Monday 27 August 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Καβάλα στο όνειρο.


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη



(Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης κάποτε - από την ιστοσελίδα odigosagoras2.wordpress.com)

     Ο σταθμός του τρένου έσφυζε από κίνηση. Νέοι και γέροι, ανεβοκατέβαιναν στα βαγόνια της γραμμής, για τη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Άλλοι πήγαιναν για να δουλέψουν, άλλοι για να δουν αγαπημένα πρόσωπα, άλλοι για διακοπές και μερικοί σαν και μένα, για σπουδές στο εξωτερικό. Ανέβηκα στο βαγόνι της δεύτερης θέσης, με τις καμπίνες όπου στοιβάζονταν έξι-έξι τα άτομα και τις σχάρες για τις αποσκευές, επάνω από τα κεφάλια μας, γεμάτες από βαλίτσες και τσάντες.


     Οι άνθρωποι της Γερμανίας, μεροκαματιάρηδες, κουβαλούσαν από την πατρίδα τους ό,τι μπορείς να φανταστείς. «Πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι το επόμενο ταξίδι;». Θα χρειαζόταν σίγουρα πάρα πολύς χρόνος, για να εξοικονομηθούν τα απαραίτητα χρήματα, για τα εισιτήρια και τα δώρα του προορισμού και της επιστροφής. Για την πατρική οικογένεια στην Ελλάδα, ένα γερμανικό μπιμπελό, μ' ένα πορσελάνινο ζευγάρι χορευτών, που περιστρεφόταν πάνω την πίστα, μόλις άναβες το διακόπτη. Kαι για τους φίλους κατά την επιστροφή στη Γερμανία, κανένα ούζο, να πνίξουν τον πόνο τους. Όσοι γύριζαν πίσω στη Γερμανία, ήταν λυπημένοι, που άφηναν πίσω τους γέρους γονείς, παιδιά και φίλους. Άλλοι πάλι ήταν χαρούμενοι, γιατί σε δυο μέρες, θα συναντούσαν οι γονείς τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους συζύγους τους, που δούλευαν στα ορυχεία της ξενιτειάς, για το μεροκάματο του πόνου. Αχ! Ελλάδα, που διώχνεις τα παιδιά σου μακριά... εκεί στην άπονη ξενιτιά! Οι ήχοι των τραγουδιών του Καζαντζίδη και του Μαρκόπουλου, ηχούν ακόμη στ' αυτιά μου.


(Φωτογραφία από iefimerida.gr)

     Έτσι χαμένος στις σκέψεις μου, χάζευα από το παράθυρο του τρένου, τους γονείς μου και τον κόσμο στη αποβάθρα. Ο πατέρας μου με κοιτούσε με βλέμμα ανήσυχο, που έφευγα μακριά του, σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία και η μάνα μου με το δάκρυ, που αυλάκωνε το πρόσωπό της, γιατί έβλεπε το σπλάχνο της, να χάνεται στη μαύρη ξενιτιά. Μερικοί μικροπωλητές, ξεπουλούσαν τα τελευταία κομμάτια της πραμάτειας τους, για ένα μεροκάματο και μετά, εξαφανίζονταν από το προσκήνιο της αποβάθρας, μέχρι την επόμενη αναχώρηση.

     Ο ήχος της μηχανής του τρένου και τα σφυρίγματα της, επανάφερε τους πάντες στην πραγματικότητα. Το τρένο αγκομαχώντας, ξεκινά το ταξίδι του. Οι τροχοί, αργά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια, τσιρίζοντας από την τριβή τους στις σιδηροτροχιές, άρχισαν να δίνουν τον ρυθμό, στην κίνηση του τρένου. Χέρια κουνιόντουσαν στον αέρα, μαντήλια ανέμιζαν και όλοι κοιτάζονταν θαρρείς και ήταν η τελευταία φορά.



     Οι κοιλάδες και οι κάμποι, άρχισαν να δίνουν την θέση τους, στο τοπίο του σταθμού. Οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας, κάτσανε στις θέσεις τους και βυθίστηκαν στις σκέψεις τους και οι νεαροί άρχισαν να ψάχνουν καμιά παρέα, για να περνάνε την ώρα τους. Μερικοί προσπαθούσαν ακόμη, να βολέψουν τις ογκώδεις αποσκευές τους, που κλυδωνίζονταν επικίνδυνα στην κίνηση του τρένου. Πρώτος σταθμός η Γευγελή και το τρένο πέρασε στην Γιουγκοσλαβία του Τίτο, το μωσαϊκό λαών, που έμελλε να διασπαστεί «εις τα εξ ων συνετέθη». Μπαίνοντας στα Σκόπια, το τοπίο έγινε καταθλιπτικό. Χιλιάδες στρέμματα από αμπελώνες, στο τέλος του φθινοπώρου, σκέπαζαν τη γη, από άκρη σε άκρη. Οι άνθρωποι, σκαρφαλώνουν στο τρένο σαν αιλουροειδή, κουβαλώντας ταγάρια γεμάτα από «τον άρτο τον επιούσιο»· μακρόστενες κόκκινες πιπεριές και ένα κομμάτι ψωμί! Απλώθηκαν αδιάκριτα ανάμεσά μας και έβγαζαν τα πόδια τους έξω από τα παπούτσια. Η μυρωδιά από τις μάλλινες κάλτσες, γέμισε ασφυκτικά την καμπίνα και επαυξάνονταν, από την μυρωδιά της κόκκινης πιπεριάς... Όταν χόρτασαν την ακόρεστη πείνα τους, σκουπίστηκαν στις κουρτίνες του τρένου, που κρέμονταν καλαισθητικά σαν «πετσέτες» στα παράθυρα του τρένου. Ο εφιάλτης κράτησε μέχρι το Βελιγράδι και χαράκτηκε ανεξίτηλα στην μνήμη όλων μας, μέχρι σήμερα. Μόνη παρηγοριά, το γραφικό τοπίο του ποταμού Αξιού και οι γραφικές πέτρινες γέφυρες, με τα υπέροχα τόξα πάνω από τον ποταμό.


