Του Γιώργου Παληγεώργου
(Φωτογραφία από το ιστολόγιο "Χρονολόγιο FB" τροποποιημένη)
Ήτανε
τ’ αψηλότερο απ’ τα πράματα κι όλοι το
θάμαζαν κι οι δικοί και το συγγενολόϊ
κι οι γειτόνοι κι ο πάσα ένας που τ’
απάνταε στη στράτα, στο καματίκι του
χωραφιού, στη βοσκή, στα κορίτια του
πηγαδιού ή στη λούτσα άμα ποτίζονταν.
Πράματα τότες στο χωριό έλεγαν πάσα
ζωντανό, εξόν απ’ τις κότες, τα γατιά
και τα σκυλιά. Πράματα έλεγαν τα
γιδοπρόβατα και τα γουρούνια, πράματα
έλεγαν και τα γομάρια (γαϊδούρια) και
τ’ αλογομούλαρα και τα γελάδια. Τα
γιδοπρόβατα και τα γουρούνια τα ξεχώριζαν
και τ’ ονομάτιζαν λιανά πράματα και τα
επίλοιπα χοντρά πράματα… Κι άμα ρώταγαν,
“πώς πάν’ τα πράματα;” για το πώς είναι
τα ζωντανά ήταν η γνοιάση τους.
Ήτανε
αψηλότερο μα κι ομορφότερο απ’ όλα τα
ζωντανά, τ’ άλογό τους, όλοι τόλεγαν·
Καράς τ’ όνομά του, ότι ολόμαυρος! Στη
φαμελιά είχε γένει κι ένα σερνικό παιδί,
ο Γούλας κι όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε
κι η λαχτάρα του για τον Καρά. Φτερνίζονταν
ή χλιμίντριζε ο Καράς κι ο Γούλας
αναστατώνονταν και φώναζε στους τρανούς:
“ο Καάς, ο Καάς” (ο Καράς, ο Καράς). Σα
νόησε ψίχα ο μικρός, του φαίνονταν ότι
ήτανε ομορφότερος κι απ’ τους ανθρώπους
ο Καράς, μα οι τρανοί τόνε χούιαζαν και
τον ορμήνευαν συνάμα, “ομουρφότιρις
είν’ οι δυο τρανές ξαδέρφις σ’”,
τούλεγαν “κι απέ ούλοι οι άλλοι κι
ύστερα έρχιτι ου Καράς”. Γνοιάζονταν
η θείτσα του - χήρα η καψερή - και νείρονταν
φορές μπα και τις πάντρευε, σαν έρχονταν
η ώρα, δίχως προίκα, μοναχά με τα νειάτα
τους και τις ομορφιές τους - φτώχια
Παναγία βόηθα τότες· γιατί ήτανε αλήθεια
όμορφες οι θυγατέρες της, του Γούλα οι
ξαδέρφες.
Άρχισε
ο Γούλας να ξεθαρρεύει γιαβάς-γιαβάς
και να ζυγώνει τον Καρά, να τον πιάνει
απ’ τη χαίτη του, που έσωνε ως κάτω σαν
έσκυβε, του χάϊδευε τη μούρη κι ο Καράς
το φχαριστιώτανε. Φορές ο Γούλας πήγαινε
πίσω, στη μακριά ουρά τ’ αλόγου κι όλοι
οι τρανοί τρόμαζαν μη και του δώκει
κλωτσιά με τα πισινά και τον αφήκει στον
τόπο, μα ο Καράς γύριζε κι άγγιζε το
κεφαλάκι του μικρού με τ’ αχείλι του,
‘πως η φοράδα το πουλάρι της. Αγάπη
έπαιρνε ο Καράς κι αγάπη χάριζε κι ο
Γούλας, είχε μέσ’ στην καρδιά του
πανηγύρι. Τ’ όμορφο μάτι του Καρά, χαρά
γιομάτο! Ανθρώποι ειν’ τα ζωντανά,
έλεγαν οι γριές κι οι γερόντοι και
συφώναγαν κι οι επίλοιποι.
