Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Πάντα
μου άρεσαν τα ταξίδια. Ποτέ δεν έχανα
την ευκαιρία, να συμμετάσχω με άλλους,
σ’ ένα ταξίδι ή ακόμη και να το
πραγματοποιήσω μόνος μου. Μόλις το
αποφάσιζα, πρώτη μου δουλειά ήταν, να
ενημερωθώ από φίλους ή γνωστούς, για
τον τόπο του προορισμού. Πολλές φορές,
κατέφευγα σε ταξιδιωτικούς οδηγούς,
για επί πλέον πληροφορίες, για όλα τα
σημαντικά κι ασήμαντα, που πιθανόν
αφορούσαν, την περιοχή που θα επισκεπτόμουν.
Έτσι ήμουν ενήμερος, για τη γεωγραφία,
τη μορφολογία, την ιστορία ακόμη και τη
μυθολογία της περιοχής. Ήξερα εκ των
προτέρων, τα μνημεία κι ό,τι άλλο
αξιοσημείωτο, θα έπρεπε να επισκεφτώ.
Σ’ αυτές τις εξορμήσεις μου, δεν παρέλειπα
να θαυμάζω τις φυσικές ομορφιές και τα
ιδιαίτερα τοπία, που πιθανώς συναντούσα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν έχανα χρόνο σε
αναζητήσεις, αλλά πήγαινα κατευθείαν,
στους χώρους, που θα έπρεπε να δω. Σε
περίπτωση που είχα, στη περιοχή του
προορισμού, συγγενείς ή οικογενειακούς
φίλους, φρόντιζα να μάθω, τους βαθμούς
συγγενείας και φιλικών σχέσεων, με τους
ανθρώπους που θα συναντούσα.
Ένα
ταξίδι που θα έκανα, στην αρχή της
εφηβείας μου, στην Κρήτη, με άφηνε παγερά
αδιάφορο και το αντιμετώπιζα, μάλλον
μ’ εχθρική διάθεση. Για αυτό δεν φρόντισα
να μάθω, το παραμικρό για τον τόπο, που
τελικά θα πήγαινα και θα έμενα για ένα
χρόνο. Αυτό ήταν, γιατί είχε αποφασιστεί
απ’ τους γονείς μου, χωρίς τη δική μου
συναίνεση ή για την ακρίβεια, έγινε με
τη δική μου ανοχή. Στο σχολείο στη Βέροια,
ήμουν μαθητής πάνω του μετρίου, ίσως θα
μπορούσα να πω και καλός, αν και δε μου
άρεσε ιδιαίτερα, να διαβάζω τα μαθήματά
μου. Τότε ήταν που με μερικούς φίλους,
αποφασίσαμε να φτιάξουμε, ένα μουσικό
συγκρότημα, με το οποίο θα παίζαμε, ποπ
μουσική.
Αυτό στην αρχή ξεκίνησε, δειλά σαν ένα
χόμπι, έτσι για να κάνουμε το κέφι μας,
αλλά όσο περνούσε ο καιρός, αφιερώναμε,
όλο και πιο πολύ χρόνο, στα μουσικά μας
«θέλω», κλέβοντας χρόνο απ’ τα μαθήματά
μας.
(Κίσσαμος)
Αυτό,
δεν άργησε να γίνει αντιληπτό, απ’ τη
μητέρα μου, η οποία έκανε αδίκως, πάρα
πολλές προσπάθειες, για να με συνεφέρει.
Όταν κατάλαβε πως δε μπορούσε, να το
διαχειριστεί μόνη της, κατέφυγε στα
μεγάλα «μέσα», δηλαδή στον πατέρα μου.
Παραδόξως, ο πατέρας μου ψύχραιμος,
άκουσε τα επιχειρήματά μου και κατάλαβε
τις μουσικές μου ανησυχίες. Το μόνο που
ζήτησε, ήταν να μη χαλαρώσω με τα μαθήματά
μου κι οι βαθμοί μου, να είναι ανάλογοι,
των προηγουμένων χρόνων. Εγώ, ενθουσιασμένος
με την αντιμετώπιση που είχα, του
υποσχέθηκα, πως θα έκανα ό,τι μου ζητούσε.
