Thursday, 9 August 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Οδός ονείρων!


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη



(Η οδός ονείρων - Μαυρομιχάλη - τότε. Φωτογραφία Παναγιώτη Ζέρβα)

     Οι φωνές και τα γέλια των παιδιών, ξεσήκωναν τον κόσμο, από τα διαμερίσματα της διπλανής πολυκατοικίας, απέναντι από το Βήμα του Αποστόλου Παύλου. Κάποιοι βγαίνανε στα μπαλκόνια, για κάνουν την παρατήρηση τους: «Σωπάστε λίγο καλέ! Ησυχάστε! Τι φασαρία είναι αυτή;». Μα τα παιδιά συνέχισαν απτόητα το παιχνίδι τους.

     Οι διάσπαρτες μονοκατοικίες κατά μήκος του δρόμου, κλεισμένες στον κόσμο τους, παρακολουθούσαν βουβές τα τεκταινόμενα. Το παιχνίδι με «τα μήλα», το «σχοινάκι», το «κρυφτό», το «μπίγκο», και τόσα άλλα, ήταν τα παιχνίδια της εποχής.

     Στο «μπίγκο» συμμετείχαν παιδιά κάθε ηλικίας. Μικροί, μεγάλοι, μαζεύονται γύρω από ένα «τενεκεδάκι» και κάποιος απ’ όλους, όσους παίζανε, το πετούσε μακριά. Όλοι έτρεχαν να προλάβουν να κρυφτούν, όλοι, εκτός από ένα παιδί, που έπρεπε να ψάξει να τους βρει, αφού πρώτα επαναφέρει στη βάση του, το τενεκεδάκι. Όταν έβρισκε κάποιον, έτρεχε προς το κουτί, για να προλάβει να το «πατήσει» πρώτος, διαφορετικά έχανε και έπρεπε να φυλάξει ξανά το «τενεκεδάκι». Την ώρα που το πατούσε, φώναζε δυνατά για να τον ακούν όλοι: «μπίγκο»! Τι γέλια, τι χαρά, τι λαχάνιασμα ήταν αυτό Θεέ μου! «Τρέχα Κική, τρέχα Μαίρη... Πρόσεχε Γιώργο... Αχ! σε πρόλαβαν!».

     Το απόγευμα, μαζεύονταν όλα τα παιδιά, μπροστά από το σπίτι του Βασίλη και παίζανε «μισοφέγγαρο», με τους βώλους. Η συμμετοχή απαιτούσε να έχεις μια «καραντάνα», δηλαδή έναν τεράστιο βώλο, ικανό να σε κάνει να κερδίσεις. Ο αρχηγός, χάραζε στο έδαφος τέσσερεις-πέντε ομόκεντρους κύκλους, από το κέντρο προς την περιφέρεια. Στη συνέχεια, όλοι με τη σειρά, από το ίδιο σημείο, έπρεπε να πετάξουμε την «καραντάνα», μέσα σε ένα από τα χαραγμένα ημικύκλια. Τι τέχνη, τι σταθερό χέρι, τι οξύτητα όρασης, απαιτείτο για να πετύχεις, κάποιο από τα ημικύκλια! Οι δεκάδες γυαλιστεροί βώλοι, με τα υπέροχα χρώματα και σχέδια, αποτελούσαν ένα υπερθέαμα. Ο νικητής, μάζευε τους βώλους των ηττημένων και ο θησαυρός ήταν αμύθητος. Ως νέος Πειρατής Μαυρογένης, τον καμάρωνε και σκαρφιζότανε κρυψώνες, για να τον προστατέψει. Βλέπεις… μετά τους εορτασμούς της νίκης, οι χαμένοι προσπαθούσαν – παντοιοτρόπως – να ανακτήσουν έστω και ένα μέρος, της χαμένης τους λείας.


(Το ποτάμι - από το discoververia.gr)

     Την άνοιξη, το ποτάμι έσφυζε από ζωή. Η φύση ξυπνούσε κάθε ζωντανό οργανισμό και το πράσινο ήταν σαγηνευτικό. Τα μικρά παιδιά, με την καθοδήγηση κάποιων μεγαλύτερων παιδιών, μάθαιναν την τέχνη της επιβίωσης. Ψάρεμα καραβίδας και ψήσιμο! Όλοι μαζί, κατά μήκος της όχθης του ποταμού, αναποδογύριζαν τις «τεράστιες» πέτρες και αν ήταν τυχεροί, από κάτω βρίσκαν και καμιά καραβίδα. Τι γλέντι που γινόταν, όταν ερχόταν η ώρα της φωτιάς και του ψησίματος... αληθινή τέχνη! Θα έπρεπε να ήσουνα πολύ τυχερός, αν την δοκίμαζες πρώτος… τι γεύση, τι μυρωδιές, αξέχαστες γευστικές εμπειρίες!