(Στη φωτογραφία το άλογο "Ρωμαίος" των Ηρακλή Ξυνόπουλου και Μαρίας Γουλάρα)
Σαν
ζεύονταν ζευγάρι για όργωμα ο Καράς,
μαζί με μια καφετιά μούλα (θηλυκό
μουλάρι), που είχανε, Μούρκα τ’ όνομά
της, ο Γούλας έτρεχε πίσω απ’ το ζευγολάτη
πατέρα του και φώναζε κι ο Καράς σταμάταε,
γύριζε και τήραε το μικρό· κι ο πατέρας
του τον ανέβαζε στη ράχη τ’ αλόγου κι
αυτός κρατιόνταν απ’ τη χαίτη και τη
λαιμαριά κι ολημερίς καβαλάρης, καπετάνευε
ο Γούλας, το φρέσκο χωράφι. Ο Γούλας κι
ο Καράς του. Και στη σβάρνα τον έβαινε
ο πατέρας του και φχαριστιώταν που έκανε
βόλτες γλήγορες, μεσ’ στο χωράφι, μα
καβαλάρης ένιωθε νάναι αγκαλιά με τον
Καρά κι αψηλά ‘πως ήτανε, έβανε εικόνες
στο μυαλό του, απ’ τη ράχη, απ’ τον
κάμπο, απ’ το πέλαγο*… Κι ως γλάρωνε
αποβραδίς, γιομάτη εικόνες η καρδιά
του.
Το
πρωί ασκώνονταν ο Γούλας θαμπά και
πάαινε στη στρούγκα, όπου άρμεε τα
πρόβατα ο πατέρας του κι έπινε αφρόγαλο
και παρακάλαε, «Πάρι μι πατέρα καβάλα
στουν Καρά, να πάμι του γάλα στου γαλατά».
Και με καλό καιρό και με βροχή, τυλιγμένο
με την κάπα, ο πατέρας του δεν του χάλαε
το χατίρι. Μα το χατίρι ήτανε διπλό, και
για το Γούλα και για τον Καρά ή μήπως
τριπλό; και για τον πατέρα.
“Πατέρα
μπουρεί ου τσάκαλους να φάει τα πράματα;”
ρώταε στο δρόμο ο Γούλας.
“Άμα
δεν τουν προυκάνει η σκύλα τουν τσάκαλου,
μπουρεί και παραμπουρεί”, τούλεε ο
πατέρας του.
“Τουν
Καρά μπουρεί να τουνι φάει ου τσάκαλους;”
ματαρώταε ο Γούλας.
“Τουν
Καρρά δεν μπουρεί”, τούλεε ο πατέρας
του, να τον ηρεμήσει.
Ήτανε
η εποχή που οι ράχες του Πεταλά**, ήταν
ακόμα γιομάτες τσακάλια κι ο Γούλας
άκουε τα βράδια τον πατέρα του, να
σαλαγάει και να παρακινάει τη σκύλα, να
διώξει τα τσακάλια, που ζύγωναν στο
μαντρί με τα πρόβατα.
Πάσα
εποχή, κι ένας καινούργιος μύθος για το
Γούλα κι άλλαζε η φύση ολόγυρα το φόρεμά
της κι ο Καράς έριχνε το μαλλί του και
γυάλιζε το τρίχωμά του το καλοκαιρνό
και φαίνονταν πιο φρέσκος, πιο νιος και
δυνατός. Μια μέρα ο Γούλας - παιδί νιάνιαρο
ακόμα, με κοντοπαντέλονο κι από πάνω
άντυτος - πήρε τον Καρά απ’ το καπίστρι
και τον έβαλε πλάι σ’ ένα λιθάρι μεγάλο
κι ανέβηκε αυτός στο λιθάρι κι έδωσε
ένα μικρό σάλτο, ν’ ανέβει στ’ άλογο
που ήταν σαμαρωμένο· μα το σαμάρι ήτανε
ξέσφιγγο κι ο Γούλας ήρθε από κάτω απ’
τ’ άλογο, όπου ο τόπος ήταν γιομάτος
αγκάθια κι γιόμισε το γυμνό κορμί του,
αγκάθια και πληγές. Ο Καράς έμεινε
ακούνητος, όσο να καταλάβουν οι ξαδέρφες
του Γούλα, να τονε πάρουν και να του
βγάλουν τ’ αμέτρητα αγκάθια. Ο Καράς
την άλλη μέρα, καρτέραε το μικρό, μπροστά
στην καλύβα κι ο Γούλας πρωτόειδε το
δάκρυ, να κυλάει απ’ το γιομάτο πόνο
μάτι τ’ αλόγου. Ανθρώποι ειν’ τα ζωντανά
έλεγαν οι γριές κι οι γερόντοι και
συφώναγαν κι οι επίλοιποι.