Πάνω στη χαρά μου, δεν αξιολόγησα ακριβώς,
τον όρο που μου έβαλε, την τελευταία
στιγμή. Μου είπε εν ολίγοις, πως, αν δεν
μείνει ικανοποιημένος, θα με στείλει
σε κάποιο οικοτροφείο, της πατρίδας
του. Χωρίς να σκεφτώ έστω και λίγο, αυτόν
τον τελευταίο όρο, συμφώνησα και του
έδωσα τον λόγο μου, πως θα συμμορφωνόμουν,
στη θέλησή του, χωρίς αντιρρήσεις. Εξ
άλλου, μέσα στην εφηβική μου αφέλεια,
θεωρούσα πως θα ήταν απίθανο να πάω
χειρότερα στα μαθήματά μου κι ακόμη δεν
μπορούσα να καταλάβω, πώς θα ήταν δυνατόν,
να μ’ αποχωριστούν και να με στείλουν
τόσο μακριά μόνο μου.
(Το πρώτο συγκρότημα)
Ήμουν
μόνο δέκα τεσσάρων χρονών κι όλα όσα
είχα συμφωνήσει, μου φαινόντουσαν
τελείως εξωπραγματικά και θεωρούσα,
πως δεν ήταν δυνατόν, να συμβούν σε μένα.
Είχα ξεχάσει τις υποσχέσεις, που έδωσα
στον πατέρα μου, γιατί ήμουν πολύ σίγουρος
για τον εαυτό μου και για τις ικανότητές
μου. Μόνο που τα γεγονότα, δεν εξελίχθηκαν
όπως τα φανταζόμουν. Το συγκρότημα,
άρχισε να βελτιώνεται και σε λίγο βρήκαμε
δουλειά, σαν μουσικοί. Μάλιστα, μας
πλήρωναν κιόλας. Αυτό είχε σαν συνέπεια,
να αφιερώνουμε, όλο και πιο πολλές ώρες,
όλο και πιο πολλές μέρες, στην ενασχόλησή
μας αυτή. Έφτασα μάλιστα στο σημείο, να
έχω αναγκαστικές απουσίες, απ’ τα
μαθήματά μου, γιατί δεν προλάβαινα, να
είμαι συνεπής και στις δυο υποχρεώσεις
μου. Γενικά, δεν ήμουν κι ο πιο επιμελής
μαθητής και πολλές απ’ τις γνώσεις μου,
τις αποκτούσα απ’ τις παραδόσεις των
καθηγητών. Αυτές οι απουσίες, στάθηκαν
μοιραίες, για τη μαθητική μου πρόοδο.
(Το συγκρότημα)
Έτσι
απ’ τον Ιούνιο ήξερα, πως τον Σεπτέμβριο
δεν θα άλλαζα απλά σχολείο.
Θα
άλλαζα πόλη και τρόπο ζωής. Όλο το
καλοκαίρι, προσπάθησα να είμαι υπάκουος
κι εργατικός. Δούλευα στη συγκομιδή,
των φρούτων της περιοχής, ελπίζοντας
πως τελικά, ο πατέρας μου, θα μου έδινε
μια ακόμη ευκαιρία και δεν θα ζητούσε
να τηρήσω, τη συμφωνία μας. Αλλά οι
ελπίδες μου, αποδείχτηκαν «φρούδες». Ο
πατέρας μου, χωρίς καν να συζητήσει μαζί
μου, άρχισε τις διαδικασίες, για την
εγγραφή μου, στο Γυμνάσιο Κισσάμου και
τη διαμονή μου, στο οικοτροφείο, της
εκεί μητρόπολης. Παρ’ όλες τις συμβουλές
της μητέρας μου, να παρακαλέσω τον πατέρα
μου, σε μια προσπάθεια να αλλάξει την
απόφασή του, εγώ αρνήθηκα πεισματικά
να το κάνω, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο.
