Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη
Ο
ήχος του σχολικού ηλεκτρικού κουδουνιού,
αντήχησε στους γύρω δρόμους και φυσικά
στην οδό Μαυρομιχάλη. Κανένας από τους
μαθητές, που κατοικούσαν σε αυτόν το
δρόμο, δεν έκανε τον κόπο να περπατήσει
περιμετρικά, για να μπει από την κεντρική
είσοδο του Δημοτικού. Το Τρίτο και
Τέταρτο Δημοτικό Σχολείο της εποχής,
ήταν κτισμένο, σε περίοπτη θέση, στην
άκρη ενός φυσικού υψώματος, με θέα την
πλατεία Ωρολογίου και τον κάμπο της
Βεροίας. Βλέπεις την εποχή μας, το ύψος
των τούρκικων οντάδων της περιοχής,
επέτρεπε αυτή την υπέροχη θέα.
Οι
ρίζες του πλατανιού, στην άκρη της αυλής,
του Τρίτου Δημοτικού, που καταλάμβανε
τον δεύτερο όροφο, επέτρεπαν το σκαρφάλωμα
και την πρόσβαση των μαθητών. Ο επί το
καθήκον δάσκαλος, επιτηρούσε και
εθελοτυφλούσε, για την παραβατική άφιξη
των μαθητών, έτσι ώστε να προλάβουν
εγκαίρως την είσοδο στην τάξη. Οι ρίζες
του αιωνόβιου πλάτανου, απλώνονταν στον
αέρα, σαν τα πλοκάμια ενός γιγάντιου
χταποδιού, βγαλμένο από τις ιστορίες
του Ιούλιου Βερν. Το ανάχωμα του επηρμένου
υψώματος, μας προκαλούσε να το καταλάβουμε,
με έφοδο «εξ απήνης»,(1) που μόνο ένας άτακτος λιλιπούτιος
στρατός μαθητών, μπορούσε να οργανώσει.
Φορώντας τα κοντά παντελονάκια και
κουβαλώντας τις μαθητικές τσάντες στους
ώμους, με τη βοήθεια του λουριού,
εφορμούσαμε με φόρα και αυταπάρνηση,
για την κατάληψη του υψώματος. Μερικές
φορές το ξερό χώμα υποχωρούσε, τα
παπούτσια γλιστρούσαν και το πρόσωπο
ερχόταν φάτσα με φάτσα με το έδαφος...
τυχεροί αυτοί που είχαν γερά αντανακλαστικά!
Τα γδαρμένα πόδια και τα ματωμένα χείλη,
αποτελούσαν ηρωικά τεκμήρια, στην
προσπάθεια να ζήσουμε τη ζωή μας, όπως
εμείς το επιθυμούσαμε και όχι όπως μας
το επέβαλε, η άρχουσα τάξη, των δασκάλων
και των γονιών μας.
Στα
διαλείμματα, το πλήθος των μαθητών του
τέταρτου δημοτικού, στον ημιώροφο του
ιστορικού κτιρίου, διαγωνίζονταν για
την έξοδο στο προαύλιο, μέσω της μεγάλης
κοινής εισόδου και εξόδου. Τι στρίμωγμα
και τι σπρώξιμο ήταν αυτό! Στο προαύλιο
ο κυρ Γιώργος, είχε ήδη απλώσει την
πραμάτεια του, στο μικρό του πάγκο και
τη διαλαλούσε... Γλειφιτζούρια, «κοκοράκια»
και «μήλα κατακόκκινα», γκοφρέτες
«Μέλο», με τις περιζήτητες συλλεκτικές
κάρτες, παστέλια, μαντολάτα, μαστίχες
και κάθε λογής παιδικούς πειρασμούς!
Οι
μαθητές ανταγωνίζονταν στο τρέξιμο,
στο «καπάκι», δηλαδή εκείνο το παιχνίδι,
όπου η μια κάρτα καπακώνει την άλλη και
κερδίζει αυτός, που κατάφερε να καπακώσει.
Θεέ μου! Τι τεχνική απαιτούσε, η ελεύθερη
πτώση της κάρτας, από ύψος περίπου ενός
μέτρου; Ο στόχος ήταν, να καπακώσει μια
από τις κάρτες, που ήδη βρίσκονταν άδοξα,
στο έδαφος. Οι κάρτες, αποτελούσαν
θησαυρούς συλλεκτικής αξίας, με παίκτες
του ποδοσφαίρου, κρατικές σημαίες και
εθνικές ενδυμασίες, απ’ όλο τον κόσμο!
Πόσες γκοφρέτες «Μέλο» χρειάστηκε να
αγοραστούν, για να αποκτηθούν αυτοί οι
θησαυροί της νιότης; «Μια δραχμή καλέ
μαμά, για να πάρω και εγώ κάτι, από τον
κυρ Γιώργο, άντε μαμά σε παρακαλώ...»
Πάνω
το Τρίτο και κάτω το Τέταρτο Δημοτικό,
δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα. Οι μαθητές
τους, μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν
μπορούν. Οι αντιζηλίες των σχολείων,
δεν μπορούσαν να λείψουν και από εδώ.
Εκτός από τις βρύσες για το νερό και τα
αποχωρητήρια, δεν είχαμε τίποτε άλλο
κοινό! Εκεί που δεν το περίμενε κανένας
και παρά την επιτήρηση από τον δάσκαλο,
ξεσπούσε ένας ανελέητος πετροπόλεμος!
Οι πέτρες σφύριζαν σαν τις σφαίρες,
διασχίζοντας τον αέρα, πάνω από τα
κεφάλια μας και ευτυχώς για καλή μας
τύχη, η ευστοχία ήταν μικρή. Οι δάσκαλοι,
πετάγονταν έξω από το γραφείο, σαν τους
τρελούς και κυνηγούσαν τον πρώτο
παραβάτη, που θα έπεφτε στο μάτι και την
αντίληψη τους. Τυχεροί και αυτή την
φορά, δεν άνοιξε κανένα κεφάλι! Τα
κορίτσια κλαίγανε ομαδικά, για το κακό
που τις βρήκε και οι ήρωες του αγώνα,
τις παρηγορούσαν με γλυκόλογα, πουλώντας
αναξιόπιστες ιστορίες ηρωισμού και
θάρρους. Ο θόρυβος και η φασαρία, έπαιρναν
και έδιναν, μέχρι την επιστροφή στις
τάξεις. Επικές οι στιγμές και
δαφνοστεφανωμένες οι αναμνήσεις της
εποχής. «Νυν υπέρ πάντων ο αγών», όπως
μας έλεγαν και οι δάσκαλοι μας!
(1) Εξαπίνης: η σωστή γραφή για το αρχαιοπρεπές επίρρημα που σημαίνει ξαφνικά!
No comments:
Post a Comment