Του Βασίλη Χαραλάμπους
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΓΕΡΟΝΤΑΚΟΣ
- Χωρικός 65 ετών με μεγάλο άσπρο μουστάκι
ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΟΣ
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Γυναίκα 40 χρονών χωριάτικα
ντυμένη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Γυναίκα 50 χρονών χωριάτικα
ντυμένη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Γυναίκα 50 χρονών χωριάτικα ντυμένη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Γυναίκα 35 χρονών χωριάτικα
ντυμένη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Γυναίκα 55 χρονών χωριάτικα
ντυμένη.
ΤΟΡΝΑΤΟΜ
- Προσωποποιημένος σίφουνας.
(Φωτογραφία από το mk.ru)
ΠΡΑΞΗ
ΠΡΩΤΗ
(Η
σκηνή ανοίγει με τη βρύση στα δεξιά και
στα αριστερά τα σπίτια μιας πολιτείας.
Μπαίνει ο γεροντάκος τραβώντας από το
σχοινί το γαϊδουράκι του).
ΓΕΡΟΝΤΑΚΟΣ
- Ελάτε να αγοράσετε κρεμμύδια, ελάτε
να αγοράσετε μέλι, ντομάτες, πατάτες. Ο
καλός πραματευτής είμαι εγώ. Ελάτε να
αγοράσετε κρεμμύδια, ελάτε να αγοράσετε
μέλι ντομάτες, καρύδια, πατάτες. (Πλησιάζει
τη βρύση). Ωχ, κουράστηκα, ας καθίσω εδώ
στη βρύση. Εδώ θα ξεδιψάσω κιόλας κι εγώ
κι ο γαϊδουράκος μου. (Πίνει νερό και
κάθεται στη πλάϊ στη βρύση). Να καθίσω
λίγο μονάχα εδώ στη βρύση, χωρίς να
αποκοιμηθώ. (Ξαπλώνει πλάϊ στη βρύση
και σχεδόν αμέσως αρχίζει το ροχαλητό).
(O
γαϊδουράκος αρχινά να φεύγει
από την αριστερή πλευρά της σκηνής)
ΤΕΛΟΣ
ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΠΡΑΞΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
(Ο
γαϊδουράκος φτάνει σε μια γειτονιά.
Φαίνονται οι προσόψεις τριών σπιτιών,
με διαφορετικό χρώμα η πόρτα και τα
παραθύρια, του κάθε σπιτιού. Μπροστά
από τα σπίτια υπάρχει δρόμος).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Τι πουλάς πραματευτή. (Παύση) Μα
γιατί δεν απαντάς;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα δεν είμαι πραματευτής, Κρέλυ.
Η γειτόνισσα η Κρουπ είμαι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Α! εσύ εισαι Κρουπ; Τότε αυτά που
έχεις στο γαϊδούρι τι είναι;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα… δεν είναι δικά μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Τι λες; Ένα γαϊδουράκι μονάχο
του πωλεί τα πράγματά του;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Ναι σου λέω Κρέλυ, δεν είναι δικά
μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Τότε ποιανού είναι;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Εμένα ρωτάς; Που θες να ξέρω;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Καλά είναι δυνατόν, ένα γαϊδουράκι
μονάχο του να πωλεί τούτα δω τα πράγματα;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Ξέρω; Κάποιου θάναι και θά’χει
φύγει.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Στάσου γαϊδουράκο να δω τι
κουβαλάς. (Πλησιάζει το γαϊδουράκι). Ωχ,
ένα γαϊδουράκι μονάχο του. Μα καλά, ένα
γαϊδουράκι μονάχο του και το σαμάρι
γεμάτο πράγματα; (Πλησιάζει το γαϊδουράκι
τραγουδώντας).
Είμαι’
γω η κυρά Κρέλυ
ας
πάρω λίγο μέλι
και
τούτο το μικρό καρβέλι
τι
με μέλλει, τι με μέλλει.
(Παίρνει
το δοχείο με το μέλι και ένα καρβέλι
ψωμί, και κάνει να φύγει όμως η γειτόνισσα
Κρουπ βγαίνει και προσπαθεί να την
αποτρέψει).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Ντροπή γειτόνισσα, ντροπή, δεν
είναι σωστό αυτό που πας να κάνεις. Να
δούμε ποιος φτωχός ανθρωπάκος ήρθε να
πουλήσει τις πραμάτειες τούτες.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Πού είναι ο ανθρωπάκος που λες;
Βλέπεις κανένα ανθρωπάκο γειτόνισσα;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μπορεί κάπου να πήγε. Μπορεί
κάπου ν’ αποκοιμήθηκε.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - (Φεύγει τραγουδώντας και παίρνοντας
το μέλι και το καρβέλι το ψωμί).
Είμαι’
γω η κυρά Κρέλυ
ας
πάρω λίγο μέλι
και
τούτο το μικρό καρβέλι
τι
με μέλλει, τι με μέλλει.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - (Απαντά τραγουδώντας).