(Αλλη μια εικόνα του συγκροτήματος)
Τελικά
ήρθε ο Σεπτέμβριος και συνοδευόμενος
(τι ντροπή!) απ’ τη μητέρα μου ταξίδεψα
για την Κρήτη. Αν εξαιρέσουμε μια
εμπειρία, που είχα από ένα προηγούμενο
ταξίδι, στην πατρίδα του πατέρα μου, σε
ηλικία οχτώ χρονών,
δεν είχα
καμία γνώση, για τον τελικό προορισμό
μου, μα ούτε και μ’ ενδιέφερε να μάθω
οτιδήποτε. Θεωρούσα τη νέα μου πόλη, σαν
τόπο εξορίας και, χωρίς καν να τη δω, την
είχα αντιπαθήσει. Πίστευα, πως όλα αυτά
που μου συνέβαιναν, ήταν προσωρινά και
πως θα διαρκούσαν, μόνο λίγες μέρες.
Έτσι, όλα μου φαινόντουσαν, αδιάφορα κι
απόμακρα. Αντιμετώπιζα, τους συγγενείς
και φίλους του πατέρα μου, μ’
επιφυλακτικότητα κι ίσως μ’ αδιαφορία,
αναλόγως και του προσώπου, γιατί τους
θεωρούσα, συνεργούς στην τιμωρία, που
μου είχε επιβληθεί. Όπως κατάλαβα
αργότερα, πιο δύσκολο ήταν το όλο θέμα,
για τη μητέρα μου κι όχι για μένα. Αφού
τακτοποιήθηκα, στο οικοτροφείο κι
αποχαιρέτησα τη μητέρα μου,
άρχισα
να συνειδητοποιώ, πως ήμουν μόνος μου
πλέον και θα έπρεπε να προσαρμοστώ, σε
μια τελείως άγνωστη πραγματικότητα.
(Κίσσαμος)
Θα
έμενα σ’ ένα δωμάτιο, με άλλα πέντε
άτομα, όλοι μαθητές, της ίδιας ηλικίας
περίπου, με τη δική μου. Προηγούμενη
εμπειρία, για τέτοια συγκατοίκηση, δεν
είχα, γιατί στη Βέροια, έμενα μόνος μου,
στο δωμάτιο και κατά περίπτωση, με τον
αδελφό μου. Βέβαια, τις λίγες φορές που
πήγα κατασκήνωση, με τους προσκόπους,
έμενα με περισσότερους στο αντίσκηνο,
αλλά αυτό,
ήταν μόνο για λίγες ημέρες. Παραδόξως,
προσαρμόστηκα γρήγορα. Ίσως σ’ αυτό
βοήθησε, μια υπόσχεση που έδωσα, στον
εαυτό μου, πως δεν θα παραπονεθώ, για
τίποτα και δεν θα ζητήσω, την συνδρομή
κανενός, για οτιδήποτε. Πάντα όμως, είχα
στο μυαλό μου, πως, σε πρώτη ευκαιρία,
θα γύριζα πίσω στη Βέροια, μένοντας το
πολύ, ως το τέλος της χρονιάς, στην
Κίσσαμο.
(Από τη ζωή στο οικοτροφείο)
Στο
οικοτροφείο, είχα την τύχη, να έχω για
διευθυντή, τον
τότε Αρχιεπίσκοπο
Κρήτης, έναν άνθρωπο μ’ απίστευτη
κατανόηση, που με το φέρσιμό του, κατάφερε
να με βοηθήσει, να προσαρμοστώ σχετικά
εύκολα. Στο οικοτροφείο, έμεναν πενήντα
περίπου, μαθητές Γυμνασίου και διακόσιοι
πενήντα περίπου, μαθητές της Τεχνικής
Σχολής, που λειτουργούσε, μέσα στις
εγκαταστάσεις του. Παράλληλα, σε
γειτονικούς, αλλά ξεχωριστούς, χώρους,
υπήρχαν το οικοτροφείο θηλέων, του
γυμνασίου κι η Σχολή Οικοκυρικής. Με τα
δυο τελευταία τμήματα, ερχόμασταν σ’
επαφή, μόνο κατά τη διάρκεια. κάποιων
γιορτών.
(Από τη ζωή στο οικοτροφείο)
Ο
πρώτος φίλος που απέκτησα εκεί, ήταν ο
Μανώλης, συμμαθητής μου,
με καταγωγή απ’ τα Εννιά Χωριά, όπως
έλεγαν, μια ορεινή περιοχή, της Κισσάμου.