Και
πέραε ο καιρός κι ο Γούλας θαμπώνονταν
και ξέταζε με το μυαλό του τ’ άπηχτο τα
μαγικά του κόσμου γύρω του, που του
φαίνονταν απέραντος κι ανεξήγητος.
Ήξερε όμως, είχε σιγουρευτεί, ότι οι
άνθρωποι δεν κάνουν δίχως τα πράματα,
δε μπορούνε να ζήσουνε χωρίς αυτά. Ήταν
φορές π’ άκουε τους τρανούς, να λένε
πικρά, ότι τα πράματα στον καιρό της
φτώχιας είναι χρησιμότερα κι απ’ τα
παιδιά καμιά φορά και σφίγγονταν η
καρδιά του. Μάθαινε σιγά-σιγά τίνος
είναι το κάθε πράμα, τίνος είναι τ’
άλογα, τίνος τα μουλάρια, τίνος τα
γαϊδούρια, τίνος τα κοπάδια, τίνος τα
μαντρόσκυλα… Είχε μάθει να ξεχωρίζει
τα δικά τους πράματα, απ’ τα ξένα, με
μια ματιά… Ακόμα και τα πρόβατα γνώριζε
ένα-ένα κι ήτανε ικανός να τα ξεχωρίσει,
άμα έσμιγαν μ’ άλλου κοπαδιού πρόβατα.
Κι από μακριά τα ξεχώριζε τα πρόβατα –
ήξερε το πλήθος, χωρίς να ξέρει να μετράει
ακόμα - μα καταλάβαινε και το χτύπο των
κουδουνιών τους και τ’ αλύχτισμα της
σκύλας, π’ ολοένα ήτανε σιμά τους,
δεύτερος ή σωστότερα πρώτος μπιστικός.
Βέβαια τα χοντρά τα πράματα να ξεχώριζε
εύκολα κι αυτά από μακριά και γιατί ήταν
ο Καράς ανάμεσά τους, αψηλότερος κι
ομορφότερος απ’ όλα τ’ άλλα.
Είχε
ο Πατέρας του Γούλα κι ένα γαϊδούρι, το
Λάϊο, του τόχανε φιλέψει συγγενείς στο
γάμο του, τέτοια δώρα έκαναν τότε, να
φκιάσει νοικοκυριό το νιο ζευγάρι. Όποτε
δεν κάθονταν φρόνημα ο Γούλας, οι τρανοί
τούλεγαν, είσι γαϊδούρ’ ή όταν αργούσε
απ’ το παιγνίδι, τον ρωτούσανε “που
ήσ’να ωρέ γαϊδούρ’;” Έτσι έλεγαν στα
παιδιά όλοι στο χωριό. Τ’ αγόρια, όταν
τα μαλώνανε, τα λέγανε γαϊδούρια και
τις κοπέλες τις λέγανε γαϊδούρες. Τότε
κανένας δεν παραξενεύονταν γι’ αυτό,
ότι η παιδαγωγική της εποχής το καλούσε.
Είχανε
κι οι ξαδέρφες του Γούλα, η θείτσα του
δηλαδή, ένα μουλάρι σερνικό μαύρο,
αλογομούλαρο, Μάρκο τόλεγαν· Διάτανου,
έλεε το Μάρκο η θείτσα του Γούλα ή φορές
διάουλου ριματιανό (ρεματιανό) ή διάουλου
τ’ς Κυριακής, ότι δεν ήταν σαν τον Καρά
πράος, αλλά πάρα πολύ ζαβός κι ολοένα
αγριεμένος! Αυτό το μουλάρι, ο Μάρκος,
είχε γεννηθεί την ίδια μέρα με το Γούλα
και σιγά-σιγά μεγάλωσε κι αυτό και του
έβαλαν σαμάρι και το φόρτωναν και
κάπου-κάπου τόβαναν και για όργωμα.