Δεν
σε μέλλει, δεν σε μέλλει
πικρό
θα γίνει Κρέλυ
τούτο
το κλεμένο μέλι
και
το άδικο καρβέλι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Θεωρίες Κρουπ. Ας πάω λοιπόν.
(Σπρώχνει το γαϊδουράκι). Άντε γαϊδουράκο
μου στο δρόμο σου. (Μπαίνει σπίτι της).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - (Βγαίνει έξω μονολογώντας). Μπά,
ένας γαϊδουράκος μονάχος του. Δεν είναι
δυνατόν. Κι έχει το σαμάρι γεμάτο
πράγματα. Για να δούμε τι έχει. Α! Έχει
κεμμύδια… δαμάσκηνα… Ας πάρω κρεμμύδια
και λίγα καρύδια.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ – (Πλησιάζει). Καλέ γειτόνισσα
Ρούκου, γιατί τα παίρνεις αφού δεν είναι
δικά σου;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Τότε ποιανού είναι γειτόνισσα
Κρουπ; Βλέπεις κανένα εσύ; Ποιανού είναι;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Δεν ξέρω γειτόνισσα Ρούκου.
Φαίνεται από κάπου θα έχε φύγει.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Όποιου και να’ναι, ας είχε τα
μάτια του ανοικτά να μη του φύγει.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα είναι κλεψιά.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Ποιος θα ξέρει γειτόνισσα ότι
τα πήρα;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα…
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - (Απαντά τραγουδώντας).
Δεν
με νοιάζει, δεν με νοιάζει
ούτε
και με πολυπειράζει
λίγα
ας πάρω γω καρύδια
και
ολόφρεσκα κρεμμύδια.
(Παίρνει
τα πράγματα και φεύγει ενώ η Γειτόνισσα
Κρουπ εξακολουθεί να συνοδεύει το
γαϊδουράκο τραγουδώντας απαντητικά).
Θα
σε νοιάξει, θα σε νοιάξει
και
θα σε πολυπειράξει,
τ’
άδικο χαρά δεν δίνει
μόνο
πίκρα και οδύνη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - (Βγαίνει έξω μονολογώντας). Α!
Ήρθε ο πραματευτής. Τι πουλάς γειτόνισσα
Κρουπ;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα δεν είμαι εγώ πραματευτής
γειτόνισσα Έλικα.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Τότε αυτά που είναι φορτωμένα
στο γαϊδουράκι τι είναι;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα δεν είναι δικά μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Μα, τι λες γειτόνισσα. Ένας
γαϊδουράκος μονάχος του πουλά πράγματα
διάφορα;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Ναι, σου λέω.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Ας δούμε το έχει. (Πλησιάζει το
γαϊδούρι). Απ’ όλα έχει. (Παίρνει κάποια
πράγματα από το σαμάρι τραγουδώντας).
Απ’
όλα έχει το σαμάρι
κι
όποιος προλάβει ας πάρει.
Ας
πάρω δύο πεπονάκια
και
αφράτα αγγουράκια.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα Έλικα δεν είναι δικά σου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ – (Γελά). Τώρα γίνανε δικά μου.
(Παίρνει δύο πεπονάκια και λίγα
αγγουράκια).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα είναι κλεψιά τούτη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Ας έχουν το νου τους. (Φεύγει και
μπαίνει στο σπίτι).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - (Βγαίνει από το σπίτι της). Α,
ευτυχώς που ήρθες γειτόνισσα. Τι καλά
μας έφερες;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Εγώ; Τίποτα γειτόνισσα Τίτι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Πως τίποτα, ένα σωρό πραμάτειες
είναι φορτωμένο το γαϊδουράκι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα δεν είναι δικό μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Τότε, ποιανού είναι;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Δεν ξέρω, κάποιου θα’ναι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Όρεξη γι’ αστεία έχεις γειτόνισσα
Κρουπ.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Αλήθεια λέω γειτόνισσα Τίτι, δεν
είναι δικά μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Για να δούμε τι έχει μέσα. (Παίρνει
διάφορα πράγματα τραγουδώντας).
Ας
πάρω τούτες δω τις ντοματούλες
και
τις γλυκές τις πατατούλες.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Μα δεν είναι σωστό. Δεν είναι
δικά σου γειτόνισσα Τίτι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Ω, όρεξη έχεις. Βλέπεις κανένα
εσύ; (Τα παίρνει και μπαίνει σπίτι της).
ΤΟΡΝΑΤΟΜ
- (Έρχεται από κάπως ψηλά ο σίφουνας ο
Τορνατόμ, προσωποποιημένος και φυσά
δυνατά τραγουδώντας).