Αυτός με βοήθησε, τις πρώτες μέρες, τόσο
στο οικοτροφείο, όσο και στο γυμνάσιο.
Από μια φιλική με τον πατέρα μου
οικογένεια, πήρα μερικές πληροφορίες
και ιδίως κάποιες συμβουλές. Μια απ’
τις συμβουλές, μου έκανε ιδιαίτερη
εντύπωση, γιατί σχεδόν επιτακτικά, μου
απαγόρευσαν, να κάνω παρέα, μ’ ένα αγόρι
κι ένα κορίτσι, που προσεχώς θα συναντούσα,
στο σχολείο. Όπως όμως πολύ καλά ξέρουμε
όλοι, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος, ν’
ακολουθεί οποιαδήποτε συμβουλή. Έτσι
κι εγώ, αγνόησα τη συμβουλή, ίσως από
αντίδραση. Κι οι δυο τους, έγιναν φίλοι
μου και διατηρώ σχέσεις μαζί τους, μέχρι
σήμερα.
(Από τη ζωή στο οικοτροφείο)
Το
σχολείο, ήταν πολύ διαφορετικό, σε σχέση
μ’ αυτό, που γνώριζα απ’ τη Βέροια. Ήταν
μεικτό και το ωράριο πάντα πρωινό, σ’
αντίθεση με της Βέροιας, που ήταν αρρένων
και πάντα απογευματινό. Εκεί συνάντησα,
για πρώτη φορά, το φαινόμενο των κενών
ωρών, πράγμα, που δε μπορώ να πω, πως με
δυσαρέστησε, καθώς
μου έδινε τη δυνατότητα, να γνωριστώ
καλύτερα, με τους συμμαθητές μου. Εκείνο
που θυμάμαι όμως, είναι ότι, ειδικά τον
πρώτο καιρό, αισθανόμουν περίεργα, να
είμαι στην ίδια αίθουσα, με κορίτσια
και σε καμιά περίπτωση, δεν ήθελα να
«πιαστώ» αδιάβαστος μπροστά τους. Τότε,
μου είχε συμβεί, το εξής περίεργο. Ένας
απ’ τους καθηγητές μου, είχε υπογράψει,
σαν κηδεμόνας μου και… δεν παρέλειπε,
να μ’ εξετάζει, σε καθημερινή σχεδόν
βάση, στο μάθημά του. Αυτές οι εξετάσεις,
ήταν τόσο συχνές,
που κάποια στιγμή, διαμαρτυρήθηκαν
οι συμμαθητές μου, αλλά αυτός απτόητος,
συνέχισε την ίδια τακτική. Αυτό συνεχίστηκε
για δυο χρόνια, μέχρι που υπέβαλε την
παραίτησή του, για ν’ ανοίξει δικό του
φροντιστήριο. Δεν μπορώ να πω, ότι αυτό
ήταν κάτι, που με δυσαρεστούσε ιδιαίτερα,
καθώς ήμουν μάλλον καλός στο μάθημα του
κι είχε σαν συνέπεια, να γίνω ακόμη
καλύτερος.
(Εκδρομή με το οικοτροφείο)
Στο
οικοτροφείο, η ζωή, ήταν κάπως περίεργη
για μένα, γιατί ήμουν αναγκασμένος, ν’
ακολουθώ κανόνες, με τους περισσότερους
απ’ τους οποίους, δεν συμφωνούσα.
Υπήρχαν, συγκεκριμένες ώρες για το
φαγητό, για τη μελέτη, υποχρεωτικές
παρακαλώ, για διασκέδαση και προ πάντων,
υποχρεωτική ώρα κατακλίσεως, με ανάλογη
ώρα εγερτηρίου. Όλοι οι κανονισμοί, ήταν
υποχρεωτικοί και συγκεκριμένοι, χωρίς
γενικά να υπάρχουν, πολλές αμφισβητήσεις,
στην όλη λειτουργία του οικοτροφείου.