Βλέπ’ς, άμα είχις γενν’θεί μ’λάρ’,
ένα σουρό δ’λειές θα νάκανις (θα έκανες),
έλεγε στο Γούλα η θείτσα του κι οι άλλοι
γέλαγαν μαζί του κι αυτός κρέμαγε τ’
αχείλι του, μέχρι να τον αγκαλιάσουν οι
ξαδέρφες του. Κάποτε, είχε μεγαλώσει ο
Γούλας, φοιτητής ήτανε, κάποιος τονε
ρώτησε εκεί στην αυλή της θείτσας του
στο χωριό, “πόσο χρονών είσαι Γούλα;”
Πετάχτηκε η θείτσα του κι έδωκε αμέσως
απόκριση, “ου Γούλας είνι όμοια μι του
μ’λάρ’ το θ’κό μ’, ν’ ίδια μέρα μι του
Μάρκου γεννέθ’κι, δικαϊφτά τ’ Αυγούστ’
του ιξήντα”, είπε και γιόμισε χάχανο η
αυλή. Έτσι, τα γενέθλια του Γούλα η θείτσα
του δεν τα ξαστοχούσε ποτέ.
Την
άνοιξη προτού κινήσουν οι δουλειές,
αγώγια απ’ το χωριό στα χωράφια κι
οργώματα, ο πατέρας του Γούλα αγόραζε
πέταλα και καρφιά να καλιβώσει (καλιγώσει)
τα πράματα, το γαϊδούρι το Λάιο, τα
μουλάρια, τη Μούρκα και το Μάρκο και τ’
άλογο τον Καρά. Κάποιος τρανός, η μάνα
του Γούλα ή η θείτσα του κράταγαν τα
πράματα απ’ του καπιστριού το χαλινό,
μη και δυστροπήσουν, την ώρα που ο πατέρας
του θα τα καλίβωνε. Έτσι ο πατέρας του
είχε την άνεση και καθάριζε με κοφτερή
λεπίδα τις οπλές, απ’ τα φθαρμένα
κομμάτια τους κι ύστερα έβαζε τα πέταλα
και μετά πέρναγε λοξά τα καρφιά μέσα
απ’ τις τρύπες τους και χτυπώντας τα
με το καλιβωστύρι (καλιγωσφύρι) τα έβγαζε
στην έξω μεριά του νεκρού σημείου των
οπλών και τα γύρναγε προς τα κάτω να μην
ξεκαρφωθούν. Για τον Καρά δεν χρειάζονταν
μέριμνα ιδιαίτερη, τον κρατούσε ο Γούλας
και του χάιδευε τη μούρη και τον ηρεμούσε
και το πετάλωμά του τέλευε στο πι και
φι. Άκουε τότες ο Γούλας την καινούργια
περπατησιά πούχανε τα πράματα, ‘πως
χτυπούσαν στο χώμα και στα χαλίκια τα
φρέσκα πέταλα, άκουε και του Καρά τον
φρέσκο καλπασμό.
Καλοκαίρι
καιρό ζύγωνε ο Γούλας να χαϊδέψει τον
Καρά, που τον φορτώνονταν οι αλογόμυγες
πλιότερο στ’ αχαμνά του, αλλά και στο
λαιμό του και γύρω στα μάτια φορές κι
οι τρανοί τονε χούιαζαν να μη τον ζυγώνει,
ότι φόντε είναι μυγιασμένα τα πράματα
αγριεύουν και κλωτσάνε… Και κάθε που
γύριζε απ’ τον Καρά ο Γούλας, όλο και
κάποια αλογόμυγα είχε μείνει στο μέτωπό
του και σαν τον έβλεπαν οι ξαδέρφες του
τον πείραζαν, “έ’εις αλουγόμ’γα στ’
μπάλα σ’, κάποια θα σι φ’λήσ’”, τούλεγαν
γελώντας κι ύστερα τούδιωχναν την
αλογόμυγα απ’ το μέτωπό του.