Ο
Τορνάτομ είμαι τ’ αγέρι
σίφουνα
ο κόσμος με ξέρει
(Φυσάει
δυνατά ο σίφουνας και πετά διάφορα
πράγματα, τα μεταξωτά μαντήλια, το
φτερωτό καπέλο, τα κεντητά τραπεζομάντηλα,
το ταγεράκι και πέφτουν στο σαμάρι του
γαϊδουράκου. Τα παράθυρα ανοιγοκλείνουν
από το δυνατό σίφουνα).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - (Aκούγεται
φωνή μέσα από το παράθυρο). Ωχ, Τα μεταξωτά
μου μαντήλια.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - (Aκούγεται
φωνή μέσα από το παράθυρο). Ωχ, τα κεντητά
τραπεζομάντηλά μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - (Aκούγεται
φωνή μέσα από το παράθυρο). Ωχ, το ακριβό
φτερωτό μου καπέλο.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - (Aκούγεται
φωνή μέσα από το παράθυρο). Ωχ, το καλό
μου ταγεράκι.
(Πέφτουν
όμως τα διάφορα πράγματα στο σαμάρι του
γαϊδουράκου).
(Ο
γαϊδουράκος ξεκινά και φεύγει).
(Οι
γειτόνισσες βγαίνουν από τα σπίτια
τους).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Γαϊδουράκο στάσου τα μεταξωτά
μου μαντήλια.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Που πας; Γαϊδουράκο τα κεντητά
τραπεζομάντηλά μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Ε! Στάσου γαϊδουράκο το καλό μου
ταγεράκι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Γαϊδουράκο, το ακριβό φτερωτό
μου καπέλο.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Το μεταξωτό μου μαντήλι. Κλέφτη
γαϊδουράκο.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Που τρέχεις;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Στάσου γαϊδουράκο.
(Ο
γαϊδουράκος φεύγει μακριά και δεν
φαίνεται στη σκηνή).
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Τώρα τι θα γίνει;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Γειτόνισσες θαρρώ πως δίκαιο
ήταν.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Δεν σε καταλαμβαίνουμε γειτόνισσα.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΟΥΠ - Να, όταν τα παίρνατε ήταν ωραία.
Τώρα όμως;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Εδώ που τα λέμε έχεις δίκαιο
γειτόνισσα;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Τι θα γίνει τώρα;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Την πάθαμε.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Τα θέλαμε και τα πάθαμε. Πάει το
καλό μου ταγεράκι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Πάει τα μεταξωτά μου μαντήλια.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Πάει το ακριβό φτερωτό μου καπέλο.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Πάνε τα κεντητά τραπεζομάντηλά
μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Ο σίφουνας Τορνατόμ έγινε
μοιραστής για τ’ άδικο που κάναμε.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΡΟΥΚΟΥ - Αλήθεια λες γειτόνισσα.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΕΛΙΚΑ - Έχεις δίκαιο γειτόνισσα.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΤΙΤΙ - Ας τα πάρει λοιπόν δώρο αυτός που
αδικήσαμε.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΚΡΕΛΥ - Και να μας γίνει τούτο μάθημα
(Τραγουδούν
όλες μαζί δυνατά).
Ότι
μ’ άδικο αρπάζεις
ύστερα΄
ναι που το χάνεις.
Κι
η κλεψιά χαρά δεν έχει
Θεός
από ψηλά προσέχει.
Αγέρα
μοιραστή αφήνει
και
διπλά στον τίμιο δίνει.
ΤΕΛΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΠΡΑΞΗ
ΤΡΙΤΗ
(Η
σκηνή ανοίγει στο σκηνικό με τη βρύση
όπου κοιμάται ο γεροντάκος).
ΓΕΡΟΝΤΑΚΟΣ
- (Ξυπνά σιγά σιγά και μονολογεί). - Ωχ με
πήρε ο ύπνος. (Κοιτάζει τριγύρω). - Μα πού
πήγε το γαϊδουράκι μου. Ωχ έφυγε.
(Σηκώνεται). - Μα που πήγε.
(Ο
γαϊδουράκος μπαίνει γκαρίζοντας από
τα δεξιά της σκηνής).
ΓΕΡΟΝΤΑΚΟΣ
- (Τρέχει χαρούμενος προς το γαϊδουράκι).
Ήρθες καλό μου γαϊδουράκι; Μα τι κουβαλάς;
Ας δούμε τι έχει. (Παίρνει τα πράγματα
ένα- ένα). Ένα ταγεράκι… μεταξωτό μαντήλι…
φτερωτό καπέλο… κεντητά τραπεζομάντηλα.
Μα τι έγινε. Περίεργο πράγμα. Που είναι
οι πραμάτειες μου; Φαίνεται κάποιος τα
πήρε και τα άφησε τούτα ως αντάλλαγμα.
Όποιος και νάναι τον ευχαριστώ πάντως.
(Ακούεται
το τραγούδι)
Ότι
μ’ άδικο αρπάζεις
ύστερα
'ναι που το χάνεις.
Κι
η κλεψιά χαρά δεν έχει
Θεός
από ψηλά προσέχει.
«Αγέρα
μοιραστή» αφήνει
και
διπλά στον τίμιο δίνει.
ΚΛΕΙΝΕΙ
Η ΑΥΛΑΙΑ
No comments:
Post a Comment