Thursday, 2 August 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Απογευματινός περίπατος στον Αλιάκμονα


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη



(Το φράγμα και η γέφυρα του Αλιάκμονα όπως ήταν την εποχή της ιστορίας μας. Φωτογραφία από τη wikimapia.org)

     Ήταν ένα απόγευμα του Ιουλίου, γύρω στις πέντε, όταν πάρθηκε η απόφαση, να πάμε περίπατο στον Αλιάκμονα, με το ποδήλατο. Το καινούργιο μου ποδήλατο και ο φίλος μου ο Αντωνάκης, ένα χρόνο μικρότερος, είχαν στο αίμα τους την περιπέτεια. Το ποδήλατο γυάλιζε, κάτω από τις απογευματινές ακτίνες, με τα καθρεφτάκια του, το κουδουνάκι του και την σχάρα στο πίσω μέρος.

     Όλα ήταν έτοιμα, για ν' αρχίσουμε τον άθλο, διότι η απόσταση ήταν αρκετή, αλλά η θέλησή μας χαλύβδινη. Κανένας δεν σκέφτηκε την μαμά του, που τον περίμενε μετά την καλοκαιρινή δουλειά, στην κορδέλα. Ακόμη και αν πέρασε από το μυαλό κάποιου, δεν τόλμησε να το προφέρει, για να μην δείξει την υποταγή, στη θέληση ενός άλλου, την εξάρτηση από τους γονείς! Σ' αυτή την ηλικία της επανάστασης, στο οικογενειακό κατεστημένο, ποιος ενδιαφέρεται για την ασφάλεια και την γονική ευθύνη; Αυτά, είναι ψιλά γράμματα, στο νου ενός έφηβου της κάθε εποχής.
     Καβαλήσαμε το ποδήλατο. Εγώ στο τιμόνι, σαν μεγαλύτερος και γνώστης και αυτός στη σχάρα, σαν μικρότερος και άπειρος. Τα λάστιχα βογκήξαν, από το βάρος του Αντωνάκη, για να μας προειδοποιήσουν, αλλά εγώ που να καταλάβω... Με μια καλή προσπάθεια, ξεκίνησα να ποδηλατώ, στην αρχή δύσκολα, αλλά μετά, με την βοήθεια της κατηφόρας, ευκολότερα. Το ποδήλατο, άρχισε να μας προσφέρει, την ταχύτητα και την ευελιξία του, με τις ικανότητες του οδηγού του. Τα σπίτια, περνούσαν γρήγορα από τα μάτια μας και οι κήποι, χάνονταν πίσω μας, καθώς η ταχύτητα αυξανόταν, από τον κατήφορο. Μεγαλείο! Τα πρώτα χωράφια, αρχίσαν να κάνουν την εμφάνιση τους, στο τέρμα της πόλης και ο Αντωνάκης άφωνος, είχε σφιχταγκαλιάσει την μέση μου, μια και οι ανωμαλίες του δρόμου, είχαν αρχίσει να ταλαιπωρούν τον πισινό του, πάνω στο σίδερο της σχάρας. Πιο σιγά μου φώναζε... και άρχισε να γογγύζει, από τον πόνο!


(Η γέφυρα του Αλιάκμονα εκείνη την εποχή. Φωτογραφία από το blog Φωτογραφικοί περίπατοι)

     Κάποια στιγμή, η κατηφόρα σταμάτησε και το πετάλι ξεκίνησε ξανά. Ο χρόνος άρχισε να αγριεύει και για μένα και, χοντρές σταγόνες ιδρώτα, άρχισαν να λούζουν το μέτωπο μου και να διατρέχουν την πλάτη μου.
     Μια πινακίδα μας ανακοίνωνε, πως έχουμε άλλα τρία χιλιόμετρα, για τις Βαρβάρες και από εκεί άλλο ένα, για την γέφυρα του Αλιάκμονα. Η ώρα ήταν περίπου εξίμισι και ο ήλιος βρισκόταν κοντά στη δύση του. Η κούραση ξεκίνησε να γίνεται αισθητή και ο ποπός του Αντωνάκη, άρχισε να κουράζεται, στο σίδερο της σχάρας. Η προσπάθεια να εγκαταλείψουμε το σχέδιο μας, πάρθηκε με το βλέμμα, διότι κανένας δεν ήθελε να ομολογήσει, την ήττα μας. Η επιστροφή, ένας πραγματικός Γολγοθάς στο ίσιωμα, που έγινε ηράκλειος άθλος, στην ανηφόρα! Δυστυχώς, αναγκαστήκαμε να κατεβούμε και οι δυο, από το ποδήλατο και να κάνουμε τον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής, με τα πόδια μας! Ώρα οκτώ στο λυκόφως, βρεθήκαμε ο καθένας στο σπίτι του, ταλαιπωρημένοι, διψασμένοι και κατάκοποι, από την πεζοπορία.

     Την άλλη μέρα, δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε, με τον φίλο μου και κάναμε πολύν καιρό, να ξαναβρεθούμε παρέα, διότι η περιπέτεια μας, δεν τελείωσε χωρίς συνέπειες. Βλέπετε, η νοοτροπία των μαμάδων, δεν ήταν ό,τι καλύτερο εκείνη την εποχή, της «γυναικοκρατίας». Ο καθένας, πλήρωσε σε σκληρό νόμισμα, το «παραστράτημά» του. Η εφευρετικότητα των μαμάδων στις τιμωρίες, δεν είχε όρια. Οι Ινδιάνοι στην Αμερική, που δένανε στον πάσσαλο το θύμα και ο Πολύφημος, που εξακόντιζε «λίθους» στον Οδυσσέα, δεν έμειναν μόνο στα βιβλία. Ο Αντωνάκης κι εγώ, γράψαμε τη δική μας Οδύσσεια! Θεέ μου, τι εποχές; Τρέμεις και μόνο που τις αναλογίζεσαι και ας πέρασαν και τόσα χρόνια...

No comments:

Post a Comment