(Μαθήτριες χορεύουν παραδοσιακούς Κρητικούς χορούς, με την ποδιά του σχολείου)
Οι
ώρες του φαγητού, ήταν προγραμματισμένες,
ώστε να μας βολεύουν όλους. Και τους
μαθητές του Γυμνασίου, αλλά κι αυτούς
της Τεχνικής Σχολής. Το εστιατόριο, ήταν
τεράστιο, με πολλά μακρόστενα τραπέζια
και ξύλινους πάγκους, αντί για καρέκλες.
Στο κάθε τραπέζι, καθόμασταν δώδεκα
τρόφιμοι, έξι σε κάθε πλευρά, ενώ στην
κεφαλή του τραπεζιού, ήταν ή θέση του
αρχηγού, ο οποίος μοίραζε το φαγητό, απ’
τη λεκάνη, στα πιάτα των ομοτράπεζών
του. Ήμασταν μοιρασμένοι σε κάθε τραπέζι,
τρόφιμοι με διαφορετικές ηλικίες.
Μαθητές Γυμνασίου και Τεχνικής Σχολής
ανακατεμένοι. Στη διάρκεια του φαγητού,
επέβλεπαν, από ένα τραπέζι, που ήταν
τοποθετημένο, πάνω σε μια εξέδρα, δυο
δάσκαλοι, που είχαν το ρόλο εποπτών –
διευθυντών και πάσχιζαν, μάταια, να
επιβάλλουν μια κάποια στοιχειώδη τάξη,
στην αίθουσα.
(Χορευτές με τοπικές ενδυμασίες)
Ο
ένας εξ αυτών, ο πιο διαλλακτικός, που
ήταν υπεύθυνος για την Τεχνική Σχολή,
μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Ίσως γιατί
με πολλά απ’ τα «θέλω» μας, ταυτιζόταν
κι αυτός. Έπαιζε μπάλα μαζί μας, αν και
δεν είχε καλή τεχνική, όπως κι εγώ
άλλωστε, συμμετείχε στις γιορτές και
μας βοηθούσε, όπως μπορούσε, σ’ ό,τι
είχαμε ανάγκη. Ό άλλος, που ήταν υπεύθυνος
για τα παιδιά του Γυμνασίου, έμεινε
ελάχιστα μαζί μας κι ο επόμενος, που τον
αντικατάστησε, είχε σαν αγαπημένο του
αξεσουάρ, μια βέργα, πράγμα που ήταν
ενδεικτικό, των προθέσεών του.
(Κορίτσια και μικρά παιδιά, έτοιμα για χορό, με τοπικές ενδυμασίες)
Οι
περισσότεροι από μας, όταν είχαμε
πρόβλημα, καταφεύγαμε στον πρώτο,
γιατί ήμασταν
σίγουροι, για την κατανόηση, που θα
έδειχνε. Αυτό φυσικά, δημιουργούσε
πρόβλημα στις σχέσεις μας, με τον άλλο
διευθυντή, αλλά τότε, δεν ήμασταν σε
θέση, να το αξιολογήσουμε σωστά. Έτσι,
όσο περνούσε ο καιρός, ο ένας γινόταν
όλο και πιο αγαπητός, ακόμη και στην
περίπτωση, που σπανίως επέβαλε, κάποια
τιμωρία, ενώ απομακρυνόμασταν, όλο και
πιο πολύ, απ’ τον άλλο. Αυτό είχε σαν
επακόλουθο, να τον έχουμε σαν δεύτερη
επιλογή και αυτό το είχε καταλάβει και
δεν του άρεσε καθόλου, αλλά δεν έκανε
και τίποτα, να βελτιώσει τη θέση του,
στα μάτια μας. Αντιθέτως, έκανε ό,τι ήταν
δυνατόν, για να τον αντιπαθήσουμε, όλο
και πιο πολύ. Συνήθιζε το βράδυ, μετά
την ώρα κατάκλισης, να κρύβεται στο
μπαλκόνι του κτιρίου και να κρυφακούει,
τις βραδινές συνομιλίες μας. Οι
περισσότερες απ’ αυτές, ήταν για
ποδόσφαιρο και για… κορίτσια. Αυτό το
δεύτερο, το θεωρούσε αμάρτημα και
φρόντιζε, να εισηγείται τις ανάλογες
τιμωρίες. Αυτό τον έκανε ακόμη πιο
αντιπαθή και σταδιακά απομακρυνόμασταν
κι άλλο απ’ αυτόν ή προσπαθούσαμε να
τον αποφύγουμε, γιατί δεν θέλαμε πολλά
πάρε δώσε μαζί του.