Καθώς
άξηνε ο Γούλας και πήγε σχολειό, όλο και
ξέκοβε απ’ τα πράματα, όλο και ξέκοβε
απ’ τον Καρά και τ’ ανεξερεύνητα μαγικά
του πρώτου του κόσμου. Είδε πως ύπαρχαν
στο χωριό κι άλλα πολλά παιδιά συνομήλικά
του, τα παιδιά της τάξης του… Μάθαινε
νέες λέξεις, μάθαινε παραμύθια, μα
λιγόστευαν οι ώρες που ήθελε να περνά
στην εξοχή, πλάι στις πρώτες του αγάπες
που δε χόρτασε κι άκοπα έμενε αφηρημένος
και λυπημένος μαζί μέσα στην τάξη.
Μια
μέρα η δασκάλα μπήκε στην τάξη και τους
είπε, “από σήμερα θα αρχίσουμε να
μαθαίνουμε να ζωγραφίζουμε” κι αφού
έδειξε στον πίνακα πως ζωγραφίζεται
ένα δέντρο, ζήτησε απ’ τα παιδιά να
ζωγραφίσουν ότι μπορούν στο μπλοκ
ιχνογραφίας πούχαν επιτούτου κι από
κάτω να γράψουνε τ’ όνομά τους. Ο Γούλας,
που ως τότε δεν πολυενδιαφέρονταν γι’
αυτά που έλεε η δασκάλα κι όλοι θαρρούσαν
πως με τα γράμματα δε θα κάμει προκοπή,
έκατσε κι έφκιασε ένα δέντρο που
παράβγαινε του δέντρου της δασκάλας
και πλάι στο δέντρο έφκιασε ένα άλογο
ολόμαυρο… κι από κάτω έγραψε Γούλας
και το επίθετό του και πήγε ντροπαλά κι
άφησε τη ζωγραφιά του, όπως έκαναν και
τ’ άλλα δασκαλούδια, στην έδρα της
δασκάλας.
Θέλω
νάρχεται κι ο Καράς στο σχολείο, σκεύονταν
ο Γούλας έχοντας σκυμμένο το κεφάλι του
στο θρανίο, όταν άκουσε ξαφνικά τη
δασκάλα να ρωτάει αυστηρά,
“Ποιος
είναι ο Γούλας; Τι όνομα είν’ αυτό;”
“Ιγώ
είμι”, απάντησε δειλά ο Γούλας, έτοιμος
να δακρύσει.
“Άκου
παιδί μου”, του είπε η δασκάλα, “τα
χαρτιά σου σε γράφουνε Γιώργο, από δω
και πέρα αυτό το όνομα θα γράφεις κι
εσύ. Θα σε λένε Γιώργο και θα γίνεις
ζωγράφος…”
“Δε
θέλου να γένου τίπουτα”, είπε ο Γούλας.
“Μα
πως; Θα γίνεις, πως μπόρεσες και ζωγράφησες
τόσο ωραία το άλογο;”
“Είνι
ου Καράς”, είπε ο Γούλας, λάμποντας η
ματιά του, “είνι ου Καράς μας”, επανέλαβε…
Σα
χτύπησε το κουδούνι για σκόλασμα, έτρεξε
ο Γούλας στον Καρά, σάμπως να του πει τα
καθέκαστα, ότι ήτανε τόση η συγκίνησή
του, που την πρώτη του χαρά στο σκολειό
την έφερε τ’ αλόγου του η αγάπη…
Προχώρησε
το χινόπωρο κι αφού τέλεψαν τ’ οργώματα
της σπαρμοδίας, πήρε ο πατέρας του τα
χοντρά τα πράματα και πήγε, ‘πως πάσα
χρόνο, και τ’ αμόλησε στην απέναντι
ράχη, στον Πεταλά, όπου είχε μπόλικη
βοσκή και νερό και απογώνια για να
φυλάγονται απ’ τους αέρηδες και τους
χειμαστήδες. “Τι να κάμουμε” έλεε ο
πατέρας του Γούλα, “δεν βγαίνουμε να
ταΐζουμε σανό τα πράματα φόντε είναι
καθούμενα, ‘πως τώρα το χειμώνα”.
