Monday, 30 July 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Η πρώτη επίσκεψη στο πεδίο βολής του Προφήτη Ηλία


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη


(Προφήτης Ηλίας - φωτογραφία από το Βεροιώτη)

Ο Τριπόταμος

     Εκείνο το πρωινό, έμεινα χωρίς επιτήρηση στο σπίτι... ελεύθερος από κάθε μορφή γονικής καθοδήγησης. Ο διάβολος το κατάλαβε και άρχισε τις προκλήσεις του...

     Ο λιλιπούτιος σαλταπίγκος* της γειτονιάς, καλεί να επισκεφτούμε το πεδίο βολής, για να συλλέξουμε σφαίρες και κάλυκες... Σαν νέοι εξερευνητές, διασχίζουμε τα σοκάκια και τους μαχαλάδες και κατηφορίζουμε για τον Τριπόταμο! Το αγέρωχο ποτάμι, γεμάτο από τα νερά των ανοιξιάτικων βροχών, βρυχάται, καθώς ξεπετιέται, από το στενό διάδρομο, μεταξύ των κάθετων βράχων γρανίτη και απλώνεται σε μια έκταση, πέντε με δέκα μέτρα, ανάμεσα από βράχους και πέτρες. Ο όγκος του νερού εκπληκτικός και η ορμή του τρομάζει κάθε παιδική φαντασία. Ο δράκος των παιδικών ονείρων, αποτελεί πραγματικότητα, στα έντρομα μάτια μου... Ο σαλταπίγκος αποφασίζει και δίνει το μέγα σάλτο, των τριών περίπου μέτρων και προσγειώνεται στον γλιστερό βράχο, στο μέσο του ποταμού και συνεχίζει από βραχάκι σε βραχάκι, μέχρι την απέναντι υπερυψωμένη όχθη.

(Ο Τριπόταμος μιας μακρινής εποχής - φωτογραφία από το archaiologia.gr)

     Οπλισμένος με την υπερηφάνεια της νιότης και θέλοντας να αποδείξω την αξία της ύπαρξης μου, στον κόσμο των παιδικών παλικαρισμών, παίρνω φόρα και προσγειώνομαι με φόρα στο βράχο και λόγο φόρας, συνεχίζω ασταμάτητα τα πηδήματα, στα επόμενα βραχάκια μέχρι την αντίπερα όχθη... Εκεί όμως, ορθώνεται και ο εφιάλτης της τελευταίας πρόκλησης... η όχθη είναι μισό μέτρο ψηλότερη, από το σημείο που βρίσκομαι και ένα αρδευτικό αυλάκι γεμάτο νερό, πλάτους μισού μέτρου, μας χωρίζει... Μα και πάλι, τι μπορούσα να κάνω... μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Δίνω ένα άλμα χωρίς κοντάρι και γραπώνομαι στην απέναντι όχθη... γλιστρώ αργά και το αριστερό μου πόδι, χώνεται μέσα στο βούρκο και βυθίζεται αρκετούς πόντους. Με λύσσα τα χέρια μου προσπαθούν να με κρατήσουν, στο ύψος των περιστάσεων και με την βοήθεια του Φύλακα Άγγελου μου, καταφέρνω να σκαρφαλώσω στην όχθη... παρόλη την απώλεια του παπουτσιού, που κόλλησε στην λάσπη. Το γλύτωσα το μπάνιο...

(Η γέφυρα του Τριποτάμου σήμερα. Φωτογραφία sendmealetter.blogspot.com)

Το φίδι

     Ο δρόμος για το πεδίο βολής. ανηφορικός και κακοτράχαλος. Ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, αυλακώνοντας το πρόσωπο και την πλάτη. Στο βάθος, άρχισαν να διακρίνονται οι πρώτες αυλακώσεις, από τους λόφους της βολής και σε λίγο φάνηκε και το παρατηρητήριο χωμένο μέσα στο αυλάκι προστασίας προσωπικού βολής. Ιαχές χαράς και αγαλλίασης, σχίσανε τον αέρα... επιτέλους φτάσαμε... Τρέχοντας, διασχίσαμε το διάστημα, που μας χώριζε από το χαράκωμα προστασίας και ξαφνικά κοκκαλώσαμε.
     Το ερπετό, σερνόταν με μεγάλη ευκολία, μέσα στο χαράκωμα και σαν λιλιπούτιος κομάντο, ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια που το έφεραν μπροστά μας, στην επιφάνεια. Ο τρόμος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μας. Καμιά κραυγή, καμιά κίνηση... Ο χρόνος, σε δέκατα του δευτερολέπτου, κάλπαζε πέρα και έξω από κάθε φαντασία... Φίδι! Η κραυγή έσκισε τον αέρα, μα τα πόδια έμεναν καρφωμένα στο έδαφος. Το ερπετό, μας προσπέρασε εν ριπή οφθαλμού... πιο φοβισμένο από εμάς τους ίδιους και χάθηκε στους θάμνους του πεδίου.

Σφαίρες, κάλυκες και ιδρώτας...


     Τον τρόμο τον διαδέχεται η χαρά. Στις αυλακώσεις του πεδίου βολής, ο ήλιος αντανακλούσε στις χάλκινες σφαίρες, που έλαμπαν σαν στέφανος δόξας, στα χέρια των μικρών εξερευνητών. Οργώναμε με τα χέρια μας το χώμα, για να συλλέξουμε τον πολύτιμο θησαυρό, όπως οι χρυσωρύχοι στην Αριζόνα.
     Τα αντικείμενα γέμιζαν τις τσέπες μας και τα κοντά παντελονάκια βογκούσαν, από το βάρος του χαλκού και του μόλυβδου. Κανένας δεν σκεφτόταν, την τοξικότητα και την ανασφάλεια, από την άποψη της υγείας. Το μόνο που μας ενδιέφερε, ήταν ο θησαυρός!


(Ο δρόμος για τους στρατώνες όπως ήταν κάποτε. Φωτογραφία από τον Βεροιώτη)

     Δυστυχώς, ο χρόνος ήταν αμείλικτος και η επιστροφή έπρεπε να γίνει άρον-άρον, για να προλάβουμε τον κώδωνα του σχολείου! Ο σαλταπίγκος, όρμησε σαν τον άνεμο, στην κατηφοριά της επιστροφής και χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού, μετά τον ποταμό. Απόμεινα μόνος και κάθιδρος, να κατηφορίζω και να προσπαθώ να περάσω όλα τα φυσικά εμπόδια, που πέρασα και προηγουμένως. Για καλή μου τύχη, ο Φύλακας Άγγελος με βοήθησε και πάλι και η απίθανη εξερεύνηση είχε αίσιο τέλος. Το κουδούνι ήχησε στο γυμνάσιο και οι μαθητές έκαναν τις σειρές, κατά τμήμα και τάξη. Το όνειρο είχε τελειώσει!


*η ακρίδα. και μτφ.: το παιδί που πηδάει, σαλτάει

No comments:

Post a Comment