(Με την ποδοσφαιρική ομάδα του σχολείου)
Η
πόλη, ενώ στην αρχή μου φαινόταν αδιάφορη,
όσο περνούσε ο καιρός και τη γνώριζα
καλύτερα, άρχισε να μ’ αρέσει όλο και
περισσότερο. Σε κάθε έξοδο, που είχα απ’
το οικοτροφείο, φρόντιζα να κάνω βόλτες
στην πόλη, μάλλον κωμόπολη θα έπρεπε να
πω και μάθαινα, όλες τις περιοχές, με τα
περίεργα για μένα ονόματα. Κάθε φορά,
επισκεπτόμουν, συνήθως μόνος μου, μια
περιοχή, φροντίζοντας να μαθαίνω, όσο
μπορούσα πιο πολλά γι αυτήν. Έμαθα, εκτός
απ’ το κέντρο και την αγορά, τον Μαύρο
Μόλο, την Καμάρα, την Κουνουπίτσα, τον
Πύργο, το Παλιό Τελωνείο, τον Κορφαλώνα,
τα Καλλεργιανά κι άλλες περιοχές. Μα
πιο πολύ μου άρεσε, ν’ ανεβαίνω στον
λόφο, που ήταν στην πλάτη της κωμόπολης
κι ήταν εκεί κτισμένο, το μοναστήρι του
Παρθενώνα, με τη σχολή κωφαλάλων. Από
κει ψηλά, είχα απίστευτη θέα κι έβλεπα
τα πάντα.
Τα
σπίτια ήταν κτισμένα αμφιθεατρικά,
ξεκινώντας απ’ την παραλία και φτάνοντας
μέχρι την πλαγιά του λόφου. Τα περισσότερα
ήταν λευκά, ενός και δύο ορόφων. Μπροστά
μου, απλωνόταν ο κόλπος της Κισσάμου,
ανάμεσα στα δυο μυτερά ακρωτήρια. Αυτό
στ’ ανατολικά, της Σπάθας ή Ροδοπού και
στα δυτικά, του Κώρυκος ή Γραμβούσα, με
την πόλη και τα περιβόλια, στο ενδιάμεσο.
Τα χρώματα που κυριαρχούσαν, ήταν το
σμαραγδί, το γαλάζιο και το πράσινο, σ’
όλες τις αποχρώσεις τους. Δεν ξέρω γιατί,
αλλά η επίσκεψη μου στον λόφο, για να
θαυμάζω το τοπίο, μου έγινε συνήθεια
και πολύ τακτικά βρισκόμουν, μπροστά
στον Παρθενώνα, να θαυμάζω όλη την
περιοχή. Χωρίς να το καταλάβω, άρχισε
να μεταστρέφεται η άποψή μου για την
πόλη κι από τόπος εξορίας, όπως την είχα
προσδιορίσει αρχικά, γινόταν, όσο
περνούσε ο καιρός, ένα συμπαθητικό
μέρος, που σταδιακά έφτασα, να το θεωρώ
πατρίδα μου.
Μια
άλλη συνήθεια, που είχαν οι συμμαθητές
μου, αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής,
που μου φαινόταν παράξενη. Ήταν η αγάπη
τους, για τα ντόπια τραγούδια και τους
παραδοσιακούς χορούς. Δεν έχαναν
ευκαιρία, σε κάθε γιορτή και εθνική
εκδήλωση, να επιδίδονται σε χορούς και
τραγούδια, στην κεντρική πλατεία. Πάντα,
αυτές οι εκδηλώσεις, γινόταν με ζωντανή
μουσική, από ντόπιους οργανοπαίχτες
και σαν γεγονός, μ’ εντυπωσίαζε,
δημιουργώντας μου ανάμεικτα συναισθήματα.