     Στο Βελιγράδι φτάσαμε νύκτα, εποχή του “σιδηρού παραπετάσματος”. Μας υποδέχτηκαν τα λιγοστά κίτρινα φώτα, των μεγάλων λεωφόρων και τα λιγοστά αυτοκίνητα ανατολικού τύπου. Διασχίσαμε με δαιμονισμένο θόρυβο, τις πελώριες γέφυρες του Δούναβη και σταματήσαμε στον έρημο σταθμό. Οι λίγοι επιβάτες, ανεβοκατέβηκαν στα γρήγορα και το τρένο ξανακίνησε για το ταξίδι του, μέσα από ένα τοπίο πραγματικά μαγευτικό. Ήταν πολύ όμορφη η Βόρεια Γιουγκοσλαβία!

     Πυκνά σύννεφα ομίχλης, κάλυπταν τους λόγγους, τα δάση και τους κάμπους της Σλοβενίας. Ανάμεσα τους, ξεπετάγονταν πόλεις και χωριά, με σπίτια ευρωπαϊκού στιλ και γραφικά τοπία, που τα διασχίζουν με χάρη οι ποταμοί. Μέσα στις άγριες πρωινές ώρες, απομονωμένοι από την δεύτερη θέση και μόνοι σε καμπίνα πρώτης θέσης, ρεμβάζαμε το τοπίο με την Κατερίνα. Τα βλέμματα μας, χάιδευαν ερωτικά το τοπίο και το όνειρο των σπουδών, διαγραφόταν αχνά στον ορίζοντα, ντυμένο με τα ζωηρά χρώματα του φθινοπώρου· κιτρινοπράσινα φύλλα ή χαλκόχρυσα, σαν τα κλεμμένα από το Βυζάντιο άλογα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στο Άγιο Μάρκο της Βενετίας. Το πρωινό, η ανατολή του ήλιου, μας βρήκε αγκαλιασμένους στα Αυστριακά σύνορα και το τρένο σταμάτησε πάλι για έλεγχο.


     Η διαδρομή μέσα στη Αυστρία, ήταν ένα όνειρο. Καθώς το τρένο διέσχιζε την Αυστριακή ύπαιθρο, ο πρωινός ήλιος χρύσωνε τα πάντα. Τα δάση φεγγοβολούσαν, τα χίλια μύρια φθινοπωρινά χρώματα και οι σταγόνες της πρωινής δροσιάς, αντανακλούσαν το φως του ήλιου, δημιουργώντας μια χρωματική πανδαισία. Οι χείμαρροι κατέβαιναν ορμητικοί, από τις πλαγιές των χιονοσκεπασμένων βουνών, σχηματίζοντας καταρράκτες, στις απότομες πλαγιές τους. Στα πεδινά, οι νέοι κυκλοφορούσαν με τα ποδήλατα, απολαμβάνοντας το αλπικό τοπίο. Θεέ μου! Τι ομορφιά και τι μεγαλείο κρύβει η φύση στα σωθικά της;



     Το απόγευμα της ίδια μέρας, περάσαμε τα σύνορα της Γερμανίας και τα Βαυαρικά τοπία, διαδέχθηκαν τα Αυστριακά. Το μάτι απολάμβανε κάθε λεπτό, την ομορφιά αυτών των τοπίων.


     Το τρένο έφτασε γρήγορα, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Στουτγάρδης και οι επιβάτες γέμισαν την αποβάθρα. Αποχαιρετήσαμε του εφήμερους φίλους και φίλες, δίνοντας τους αιώνιους όρκους, για σύντομή επανασυνάντηση. Οπλισμένοι με το σφρίγος της νιότης, ορμήσαμε να κατακτήσουμε τα όνειρα μας, να γευτούμε τους καρπούς τους, να γνωρίσουμε τον κόσμο!


     Επόμενος σταθμός το Στρασβούργο, η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με υποδέχτηκε περασμένα μεσάνυκτα, μέσα σε ένα κίτρινο φως και ένα ελαφρό πέπλο ομίχλης. Ελάχιστοι ήταν οι επιβάτες, που κατέβηκαν από την αμαξοστοιχία, που συνέχισε το δρόμο της για άλλους προορισμούς. Η Γαλλική Οδύσσεια είχε ξεκινήσει, με τη φοιτητική ζωή στα σπάργανα.

No comments:

Post a Comment