“Πατέρα
πόσου χρουνώ είν’ ου Καράς”, ρώτησε ο
Γούλας ένα δειλινό
“Είνι
γέρουντας ου Καράς”, ήταν η απόκριση
του πατέρα του.
“Δε
θέλου ν’άνι (να είναι) γέρουντας”,
αντέδρασε ο Γούλας.
“Τι
να σ’ κάμου πιδί μ’, θέλ’ς δε θέλ’ς,
γέρουντας είνι, φαίνιτι αυτό στα δόντια
τ’!”
Συλλογιόνταν
άκοπα ο Γούλας, τι κάνουνε τα πράματα,
τι κάνει ο Καράς μέσ’ στον άγριο καιρό
και μέσ’ στις νύχτες του χειμώνα. Έφερνε
όλες τις εικόνες που χώραγαν στο νου
του, με τα πράματα, τις άνοιξες, τα
καλοκαίρια, τα χινόπωρα και τούρχονταν
πως βλέπει το χαρούμενο βλέμμα του Καρά,
τούρχονταν πως βλέπει και το δάκρυ του
κι άκουε τον καλπασμό του να ζυγώνει κι
άκουε την ανάσα του και μύριζε τη μυρωδιά
του κι ύστερα πάλι άκουε τον καλπασμό
του ν’ απομακρύνεται, να χάνεται…
Ήταν
μια χαρούμενη μέρα τέλη του Μαρτιού,
μια πρωινή λιακάδα, π’ ο Γούλας κίναε
για το σκολειό, σαν είδε τον πατέρα του
με τα καπίστρια και τα ταϊσάρια γεμάτα
στον ώμο του…
“Που
θα πας πατέρα;” ρώτησε για ν’ ακούσει
αυτό που λαχταρούσε ο Γούλας.
“Θα
πάου να φέρου τα πράματα πιδί μ’, ου
κιρός κάλαρε, θα ξεκινήσουμε οργώματα
στα καπνοτόπια”, τ’ αποκρίθη ο πατέρας
του.
Όλες
τις ώρες στο σχολειό ο Γούλας δεν έβλεπε
τη στιγμή να σχολάσει, να ιδεί τα πράματα,
ν’ αγκαλιάσει τον Καρά, να γκαρδιώσει…
Ανθρώποι ειν’ τα ζωντανά έλεγαν οι
γριές κι οι γερόντοι και συφώναγαν κι
οι επίλοιποι.
Ήρθε
η στιγμή και σκόλασε ο Γούλας κι ζύγωσε
στο σπίτι κι είδε στον κήπο το γαϊδούρι
και το μουλάρι να τρώνε την ταή τους κι
αναζήτησε τον Καρά που δεν ήταν μαζί
τους και μπήκε στην αυλή κι είδε τον
πατέρα του στο πεζούλι να κάθετε όλος
συλλοή…
“Πατέρα
που είν’ ου Καράς;” Ρώτησε όλος λαχτάρα
κι αγωνία ο Γούλας
“Πάει
ου Καράς πιδί μ’, πάει ου Καράς Γούλα
μ’, τούνι πήρι ου χ’μώνας..!”
*Πέλαγο=Λίμνη
(εδώ η Αμβρακία)
**Πεταλάς=Το
βουνό Θύαμος στην Ακαρνανία, όπου η
κορυφογραμμή του στο νότιο τμήμα του
αποτελεί φυσικό όριο μεταξύ Ξηρομέρου
(δυτικά) και Βάλτου (ανατολικά). Ολόκληρο
το βόρειο τμήμα του Πεταλά ανήκει στο
Βάλτο. Εδώ αναφέρεται το νότιο τμήμα
του δυτικά, στη μεριά του Ξηρομέρου.
No comments:
Post a Comment