Οφείλω να ομολογήσω, αν και ντρέπομαι
γι αυτό, πως όταν άκουγα Κρητικά τραγούδια,
σχεδόν έβγαζα σπυριά και για κακή μου
τύχη, δεν φρόντισα να μάθω τους τοπικούς
χορούς, αν και ομολογουμένως, τη μοναδική
ευκαιρία, που μου έτυχε να μάθω, την
απέρριψα, εξ αιτίας ενός βλακώδους
εγωισμού, της εφηβείας. Πολλοί απ’ τους
συμμαθητές μου όμως, ήταν εξαίρετοι
χορευτές και ειδικά, κάποια απ’ τα
κορίτσια. Που δεν έχαναν ευκαιρία, να
χορεύουν, είτε ντυμένες με παραδοσιακές
στολές, είτε με την σχολική ποδιά και
τα απίστευτα λευκά καλτσάκια. Σ’ ένα
συρτό χορό, είδα μια κοπελιά να χορεύει
και… εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα, ενώ
μέχρι εκείνη τη στιγμή, την αγνοούσα,
ίσως γιατί ήμασταν σε διαφορετικά
τμήματα και είχαμε άλλα ενδιαφέροντα.
Μ’
αργούς ρυθμούς, πρέπει να ομολογήσω,
άρχισα να εξοικειώνομαι και με τους
κατοίκους της πόλης, αν και δεν είχα
πολλές επαφές μαζί τους. Με το που έφτασα
στην Κρήτη, εντόπισα μια παράξενη για
μένα συνήθεια. Με το που μ’ έβλεπε
κάποιος, με καλημέριζε. Άγνωστοι σε μένα
άνθρωποι, μου έλεγαν καλημέρα και το
κυριότερο, το εννοούσαν. Με τον καιρό,
άρχισα να γνωρίζω τους ανθρώπους, της
περιοχής, να μαθαίνω τις συνήθειές τους
και να προσαρμόζομαι, στα ήθη και τα
έθιμά τους. Έφτασα μάλιστα, στο σημείο,
να προσπαθώ να μιλώ, στη ντοπιολαλιά,
χρησιμοποιώντας όσες πιο πολλές φράσεις,
είχα μάθει, από την Κρητική διάλεκτο.
Όμως μιμούμουν κάκιστα, την τραγουδιστή
προφορά των ντόπιων. Έτσι το αποτέλεσμα,
ήταν μάλλον κωμικό και δυσνόητο. Γρήγορα
φίλοι και συμμαθητές, άρχισαν να με
ειρωνεύονται, γι αυτήν την προσπάθειά
μου, που ποτέ όμως δεν εγκατέλειψα.
Σταδιακά άρχισα να νιώθω σαν ντόπιος,
ενώ οι ντόπιοι με θεωρούσαν ξένο. Μέσα
στο μυαλό μου, παρ’ όλο που δεν το
κατάλαβα αμέσως, η Βέροια άρχισε να
ξεθωριάζει κι η Κίσσαμος να κυριαρχεί.
Μετά
τις γυμναστικές επιδείξεις, στις οποίες
πήγα πάρα πολύ καλά, στα αγωνίσματα,
ήρθαν οι εξετάσεις του σχολείου και για
πρώτη φορά, ήμουν χαλαρός και βέβαιος
για τον εαυτό μου. Μόλις τελείωσε το
πρόγραμμα των εξετάσεων, μάζεψα τα
πράγματά μου, χαιρέτισα, όσους φίλους,
είχα αποκτήσει και ταξίδεψα, για την
ηπειρωτική Ελλάδα. Στο πλοίο, καθώς
έβλεπα την Κρήτη, σταδιακά να απομακρύνεται,
απ’ τα μάτια μου, ένιωθα ένα κενό, που
δεν μπορούσα να προσδιορίσω την αιτία
του. Τότε, χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς
τον λόγο, αποφάσισα, πως την επόμενη
χρονιά, θα γύριζα πάλι στην Κίσσαμο,
πράγμα που έκανα, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις
των γονιών μου.
Ίσως
γιατί αισθανόμουν πλέον Κισσαμίτης
Αυθόρμητη διήγηση, βγαλμένη μέσα από τα φυλλοκάρδια της εφηβικής ψυχής με τον πόνο και τον προβληματισμό του έφηβου ... Εύγε!!!
ReplyDelete