τη θεία Δήμητρα και κάναμε παρέα. Η Τασούλα ήταν ντερμπεντέρισσα, λεβεντιά, ωραίος χαρακτήρας. Η Μαριγούλα ήταν πολύ γλυκούλα, στρογγυλοπρόσωπη, με σγουρό μαλλί. Με έπαιρναν και ανεβαίναμε στη γιορτή του Προφήτη Ηλία με τα πόδια. Πολύς δρόμος, σιγά-σιγά με πολλή κουβέντα, πολύς κόσμος. Και θυμάμαι ότι είχαν φρέσκα αμύγδαλα τα κορίτσια γιατί είχαν αμυγδαλιές, τα καθαρίζαμε και τρώγαμε. Δεν γινόταν πανηγύρι, κουρμπάνια κλπ. Προσευχή μόνο. Αλλά μου άρεσε πάρα πολύ!

     Τα καρναβάλια γινόταν στις Δύο Βρύσες στον Πλάτανο, έξω από το εστιατόριο του Καλαμάρα. Ντυνόταν καρναβάλια και χόρευαν αγόρια και κορίτσια. Εγώ σαν κοριτσάκι πήγαινα και χάζευα. Είχε μουσική από ένα γραμμόφωνο.

Επίλογος

     Αυτή ήταν η αφήγηση της Νίνας. Μέσα από τα λόγια της, μικρές ή μεγάλες πολύτιμες ψηφίδες στο πάζλ της παιδικής και νεανικής ζωής της μητέρας μου και της ιστορίας της οικογένειάς της, γνώρισα τον παππού μου τον Χρήστο Μανέ, τις ευτυχισμένες και τις τραγικές στιγμές της οικογένειας, άκουσα τη γιαγιά Ξάφω να μιλάει, ένιωσα τις γεύσεις και τις μυρωδιές του σπιτιού, απόλαυσα τα χρώματα των λουλουδιών που με περισσή φροντίδα και αγάπη φύτευε η μαμά μου, τραγούδησα τα τραγούδια της, πήγα μαζί της στα πανηγύρια και ανέβηκα στον Αη-Λιά. Σ΄ ευχαριστώ θερμά καλή μου Νίνα!

Σημειωση 1: Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφήγησης έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολύγυρος», Τ. 90, 2017.


Σημείωση 2: Η Νίνα ζει σήμερα στην Κασσανδρεία. Πολύ πρόσφατα έχασε το σύζυγό της Χρήστο Σχοινά, πρώην αξιωματικό του Στρατού και πρώην Δήμαρχο Κασσανδρείας, μετά από 61 χρόνια κοινού βίου.

No comments:

Post a Comment