     Το βράδυ της παραμονής του Αϊ Γιάννη, στις 23 του Ιούνη, έκαιγαν το μαγιάτικο στεφάνι. Όλες οι κοπέλες, περίμεναν με ανυπομονησία, να μαζέψουν λίγες στάχτες, από τα υπολείμματα της φωτιάς. Το βράδυ, πριν να κοιμηθούν, τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους και ονειρεύονταν το αγόρι τους, τον πρίγκιπα του παραμυθιού, τον άντρα των ονείρων τους. Τα αγόρια, πηδούσαν όλη την νύκτα, ξανά και ξανά, πάνω από την φωτιά, που όλο και δυνάμωνε, για να διαλέξει στο τέλος τον νικητή, τον άντρα με άλφα κεφαλαίο! Τι αγωνία, τι θέαμα, τι τόλμη και γοητεία!


(Κάπως έτσι ήταν οι φωτιές τ' Αη Γιάννη - φωτογραφία Π. Γουλάρα)

     Το βραδάκι ανεβαίναμε στο Βήμα, για να ξαποστάσουμε από τη ζέστη και ανταλλάξουμε τις εμπειρίες μας, από τον συρφετό της μέρας. Τα κορίτσια με τα κορίτσια και οι άνδρες με τους άνδρες. Βλέπετε, τα παιδιά της εποχής, ήταν ακόμα ντροπαλά και συσταλμένα. Με την πάροδο του χρόνου, τα στεγανά πέφτανε και οι μάσκες μαζί τους και το παιχνίδι ξαναξεκινούσε για άλλη μια φορά.

     Ο χώρος τριγύρω πανέμορφος, γεμάτος από ηλιοτρόπια, μ' εκείνο το χρώμα που μόνο ο ελληνικός ο ήλιος, γνωρίζει να σκορπά. Ο ελαφρύς άνεμος, τα λίκνιζε ελαφρά, στο ρυθμό του χορού των παιδιών και η μουσική από το θρόισμα τους, ανέβαινε ύμνος, στον Απόστολο των Εθνών. Το τραγούδι της απογευματινής αύρας, απλώνονταν μέχρι τις κορφές των κυπαρισσιών, στο πίσω μέρος του περίβολου, εκεί που βρισκόντανε από παλιά, τα σκαλιά που πάτησαν τα άγια πέλματα, του Απόστολου των Εθνών. Η φωνή του μαγικά, ακουγόταν ξανά και ξανά στα αυτιά μας και τα λόγια του, γλυκαίναν τα προβλήματα της παιδικής μας ψυχής. Βάλσαμο πραγματικό, στα παιδικά μας προβλήματα και ούριος άνεμος στα παιδικά όνειρα μας. Ανοίγαμε σαν ιστιοφόρα τα πανιά μας, στο πνεύμα της αγάπης και της αλληλεγγύης και αρμενίζαμε σαν άλλοι μεγάλοι θαλασσοπόροι, στις θάλασσες του πνεύματος.


(Άλλη μια εικόνα της οδού Μαυρομιχάλη - φωτογραφία Παναγιώτη Ζέρβα)

     Μερικές φορές, εμφανιζόταν ο φύλακας του χώρου, ψηλός, λιγνός καλόγερος, με κόκαλα γεμάτος. Φορούσε πάντα, το γαλλικό του κασκέτο και το μακρύ, σκουρόχρωμο πανωφόρι. Ερχόταν γεμάτος άχτι, για τους μικρούς ταραξίες, που δεν εννοούσαν να καταλάβουν, ότι ο χώρος, δεν επιτρεπόταν στα παιδιά και το παιχνίδι! Το σύνθημα για την έλευση του, σκορπούσε τον τρόμο, στον παιδικό πληθυσμό της γειτονιάς, που προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να ξεφύγει από τον περίκλειστο χώρο του Βήματος. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο, καθώς η έξοδος, ήταν και η είσοδος και ο φύλακας καραδοκούσε. Τα τεράστια χέρια του, ανέμιζαν στον αέρα και η βαριά φωνή του, έβγαινε από τα βάθη της κόλασης. Ο κυρ Κώστας! Ο φόβος και ο τρόμος, που παιδικού κόσμου!


     Τα μαύρα κάγκελα του περίγυρου, εξοπλισμένα με λόγχες στις άκρες και ψηλά για το παιδικό ανάστημα, ήταν ο εναλλακτικός δρόμος διαφυγής. Σαν αιλουροειδή, σκαρφαλώναμε και προσπερνούσαμε τα εμπόδια και εξαφανιζόμασταν από προσώπου γης. Αλλοίμονο σε αυτόν που θα έπιανε!

No comments:

Post a Comment